Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024, 04:43:48

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ

ACE FREHLEY

“10.000 Volts”
(23-February-2024)
 
 
Νομίζω, ότι ίσως είναι ένα από τα καλύτερα studio album, που έχει κάνει ο Ace, εδώ και πολύ καιρό. Επίσης, γράφει τα περισσότερα τραγούδια με τον Steve Brown (Trixter), είναι και οι δύο τους σπουδαίοι συνθέτες, βάζουνε τα μυαλά τους και κάτω και τα τραγούδια πραγματικά βγαίνουν, διπλά καλά. Επίσης, εναρμονίζονται τέλεια μεταξύ τους, ο Ace δεν έχει γράψει με πολλούς άλλους συνθέτες, γιατί πολύ απλά τα περισσότερα τραγούδια τα έγραφε μόνος του. Μπορεί να έχει λίγη εξωτερική βοήθεια, αλλά αυτό το album είναι σχεδόν όλο γραμμένο από τον Steve και τον Ace. Σχεδόν, όλα τα κιθαριστικά solo είναι δυνατά, όπως τα τραγούδια, οι στίχοι και οι μελωδίες, όλα εδώ σε τούτο το δισκογραφικό πόνημα, είναι πραγματικά πολύ δυνατά. Ο Ace επέστρεψε, αυτή είναι η έκτη του δισκογραφική προσπάθεια, τα τελευταία 15 χρόνια. Ο Frehley έχει αναμφίβολα, αφήσει τη σφραγίδα του στη σκληρή Rock μουσική τις τελευταίες πέντε δεκαετίες, ο “Spaceman” θα συνεχίσει να ζει και στις επόμενες γενιές, όπως και η επιρροή του στους κιθαρίστες. Ως κιθαρίστας ήταν πάντα ο cool τύπος, έχει μια αισιοδοξία κι ένα ταλέντο που κανείς δεν έχει αγγίξει, η αίσθηση του δεν μπορεί να αναπαραχθεί, το στυλ του μπορεί να προσαρμόστηκε από πολλούς, αλλά μόνο ένας είναι, ο “Spaceman”. Αφού, οι KISS έχουν συνταξιοδοτηθεί και η καριέρα τους έχει κλείσει, η καριέρα του Ace συνεχίζεται να απογειώνεται. Ο Ace συνεχίζει ακόμη να είναι ένας εξαιρετικός μουσικός, στην πραγματικότητα είναι τεχνικά καλύτερος ως κιθαρίστας, όσο περνά ο καιρός. Έχει ένα συγκεκριμένο κιθαριστικό στυλ που έχει αναπτύξει με τα χρόνια, που ακόμη κι αν είναι λίγο ατημέλητο, ο κόσμος μπορεί πάντα να αναγνωρίσει τα κιθαριστικά solos του Ace.
Το “10.000 Volts” υποστηρίζει την απίστευτη κληρονομιά του, που εκτείνεται για 50 και πλέον χρόνια στο μουσικό προσκήνιο και συνεχίζει ακόμη να γράφει ιστορία για άλλη μια φορά. Το άκουσες KISS fan; ο Ace επέστρεψε και ο θόρυβος που κάνει είναι εκκωφαντικός, ενώ, η φωνή του, αλλά και η κιθάρα του είναι πιο δυνατή από ποτέ. Χωρίς αμφιβολία, αυτό είναι το καλύτερο album στο οποίο ο Ace έβαλε το όνομα του τα τελευταία χρόνια. Το προφανές συμπέρασμα που μπορούμε να συναγάγουμε είναι ότι ο Frehley, έχει βάλει πραγματική φωτιά σε τούτο τον δίσκο. Ο “Spaceman”, ακούγεται πραγματικά γεμάτος ενέργεια και τα κιθαριστικά solo του είναι γνήσια, γεμάτα φωτιά με ουσία, αλλά και σκοπό. Είναι μια απόλυτη απόλαυση να τον ακούς και να μπορείς να δεις κυριολεκτικά τον καπνό να βγαίνει από εκείνη την παλιά Les Paul κιθάρα του, (αλλά καλό θα ήταν να μπορείς να το δεις αυτόν το καπνό, να έβγαινε κι από τα ηχεία σου). Ο Ace προωθεί την κιθάρα του, σε μια αχαλίνωτη riff-ολόγια με  απόλυτη και καλύτερη τεχνολογία και μοναδικά κοφτερά solos.
Συνολικά, το “10.000 Volts” ως album έχει νόημα, το αποτέλεσμα είναι απολύτως ως ο πιο ολοκληρωμένος δίσκος που έχει κάνει εδώ και πολύ καιρό. Εάν δεν φύγετε ακούγοντας αυτόν το δίσκο μ’ ένα τεράστιο και θορυβώδες χαμόγελο απλωμένο στο πρόσωπο σας, υποψιάζομαι ότι μπορεί να μην υπάρχει σωτηρία, για τη θνητή ψυχή σας. Υπάρχουν 11 τραγούδια σε τούτο το δισκογραφικό πόνημα, που όλα έχουν τη φήμη του Ace. Υπάρχει και η παραγωγή, που θεωρώ πως είναι καλύτερη από ότι σε προηγούμενες κυκλοφορίες του. Πολύ απλά ο Ace Frehley επέστρεψε και υπάρχουν μερικές πολύ χαρακτηριστικές κιθαριστικές κινήσεις, που θα σας κάνουν να χαμογελάσετε, με ευχαρίστηση. Το παίξιμο τις κιθάρας του Ace, μπορεί να μιμήθηκε από πολλούς άλλους κιθαρίστες, αλλά δεν μπόρεσε όμως να επαναληφθεί ποτέ κι από κανέναν. Ο Ace μιλάει με την κιθάρα του όπως ελάχιστοι άλλοι κιθαρίστες. Ο Frehley σε τούτο τον δίσκο του, είναι στην πιο Hard Rock εκδοχή του, παίζει ακριβώς τον πρωταγωνιστικό ρόλο που χρειάζεται ένα τραγούδι και στην ηλικία του, δεν έχει αλλάξει καθόλου. Έτσι, λίγο καιρό μετά από την τελευταία περιοδεία των KISS, ο 72χρονος Ace επιστρέφει με το τελευταίο solo album του, με το οποίο θα καταπλήξει οποιοδήποτε KISS fan, εδώ και δεκαετίες. Εφόσον υπάρχει ένα solo κιθάρας σε κάθε τραγούδι, αξίζει να το ακούσετε, ο Frehley, έκανε πραγματικά έναν πολύ καλό ή και καλύτερο θα έλεγα, δίσκο από ότι οι πρώην συμπαίκτες του (KISS), εδώ και δεκαετίες. Τούτο το album βρίσκει τον Frehley να μένει σε μεγάλο βαθμό, σε αυτό που ξέρει καλύτερα να κάνει… πιασάρικο Hard Rock, με αποτελεσματικά αλλά απλά κιθαριστικά riff, μεγάλα ρεφρέν και νόστιμα solo κιθάρας και με μια σίγουρη φωνητική απόδοση με πολλές χορδές ισχύος. Ο Ace τώρα πια μπορεί, να τραγουδήσει καλύτερα από τον Paul Stanley. Γεγονός είναι ότι από τη στιγμή που ο Ace, αποφάσισε να επιστρέψει δυναμικά και δισκογραφικά πίσω στο 2009, έχει αναπληρώσει αρκετό από το χαμένο έδαφος, με 6 συνολικά studio albums μέσα σε 15 χρόνια. Όχι και άσχημα, αφού τα τελευταία σχεδόν 20 χρόνια, (πριν το 2009), δεν είχε κάνει τίποτα.
Από το “10.000 Volts”, σίγουρα να ακούσετε το ομώνυμο, καθώς και τα… “Cherry Medicine”, “Fightin’ For Life”, “Walkin’ On The Moon” ενώ, το “Back Into My Arms Again”, είναι από ένα demo του 1984, μετά την αποχώρηση του, από τους KISS. Συνολικά το album έχει τραγούδια, που συνδυάζουν το κλασικό στυλ της ύστερης περιόδου του Ace, με παρούσα την 70’s Hard Rock αισθητική. Το “10.000 Volts”, συνεχίζει την καλή μουσική πορεία που είχαν τα… τελευταία studio albums του, “Space Invader”, “Anomaly” και “Spaceman”. Παρά τα όποια λάθη του, είναι μια νίκη για τον Frehley, η κιθάρα του ακούγετε πολύ καλύτερη είναι μπροστά και στο κέντρο, ο “Διαστημικός Άνθρωπος” έκανε εδώ, έναν πολύ σπουδαίο δίσκο. Επίσης, να τονίσω ότι αυτό το album, βγήκε σε LP με 4 διαφορετικά εξώφυλλα (αλλά με τα ίδια ακριβώς τραγούδια), αλλά και σε 20 διαφορετικά χρωματιστά βινύλια, χωρίς να υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος αγοράς, παρά μόνον για τους fans.
 
