Τρίτη, 7 Μαΐου 2024, 19:25:36

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ

VICIOUS RUMORS
CONCUSSION PROTOCOL
(2016)
 
 
Οι Vicious Rumors έχουν επιτύχει μια κάποια δίκαιη δημοτικότητα στην Ευρώπη. Κυρίως γιατί ως γνωστών ήταν εφαλτήριο για την καριέρα του Vinnie Moore, αλλά βασικά γιατί είχαν στις τάξεις τους τον αείμνηστο τραγουδιστή Carl Albert (RIP). Τριάντα ένα χρόνια μετά το ντεμπούτο τους “Soldiers Of The Night”, είναι ακόμα εδώ, προσφέροντας μας old-school Heavy Metal. Στην δεκαετία του '80 οι Vicious Rumors είχαν χαράξει μια σταθερή αν όχι κερδοφόρα καριέρα και φαίνεται να γίνεται ισχυρότερη με το πέρασμα των ετών.
Τα δύο τελευταία τους album “Killers Razorback” και “Electric Punishment”, ήταν εξίσου και τα δύο αρκετά ισχυρά βινύλια. Το νέο album έχει μία βασική διαφορά… έναν ακόμη νέο τραγουδιστή, από τους Vicious Rumors περάσουν τόσοι τραγουδιστές όπως από τους Spinal Tap οι drummers… Ο Nick Holleman είναι ο 10ος του σχήματος αν μέτρησα σωστά, έτσι κάνει εδώ στο “Concussion Protocol” ένα πολλά υποσχόμενο ξεκίνημα. Οι Vicious Rumors μουσικά βρίσκονται κάπου ανάμεσα στο Ρower Μetal και το Τhrash Μetal. Μερικά από riffs είναι πολύ Τhrash όπως είναι και ο ήχος της κιθάρας. Η διάταξη του ήχου και τα μελωδικά στοιχεία έχουν περισσότερα κοινά με το Ευρωπαϊκό Ρower Μetal. Τα φωνητικά είναι επίσης ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο είναι πιο κοντά στον Ευρωπαϊκό ήχο, ο Ολλανδός Nick Holleman βοηθά πολύ με την μελωδική φωνή του, προς αυτή την κατεύθυνση. Εύχομαι όμως να μείνει πολύ περισσότερο από τους προκατόχους του, γιατί είναι πραγματικά καλός.
Αυτό το album έχει μερικές καλές στιγμές, αξιοσημείωτο είναι το άνοιγμα του riff του ομώνυμου τραγουδιού “Concussion Protocol”, είναι γρήγορο και θέτει τον τόνο για το υπόλοιπο του δίσκου.
Τα mid tempo, άλλα και τα ισχυρά κιθαριστικά riffs του Geoff Thorpe (ιδρυτής του σχήματος), είναι τα κύρια συστατικά αυτού του δίσκου. Ένα από τα κύρια θέματα του “Concussion Protocol”, είναι ότι έχουν κρατήσει τον κανόνα του ενός riff ανά τραγούδι, κιθάρες, φωνητικές μελωδίες, μεγάλα δολοφονικά riff ή μελωδικά και γρήγορα κιθαριστικά μέρη, υπάρχουν σε κάθε τραγούδι αυτού του δίσκου. Εν συνόλω το “Concussion Protocol”, βρίσκεται ως επί το πλείστον σε mid tempo κατάσταση, με κάποιους γρήγορους ρυθμούς, αλλά μου ακούγεται καλύτερα όταν παράγουν πραγματικά βαρύ ήχο, από ότι όταν έχουν αργούς ρυθμούς. Υπάρχει και πολύ μελωδία στο album, που μερικές φορές αφήνουν τις κιθάρες πραγματικά να λάμψουν με την παρουσία τους. Εγώ ξεχώρισα αμέσως τα… “Concussion Protocol”, “Life For A Life”, “Bastards”, “Every Blessing Is A Curse” και “Chasing The Priest” εσείς;
Το ξανά λέω το έργο στην κιθάρα είναι κορυφαίο και από τους δύο κιθαρίστες Geoff Thorpe και Thaen Rasmussen, τα riffs και solos έχουν συνέπεια με αρμονίες και με αυτοκυριαρχία. Το φωνητικό εύρος και το ύφος του τραγουδιστή είναι πολύ αξιόλογο, προκαλώντας συγκρίσεις που κυμαίνονται από τους Helloween εποχής Kai Hansen, αλλά και Rob Halford. Ενώ και το drumming του «παλιού» Larry Howe είναι απλά εξαίσιο. Αυτό το album, για μένα θα είναι σίγουρα μέσα στις καλύτερες κυκλοφορίες για φέτος. Ίσως με αυτό το album οι Vicious Rumors, να αρχίσουν να παίρνουν κάποια καλύτερη δημοτικότητα, κάλιο αργά παρά ποτέ στην καριέρα τους, όπου σίγουρα αξίζει να την κερδίσουν.
 
 
VICIOUS RUMORS: Nick Holleman – Vocals, Geoff Thorpe – Guitar, Thaen Rasmussen – Guitar, Tilen Hudrap – Bass and Larry Howe – Drums.
CONCUSSION PROTOCOL: “Concussion Protocol”, “Chemical Slaves”, “Victims Of A Digital World”, “Chasing The Priest”, “Last Of Our Kind”, “1000 Years”, “Circle Of Secrets”, “Take It Or Leave It”, “Bastards”, “Every Blessing Is A Curse”, “Life For A Life”.
 
 
Για το Southern-Rock.GR: (Ηλίας Κωστόπουλος).
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group/ καλλιτέχνη αλλά και το Heavy Metal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.

OMEN
HAMMER DAMAGE
(2016)
 
 
Οι Omen είναι ένα από τα πιο θρυλικά Αμερικανικά συγκροτήματα του Heavy Metal που υπήρξαν ποτέ, ο λόγος; Κυρίως τα 3 πρώτα albums τους είναι άριστα, βαρβαρικά από καθαρή τεστοστερόνη, με επικεφαλής τον δυνατό τραγουδιστή JD Kimball (RIP), ένας από τους πιο ανδροπρεπής τραγουδιστές που περπάτησαν ποτέ στη Γη. Δυστυχώς, μετά από την αναχώρηση του, το συγκρότημα είδε να μειώνετε δραστικά το κοινό του και ο βαρβαρικός Heavy Metal ήχος που είχαν. Οι τελευταίες δισκογραφικές προσπάθειες των Omen, που έχουν κυκλοφορήσει από τότε μέχρι σήμερα ήταν πιο ήπιες και μάλλον πιο μελαγχολικές. Μετά από 13 ολόκληρα χρόνια από τον τελευταίο studio δίσκο τους οι Omen είναι και πάλι εδώ μαζί μας. Αγόρασα την καινούργια δισκογραφική δουλειά τους με ανάμικτα συναισθήματα για το τι θα ακούσω από τους Omen εν έτη 2016, αλλά τελικά βλέπω ότι αυτή η προσπάθεια τους, είναι... πραγματικά καλή.
Φυσικά είναι μακριά από τα μεγάλα albums που έκαναν με τον Kimball, αλλά τουλάχιστον είναι αρκετά καλό στο άκουσμα και καλύτερο από οτιδήποτε άλλο έχει κάνει το σχήμα τα τελευταία 25 χρόνια. Τώρα, φυσικά δεν μπορώ να κατηγορήσω το συγκρότημα που δεν έχουν κάποιον κοντά στα φωνητικά του Kimball, ο τραγουδιστής Kevin Goocher είναι μαζί με το σχήμα τα τελευταία 18 χρόνια και σίγουρα ακούγεται καλύτερα τώρα, όπου χρησιμοποιεί ένα καθαρότερο, πιο μαλακό φωνητικό εύρος. Στο “Hammer Damage” ο φωνητικός τόνος που χρησιμοποιεί σαφώς έχει ως στόχο να μιμηθεί το στυλ του αείμνηστου Kimball, αυτό το κάνει πολύ καλά, αλλά όχι τόσο καλά όπως ο άγριος βάρβαρος πολεμιστής (JD Kimball).
Αυτός ο δίσκος δεν είναι κακός, έχει μια γοητεία, αφού εκτός του μόνου αυθεντικού μέλους, του κιθαρίστα Kenny Powell, έχει επιστρέψει και ο αρχικός drummer Steve Witting. Να τονίσω ότι ο Goocher είναι πραγματικά καλός εδώ, ενώ ο Powell προσπαθεί και μας αφήνει σε ένα μεγάλο βαθμό ωραία και σκληρά κιθαριστικά riffs. Τα riffs είναι σίγουρα πολύ καλά και με την καλή απόδοση από τον Goocher, έχουμε ένα καλό album, θα μπορούσε να ήταν καλύτερο, αλλά είναι θέμα παραγωγής. Το “Hammer Damage” σε μεγάλο βαθμό μας αφήνει τελικά μια καλή γεύση, μην ζητάτε θαύματα δεν γίνονται, τουλάχιστον είναι πολύ καλύτερο από τις σαβούρες που κυκλοφορούν εκεί έξω κάθε μέρα. Μερικά τραγούδια είναι αρκετά καλά, όπως τα… “Hellas”, “Caligula”, “Hammer Damage”, “Eulogy For A Warrior” και “Chaco Canyon (Sun Dagger)”.
Αν οι Omen είναι έξυπνοι, τουλάχιστον πρέπει να επαναλάβουν ένα album σαν αυτό… και παρακαλώ να μην ξανά βγάλουν ποτέ κάτι σαν το “Reopening The Gates”, το οποίο είναι επιεικώς απαράδεκτο. Καλώς ήρθατε και πάλι Omen! Άλλο ένα αριστούργημα, όπως τα τρία πρώτα κανείς δεν περιμένει τουλάχιστον στα 2016, μόνο ένας ανόητος μπορεί να περιμένει. κάνει. Αυτό που χρειάζεται ένα μεγάλο Heavy Metal album, είναι η επική αίσθηση και η υπογραφή του ήχου της κιθάρας του Kenny Powell. Η παραγωγή θα μπορούσε να ήταν καλύτερη, αλλά το “Hammer Damage” σας λέω ότι πέτυχε την αποστολή του, είναι must-have για κάθε οπαδό των Omen.
Ω ναι, να μην ξεχάσω… το τραγούδι “Hellas” είναι ένα από τα καλύτερα τραγούδια που έχουν γράψει οι Omen, στην κυριολεξία τα τελευταία 30 χρόνια.
 
 
OMEN: Kevin Goocher – Vocals, Kenny Powell – Guitar, Andy Haas – Bass & Steve Wittig – Drums.
HAMMER DAMAGE: “Hammer Damage”, “Chaco Canyon (Sun Dagger)”, “Cry Havoc”, “Eulogy For A Warrior”, “Knights”, “Hellas”, “Caligula”, “Era Of Crisis”, “A.F.U.”.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group/ καλλιτέχνη αλλά και το Heavy Metal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.