 
SIDE I: “10.000 Volts”, “Walkin’ On The Moon”, “Cosmic Heart”, “Cherry Medicine”, “Back Into My Arms Again”.
SIDE II: “Fightin’ For Life”, “Blinded”, “Constantly Cute”, “Life Of A Stranger”, “Up In The Sky”, “Stratosphere”.
GROUP: Ace Frehley – Vocals/ Guitar, PJ Farley/ Steve Brown – Bass, Anton Fig & Joey Cassata – Drums.

 
Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP+CD), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και τη μουσική εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανή και να μην πεθάνει. Και φυσικά όχι κατέβασμα σε mp3 ή digital file και λοιπές αηδίες, που το μόνον, που θα κάνουν, θα είναι να μας γεμίσουν με αέρα κοπανιστό.
 

Περίπου πριν τα Χριστούγεννα, έλαβα ένα μήνυμα από τον φίλο και φοβερό καλλιτέχνη Κώστα Σαλωμίδη. Μου είπε ότι είχε έτοιμο ένα νέο project με το όνομα Distorted Reflection.Μάλιστα θα είχε και εκλεκτούς καλεσμένους. Τον Κώστα τον ξέρω από τους Sorrows Path, για τους οποίους είχαμε γράψει και στο παρελθόν στο περιοδικό. Είχαν κυκλοφορήσει εξαιρετικούς δίσκους και είναι από τα διαμάντια στο χώρο του ελληνικού και όχι μόνο doom metal. Προτείνονται ανεπιφύλακτα. Οπότε ήξερα ότι αφού το συγκρότημα αυτό έχει να κάνει με εκείνον, θα είναι εγγύηση. Βέβαια είχε ανεβάσει πολύ ψηλά τον πήχη με τους Sorrows Path, οπότε η συνέχεια θα είχε το βάρος αυτό, να αποδείξει ότι είναι αντάξια. Εν τω μεταξύ αυτή η παρουσίαση έπρεπε να είχε γίνει γίνει εδώ και ένα μήνα σχεδόν. Λόγω κάποιον δικών μου θεμάτων, ψυχολογικής φύσεως, έμεινε πίσω και για αυτό θα ήθελα να ζητήσω συγνώμη από το Κώστα για αυτό, καθώς και από τον αρχισυντάκτη του περιοδικού Σάββα Συνοδινό και όλους εσάς.

Περί του δίσκου τώρα. Αν έχετε ακούσει Sorrows Path, ο ήχος θα σας είναι γνωστός. Ωραίo και καλοπαιγμένο doom metal , με πολύ καλή παραγωγή και ήχο. Εννέα κομμάτια συνολικά, τα οποία είναι όλα εξαιρετικά. Δεν υπάρχουν filler εδω. Τα ακούς όλα συνεχόμενα και γουστάρεις. Όλα είναι doom εδώ. Από το εξώφυλλο , μέχρι τους στίχους τη μουσική όλα. Οι κιθάρες και τα φωνητικά του Κώστα είναι πολύ ωραία και με το rhythm section να δένει υπέροχα, το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό! Οι καλεσμένοι είναι το κερασάκι στη τούρτα. Έχουμε τον θρύλο της ελληνικής rock/metal σκηνής Γιάννη Δρόλαπα, τον επίσης θρύλο της αμερικάνικης metal σκηνής Ross “The Boss” Friendman και τοn φοβερό Νικόλα Λεπτό.