HOGJAW
RISE TO THE MOUNTAIN
(2015)
 
 
Ο τελευταίος δίσκος των Hogjaw, κυκλοφόρησε το 2015, αλλά τώρα το πήρα σε βινύλιο, οπότε τώρα γίνετε και αυτή η δίσκο-παρουσίαση. Εγώ δεν περιμένω να μου στέλνουν σε download τις νέες δισκογραφικές δουλειές των συγκροτημάτων, για να κάνω κριτική, αλλά θέλω να έχω το φυσικό προϊόν (LP ή CD) της μουσικής που ακούω. Επίσης, εκτός αυτού, κάνω κριτική σε ότι θέλω εγώ και όχι σε ότι μου στέλνουν που μπορεί να είναι και σαβούρα. Η επιλογή των δίσκων που σας παρουσιάζω είναι καθαρά δική μου και μετά από αυτόν τον πρόλογο, ας περάσουμε στο τελευταίο album των Hogjaw.
Οι Hogjaw δισκογραφούν από το 2008 και κάθε φορά μας παρουσιάζουν ωραία Southern Rock/ Boogie albums, το συγκρότημα έχει βελτιώσει τον ήχο του σημαντικά, όλα αυτά τα χρόνια, το “Rise To The Mountain”, είναι ίσως η ιδανική περίπτωση ενός καλού της Νότιου Rock δίσκου. Σίγουρα είναι η καλύτερη εναλλακτική λύση αν αναλογιστούμε τα πόσα λίγα γνησία αντρικά Southern Rock albums κυκλοφορούν κάθε χρόνο.
Η φωνητική απόδοση του Jonboat Jones, κινείται κάπου μεταξύ του μεγάλου Johnny Cash και έτσι καταφέρνει να βάλει την απαραίτητη συγκίνηση στην τραγουδιστική του απόδοση. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές πλέον στα πιο πολλά τραγούδια πλέον από το νέο δίσκο, ενώ και η σύνθεση των τραγουδιών έχουν τη τάση να έχουν βελτιστοποιηθεί σημαντικά. Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε τη θετική εικόνα για την αναβίωση του Southern Rock μέσω των Hogjaw, όπου κάνουν ότι καλύτερο μπορούν, το πάθος δεν τους λείπει καθόλου. Το συγκρότημα μεταλλάσσεται γρήγορα και έχει τις ικανότητες του να μας χαρίσει δολοφονικούς δίσκους. Όλα τα riffs εν τω μεταξύ είναι πραγματικά πολύ καλά και η εικόνα που παρουσιάζουν οι Hogjaw έχει πολλά θετικά στοιχεία, ενώ και τα τραγούδια έχουν σίγουρα εξελιχτεί σε οργανικό επίπεδο, προς το καλύτερο. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι Hogjaw με το “Rise To The Mountain”, έχουν κάνει σημαντικά βήματα προς τα εμπρός. Επιπλέον τα πιασάρικα riffs και οι μελωδίες σου μείνουν, από το πρώτο άκουσμα κιόλας του δίσκου. Στην πραγματικότητα το “Rise To The Mountain”, είναι ένα πραγματικά καλό Southern Rock album εν έτη 2015.
Συμπέρασμα το “Rise To The Mountain” των Hogjaw, μας προσφέρει ένα πολύ καλό και αξιοπρεπές μείγμα από Blues Rock, Country/ Southern Rock, που είναι ακόμα πολύ μπροστά από άλλα συγκροτήματα του είδους. Το Νότιο Rock πολλοί το αγάπησαν, ενώ υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες που το υπηρετούν ακόμα και σήμερα, αλλά λείπει το μεγάλο όνομα που θα εκτινάξει τη δημοτικότητα του και πάλι στα ύψη. Πολλοί προσπαθούν και θέλουν αλλά… δεν μπορούν δυστυχώς να κάνουν τι μεγάλη διαφορά, γιατί πολύ απλά δεν έχουν έναν Ronnie Van Zant στις τάξεις τους. Τουλάχιστον οι Hogjaw προσπαθούν και όταν πρόκειται για παραδοσιακή Αμερικανική Νότια μουσική, με κιθάρα με πλούσια riffs και ευφυή σύνθεση τραγουδιών, να τους ακούσετε το αξίζουν. Τραγούδια που ξεχωρίζουν είναι τα… “Rise To The Mountain”, “I Will Remain”, “Leavin Out The Backside”, “Grey Skies”, “Another Day” και “Fire, Fuel & Air”.
 
 
HOGJAW: Jonboat Jones – Vocals/ Guitar, Jimmy Rose – Guitar, Elvis D – Bass and Jason Kwall – Drums.
RISE TO THE MOUNTAIN: “Rise To The Mountain”, “Leavin Out The Backside”, “Over For You Know It”, “Where Have You Gone”, “Fire, Fuel & Air”, “I Will Remain”, ‘Another Day”, “Second To None”, “The Smoker”, “Grey Skies”.
 
 
Για το Southern-Rock.GR: (Ηλίας Κωστόπουλος).
ΥΓ. Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε το group/ καλλιτέχνη.

OUTLAWS
IΤ'S ABOUT PRIDE
(2013)
 
 
Είναι το “It’s About Pride” το μεγάλο comeback album για τους Outlaws; Ναι, φίλοι μου είναι το μεγάλο comeback, γιατί πολλά από τα τραγούδια ασχολούνται με την απώλεια, το οποίο είναι κατανοητό, του frontman Hughie Thomasson που πέθανε το 2007. Τα επιζώντα μέλη αποφάσισαν να μεταφέρουν σε αυτό το album το τι σημαίνει γι’ αυτούς το Southern Rock. Σε όλο τον δίσκο τα κιθαριστικά solos πέφτουν το ένα μετά το άλλο ασταμάτητα, είχα χρόνια να ακούσω έναν τόσο αξιόλογο και χορταστικό Νότιο album. Φυσικά δεν βρισκόμαστε στα 70’s που το South κυριαρχούσε, αλλά αυτή η προσπάθεια των Outlaws είναι σπουδαία, με συγκίνησαν αρκετά με αυτή τη νέα δουλειά τους, που έκατσα και άκουσα ξανά όλα τα βινύλια τους.
Εδώ στο “It’s About Pride” ο Henry Paul δείχνει τις ικανότητες του μια προς μια, εξαπολύοντας όλον του τον δυναμισμό. Μαζί με τους παλιούς Monte Yohoκαι Billy Crain, μάζεψε όλα τα τραγούδια και κατέγραψε ένα εξαιρετικά σφιχτοδεμένο δίσκο, με πολλά vintage στοιχεία που κοιτάζουν πίσω στο παρελθόν της μπάντας πολύ απειλητικά. Όλες οι συνθέσεις αναμεταδίδουν ένα φονικό τρίδυμο στις κιθάρες, το τι γίνετε στα solosδεν περιγράφετε με λόγια, χαμός. Όλα τα τραγούδια είναι κορυφαία, οι «παράνομοι» είναι πάλι έξω για να αποδείξουν ότι δεν είναι προς τα κάτω, αλλά προς την κορυφή και κάνουν ένα μεγάλο άλμα προς τον 21ο αιώνα. Αν και χωρίς τη βοήθεια του αείμνηστου Thomasson, οι εναπομείναντες Outlaws σπάνε κόκκαλα, φίλοι μου.
Ενώ να τονίσω ότι η παραγωγή των Michael Bushκαι Henry Paulείναι άψογη και πεντακάθαρη, που αφήνει όλα τα όργανα να ακουστούν ομοιόμορφα. Απολαύστε τραγούδια όπως τα “Tomorrow’s Another Night”, “Hidin’ Out In Tennessee”, “Trail Of Tears”, “Trouble Rides A Fast Horse”, “Right Where I Belong” και την εκ νέου εκτέλεση του γνωστού παλιού τραγουδιού των Outlaws, “So Long”.
Αυτοί οι «παράνομοι» πάντα έβγαζαν δίσκους κορυφαίους και βρώμικους, γεμάτους Southern Rock, επιπλέον οι κιθαριστικές τους μονομαχίες είναι εντυπωσιακές αφού οι τρείς κιθάρες κυριολεκτικά θερίζουν. Το album είναι αφιερωμένο στην μνήμη, των Hughie Thomasson, Billy Jones και Frank O’ Keefe.
 
 
It’s About Pride: “Tomorrow’s Another Night”, “Hidin’ Out In Tennessee”, “It’s About Pride”, “Born To Be Bad”, “Last Ghost Town”, “Nothin’ Main About Main Street”, “The Flame”, “Trail Of Tears”, “Right Where I Belong”, “Alex’s Song”, “Trouble Rides A Fast”, “So Long”.
OUTLAWS: Henry Paul (Vocals/ Guitar), Monte Yoho (Drums), Dave Robbins (Keyboards), Billy Crain (Guitar), Chris Anderson (Guitar) & Randy Threet (Bass).
 
 
Για το Southern-Rock.GR: (Ηλίας Κωστόπουλος).
Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (CD), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε το group/ καλλιτέχνη.
 
.......................................................................
 
Ακολουθεί μια δεύτερη κριτική από τον Σάββα Συνοδινό.
 
Οι Outlaws, ενα απο τα σημαντικότερα γκρούπ με την δική του σημαντική διαδρομή στο χώρο του Southern rock κυκλοφορήσε το νέο του άλμπουμ, "It’s About Pride" στις 25 Σεπτεμβρίου μέσω της Rocket Science Ventures. Είναι το πρώτο studio άλμπουμ της μπάντας από το 1994 με το Diablo Canyon. Το “Tomorrow’s Another Night,” είναι το πρώτο single,του άλπμουμ που εγινε ραδιοφωνική επιτυχία απο τις 20 αυγούστου.
Μετά απο αρκετές αλλαγές στα μέλη της μπάντας στην διάρκεια της καριέρας τους το συγκρότημα διαθέτει πάλι το ιδρυτικό της μέλος τραγουδιστής / τραγουδοποιός / τον κιθαρίστα Paul Henry ο οποίος πηγαινοερχόταν στο γκρούπ και αυτό προκάλεσε διάφορες περιέργες κουβέντες γύρω απο το όνομα της μπάντας. Μαζί του στα drums o τραγουδοποιός Monte Yoho, o κιθαρίστας Billy Crain, ο κιθαρίστας Chris Anderson,και ο πληκτράς /τραγουδιστής Ντέιβ Robbins ενώ στο μπάσο /και δεύτερα φωνητικά ο Randy Threet.
"Οι Outlaws υπήρξαν μακριά απο την δημοσιότητα πολύ καιρό, είναι σχεδόν σαν ξεκινώντας πάλι απο την αφετηρία," λέει ο Paul σε μια δηλωσή του "Όμως, λόγω της ιστορίας της μπάντας, βλέπουμε αυτό ως ένα νέο κεφάλαιο. Έχουμε γράψει αυτό το άλμπουμ με τους δικούς μας όρους, και είμαστε έδω για να κάνουμε μια σημαντική εμφάνιση. Οι οπαδοίς μας που τους αρέσαμε εξακολουθούν και τώρα να μας αγαπούν γιατί είμαστε εξίσου καλή μπάντα ή ακόμα και καλύτερη από ό,τι είμασταν. Πάνω απ 'όλα, αναγνωρίζουν την καρδιά του γκρούπ και το τι είναι αυτό που εξακολουθεί να κάνει". Εαν κρατήσουμε μακριά τις διαφωνίες και οτι άλλο προέκυψε, με το εαν ο Henry μπορεί, η πρέπει, να χρησιμοποιεί το όνομα του γκρούπ,και δούμε μόνο το μουσικό κομμάτι, πρόκειται για ενα άλμπουμ που προσπαθεί να δώσει μια άλλη διάσταση της μπάντας πιο εξελιγμένη θα έλεγα, βασισμένη στο παρελθόν της.
Σε κάποια τραγούδια δεν μπορώ να πω, πως είναι ο απόλυτα γνωστός sound της μπάντας, αλλά μια ισως βελτιωμένη έκδοση με πολύ καλύτερη παραγωγή και σαφή southern soft rock δρόμους. Τα σόλος αρκετά προσεγμένα με λίγο μικρότερη διάρκεια απο το παρελθόν, αλλά σίγουρα ποιοτικά (σε κάποια σημεία μύρισε και Skynyrd). Ο αμερικάνικος μουσικός νότος και με μπαλλάντες και με ποιό power τραγούδια ξαναβρίσκει την αίγλη του. Με λίγα λόγια για όσους αγαπούν αυτό το είδος, είναι ένας δίσκος που θα πρέπει να υπάρχει στην δισκοθήκη τους.
 
Σάββας Συνοδινός.

KISS
ROCKS VEGAS
(2016)
 
 
Συναυλίες των KISS που έλαβαν χώρα απο τις 5 εως τις 23 Νοεμβρίου του 2014, στο "Hard Rock Hotel & Casino", στο Las Vegas (USA), για την 40η επέτειο της παγκόσμιας περιοδείας του συγκροτήματος. Κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2016 στις 26 Αυγούστου, σε πολλές μορφές, 2-LP+DVD, DVD+CD, DVD/ Blu-Ray, Box Set, (μόνο σε κασέτα δεν το έβγαλαν, γιατί;).
Λίγα δευτερόλεπτα μετά μόλις βάλεις το βινύλιο στο pick-up, ξεκινά η γνωστή εισαγωγή… "You Want The Best You Got The Best, The Hottest Band In The World... KISS" και μετά αμέσως το “Detroit Rock City”, η ενέργεια του set-list δεν αφήνει κανέναν ασυγκίνητο, όλα τα τραγούδια είναι ένα best off… “Creatures Of The Night”, “Psycho Circus”, “Parasite”, “War Machine”, “Tears Are Falling”, “Deuce”, “Lick It Up”, “I love It Loud”, “Hell Or Hallelujah”, “God Of Thunder”, “Do You Love Me”, “Love Gun”, “Black Diamond”, “Shout It Out Loud” και “Rock ‘N’ Roll All Nite”.
Το set-list είναι όμως ίδιο εδώ και χρόνια, χωρίς καμιά έκπληξη, το ίδιο πάνω-κάτω κάθε βράδυ, νομίζω πως το συγκρότημα έχει εγκλωβιστεί μέσα στο make-up από το 1996 και δεν πρόκειται να ξανά βγει ποτέ, ούτε και πρόκειται να δομικάσει κάτι καινούργιο, δυστυχώς. Η απόδοση του συγκροτήματος εντάξει είναι άψογη, χωρίς λάθη και φάλτσα, οι μερακλήδες KISS οπαδοί θα το χαρούν σίγουρα αυτό το live, με τους υπόλοιπους οπαδούς δεν ξέρω όμως τι γίνετε;.
Τα φωνητικά του Paul Stanley έχουν κάποια θεματάκια κατά καιρούς, κατά τη διάρκεια ορισμένων από τα τραγούδια του live, ενώ σε κάποια άλλα τραγουδά όντως με δύναμη και φινέτσα.
Η πρώτη μεγάλου μήκους συναυλία σε video σχεδόν 10 χρόνια μετά από το “Rock The Nation, Live”. Σίγουρα το KISS Army, θα προσθέσει αναμφισβήτητα στην συλλογή του αυτή την κυκλοφορία. Όλοι οι υπόλοιποι σας παρακαλώ προτιμήστε τα παλιά live του σχήματος “Alive!", “Alive II” και “Alive III”. Ως χαρακτηριστικό μπόνους στο πακέτο του DVD, το “Rocks Vegas” περιλαμβάνει επίσης ένα ακουστικό σετ από επτά τραγούδια, αλλά και πάλι σε αυτή την περίπτωση προτιμήστε το ιστορικό “MTV Unplugged”.
Το συγκεκριμένο live δε νομίζω ότι πρόκειται να προσθέσει κάτι στην μεγάλη ιστορία του σχήματος, παρά μόνο στις τσέπες των μελών, κάποια χιλιάδες δολάρια ή και παραπάνω. Ούτως η άλλως όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος ο Gene Simmons… οι KISS δεν είναι band αλλά brand.
Η συγκεκριμένη κυκλοφορία θεωρώ πως είναι για εσωτερική κατανάλωση, δηλαδή για τους οπαδούς των KISS (όπως εγώ), όλοι οι υπόλοιποι παρακαλώ προσπεράστε άφοβα. Αν πάλι θέλετε να έχετε κάποιο DVD των KISS, προτιμήστε
σας παρακαλώ τα "Kissology Vo.1, 2 & 3".
 
KISS: Gene Simmons – Vocals/ Bass, Paul Stanley - Vocals/ Guitar, Eric Singer – Drums & Tommy Thayer – Guitar.
 
 
Kριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (2-LP/ DVD).
 

RUNNING WILD
RAPID FORAY
(2016)
 
 
Το πειρατικό πλοίο των Running Wild του αειθαλή Rock ‘N’ Rolf, έχει σαλπάρει ξανά για τα καλά στις ανοιχτές θάλασσες! Μια απροσδόκητη και θριαμβευτική επιστροφή από τους πειρατές του Ηeavy Μetal είναι τούτο το album, ένας φόρος τιμής προς τον πραγματικό κλασικό ήχο των Running Wild. Όλα τα κλασικά στοιχεία του συγκροτήματος είναι εδώ, σε ένα πολύ αριστοκρατικό και σύνθετο δίσκο, ο Rolf έχει επιτέλους αναλάβει να μας δώσει ένα εξαιρετικά ελκυστικό album, με anthemic τραγούδια με καλά πιασάρικα ρεφρέν, υπνωτική φωνή και όσο ποτέ άλλοτε καλές στακάτες ρυθμικές κιθάρες, που θα σας στείλουν για ένα ατελείωτο headbanging.
Οι Running Wild φίλοι μου, επέστρεψαν για τα καλά, οπότε όλοι οι κλώνοι τους μπορούν τώρα θα χαθούν από προσώπου Γης. Αυτός ο δίσκος είναι μίλια πάνω από τα δύο τελευταία που κυκλοφόρησε ο Rock ‘Ν’ Rolf, το τελευταίο ήταν πραγματικά καλό και αντάξιο του ονόματος των Running Wild. Αλλά σε τούτο εδώ ο Kasparek παίζει με τη γνώστη σε όλους μας δύναμη του, εύκολες μελωδίες, hooky χορωδιακά φωνητικά, στίχους σχετικά με διάφορα ιστορικά γεγονότα και ναι, πάρα πολλούς στίχους για τους πειρατές. Η διασκέδαση, η ταχύτητα και η ποιότητα είναι ξανά πίσω. Ελπίζω πως ήρθε η στιγμή, ο Rolf να κάνει ίσως και μερικά shows εκτός Γερμανίας και των πέριξ χωρών, έτσι για μια αλλαγή βρε αδελφέ.
Το κιθαριστικό riffing έχει πραγματικά ότι κλασικό έχουν οι Running Wild, πολλά από τα τραγούδια του δίσκου, διεκδικούν την παλιά αίγλη, στην πραγματικότητα είναι στο ίδιο επίπεδο με τα κλασικά τραγούδια τους. Έτοιμοι προς επιβίβαση λοιπόν, με το δέκατο έκτο full-length δίσκο τους, εντάξει δεν είναι μια πλήρης 360 μοίρες, επιστροφή στον κλασικό Μetal ήχο τους με τις Ηeavy/ Ρower πινελιές που είχαν, αλλά να ληφθεί πραγματικά υπόψη ότι είναι ένα μεγάλο βήμα προς τα μπρος, κοιτώντας πίσω προς τον γνωστό ήχο τους. Στην πραγματικότητα, θα έλεγα ότι αυτό είναι ένα καλό πισωγύρισμα σε έναν ανθεκτικό, στιβαρό ήχο, που είχαν χρόνια να μας προσφέρουν. Αυτό το album των Running Wild κοίτα κατάματα τα κλασικά “Pile Of Skulls”, “Under Jolly Roger”, “Masquerade” και “Rivarly”, είναι ότι πιο κοντινό σε αυτά τα albums έχω ακούσει ποτέ. Έτσι μας δίνετε η μεγάλη ελπίδα ότι μπορεί να ήρθε η εποχή που ξανά γυρίζουν πίσω στον γνώριμο κλασικό εγγυημένο ήχο τους. Συνολικά έχουμε μια επιστροφή στο μεγαλείο, αριστούργημα. Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, μπορώ να πω με σιγουριά ότι ο δίσκος ήταν για μένα μια ευχάριστη έκπληξη, ο θρυλικός Rock 'Ν' Rolf κυματίζει και πάλι την πειρατική του σημαία με καμάρι, όσοι πιστοί προσέλθετε.
Το “Rapid Foray”, ανακτά την αληθινή ουσία των καλύτερων Running Wild, από τα θαυμάσια χρόνια τέλη των 80’s και αρχές των 90’s, όπου ο ήχος τους έλαμψε με τη μεγαλύτερη λαμπρότητα. Ένα album φτιαγμένο με αγάπη και αφοσίωση στο γνήσιο πειρατικό Heavy Metal, ο Rolf επιστρέφει με τη σκόνη από τα παλιά τους ρούχα για να μας δώσει και πάλι μια χούφτα από τραγούδια στο καλύτερο δυνατό επίπεδο. Αν είχε κυκλοφορήσει πριν από μια δεκαετία, σήμερα θα ήταν σίγουρα ένα διαχρονικό ιστορικό album, οπότε είναι στο χέρι μας να γίνει…
Το “Rapid Foray”, καλείται να σηματοδοτήσει το μέλλον και τη νέα πορεία του Γερμανικού συγκροτήματος. Βγάζω το καπέλο μου… Τόσα χρόνια καριέρας στην πλάτη του και κυρίως μετά από τόσες απογοητεύσεις, ο Rock ‘N’ Rolf και οι Πειρατές του λάμπουν και πάλι… Ας ελπίσουμε ότι δεν είναι πολύ αργά, για να τους ανακαλύψει και η νέα γενιά των Heavy Metal οπαδών, οι Running Wild το αξίζουν και με το παραπάνω, αν σκεφτεί κανείς το τι σαβούρα από συγκροτήματα κυκλοφορεί εκεί έξω… Δεν έχω να προτείνω κάποιο τραγούδι, όλο το “Rapid Foray”, είναι must have για όλους μας.
 