Είναι μια κυκλοφορία που δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη από κανέναν. Είναι doom metal σε όλα του, ακόμη και το logo της μπάντας που είναι φτιαγμένο από τον Tomas Arfert, ο οποίος έχει ασχοληθεί με τους θρύλους του doom Candlemass και έχει επιμεληθεί και το εξώφυλλο του δίσκου αυτού. Τελικά το διαζύγιο του Κώστα με τους Sorrows Path ωφέλησε τους ακροατές γιατί έχουμε μια καινούργια μπάντα η οποία από το ξεκίνημα της φαίνεται πολύ δυναμική και έχει να μας χαρίσει πολλές καλές στιγμές στο άμεσο μέλλον. Ένα τελευταίο trivia.

Το Distorted Reflection είχε προταθεί μαζί με το Sorrows Path σαν όνομα το 1993 για την προηγούμενη μπάντα του Κώστα. Τότε επιλέχθηκε το δεύτερο. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Το Distorted Reflection περίμενε τόσα χρόνια στην άκρη, για την κατάλληλη στιγμή και από ότι φαίνεται ήρθε!Ευχόμαστε τα καλύτερα στο νέο ξεκίνημα του Κώστα και της μπάντας του. Για άλλη μια φορά κράτησε τη σημαία του doom πολύ ψηλά και έκανε περήφανη την ελληνική metal σκηνή.Doom Rules Eternally!!!

Το συγκρότημα είναι:

Στέλιος Παύλου: Drums
Κώστας Σαλωμίδας: Guitar, Vocals
Βαγγέλης Γιαλαμάς: Bass, Synth, Backing Vocals

 

https://distortedreflectiondoom.bandcamp.com
https://www.facebook.com/distortedreflectiondoom
https://www.youtube.com/@distortedreflectiondoom

 

 

                                                                                                       

 
 
Αυτή η παράσταση, είναι μια σφιχτή και καυτή ηχογράφηση από την περιοδεία για το album “Crazy Nights”. Όταν πρώτο κυκλοφόρησε αυτό το live στην bootleg μορφή του, υπήρχαν τα “Reason To Live” και “Bang, Bang You”. Ενώ, τώρα σε αυτή την ημί-επίσημη κυκλοφορία του σε βινύλιο αυτά τα δύο τραγουδια λείπουν. Τίποτα δεν είναι τέλειο, άλλωστε.
Η ποιότητα του ήχου είναι πολύ καλή, όμως αυτή η κυκλοφορία, έχει βγει και σε επίσημη μορφή. Αυτή τη συναυλία μπορείτε να τη βρείτε και ως bonus CD, 11 τραγουδιών που συνοδεύει το “Kissology Vol.2”. οπότε να θεωρήσουμε αυτό το live ως επίσημη κυκλοφορία;
Ανεξάρτητα από αυτό λοιπόν, αυτή η συναυλία είχε καλή φήμη στους fans από την εποχή του tape trading και είναι εύκολο να δούμε το γιατί. Ο Carr και ο Kulick έδωσαν στο group μια σκληρή και επαγγελματική λάμψη. Εν τω μεταξύ, πίσω από την αυλαία στεκόταν ο Gary Corbett (RIP), πυκνώνοντας τον ήχο με επιπλέον πλήκτρα και φωνητικά. Ναι, ο Gary ήταν στα παρασκήνια γλυκαίνοντας τον ήχο του group και προσθέτοντας ζεστά δεύτερα φωνητικά.
Ο Stanley τότε ήταν στην φωνητική του ακμή, χτυπώντας τις νότες που μόνο αυτός θα μπορούσε να τραγουδήσει. Εν τω μεταξύ, ο Simmons νομίζω πως ήταν παρών στο σώμα, αν όχι και στο πνεύμα.
Σημειωτέον, το τραγούδι “Shout it Out Loud” ερμηνεύτηκε στο “Ritz”, καθιστώντας το έτσι ως μια σπάνια εμφάνιση του στην δεκαετία του ’80. Επίσης, το “Calling Dr. Love” ήταν και αυτό ένα σπάνιο τραγούδι για εκείνη την εποχή.
Επιλέξτε σύμφωνα με τις δικές σας προτιμήσεις, αλλά μην φοβηθείτε να πάρετε αυτήν εκδοχή των KISS στο “Ritz”. Όταν ήταν να κυκλοφορήσει αυτό το LP από την “Back On Black”, όλες οι προ-παραγγελίες ακυρώθηκαν απότομα. Όλοι σκεφτήκαμε ότι οι δικηγόροι των KISS σταμάτησαν την κυκλοφορία του. Αν σας αρέσει αυτή η περίοδος που είναι από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, θα λατρέψετε το “The Ritz On Fire”, που έλαβε χώρα στις 12 Αυγούστου του 1988, στη ΝΥ.
Είναι τόσο συναρπαστικό να έχουμε μια ζωντανή ηχογράφηση με τους Eric Carr και Bruce Kulick. Είναι επίσης, ωραίο να ξανά ακούσετε μερικά υποτιμημένα κλασικά 80’s τραγούδια όπως τα… “Fits Like A Glove”, “War Machine” και “Tears Are Falling”, που είναι εν τω μεταξύ είναι δύσκολο να βρεθούν σε live ηχογράφηση.
Η διαφορά είναι ότι έχουμε έστω και σε μια ημί-επίσημη live κυκλοφορία τον αείμνηστο Eric Carr, αφού κανένα επίσημο live δεν έβγαλαν οι KISS μαζί του, παρά μόνον κάποια VHS Home Video. Έτσι, μπορούμε να θαυμάσουμε το μοναδικό του ταλέντο στο drumming. Ο Eric είχε το δικό του στυλ και αφού ακούσαμε τον Singer να προσπαθεί να γεμίσει τα παπούτσια του τόσο καιρό τώρα, μπορούμε να θυμηθούμε πώς έπαιζε τα τραγούδια ο Carr. Είχε τις δικές του χαρακτηριστικές drum φράσεις και φυσικά αυτή την αδιαμφισβήτητη τραχιά φωνή στο “Black Diamond”. Και φυσικά κανείς δεν μπέρδευε τον Carr με τον Peter Criss, στα τύμπανα ή στο μικρόφωνο.
Αλλά και ο Bruce Kulick εκπλήσσει με την επιδεξιότητα και τη κιθαριστική διαφορετικότητα του, τα solo του είναι τα κυριότερα σημεία κάθε τραγουδιού. Δεν μιμείται τους προκατόχους του, ούτε παίζει αδιάφορα και ακατάλληλα τα τραγούδια.
Άξιος αναφοράς είναι και ο Stanley, που χρησιμοποιεί σωστά τα φωνητικά του επίπεδα, είναι μια χαρά να ακούς τον Paul στο φωνητικό του απόγειο, να τραγουδά ζωντανά.
 
 
THE RITZ ON FIRE: “Deuce”, “Love Gun”, “Fits Like A Glove”, “Heaven’s On Fire”, “Cold Gin”, “Black Diamond”, “No, No, No”, “Firehouse”, “Crazy, Crazy Nights”, “Calling Dr. Love”, “War Machine”, “Tears Are Falling”, “I Love It Loud”, “Strutter”, “Shout It Out Loud”, “Lick It Up”, “Rock And Roll All Nite”, “Detroit Rock City”.
KISS: Paul Stanley – Vocals/ Guitar, Gene Simmons – Vocals/ Bass, Bruce Kulick – Guitar and Eric Carr – Drums/ Vocals.
 
 
Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει. Και φυσικά όχι κατέβασμα σε mp3 ή digital file και λοιπές αηδίες, που το μόνον, που θα κάνουν, θα είναι να μας γεμίσουν με αέρα κοπανιστό.
 
Το δεύτερο και τελευταίο μέρος της σειράς "Authorized Bootleg" της Universal, για τους Skynyrd... αυτό το album καταγράφει μια συναυλία που έδωσαν στο “Winterland” στο San Francisco στις 7 Μαρτίου του 1976.
Οι Skynyrd ήταν τότε, στην περιοδεία υποστήριξης του τέταρτου albums τους, του “Gimme Back My Bullets”. Εμείς, οι πραγματικοί fans των Lynyrd Skynyrd, θα ολοκληρώσουμε τη συλλογή μας με αυτό το Authorized Live Bootleg του 1976. Έτσι, όταν εμφανίζεται ένα νέο εξουσιοδοτημένο ημι-επίσημο bootleg, προκαλεί μια εγκάρδια συγκίνηση και δεν χρειάζεται καν να κοιτάξουμε το set-list των τραγουδιών, για να το αγοράσουμε.
Το group έχει προσθέσει τώρα στη σύνθεση του και δεύτερα φωνητικά και περισσότερα συνθεσάιζερ, παρόλα αυτά όμως, οι Skynyrd πάνω στη σκηνή, ήταν πάντα ένα σκληρό Southern Rock σύνολο, με φοβερές διαπλεκόμενες κιθάρες που πετυχαίνουν πάντα τον στόχο τους. Μετά την αποχώρηση του κιθαρίστα τους Ed King, οι Allen Collins και Gary Rossington αφέθηκαν να συγκρατήσουν κάπως, την περίφημη τριπλή κιθαριστική εξάχορδη επίθεση των Skynyd.
Η επιδέξια δουλειά του Billy Powell στο πιάνο βοήθησε να καλυφθεί αυτό το κενό που άφησε ο τρίτος κιθαρίστας. Ως συνήθως, ο τραγουδιστής Ronnie Van Zant, κάνει κουμάντο από το μπροστινό μέρος της σκηνής, ενώ ενίσχυε κάθε τραγούδι με τα υπερήφανα Νότια φωνητικά του. Η περιοδεία για το “Gimme Back My Bullets”, παρουσίασε επίσης και μια τριάδα δεύτερων φωνητικών απο τις τραγουδίστριες, τις κυρίες Jo Jo Billingsley, Cassie Gaines και Leslie Hawkins, (γνωστές και ως “Honkettes”).
Τα φωνητικά του Ronnie Van Zant, είναι όπως πάντα σε πρώτο πλάνο, ενώ οι δύο κιθάρες που καθορίζουν τον ήχο τους, έχουν ωθηθεί σε βάθος, το μπάσο είναι αδιαφοροποίητο και τα drums είναι επίσης αρκετά δυναμικά, από την άλλη, τα πλήκτρα μπορούν να ακουστούν με πολύ μεγάλη ακρίβεια.
Γενικά, ο ήχος δεν είναι καθόλου βαρετός και αποστειρωμένος, απλά δημιουργεί μια μοναδική ζωντανή ατμόσφαιρα. Ένα μήνα μετά την περιοδεία των Lynyrd Skynyrd το 1976 για την υποστήριξη του νέου album, τα κακά αγόρια από το Jacksonville, ξεκίνησαν μια ζωηρή σκηνική παράσταση.
Το live album ανοίγει με το εμπνευσμένο “Cry For The Bad Man” και παρουσίαση τραγουδιών, από το τέταρτο studio LP του group, όπως το “Searching”, καθώς και τα “Saturday Night Special”, “The Needle And The Spoon”, το οποίο περιλαμβάνει ένα πολύ καλό solo κιθάρας, συν τα honky-tonk τραγούδια “Gimme Three Steps” και “Sweet Home Alabama”. Και κλείνοντας με το δωδεκάλεπτο έπος “Free Bird”.
Το μέτωπο της κιθάρας των Collins και Rossington ήταν μόνο μια προσωρινή λύση, στην πορεία θα έπαιρναν και τρίτο κιθαρίστα στις τάξεις του group.
Ο Ronnie Van Zant τραγουδά θεϊκά για άλλη μια φορά, φυσικά και η σκηνική του παρουσία λάμπει σε αυτό το live, μέσα από την παρεμβατική στάση του, πάντα ξυπόλητος πάνω στο σανίδι της σκηνής.
Το “Tuesday's Gone”, αυτό το γλυκόπικρο τραγούδι αγάπης και το αναπόφευκτο “Free Bird” είναι αναμφισβήτητα τα καλύτερα τραγούδια του δίσκου. Το “Sweet Home Alabama” από την άλλη, είναι ιδιαίτερα σκληρό.
Οι θαυμαστές των Lynyrd Skynyrd είναι ικανοί να υποφέρουν και δεν εννοώ μόνο το τρομακτικό σερί θανάτου, που μαστίζει το αγαπημένο συγκρότημα τα τελευταία 45 χρόνια. Στη συγκεκριμένη περίπτωση εννοώ, τις συνεχείς ζωντανές κυκλοφορίες των Skynyrd, που πάντα φέρνουν τα γνωστά πράγματα με μια ελαφρώς διαφορετική σειρά.
 