 
RUNNING WILD: Rock ‘N’ Rolf Kasparek – Vocals/ Guitars/ Bass & Peter Jordan – Guitar. (Guests: Ole Hempelmann – Bass & Michael Wolpers – Drums).
RAPID FORAY: “Black Skies, Red Flag”, “Warmongers”, “Stick To Your Guns”, “Rapid Foray”, “By The Blood In Your Heart”, “The Depth Of The Sea – Nautilus”, “Black Bart”, “Hellestrified”, “Blood Moon Rising”, “Into The West”, “Last Of The Mohicans”.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group/ καλλιτέχνη αλλά και το Heavy Metal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
 
 
..............................................................................................................
 
 
Aκολουθεί και δεύτερη κριτική απο τον Γιάννη Αμυγδαλά.
 
Δεύτερο album μετά την ανασύσταση των Running Wild -όπως βλέπετε αγνοώ επιδεικτικά το ‘Shadowmaker’ και νοιώθω σα να μην πέρασε μια μέρα από το ‘Resilient’. Σκεφτόμουν να κάνω copy/paste την κριτική του ‘Resilient’ με τις αντίστοιχες διορθώσεις στους τίτλους των τραγουδιών γιατί πάνω-κάτω τις ίδιες εντυπώσεις αποκόμισα. Πέραν της πλάκας ο Rock ‘n’ Rolf ξέρει πολύ καλά να γράφει κομμάτια που μένουν στο κεφάλι και ριφάκια που σου θυμίζουν τις ενδοξότερες στιγμές του συγκροτήματος. Τα τραγούδια του ‘Rapid Foray’ -άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο- πετυχαίνουν τα παραπάνω. Δυστυχώς πάλι δεν βρήκα το τραγούδι-ύμνο για να κολλήσω και δυστυχώς πάλι οι ηχογραφήσεις έγιναν με drum machine. Κατά συνέπεια ο ήχος των ντραμς είναι επίπεδος και μουντός. Ναι μεν για την περιοδεία ο Rock ‘n’ Rolf θα προσλάβει ντράμερ και μπασίστα αλλά αδυνατώ να καταλάβω αυτή τη λογική.
Ο δίσκος αρχίζει δυναμικά με το ‘Black Skies, Red Flag’ και συνεχίζει εξίσου καλά με το ‘Warmongers’. Το ‘Stick to Your Guns’ δεν με συγκλόνισε ιδιαίτερα. Το ‘Rapid Foray’ που ακολουθεί είναι καλύτερο αν και δε μου αρέσουν τα δεύτερα φωνητικά στο ρεφρέν. Θα σταθώ λίγο περισσότερο στο ‘By the Blood in Your Heart’, στο οποίο ο Captain Rolf έφτιαξε ένα καθαρά συναυλιακό κομμάτι. Απλός ρυθμός, εύκολοι στίχοι, η χαρά του sing along δηλαδή αλλά με κέρδισε κυρίως το δεύτερο μέρος όπου έχουμε και προσθήκη γκάιντας.
Το ‘The Depth of the Sea (Nautilus)’ είναι ένα όμορφο instrumental ορεκτικό για το καλύτερο τραγούδι του album. Το ‘Black Bart’ αναφέρεται στον (John) Bartholomew Roberts, τον πιο επιτυχημένο, όσον αφορά τα πλοία που κούρσεψε, πειρατή. Ο Roberts στα τρία χρόνια ‘καριέρας’ του κατέλαβε ούτε λίγο ούτε πολύ 470 πλοία. Κατά μέσο όρο ένα κάθε 56 ώρες περίπου!!! Επίσης φέρεται και ως ο συγγραφέας του περίφημου Κώδικα των Πειρατών. Αν μή τί άλλο οι Running Wild, οι Alestorm, οι Swashbuckle και οι λοιποί metal πειρατές του οφείλουν πολλά. Για να μην αναφερθώ στο Roman Polansky (‘Pirates’-1986) και τους δημιουργούς του ‘Black Sails’ (1). Πίσω στο τραγούδι μας. Το ‘Black Bart’ θυμίζει στο ρεφρέν του το ‘Black Gold’ (‘Rogues En Vogue’-2005) αλλά είναι από κάθε άποψη ανώτερό του. Μαζί με τα ‘Black Skies, Red Flag’ και ‘Warmongers’ είναι τα καλύτερα του δίσκου.Κερδίζει τα δυο προαναφερθέντα τραγούδια στο νήμα λόγω του θέματός του. Ακολουθεί άλλο ένα δυνατό κομμάτι, το‘Hellectrified’ και μετά ο δίσκος κάνει κοιλιά με τα ‘Blood Moon Rising’ και ‘Into the West’. Κυρίως το δεύτερο σε κάποια σημεία θυμίζει το ‘Ω Σουζάννα’ (βλέπε Λούκυ Λουκ, ή το ‘Είμαστε καουμπόηδες από το Μεξικό’ για τους παλιότερους). Θα ήταν λοιπόν καλύτερο να είχε μέσα μπάντζο και να ήταν bonus joke track στην special edition του album.
To ‘Rapid Foray’ κλείνει με τον καθιερωμένο πλέον Running Wild τρόπο: Τραγούδι μεγάλο σε διάρκεια, με αναφορές σε ιστορικό γεγονός ή λογοτεχνικό έργο. Ο Rock ‘n’ Rolf στέκεται και πάλι στο ύψος του με το ‘Last of the Mohicans’, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του James Fenimore Cooper. Ωραίο τραγούδι με το ρεφρέν και το riff να του δίνουν φτερά. Τέλος πολύ καλό είναι και το εξώφυλλο του δίσκου το οποίο σύμφωνα με τα λεγόμενα του Καπετάνιου είναι φωτογραφία από το αρχείο του επεξεργασμένη ώστε να μοιάζει με ελαιογραφία. Σε γενικές γραμμές το ‘Rapid Foray’ μου άφησε θετικές εντυπώσεις όπως φαίνεται και από την κάτοθι βαθμολόγηση.
 
Track list Βαθμός
1. Black Skies, Red Flag (9)
2. Warmongers (9)
3. Stick to Your Guns (5)
4. Rapid Foray (6)
5. By the Blood in Your Heart (7)
6. The Depth of the Sea (Nautilus) (7)
7. Black Bart (9)
8. Hellectrified (8)
9. Blood Moon Rising (5)
10. Into the West (5)
11. Last of the Mohicans (8)
 
Γενικός βαθμός: 7.1 (Εγκρίνεται)
 
(1): Δεν ξέχασα τους 'Πειρατές της Καραϊβικής'. Απλά δε θεωρώ το concept τους πειρατικό. Ζόμπυ, κατάρες, τέρατα και ένας πράσινος δράκος στο μαγειρείο του πλοίου. Και όλα αυτά με ένα γιαλαντζί πειρατικό υπόβαθρο. Ο Black Bart θα τους είχε βάλει όλους να περπατήσουν στη σανίδα ήδη από την πρώτη ταινία.
 
 
Γ. Αμυγδαλάς.

Είτε το πιστεύετε είτε όχι αγαπητοί αναγνώστες, αυτό είναι το ντεμπούτο solo album του frontman τραγουδιστή των Aerosmith, κάτι το οποίο είναι αρκετά εντυπωσιακό σαν γεγονός από μόνο του.

Κατόπιν πάλι, φαίνεται να ήταν λίγο διαλεκτικός με studio κυκλοφορίες, ο Steven Tyler τα τελευταία χρόνια, οπότε ίσως αυτό το solo album να ήταν αναπόφευκτο ότι κάποια στιγμή θα γινόταν. Ο παγκοσμία καθιερωμένος Hard Rock τραγουδιστής, αισθάνεται τελικά την ανάγκη να κάνει κάτι προσωπικό, μετά από 4 δεκαετίες στη show bizz. Αφού έχει κερδίσει στο έπακρο τη δημοσιότητα και την εμπορική απήχηση, ηχογράφησε ένα solo δίσκο πράγμα που βασικά είναι μια δικαιολογία, για έναν καθιερωμένο και οικονομικά εξασφαλισμένο μουσικό. Δηλαδή θέλησε να ζήσει ορισμένες από τις μουσικές φαντασιώσεις του και να δοκιμάσει καινούργιες μουσικές συνθετικές κατευθύνσεις, χωρίς να βάλει σε κίνδυνο το μέλλον, ή την επιτυχημένη πορεία του συγκροτήματος του. Έτσι λοιπόν, το “We're All Somebody From Somewhere” έγινε εκτός του μητρικού σχήματος (Aerosmith), αφού δεν ήθελε ή δεν έπρεπε να δοκιμάσει αρνητικά την δημοτικότητα του group. Από την άλλη αυτός ο δίσκος ουδέποτε θα έβγαινε από τους Aerosmith, αφού μουσικά δεν είναι στο ίδιο ύφος και στον ίδιο ήχο.

Ο Tyler έχει συνεργαστεί στο “We're All Somebody From Somewhere”, κυρίως με τον T Burnett Bone και σίγουρα τα οφέλη από μια καταπληκτική δουλειά στην παραγωγή φαίνεται. Ο Tyler είναι σε καλή φωνητική απόδοση, οι φωνητικές χορδές του ηχούν κατάλληλα με το γενικό σύνολο του δίσκου, είναι επίσης συγκινητικός, αλλά δεν στηρίζεται καθόλου στα γνωστά ουρλιαχτά του, που τον καθιέρωσαν. Τώρα θα ρωτήσετε είναι καλό ή όχι το συγκεκριμένο album; ενώ τις τελευταίες δεκαετίες οι Aerosmith έχουν γυρίσει πίσω στις Βlues ρίζες τους. Το solo album του Tyler δεν έχει κάτι από αυτά, είναι πολύ Pop/ Rock με πολλά light Country Rock στοιχεία και σύγχρονο FM Rock των ΗΠΑ. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο Tyler, ήθελε να το κυκλοφορήσει αυτό το album και το κυκλοφόρησε, αλλά είναι αδύναμο, χωρίς τσαμπουκά και τσαγανό, έτσι αποτυγχάνει να χτυπήσει στα σημεία. Σίγουρα, ο καθένας ακούει ότι θέλει δεν τίθεται θέμα, αλλά μου είναι δύσκολο να φανταστώ ότι θα το ακούσω πάνω από 2-3 φόρες, πέρα από την πρώτη καθαρή περιέργεια που είχα. Η μόνη θετική πλευρά, είναι ότι η φωνή του Steven Tyler, παραμένει άμεσα αναγνωρίσιμη και μπορεί να σε κάνει να θες ν’ ακούσεις αρχικά τούτο το album, αλλά μετά από 2-3 ακροάσεις θα το ξανά ακούσεις; Εδώ είναι το μέγα ζήτημα; Εσείς δεν ξέρω, εγώ πάντως όχι δυστυχώς.

Μου είναι δύσκολο να κατανοήσω, ποιος ακριβώς ήταν ο λόγος που χρειάστηκε ένα solo album ο Steven Tyler το 2016; Απευθύνετε μόνο σε οπαδούς των Aerosmith και του Tyler και σε μόνο αυτούς, όλοι οι άλλοι προσπεράστε άφοβα. Το μόνα τραγούδια που ξεχώρισα είναι το “Love Is Your Name”, αλλά και τις δύο διασκευές, μια στο “Janie’s Got A Gun” από Aerosmith και μια στο “Piece Of My Heart” από Janis Joplin.

 

WE’RE ALL SOMEBODY FROM SOMEWHERE: “My Own Worst Enemy”, “We're All Somebody From Somewhere”, “Hold On (Won't Let Go)”, “It Ain't Easy’, “Love Is Your Name”, “I Make My Own Sunshine”, “Gypsy Girl”, “Somebody New”, “Only Heaven”, “The Good, The Bad, The Ugly & Me”, “Red, White & You”, “Sweet Louisiana”, “What Am I Doin' Right?”, “Janie's Got A Gun”, “Piece Of My Heart”.

 

Για το Southern-Rock.GR: (Ηλίας Κωστόπουλος).

Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (CD).

DEAD DAISES
MAKE SOME NOISE
(2016)
 
 
Έτσι ακριβώς πρέπει να είναι φίλοι μου, το σύγχρονο Hard Rock, μεστό, ιδρωμένο και να ξεχειλίζει από αδρεναλίνη. Τα πιο γνωστά ονόματα της Hard Rock μουσικής βιομηχανίας ενώνουν τις δυνάμεις τους για να δημιουργήσουν κάτι πολύ καλό από κοινού και το αποτέλεσμα αυτού… ένα δυναμικό super-group.
Μπορείτε να ασχοληθεί μαζί με τους Dead Daises με δύο διαφορετικούς τρόπους. Ο ένας για τα πια μέλη απαρτίζουν το εν λόγο σχήμα, έτσι μπορείτε να βασίστε στο δυνατό μουσικό βιογραφικό παρελθόν του καθενός, ή εναλλακτικά μπορείτε να το δείτε σαν ένα νέο σχήμα όπως όλα, χωρίς όμως να κοιτάτε την προϊστορία των μελών. Από όποια σκοπιά και να το δείτε είμαι σίγουρος ότι θα σας ενθουσιάσει. Οι Dead Daises, είναι η καλύτερη επιλογή Hard Rock σχήματος που συνδυάζει άψογα το κλασικό αλλά και τον φρέσκο ήχο στην μουσική τους. Καθώς αυτό το συγκεκριμένο συγκρότημα στηρίχθηκε μουσικά κάπως, στην προγενέστερη παλιά φόρμουλα, όπου είχαν τα μέλη των Dead Daises για το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας τους, μια τέτοια επιλογή ήταν σχεδόν προφανές. Ας δούμε ποιοι όμως αποτελούν αυτό το σχήμα, στο αισίως τρίτο τους album με τον τίτλο “Make Some Noise”… αυτοί είναι οι Brian Tichy (Ozzy Osbourne, Foreigner), David Lowy, John Corabi (Mötley Crüe, Union, Scream), Marco Mendoza (Thin Lizzy, Whitesnake) και Doug Aldrich (Whitesnake, Dio), είπατε τίποτα;
Το “Make Some Noise”, συνδυάζει μια τραχιά ευθύτητα που είναι ήδη σήμα κατατεθέν για πολλά σχήματα του χώρου, περιλαμβάνει πολλά μοντέρνα riff, νευρικές συνθέσεις, που κι αν είναι στη σύγχρονη εποχή, έχουν μια ιστορική αναδρομή στο παρελθόν. Υπάρχουν αρκετά φιλικά προς το ράδιο τραγούδια, που όμως δεν θα τα ακούσετε όμως με καμιά δύναμη, στο έτσι κι αλλιώς αρτηριοσκληρωτικό από την κουλτούρα του Ελληνικό ραδιόφωνο, κρατικό ή μη. Η γεύση που σου αφήνει αυτό το album με τον στον ήχο του, είναι η απίστευτη ένταση και μια γενναιόδωρη δόση άψογης κιθάρας από τον μέγιστο Doug Aldrich.
Είναι η ίδια αρχέγονη δύναμη της Hard Rock μουσικής που συνελήφθη και απαθανατίσθηκε μέσα από δεκάδες αν όχι εκατοντάδες συγκροτήματα και τραγούδια στο παρελθόν, αλλά και οι Dead Daises παραμένουν σαγηνευτικοί, παρά την απλότητα τους. Νομίζω πως οι Dead Daises έχουν βρει το καλύτερο line-up τους, στο τρίτο δίσκο τους, τώρα για κάποιους μπορεί η μουσική τους να είναι καλή, αλλά με ντεμοντέ Hard Rock υπόβαθρο, αλλά σε τούτο το album μας παρουσιάζουν ένα κάλο και ωραίο Hard Rock/ Rock 'N' Roll, από την αρχή του δίσκου μέχρι το τέλος του. Οι ήχοι του δίσκου κυμαίνονται από το κλασικό 70’s στυλ του Hard Rock με χρωματισμένες πινελιές από 80’s Sleaze Rock. Οι νοσταλγοί του κλασσικού 70’s Hard Rock ήχου, αλλά και οι οπαδοί των 80’s, νομίζω πως πρέπει να επενδύσετε σε αυτό το συγκρότημα όχι μόνο για τα μέλη όπου το αποτελούν, αλλά και γιατί είναι μια φρέσκια νέα ιδέα. Αν πάλι ψάχνετε κάτι για να ξεκινήσετε ένα party το Σαββατοκύριακο διακοπών, τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά με αυτόν το δίσκο.
 
 
DEAD DAISES: John Corabi – Vocals, Doug Aldrich – Guitar, David Lowy – Guitar, Marco Mendoza – Bass & Brian Tichy – Drums.
MAKE SOME NOISE: “Long Way To Go”, “We All Fall Down”, “Song And A Prayer”, “Mainline”, “Make Some Noise”, “Fortunate Son”, “Last Time I Saw The Sun”, “Mine All Mine”, “How Does It Feel”, “Freedom”, “All The Same”, “Join Together”.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group/ καλλιτέχνη αλλά και το Heavy Metal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
DIAMOND HEAD
DIAMOND HEAD
(2016)
 
 
Οι Diamond Head ήταν στα 80’s, ένα από τα πλέον σημαίνοντα Heavy Metal σχήματα του NWOBHM κινήματος, η καριέρα τους δυστυχώς δεν ήταν αυτή που θα έπρεπε, τελικά όμως έμειναν ως ένα underground χαμένο αστέρι. Το πρώτο τους album το 1980 “Lightning To The Nations” ήταν διαχρονικό, όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα είναι απλά το καλύτερο τους. Η μαζική τους επιρροή στα NWOBHM σχήματα ήταν καθολική και άμεσα επηρέασαν τις επόμενες γενιές μουσικών, που πήραν κι έβαλαν τον ήχο τους στη μουσική τους, (βλ. Metallica). Οι Diamond Head είχαν μια περίεργη σταδιοδρομία, με βάση τα albums που κυκλοφορούσαν, αυτό ήταν ένα μειονέκτημα, γιατί πήγαν μπροστά παίζοντας σπουδαίο Heavy Metal, άλλα και λίγο πίσω παίζοντας εμπορευματοποιημένο Hard Rock, που δεν τους ταίριαζε.
Το “Diamond Head”, είναι το εβδομο studio album του συγκροτήματος και το πρώτο στα φωνητικά με τον καινούργιο τραγουδιστή Rasmus Bom Andersen.
Έτσι, είμαστε εδώ σχεδόν 36 χρόνια μετά το ντεμπούτο τους, το ομώνυμο τους album “Diamond Head” είναι σίγουρα μπροστόβαρο αφού τα δύο πρώτα τραγούδια θα έλεγα ότι είναι και τα καλύτερα. Τα “Bones” και “Shout At The Devil”, έχουν ένα αξιοπρεπές ρυθμό Hard Rock που θυμίζει τα πρώτα χρόνια τους, με καλή μελωδία, τα περισσότερα από τα υπόλοιπα τραγουδια του δίσκου απλά υπάρχουν. Πολλά από τα κιθαριστικά riffs είναι όμορφα, γρήγορα και μελωδικά, αλλά φαίνεται σαν να είναι δύσκολο να δικαιολογήσουν τη χρήση τους, ως η ραχοκοκαλιά ολόκληρου του δίσκου. Είναι μια χαρά από τεχνικής άποψης, αλλά δεν είναι καθόλου συναρπαστικά ή πραγματικά ακόμη ότι είναι πολύ διαφορετικά το ένα από το άλλο. Το “All The Reasons You Live”, είναι μια έντιμη προσπάθεια για μια Rockin’ μπαλάντα, που ακούγεται όμως σαν Foreigner, το “Wizard Sleeve” είναι σίγουρα το highlight του δεύτερου μισού του album και φέρνει στο νου παλιούς καλούς Diamond Head, αλλά και Judas Priest.
Ήμουν πραγματικά ενθουσιασμένος όταν αγόρασα το βινύλιο των Diamond Head, ελπίζοντας ότι θα ήταν καλό, γιατί όλοι ξέρουμε καλλιτέχνες που ακόμα βγάζουν πραγματικά ποιοτική μουσική μετά από μια μακροχρόνια καριέρα. Αν οι Diamond Head είχαν κυκλοφορήσει αυτό το album ως ένα EP με τα “Bones”, “Shout At The Devil”, “Wizard Sleeve” και το “Silence”, θα είχε σίγουρα θεωρηθεί ως μια από τις καλύτερες κυκλοφορίες των τελευταίων ετών, αυτού του θρυλικού συγκροτήματος. Δεν περίμενα κάποια νέα μουσική από τους Diamond Head. Δεν περίμενα να ακούσω κάτι σαν τα “Helpless”, “It’s Electric” ή σαν το “Am I Evil?” ας πούμε, αλλά περίμενα ότι το ομότιτλο album, σε αυτό το στάδιο της καριέρας τους, θα ήταν μια πιο τολμηρή καλή κίνηση. Το ομώνυμο album υποτίθεται ότι θα είναι η καλύτερη στιγμή, όπου θα λάμψει όταν είσαι στην κορυφή. Ο Tatler έχει ακόμη την αίσθηση της μελωδίας και είναι τόσο καλή όσο ποτέ άλλοτε, οι μελωδίες είναι μερικές φορές άψογες, αλλά δεν κάνουν τι διαφορά, που θα περίμενα. Συνολικά είναι ένα αδύναμο album, που δεν είναι αντάξιο τουλάχιστον της ιστορίας τους, αν όχι της καριέρας τους.
 