 
LIVE SAN FRANSISCO 1976: “Cry For The Bad Man”, “Saturday Night Special”, “Searching”, “I Got The Same Old Blues”, “Gimme Back My Bullets”, “Tuesday's Gone”, “The Needle And The Spoon”, “Gimme Three Steps”, “Call Me The Breeze”, “Sweet Home Alabama”, “Free Bird”.
LYNYRD SKYNYRD: Ronnie Van Zant – Vocals, Gary Rossington – Guitar, Allen Collins – Guitar, Leon Wilkeson – Bass, Artimus Pyle – Drums and Billy Powell – Piano.
 
 
Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (CD), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και τη μουσική εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανή και να μην πεθάνει. Και φυσικά όχι κατέβασμα σε mp3 ή digital file και λοιπές αηδίες, που το μόνον, που θα κάνουν, θα είναι να μας γεμίσουν με αέρα κοπανιστό.

Κείμενο παρουσίασης Αλεξ Παπαλεξίου

Για όποιον έχει μία (έστω χαλαρή) επαφή με τα «σκληρά» μουσικά δρώμενα στην Ελλάδα, οι Spitfire δεν χρειάζονται εισαγωγές και συστάσεις – είναι αυτό που λένε household name. Και παρά το γεγονός ότι δεν είναι ιδιαίτερα παραγωγικοί δισκογραφικά, το κάθε άλμπουμ που κυκλοφορούν αποτελεί μουσική πρόταση και σημείο αναφοράς για την σκηνή. Η τελευταία τους κυκλοφορία, Denial to Fall, δεν αποτελεί εξαίρεση.

Σε πρώτη φάση, τα εννιά τραγούδια του δίσκου δημιουργούν την αίσθηση ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι παλιό, καλό και γνωστό, αλλά με πιο σύγχρονο ήχο και στυλ. Και είναι απόλυτα θεμιτό αυτό για μια μπάντα που έχει διαδρομή 35+ χρόνων πίσω της, αλλά δεν θέλει να ακούγεται όπως τη δεκαετία του 1980. Μεγάλο ρόλο σε αυτό παίζει η φωνή του Τάσου Κροκόδειλου, ο οποίος κλήθηκε να πάρει στους ώμους του το βάρος της κληρονομιάς που άφησαν πίσω τους οι προηγούμενοι frontmen των Spitfire, μια κληρονομιά σημαντική. Ο Τάσος ομολογουμένως έχει καταφέρει να δώσει στην μπάντα μια φρέσκια πνοή, και αυτό παρά το γεγονός ότι κινείται σε φωνητικά μονοπάτια στα οποία δεν τον έχουμε συνηθίσει.

Από το πρώτο κομμάτι του δίσκου (Stand and Fight) μέχρι το φινάλε (Back to Zero – ένα τραγούδι σημαδιακό) είναι φανερές οι «προθέσεις» της μπάντας: δυνατές, καλοφτιαγμένες συνθέσεις που αποδίδουν φόρο τιμής σ’ αυτό που πάντα ήταν οι Spitfire, ενώ ταυτόχρονα δηλώνουν απερίφραστα ότι δεν έχουν εγκαταλείψει τη «μάχη» , ούτε επαναπαύονται στο χθες, αλλά ζουν και αναπνέουν το σήμερα. Κι’ αν κάποιος θεωρεί δεδομένες για την μπάντα επιρροές όπως π.χ. των Saxon, Accept, Armored Saint, θα πρέπει να προετοιμαστεί και για κάποιες «εκπλήξεις» - οι μελωδίες ναι μεν ακούγονται οικείες στα αυτιά μας, αλλά φέρνουν ένα άρωμα από πιο μοντέρνo heavy.

Υπεύθυνος γι’ αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό ο Τάσος Κροκόδειλος και τα φωνητικά του. Το νεώτερο μέλος της μπάντας δεν είναι καθόλου νέο στο χώρο, κι’ επομένως οι ικανότητές του είναι αναμφισβήτητες – όμως στο Denial to Fall δείχνει όσο ποτέ άλλοτε την ευελιξία και προσαρμοστικότητά του, αφού στυλιστικά κινείται μεταξύ του ακατέργαστου τσαμπουκά του James Hettfield και του σκοτεινού λυρισμού του Myles Kennedy. Υπεύθυνος επίσης σε ένα βαθμό θα πρέπει να θεωρηθεί ο Γιώργος Ασπιώτης, ο οποίος μέσα από το ρόλο του ως παραγωγός κλήθηκε να βοηθήσει στο «πάντρεμα» του παλιού με το νέο – μια υπόθεση καθόλου εύκολη. Τολμώ να πω ότι το αποτέλεσμα δικαιώνει τόσο τον ίδιο όσο και την μπάντα που τον επέλεξε γι’ αυτό.

Το 2022 ξεκινάει λοιπόν με τους καλύτερους οιωνούς για τους Spitfire, και είναι ευχή όλων μας να συνεχίσει να είναι ευοίωνο. Και για τους ίδιους, αλλά και για μας τους υπόλοιπους: έχουμε ανάγκη κάποιες σταθερές, διαχρονικές αξίες - και το Denial to Fall έχει όλα τα φόντα να γίνει άλλη μια τέτοια αξία.