 
DIAMOND HEAD: Rasmus Bom Andersen – Vocals, Brian Tatler – Guitar, Andy Abberley – Guitar, Eddie "Chaos" Moohan – Bass and Karl Wilcox – Drums.
DIAMOND HEAD: “Bones”, “Shout At The Devil”, “Set My Soul On Fire”, “See You Rise”, “All the Reasons You Live”, “Wizard Sleeve”, “Our Time Is Now”, “Speed”, “Blood On My Hands”, “Diamonds”, “Silence”.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group/ καλλιτέχνη αλλά και το Heavy Metal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
ACE FREHLEY
ORIGINS VOL.1
(2016)
 
 
Ο Ace Frehley, ποτέ δεν γνώρισε σαν solo καλλιτέχνης τη πολύ μεγάλη επιτυχία, αλλά κατόρθωσε να αντέξει στο χρόνο, κυκλοφορώντας σε τακτά χρονικά διαστήματα καλούς δίσκους και έχοντας εξίσου τακτικές ανακατατάξεις στη σύνθεση του line-up, κάτω από διάφορες δισκογραφικές εταιρείες. Το Hard Rock του Ace, φαίνετε ότι δεν πρέπει είναι για όλα τα αυτιά, πρέπει να έχεις ακούσει πολλά σκληρά και αλήτικα συγκροτήματα, για να σου αρέσει αυτός ο τύπος. Δεν πρόκειται λοιπόν για έναν τυχαίο κιθαρίστα που παίζει με καλές προθέσεις πέντε-έξι πραγματάκια, αλλά για έναν χύμα μουσικό που παίζει με έναν απλό τρόπο Hard Rock, αυτό που βεβαία ξεχωρίζει είναι το μοναδικό παίξιμο στην κιθάρα, κατά την άποψη μου το καθαρό Hard Rock πρέπει να είναι κατ' ανάγκη βρώμικο και ο Ace τιμά το όνομα του και το Hard Rock.
Είναι πιθανό ο Ace να είναι απλά ένας ξεροκέφαλος μουσικός, αλλά συγχρόνως είναι σίγουρα ένας πολύ ξεχωριστός μουσικός, που γνωρίζει καλά τα δυνατά του σημεία. Με έναν θαρραλέο απλοϊκό τρόπο που άλλους ενθουσιάζει και άλλους εξοργίζει, υπάρχουν μερικοί καλλιτέχνες που το δέχεται ή δεν το δέχεται η καρδία σου με το πρώτο. Καλλιτέχνες που έχουν την μουσική έκφραση και γενικά κάθε εξωτερίκευση σαν πηγή ζωής. Εν ολίγης, οφείλουμε σεβασμό στα εκ φύσεως μουσικά ταλέντα χωρίς αυτό να προϋποθέτει αναγκαστικά προσπάθεια για εξήγηση, ο Ace είναι μια ξεχωριστή περίπτωση κιθαρίστα.
Έχει καταφέρει να φτιάξει σχολή χωρίς να ήταν ποτέ ιδιαίτερα υπερηχητικός (όπως ο Yngwie Malmsteen), εφευρετικός (όπως ο Eddie Van Halen), συμπαγής (όπως ο Zak Wylde) ή ακριβής (όπως ο Michael Schenker). Αυτό που τον έκανε όμως να ξεχωρίσει ήταν η εκπληκτική του ικανότητα να συνδυάζει όλα τα παραπάνω με εξαιρετική χαλαρότητα σαν να έφτιαχνε τον πρωινό καφέ του, ζωγράφιζε πανέμορφα μελωδικά μέρη σαν να πετάει από άστρο σε άστρο. Βέβαια ότι κατάφερε να δημιουργήσει υποβοηθήθηκε και συντηρήθηκε κατά κύριο λόγο και από την οπτική του εικόνα, την φαινομενική persona του, τον δεύτερο εαυτό του. Το αυθεντικό Hard Rock εκτός από την ομορφιά τις μουσικής έχει και το attitude και ο Ace είναι δάσκαλος και μάστορας σε αυτό. Ο Ace πρόσφερε πάρα πολλά, αποδείχθηκε ιδιαίτερα ευρηματικός, πολυσχιδής, ανατρεπτικός μα πάνω απ’ όλα ανθρώπινος.
Εν έτη 2016 λοιπόν και ο Ace Frehley μας προσφέρει μια συλλογή από δώδεκα διασκευές σε κλασικά Rock τραγούδια, σε μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της παγκόσμιας μουσικής σκηνής. Σε λιγότερο από δύο χρόνια μετά την τελευταία κυκλοφορία του, ο Ace Frehley είναι και πάλι πίσω μαζί μας με το “Origins Vol.1”, μια συλλογή από διασκευές που επηρέασαν την πρώην κιθαρίστα των KISS. Για το μεγαλύτερο μέρος του δίσκου, είναι καλή η επιλογή του στα τραγούδια, γιατί αυτά ταιριάζουν πάρα πολύ καλά με το στυλ του κιθαριστικού παιξίματος του. Με έναν μοναδικό αλλά και εκρηκτικό τρόπο ο Ace εδώ, κάνει τα τραγούδια «δικά» του θα έλεγα, χωρίς να είναι κάποιες κακέκτυπες διασκευές χωρίς ουσία.
Το album περιλαμβάνει επίσης και guest εμφανίσεις από τους Slash, Lita Ford, John 5, Mike Mc Cready, αλλά και του πρώην bandmate του Ace, τον frontman των KISS, Paul Stanley. Πιο συγκεκριμένα, η συνεργασία αυτή σηματοδοτεί και την πρώτη φορά που εμφανίζονται ξανά μαζί ο Ace και ο Paul στον ίδιο studio δίσκο, από το reunion album των KISS το “Psycho Circus” του 1998. Ενώ η συνεργασία των Ace και Paul, συνεχίζετε και με το video-clip του τραγουδιού “Fire And Water”, εν τω μεταξύ ο Ace έχει να κάνει επίσημο solo video-clip από το 1989. Μάλιστα επέλεξε να κυκλοφορήσει επίσημα το νέο του video-clip, την ημέρα των γενεθλίων του στις 27 Απριλίου, καλή και έξυπνη κίνηση θα έλεγα . Μάλιστα στο εξώφυλλο του δίσκου (να κοιτάξεις καλά), υπάρχει ένα αερόστατο με τον αριθμό 27, (η oποία είναι η ημερομηνία γέννησης του Ace).
Ας δούμε τώρα ποιες είναι οι guest εμφανίσεις των καλεσμένων του Ace Frehley, που είναι στα εξής τραγούδια… “Spanish Castle Magic” (John 5), “Fire And Water” (Paul Stanley), “Emerald” (Slash), “Wild Thing” (Lita Ford), “Parasite” (John 5) και στο “Cold Gin” (Mike Mc Cready).
Το “Origins Vol.1”, προσφέρει επίσης στον Frehley την ευκαιρία να διασκευάσει εκ νέου δύο τραγούδια που έγραψε για τους KISS, αλλά δεν είχε την αρκετή αυτοπεποίθηση για να τραγουδήσει τότε στα studio album. Οι νέες εκδόσεις του “Cold Gin” και του “Parasite” εδώ είναι απλά μοναδικές, αλλά η έκπληξη έρχεται με το “Rock And Roll Hell”, ένα τραγούδι του πρώην συγκροτήματος του από το album “Creatures Of The Night” του 1982, όπου ο Ace δεν έλαβε καθόλου μέρος στις ηχογραφήσεις, αυτό σε κάνει να αναρωτιέσαι τι θα μπορούσε να είχε κάνει αν είχε εμπλακεί.
Είναι πολύ συναρπαστικό σαν album, ακούγετε όλο ευχαρίστα, δεν έχω να σας προτείνω κάποιο τραγούδι, σε τέτοιες περιπτώσεις δεν προτείνεις κάποια, αλλά ακούς όλο το album από την αρχή μέχρι το τέλος. Η αλήθεια είναι πως περιμένω ήδη ν’ ακούσω με αγωνία, αν θα βγει και το Vol.2, μακάρι, ίδωμεν.
 