Track Listing:

Stand and Fight
Wasted
Denial to Fall
Unholy
Ready to Attack
On My Own
Many Lies
Naked Fire
Back to Zero

Facebook page: https://www.facebook.com/people/Spitfire-Hellas/100028121117590/'

Για το Southernrock.gr Αλεξ Παπαλεξίου

 

Νομίζω πως είναι (από όλους), γνωστός αλλά και πολύ σεβαστός για την καριέρα του, ο χαρισματικός frontman των KISS, ο Paul Stanley. Εδώ ο Paul επιστέφει με το 2ο καθαρά solo του album, το πρώτο ήταν το 2006, αν και υπήρξε κι άλλο ένα solo στα 1978, αλλά τότε όλα τα μέλη του group είχαν κυκλοφορήσει παράλληλα προσωπικές δουλειές.

Αυτά, δήλωσε πριν ολοκληρωθούν οι ηχογραφήσεις για το νέο του album ο Stanley… «Πολύ πριν ακούσω τις μεγάλες βρετανικές μπάντες, μεγάλωσα με Soul μουσική από τη Philadelphia, τη μουσική της Motown και τόσα άλλα. Ήμουν πολύ τυχερός και είδα ζωντανά τον Otis Redding, τον Solomon Burke και τόσους άλλους. Αυτή η μουσική και ο τρόπος με τον οποίο αφηγείται ιστορίες μου έδωσε δύναμη και ελπίδα αυτή τη δύσκολη περίοδο. Τα κλασσικά εκείνη της εποχής είναι το μαγικό φάρμακο για τους περισσότερους από εμάς και ένοιωσα πως γύρισα για λίγο πίσω σε εκείνη την εποχή».
Έτσι λοιπόν, το “Now And Then” (2021), είναι μια προσπάθεια να αποτίσει φόρο τιμής στις μουσικές του ρίζες και τις εμπνεύσεις του, δηλαδή στον ήχο της Motown και τις Philadelphia Soul. Όσοι όμως, από εσάς νομίζουν πως θ’ ακούσουν κάτι που θα έχει κάποια άμεση σχέση με το μητρικό του group, ας κάτσουν ν’ ακούσουν καλύτερα μόνον το solo του album από το 1978. Γιατί, αυτό εδώ το μουσικό του  πόνημα, δεν έχει καμία μια καμία σχέση με τους KISS και Θα συνοψίσω την προσπάθεια του με δύο λέξεις… ικανός και σεβάσμιος.
Το album περιλαμβάνει δεκατέσσερα τραγούδια, χωρισμένα σε εννέα διασκευές και με πέντε νέα πρωτότυπα. Αυτά τα καινούργια τραγούδια, ρέουν μεταξύ και μαζί με τα covers απόλυτα στιλιστικά, επιδεικνύοντας τις αριστοτεχνικές δεξιότητες σύνθεσης τραγουδιών, που έχει ο Stanley και έτσι έχουμε την συνολική κατανόηση του μουσικού ύφους του είδους που πραγματεύεται, ο εν λόγο δίσκος. Μεταξύ των καλλιτεχνών που καλύπτονται σε τούτο τον δίσκο βρίσκονται οι Temptations, οι Delfonics και οι Spinners μεταξύ άλλων. Όλοι τους, καλλιτέχνες, που απαιτούν πολλά ιδιαίτερα φωνητικά κότσια για να τους αναλάβει κάποιος ακι να τους τραγουδήσει, αλλά ο Stanley πλοηγεί την  φωνή του χωρίς κόπωση, σαν να είναι ένας Soul τραγουδιστής κι ότι αυτό το κάνει για τα τελευταία 50 χρόνια. Σε μεγάλο βαθμό, βοηθούν πολύ και οι ταλαντούχοι δέκα μουσικοί, όπου ως υποστηρικτικούς έχει συγκεντρώσει μαζί του ο Stanley.
Προσωπικά, ας πούμε μου άρεσει που ακούω τον drummer Eric Singer των KISS (ex-Alice Cooper, Black Sabbath), να έχει απομακρυνθεί κάπως από το Heavy Metal στυλ όπου όλοι τον έχουμε συνηθίσει. Επίσης, ο κιθαρίστας Rafael Moreira προσαρμόζεται πολύ καλά στο ύφος όλων των τραγουδιών. Εν κατακλείδι, αυτό είναι ένα πολύ καλοφτιαγμένο album που προβάλλει τα φωνητικά στυλ του Paul Stanley, με τέτοιο τρόπο που του ταιριάζει στην προχωρημένη του ηλικία και είναι μια ωραία αλλαγή του ρυθμού, από τις macho φωνητικές προσπάθειες του, στους KISS. Μια υπέροχη, όντως έκπληξη που σε χτύπα από το πουθενά. Δεν ξέρω αν θα υπάρξουν κι άλλες μελλοντικές κυκλοφορίες στο ίδιο μουσικό ύφος, από τον Paul.
Πάντα, ο Stanley ήταν και θα παραμείνει για πάντα το αγαπημένο μου μέλος των KISS, ο Paul ήταν πάντα σε προσωπικό αλλά και σε επαγγελματικό επίπεδο, σαφώς το πιο ταλαντούχο μέλος του συγκροτήματος, ever. Πάντα, με συνέπεια στη μουσική που έγραψε κι έπαιξε, έκανε ταξίδια με την φωνή του μέσα από γνωστά τραγούδια ή σχετικά άγνωστα τραγούδια όπως ας πούμε τα… “Then She Kissed Me”, “Hold Me, Touch Me” και “Odyssey”.
Ευτυχώς, που το “Now And Then” είναι καλό, που δυστυχώς δεν έχει καμία μα καμία σχέση με την απόλυτη «πατάτα» του Gene Simmons και το “Asshole” του, στα 2004, που δεν ήταν καθόλου μα καθόλου εντυπωσιακό, μια απογούτευση και μόνο.
Έχοντας ακούσει ολόκληρο το δίσκο αμέτρητες φορές, μπορώ να πω, ότι το “Now And Then” είναι μια εμπνευσμένη δισκογραφική δουλειά. Είναι επίσης, αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Paul έκανε ένα βήμα παραπέρα και δημιούργησε πέντε νέα τραγούδια, έτσι λοιπόν στα 69 του, συνεχίζει να μεγαλώνει και να εξελίσσεται, σπάζοντας τα όρια και κρατάει στα δάχτυλα του τη απαράμιλλη δημιουργικότητα του.
Ας δούμε όμως τώρα τα τραγούδια του “Now And Then”… το “Could It Be I’m Falling In Love” κυκλοφόρησε το 1972 από τους Spinners, το “Ooo Baby Baby” το 1965 από τους Miracles, το “O-O-H Child” το 1970 από τους Five Stairsteps. Το “Just My Imagination (Running Away With Me)” από τους Temptations, το “The Tracks Of My Tears” το 1965 από τους Miracles, το “Let’s Stay Together” το 1971 από τον Al Green, το “La-La – Means I Love You” του 1967 από τους Delfonics. Το “You Are Everything” το 1971 από τους Stylistics και τέλος το “Baby I Need Your Loving” το 1964 από τους Four Tops.
Ενώ, τα πέντε νέα τραγούδια που έγραψε ο Stanley για τον παραπάνω δίσκο, είναι τα… I Do”, “I, Oh I”, “Save Me (From You)”, “Whenever You’re Ready (I’m Here)” και “Lorelei”, τώρα εάν αυτά παιχτούν πότε από τους KISS, σε κάποιο studio album ουδείς το γνωρίζει.
Ο δίσκος διαθέτει επίσης, σε πολλές περιπτώσεις, πολλά από εκείνα τα φωνητικά στυλ και στοιχεία του Stanley, που γνωρίζω και λατρεύω στους KISS.
Τον Paul Stanley ως συνοδευτικό συγκρότημα τον πλαισιώνουν οι Soul Station που είναι οι Alex Alessandroni Jr. & Ely Rise στα keyboards, ο Sean Hurley στο bass, ο Eric Singer στα drums, ο Rafael Moreira στην guitar, ο Ramon Yslas στα percussion, ο Jon Papenbrook στην trumpet και τέλος οι Gavyn Rhone, Crystal Starr και Laurhan Beato στα backing vocals.
 
 
Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP-CD), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και τη μουσική εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανή και να μην πεθάνει. Και φυσικά όχι κατέβασμα σε mp3 ή digital file και λοιπές αηδίες, που το μόνον, που θα κάνουν, θα είναι να μας γεμίσουν με αέρα κοπανιστό.
 
 

Όταν οι Lynyrd Skynyrd ανακοίνωσαν την κυκλοφορία ενός live album, ήταν σίγουρο πως θα το αγόραζα...

Το “Live Αt Knebworth ’76” συλλαμβάνει τους θρυλικούς θρύλους του Southern Rock στη σκηνή κατά τη διάρκεια της εμφάνισης τους στο εν λόγο Festival του 1976 στην Αγγλία. Η σύνθεση του συγκροτήματος εκείνη την εποχή, ήταν η έξης… Ronnie Van Zant, Gary Rossington, Allen Collins, Steve Gaines, Leon Wilkeson, Artimus Pyle και Billy Powell. Οι Van Zant και Gaines θα πεθάνουν τον επόμενο χρόνο στην γνωστή σε όλους συντριβή του αεροσκάφους τους.
Η συγκεκριμένη ζωντανή παράσταση, μέσα από το διπλό βινύλιο, δίνει σε όλους εμάς, που δεν μπορούσαμε να ήμασταν εκεί, την πλήρη εμπειρία συναυλίας. Με από ένα πλήθος με περισσότερους από 150.000 ανθρώπους, οι Skynyrd έδωσαν ένα set με πολλά από τα πιο διάσημα τραγούδια τους, όπως τα… “Sweet Home Alabama”, “Gimme Three Steps”, “Saturday Night Special” και “Free Bird”.
Αυτό το set ήταν ένα μέρος ενός ολοήμερου (21-8-1976) μουσικού festival που επίσης μαζί εμφανίστηκαν οι Rolling Stones, οι 10cc, και ο Todd Rundgren.
To “Live At Knebworth ’76” παρουσιάζει μ’ έναν απόλυτο τρόπο, την καθαρή εμπειρία μιας συναυλίας στο σύνολο του, παραδίδοντας μια μοναδική παράσταση όπως συνέβη εκείνη την αξέχαστη ημέρα. Εμφανίζοντας τη διάσημη τριπλή επίθεση της κιθάρας των Rossington, Collins και Steve Gaines, μαζί με τα μοναδικά φωνητικά του Van Zant. Παρουσιάζουν φλογερές εκτελέσεις τόσο αγαπημένων κλασικών Rock, αυτό το live είναι μια διεξοδική εξερεύνηση της μουσικής και της ιστορίας του συγκροτήματος.
Με πάνω από 40 χρόνια μετά την ίδρυσή τους, οι Lynyrd Skynyrd συνεχίζουν την κληρονομιά τους, συνεχίζοντας και μετά το τραγικό αεροπορικό δυστύχημα του 1977, με πωλήσεις άνω των 30 εκατομμυρίων παγκοσμίως, οι Skynyrd παραμένουν χαραγμένοι στο μυαλό μας ως οι πρωταγωνιστές του Southern Rock.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, τότε το Southern Rock ήταν τόσο μεγάλο όσο το Rock και η Disco (ίσως ακόμη μεγαλύτερο κι από αυτά). Οι βασιλιάδες του είδους ήταν τα συγκροτήματα όπως οι Allman Brothers Band και οι Marshall Tucker Band, Molly Hatchet, Blackfoot και οι Charlie Daniels Band, όντως αυτά τα σχήματα ήταν πολύ δημοφιλές μπορώ να παραδεχτώ. Αλλά πότε αυτά τα συγκροτήματα δεν ήταν (νομίζω) καλύτεροι για να χαρακτηριστούν το απόλυτο, αμιγώς και καθαρό Southern Rock μουσικό σύνολο.
Τότε στα 70’s η μουσική των Skynyrd ακουγόταν παντού… στο ραδιόφωνο, στα party, ακόμα και ως opening μουσική σε άλλες συναυλίες καλλιτεχνών, οι Skynyrd απλά ήταν τεράστιοι. Φυσικά, μετά την τραγική συντριβή του αεροπλάνου, καθώς άρχισαν να ανεβαίνουν ως super star, πολλοί δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να τους δουν και να τους ζήσουν ζωντανά σε μια συναυλία, για να μάθουν τι πραγματικά ήταν. Παρ ’όλα αυτά, τώρα υπάρχει η ευκαιρία μέσω αυτού του live, να δημιουργηθεί στο μυαλό σου, αυτή η εμπειρία. Έτσι, θα τους εκτιμήσετε τώρα για αυτό που ήταν, ένα πραγματικά συμπαγές σκληρό Southern Rock συγκρότημα, δηλαδή, πραγματικά το λεγόμενο συγκρότημα του South Rock, με μεγάλη έμφαση στον αυτοσχεδιασμό. Ένα σχεδόν, συγκρότημα του Rock ‘N’ Roll Boogie, πολύ σφιχτό, ένα μεγάλο μουσικό σχημα, που πάντα έδινε έναν πλούσιο αλλά ριζικό τοίχο με κλασικό Rock ήχο, από drums, bass και πλήκτρα συν τις τρείς κιθάρες και αντίστοιχα δυνατά και μοναδικά φωνητικά.