 
ACE FREHLEY: Ace Frehley – Vocals/ Guitar, Chris Wyse – Bass & Scott Coogan – Drums.
ORIGINS VOL.1: “White Room” (Cream), “Street Fighting Man” (Rolling Stones), “Spanish Castle Magic” (Jimi Hendrix), “Fire And Water” (Free), “Emerald” (Thin Lizzy), “Bring It On Home” (Led Zeppelin), “Wild Thing” (Troggs), “Parasite” (KISS), “Magic Carpet Ride” (Steppenwolf), “Cold Gin” (KISS), “Till The End Of The Day” (Kinks), “Rock And Roll Hell” (KISS).
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group/ καλλιτέχνη αλλά και το Heavy Metal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
MYSTIC PROPHECY
WAR BRIGADE
(2016)
 
 
Οι Mystic Prophecy (για όσους δεν το γνωρίζουν) παίζουν Heavy Metal, στο ύφος συγκροτημάτων όπως είναι οι Accept, Judas Priest κλπ, ενώ έχουν γίνει μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις τα τελευταία χρόνια στην παγκόσμια Μetal σκηνή. Στέκονται ψηλά με μια ισχυρή δυναμική στα καλύτερα τους, μετά από ένα διάλειμμα σχεδόν δύο χρόνων, η κατά το ήμισυ Γερμανική δύναμη των Mystic Prophecy μας παρουσιάζει το ένατο studio album “War Brigade”. Και λέω κατά το ήμισυ, διότι δύο εκ των μελών είναι Έλληνες, ο ιδρυτής τους τραγουδιστής Δημήτρης Λιαπάκης (Devil’s Train, Valley’s Eve) και ο κιθαρίστας Λάκης Ραγκαζάς (Devil’s Train, Long Live). Το σχήμα των Mystic Prophecy υπάρχει από το 2000 και όλα αυτά τα χρόνια μας έχει δώσει μόνο καλές και ποιοτικές δισκογραφικές αλλά και δυναμικές δουλειές.
Το “War Brigade” τώρα, είναι ένα δυνατό Heavy/ Power Metal album, ακριβώς αυτό που περιμέναμε, δεδομένου ότι ο πυρήνας της μουσικής τους παραμένει λίγο πολύ το ίδιο από album σε album. Έτσι η τελευταία τους κυκλοφορία, είναι πολύ καλή, άκουσα ακριβώς αυτό που περίμενα, τίποτα περισσότερο ή τίποτα λιγότερο, ατόφιο καυτό και εκρηκτικό, δυναμικό Heavy Metal.
Εδώ οι Mystic Prophecy παίζουν ένα πολύ σκληρό στυλ Power Metal, που αναμιγνύεται με κάποια στοιχεία από Τhrash, ειδικά στην κιθαριστική δουλειά του Λάκη Ραγκαζά. Ο τραγουδιστής Δημήτρης Λιαπάκης είναι ένας πολύ σκληρός τύπος, η φωνή ταιριάζει με την μουσική τέλεια και είναι αρκετά επιθετική, αλλά μπορεί επίσης να εναρμονιστεί τέλεια με τα χορωδιακά φωνητικά και τα πιο μελωδικά τμήματα. Όπως ήταν αναμενόμενο το album αυτό, διαθέτει σε μεγάλο βαθμό up-mid tempo Ρower Μetal τραγούδια, που συνήθως έχουν πιασάρικα ρεφρέν με υψηλή ενεργειακή απόδοση, αλλά όμως υπάρχουν και μερικές εκπλήξεις, που σε περιμένουν να τις ανακαλύψεις ακούγοντας το “War Brigade”.
Το album διαθέτει εξαιρετική, εκρηκτική κιθάρα, καθώς και εκπληκτικά μελωδικά ρεφρέν, όπου τα φωνητικά λάμπουν και είναι super επιθετικά, νομίζω ότι εδώ ο Λιαπάκης είναι απόλυτα οργισμένος, φωνητικά. Γενικά ο δίσκος έχει απολύτως δολοφονικά κιθαριστικά riffs, που ξεχωρίζουν από μακριά και κάνουν αξέχαστη την διαδρομή τους στα αυλάκια του βινυλίου. Συνολικά το “War Brigade”, είναι ότι πρέπει όχι μόνο για τους οπαδούς των Mystic Prophecy, αλλά για όλους τους Heavy Metal fans, ένα στέρεο-στιβαρό και επιθετικό μείγμα από Ηeavy Μetal και Ρower Μetal, με τραγούδια που ξεχωρίζουν και που κολάνε απόλυτα με τον καθιερωμένο σκληρό ήχο του συγκροτήματος.
Μπορούν και πάλι φίλοι μου, να είναι υπερήφανοι ο Λιαπάκης και η παρέα του, ότι με ισχυρά τραγούδια τύπου, “The Cruxifix”, “Metal Brigade”, “The Devil Is Back”, “War Panzer”, “War Of Lies” ή “10.000 Miles Away”, θα είναι μέρος κάθε λίστας που χαρακτηρίζετε από το απαραίτητο headbanging. Τέλος, Mystic Prophecy ίσον γρήγορα και επιθετικά τραγούδια όπως “Burning Out” και “Pray For Hell”. Καλό είναι όλοι μας να υποστηρίζουμε τέτοιες αξιόλογες προσπάθειες συγκροτημάτων, που τουλάχιστον προσπαθούν σκληρά για να κρατήσουν την σημαία του Heavy Metal ψηλά στον ιστό της, παρά τις αντιξοότητες. Αλλά και γιατί δύο δικά μας παιδιά, προσπαθούν εις την αλλοδαπήν να παράγουν καυτό, γνήσιο Heavy Metal.
 
MYSTIC PROPHECY: R.D. Liapakis – Vocals, Lakis Ragazas – Guitar, Markus Pohl – Guitar, Joey Roxx – Bass & Tristan Maiwurm – Drums.
WAR BRIGADE: “Follow The Blind”, “Metal Brigade”, “Burning Out”, “The Crucifix”, “Pray For Hell”, “10.000 Miles Away”, “Good Day To Die”, “The Devil Is Back”, “War Panzer”, “Fight For One Nation”, “War Of Lies”, “Sex Bomb” (LP bonus track).
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Heavy Metal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.

inruin

CAULDRON

IN RUIN

(2016)

 

Οι Cauldron για όσους δεν γνωρίζουν, είναι ένα δροσερό μικρό (ακόμα) συγκρότημα, προέρχονται από τον μακρινό Καναδά και την σύγχρονη μουσική εποχή, αλλά ακούγεται πάρα πολύ όπως ήταν το Heavy Metal στη Βρετανία στην δεκαετία του ’80 και αυτό είναι για μένα πολύ καλό.
Όπως είπα και παραπάνω ακούγεται σαν ένα βρετανικό σχήμα από τη δεκαετία του ’80, αλλά τι ακριβώς σημαίνει αυτό φίλοι μου; Αυτό σημαίνει ότι κυρίως από την κιθάρα, θα ακούσετε πολλά καλπάζων riff και solo που είναι μελωδικά και πολύ ενδιαφέρουσα. Ηχεί σαν ένα 80’s NWOBHM group από τη Βρετανία, επίσης σημαίνει ότι μπορείτε να περιμένετε και θα ακούσετε κάποια καλά flashy drums.

Παρά τη δύναμη των τυμπάνων και της κιθάρας, αυτό το album έχει και καλές μπάσο-γραμμές, αλλά επιπλέον και τα φωνητικά είναι κάτι το ιδιαίτερο, ο τραγουδιστής έχει εξουσία και οι μελωδίες του είναι ελκυστικές. Σε γενικές γραμμές αυτό το album έχει άφθονο κέφι και αν σας αρέσουν συγκροτήματα όπως οι Iron Maiden, οι Judas Priest των 80’s, ή γενικά τοNWOBHM σαν ήχος, τότε είμαι σίγουρος ότι τουλάχιστον θα απολαύσετε το “InRuin”. Οι Καναδοί αναπαράγουν αυτόν τον ήχο, πολύ καλύτερα από κάποιο παλιά NWOBHM συγκρότημα που υπάρχουν ακόμα.

Οι Cauldron μετά από τρία studio albums έχουν αρχίσει να ωριμάζουν, αλλά εξακολουθούν να γνωρίζουν τι κάνει ακριβώς τους οπαδούς τους να τους γουστάρουν, μα πολύ απλά το παλιό 80’s old-school Heavy Metal και αυτό είναι σίγουρα αρκετά καλό. Νομίζω ότι τα κιθαριστικά Metal riffs που οδηγούν όλο το album, το βοηθούν να πάει μπροστά και να του δώσουν έτσι ένα στερεό υπόβαθρο για το υπόλοιπο της μουσικής επέλασης. Η εκτίναξη από τις εκρηκτικές μελωδίες της κιθάρας είναι εδώ και αποδεικνύουν ότι πάνω απ’ όλα το συγκρότημα έχει καλούς μουσικούς. Από το 2006 που σχηματίστηκαν, μέχρι στιγμής έχουν κυκλοφορήσει ένα EP και τρία full-length studio album, για το νέο τους δίσκο το τρίο επέστρεψε στο studioηχογράφησης “Lincoln County Social Club” στην πατρίδα τους στο Toronto, όπου ηχογράφησαν δύο από τα προηγούμενα album τους και το “In Ruin”, το έκαναν σε συμπαραγωγή με τον Chris Stringer (Rush). Συνολικά θα έλεγα ότι, αυτό το album για τους Cauldron είναι μια φυσική εξέλιξη, που δείχνει ότι εξακολουθούν να εμπνέονται και έτσι να εξελιχθούν σε νέες μουσικές σφαίρες, είναι επίσης ένας τρόπος για να μην επαναλαμβάνουν τον εαυτό τους.

Το Heavy Metal, για περισσότερα από 40 χρόνια είναι στο διεθνές μουσικό στερέωμα-προσκήνιο, σε κάθε γωνιά του πλανήτη προστίθενται συνέχεια νέες γενιές ακροατών δίπλα στους παλιότερους οπαδούς. Έτσι λοιπόν αγαπητοί μου φίλοι, προστίθενται συνέχεια και νέα σχήματα δίπλα στα παλιότερα. Η σκληρή μας μουσική πάντα έψαχνε, ψάχνει και θα ψάχνει για τους επομένους καλλιτέχνες που θα την αναζωογονήσουν μέσα από την μουσική τους. Αυτή είναι η μαγεία του να ακούς ξανά τη μουσική από νέα κυρίως συγκροτήματα, με την οποία ανδρώθηκες στα 80’s. Τώρα που δυστυχώ όμως χανόμαστε στο κυκεώνα νέων ηλίθιων ακουσμάτων, η οικειότητα και η απόλαυση της ακρόασης ενός παλιού αγαπημένου σκληρού old-school 80’s ήχου, από νεαρούς Heavy Metal καλλιτέχνες, απλά δε συγκρίνεται. Όλα αυτά τα καινούργια συγκροτήματα που έχουν ακούσματα από το ένδοξο παρελθόν της σκληρής μουσικής, καθώς όμως κοιτούν και πατούν πίσω στον κλασικό-γνήσιο ήχο, αναπαράγουν αυτό το εκρηκτικό μουσικό μοτίβο, μπολιασμένο με νέες ιδέες. Εύχομαι τα καλύτερα γιατους Cauldron.

Από τα 9 τραγούδια του “In Ruin”, ξεχώρισα τα “No Return/ In Ruin”, “Burning At Both Ends”, “Come Not Here”, “Santa Mira”, “Hold Your Fire” και “Outrance”.

 

CAULDRON: Jason Decay – Vocals/ Bass, Ian Chains – Guitar & Myles Deck – Drums.

IN RUIN: “No Return/ In Ruin”, “Empress”, “Burning At Both Ends”, “Hold Your Fire”, “Come Not Here”, “Santa Mira”, “Corridors Of Dust”, “Delusive Serenade”, “Outrance”.

 

Για το Southern-Rock.GR: Ηλίας Κωστόπουλος.

Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Heavy Metal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.

7dc6c9bbc0eb72b26f3c6f1eccadf155 XL

BIG BAD WOLVES

“Dangerous Freak”

(2016)

Θα ήταν ατόπημα αν δεν υποστηρίζαμε (σαν site) την καλή Hard Rock και Metal σκηνή της χώρας μας, που είναι τόσο ποιοτική αλλά και τόσο υποτιμημένη. Έτσι σας παρουσιάζω τους Big Bad Wolves, αφού κινούνται στα μονοπάτια του καλού Hard Rock, έτσι ώστε να σας δώσω την ευκαιρία να τους ακούσετε. Οπότε θεωρώ λοιπόν χρέος μου, να παρέχω τη μεγαλύτερη δυνατή υποστήριξη από το site, σε σχήματα ή μουσικούς που πιστεύω ότι πραγματικά το αξίζουν.

Το συγκρότημα των Big Bad Wolves δημιουργήθηκε το 2012 από τον Κώστα Μπαντούνα (κιθάρα) και τον Ορέστη Μυτιληναίο (τύμπανα). Λίγο αργότερα προστέθηκαν και οι Στέργιος Σκοπιανός (μπάσο) και Γιώργος Νούσιας (τραγούδι), έτσι ένωσαν τις μουσικές εμπειρίες, όπου οδήγησαν στη δημιουργία του ντεμπούτου album τους “Dangerous Freak” τον Φεβρουάριο του 2016.

Το “Dangerous Freak”, με το Hard Rock ήχο να είναι ο κεντρικός πυρήνας, είναι το αμάλγαμα των μελών από τις μουσικές εμπειρίες και προτιμήσεις που έχουν.

Τα παιδιά από την ακριτική Κομοτηνή, (με αυτό το αυτοχρηματοδοτούμενο CDτους), μας έδωσαν ένα αρκετά καλό album με σκληρό ήχο και όμορφη παραγωγή, αλλά και τραγούδια που έχουν αρχή, μέση και τέλος, όλα γύρω από το γνήσιο 70’s Hard Rock ήχο. Χωρίς να έχουν όμως πίσω τους κάποιο ακριβοπληρωμένοstudio (όπως της Αθήνας), ηχογράφησαν ένα σκληρό δίσκο, με ψυχή και πάθος.

Αυτή είναι η μαγεία του να ακούς ξανά τη μουσική από νέα συγκροτήματα, με την οποία ανδρώθηκες. Τώρα που δυστυχώς όμως χανόμαστε στο κυκεώνα νέων ηλίθιων ακουσμάτων, η οικειότητα και η απόλαυση της ακρόασης ενός παλιού αγαπημένου σκληρού ήχου, από νεαρούς Hard Rock καλλιτέχνες, όπως είναι στην προκείμενη περίπτωση οι Big Bad Wolves, απλά δε συγκρίνεται. Έχουν σαν σχήμα ακούσματα από το ένδοξο παρελθόν της σκληρής μουσικής, καθώς όμως κοιτούν και πατούν πίσω στον κλασικό-γνήσιο ήχο, αναπαράγουν αυτό το εκρηκτικό μουσικό μοτίβο, μπολιασμένο με νέες ιδέες.

Συνολικά, για το συγκρότημα αυτό ακριβώς το album είναι μια φυσική εξέλιξη, που δείχνει ότι εξακολουθούν να εμπνέονται και εύχομαι στο μέλλον να εξελιχθούν μέσα από νέες μουσικές σφαίρες.

Από τα 8 τραγούδια του CD, αυτά που μου έκαναν εντύπωση ήταν τα “DrinkingLike A Devil”, “Like Fear And Love”, “A Way To Be Free” και “Yelp” σε αρκετά τραγούδια πάντως εντόπισα και κάποια ψήγματα Stoner Rock.

Αν θέλετε να τους γνωρίσετε μπείτε εδώ…

https://www.facebook.com/TheBigBadWolvesGreece/

 

Για το SouthernRock.GR: Ηλίας Κωστόπουλος.

avant

AVANTASIA
GHOSTLIGHTS
(2016)
 
 
Το νέο δισκογραφικό έργο του Tobias Sammet με τους Avantasia, είναι εδώ και κάνει αίσθηση. Πομπώδη Heavy Metal Opera με συμφωνικά στοιχεία, που διανθίζετε με Power Metal πινελιές και ένα μεγάλο εκπληκτικό κατάλογο αστεριών που είναι φιλοξενούμενοι σε τούτο το album.
Δεν έχουμε και κάτι το πολύ-πολύ πρωτότυπο εδώ, αλλά σε γενικές γραμμές το “Ghostlights”, είναι αρκετά ευχάριστο στο άκουσμα. Λοιπόν, ο ήχος αυτού τουalbum των Avantasia, είναι όπως και στα υπόλοιπα album των Avantasia του Sammet, όπου έχει ένα μεγάλο όραμα για την Power/ Heavy Metal Operaμουσική, έτσι δεν αποτελεί έκπληξη σε όσους ξέρουν καλά την μουσική του, ξέρουν ότι θα ακούσουν μελωδικό Power Heavy Metal.
Το νέο έργο του Tobias και των Avantasia “Ghostlights”, είναι το έβδομο κατά σειρά studio album και το δεύτερο κεφάλαιο της ιστορίας που ξεκίνησε με το προηγούμενο “The Mystery Of Time” το 2013.
Είναι αλήθεια φίλοι μου, ότι τα χρόνια των οπερατικών Heavy Metal δίσκων δεν έρχονται πίσω, αλλά αυτό που κάνει εδώ ο Tobi είναι ότι κινείται μουσικά προς άλλη μια πιο δημιουργική κατεύθυνση. Ο Sammet θα έλεγα ότι δεν ξεγελά κανέναν, η μουσική του είναι πολύ πιο όμορφη σε εκλεκτική-εκτελεστική πορεία με μεγάλες δόσεις από μελωδικό Power Metal. Ο Tobi βοήθησε με τους Edguy να καλλιεργηθεί το καλό μελωδικό Power Metal στην δεκαετία του ’90, αλλά τώρα πια είναι πολύ πιο πλούσιο με τους Avantasia.
Το “Ghostlights” είναι ένα album που λάμπει σε όλες τις πτυχές του, από την παραγωγή ας πούμε, αλλά και από τις μοναδικές φωνητικές ερμηνείες από ένα cast εκρηκτικών τραγουδιστών πίσω από το μικρόφωνο, το ταλέντο ξεχειλίζει από την ποιότητα. Ο δίσκος είναι πολύ μελωδικός, κρυστάλλινος ήχος όπου είναι ιδιαίτερα αναγνωρίσιμος, ο Sammet μας δίνει ένα μεγάλο album, παρά τους επικριτές του που υποστηρίζουν ότι κάνει μια επιστροφή σε ότι έκανε με τους Avantasia το 2001, κατηγορώντας τον για υπερβολικά επαναλαμβανόμενη μουσική. Προφανώς ο Τεύτονας μουσικός, έχει τον τρόπο του στην συγγραφή του δίσκου που ίσως να θέλει να είναι το ίδιο, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο, είναι καιρός όμως να αναγνωρίσουμε το μεγάλο δημιουργικό ταλέντο του Sammet για τον κόσμο του μελωδικού Heavy Metal.
Κατά τη γνώμη μου το “Ghostlights”, ακολουθεί μια γραμμή πολύ παρόμοια σε ποιότητα με το υλικό των Avantasia που άλλαξε από το 2008 και μετά, αν και είναι νομίζω ένα βήμα μπροστά από την προηγούμενο “The Mystery Of Time”.
Το “Ghostlight” έχει κάποια τραγούδια που αξίζουν τον κόπο να τ’ ακούσετε, όπως τα “Draconian Love”, “Babylon Vampyres”, “A Restless Heart and Obsidian Skies”,“The Haunting”, “Mystery Of A Blood Red Rose”, “Wake Up To The Moon”, έτσι θα θυμηθείτε στιγμές δόξας του παλιού καλού μελωδικού Power Metal.
Φυσικά αυτός ο δίσκος των Avantasia, είναι μια ευκαιρία να ακούσουμε μαζί καλλιτέχνες από την αφρόκρεμα του Heavy Metal όπως π.χ. ο Geoff Tate (Queensrÿche), ο Michael Kiske (Unisonic, ex-Helloween), ο Bob Catley (Magnum), ο Dee Snider (Twister Sister), ο Jorne Lande, ο Ronnie Atkins (Pretty Maids) και άλλους που συνέβαλαν στην δημιουργία αυτού του album. Το μυστικό μουσικό όπλο του album είναι η πολύ και καλή κιθάρα του Sascha Paeth, ο οποίος υπάρχει πάντα πίσω από κάθε Avantasia album αφού είναι απαραίτητη η συμμετοχή του, με ιδιαίτερη χαρά άκουσα όμως και τα ωραία μελωδικά κιθαριστικά μέρη του Bruce Kulick (ex-KISS).
Μου αρέσει αυτό το μουσικό μοτίβο των μουσικών σε τούτο το δίσκο, πότε μελωδικό και πότε επικό, κάθε φορά που ακούω κάτι από Avantasia κάθομαι μόνος στο δωμάτιο μου ακούγοντας το δυνατά και διαβάζοντας πάντα του στίχους. Σε αυτό το υπέροχο album όπου είναι χωρίς αμφιβολία ένα αριστούργημα, όχι μόνο μέσω τις νοσταλγίας που μας φέρνει στο μυαλό από παλιότερα album των Avantasia, ο Tobi συνθέτει τη μουσική του τόσο αριστοτεχνικά και με ευαίσθητο τρόπο, όπου κάθε τραγούδι θες να το ακούς ξανά και ξανά. Επίσης ο Tobias Sammet έχει γράψει όλους τους στίχους και την μουσική του “Ghostlight”, μας προσφέρει έναν εκρηκτικό αλλά και μελωδικό Ρower Μetal δίσκο.
 
 
AVANTASIA: Tobias Sammet/ Jorn Lande/ Ronnie Atkins/ Robert Mason/ Dee Snider/ Geoff Tate/ Michael Kiske/ Herbie Langhans/ Sharon Den Adel/ Marco Hietala/ Bob Catley – Vocals, Tobias Sammet/ Sascha Paeth/ Oliver Hartmann/ Bruce Kulick – Guitar, Tobias Sammet/ Sascha Paeth – Bass, Felix Bohnke – Drums & Michael Rodenberg – Keyboards.
GHOSTLIGHTS: “Mystery of a Blood Red Rose”, “Let the Storm Descend Upon You”, “The Haunting”, “Seduction of Decay”, “Ghostlights”, “Draconian Love”, “Master of the Pendulum”, “Isle of Evermore”, “Babylon Vampyres”, “Lucifer”, “Unchain the Light”, “A Restless Heart and Obsidian Skies”, “Wake Up To The Moon”.
 
 
Kριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.