Η δύναμη τους σε τούτο το live είναι αναμφισβήτητη χωρίς αμφιβολία. Οι Lynyrd Skynyrd ήταν (και είναι ακόμη), ένα σφιχτό ζωντανό σχήμα, υπάρχει πολλή slide κιθάρα, υπάρχει αυτοσχεδιασμός, τα solos είναι υπέροχα αλλά σαφώς καλοφτιαγμένα και χαρτογραφημένα. Ο τραγουδιστής Ronnie Van Zant είναι σίγουρος για το πώς να χειριστεί τη γιγαντιαία σκηνή του festival και το τεράστιο κοινό του Knebworth, αρπάζοντας το μικρόφωνο και γίνετε ένας μοναδικός Rock Star. Αλλά, δεν να αντισταθμίζεται και η επίθεση με τις τρεις κιθάρες που ήταν μια δύναμη που πρέπει σίγουρα να υπολογίζεται, τα riff τους είχαν χώρο σε όλα τα τραγούδια και ποτέ δεν ακούγονται κουραστικά, ήταν η δύναμη του μεγάλου τους ήχου. Ήξεραν πώς να γράψουν καλές Rock μελωδίες και ήξεραν επίσης, πώς να ροκάρουν. Είναι πολύ ενδιαφέρον ν’ ακούς το «δύσκολο» Αγγλικό κοινό, ν’ αγκαλιάζει αυτό το Αμερικανικό σύνολο, αλλά η ποιότητα των Skynyrd είναι μια εξαιρετική ζωντανή ηχογράφηση.
Εν πάση περιπτώσει, αν είστε οπαδός των Skynyrd, πιθανώς το “Live At Knebworth ’76”, να το έχετε ήδη στην συλλογή σας. Όλοι οι άλλοι οι αξίζει να το αγοράσετε. Τούτο το live είναι τόσο κοντά όσο πολλοί από εσάς θα καταλάβουν πώς ήταν αυτό το σπουδαίο συγκρότημα ζωντανά σε μια συναυλία.
Προσοχή, αν και διαφημίζετε ότι το βινύλιο συνοδεύετε μ’ ένα DVD της συναυλίας, η δίκη μου κόπια δεν είχε μέσα στο σφραγισμένο διπλό-LP το DVD.
 
 
LIVE AT KNEBWORTH ’76: “Workin’ For MCA”, “I Ain’t The One”, “Saturday Night Special”, “Searching”, “Whiskey Rock-A-Roller”, “Travelin’ Man”, “Gimme Three Steps”, “Call Me The Breeze”, “T. For Texas”, “Sweet Home Alabama”, “Free Bird”.
LYNYRD SKYNYRD: Ronnie Van Zant – Vocals, Gary Rossington – Guitar, Allen Collins – Guitar, Steve Gaines – Guitar, Leon Wilkeson – Bass, Artimus Pyle – Drums & Billy Powell – Piano.
Cassie Gaines, JoJo Billingsley & Leslie Hawkins – Backing Vocals.
 
 
Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και τη μουσική εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανή και να μην πεθάνει. Και φυσικά όχι κατέβασμα σε mp3 ή digital file και λοιπές αηδίες, που το μόνον, που θα κάνουν, θα είναι να μας γεμίσουν με αέρα κοπανιστό.
 

Οι Blackmore's Night ιδρύθηκαν το 1997 από τον πρώην κιθαρίστα των Deep Purple και των Rainbow, τον «μαυροντυμένο» Ritchie Blackmore και την τραγουδίστρια Candice Night. Φέτος λοιπόν, μετά από 6 ολόκληρα χρόνια από το τελευταίο δισκογραφικό τους έργο, κυκλοφόρησαν το ενδέκατο studio album τους το “Nature's Light”.

Τί και αν έχει φθάσει αισίως τα 76 του χρόνια, (και δεν φοράει πια μόνον μαύρα ρούχα), ο κύριος Blackmore, παραμένει μουσικά ακμαιότατος. Θα περίμενε κάποιος ότι ένας τύπος που έχει συμμετάσχει κιθαριστικά σε πάνω από 100 δίσκους, έχει κάνει πέρασμα από ποικίλα μουσικά είδη και τα χρήματα που του έχει αποφέρει η πορεία του είναι παραπάνω από αρκετά να έχει ατονήσει το ενδιαφέρον για τη μουσική.
Ήρθε λοιπόν ο 11ος κατά σειρά δίσκος των Blackmore's Night για να δούμε αν ο κιθαριστικός θρύλος και μαέστρος κάνει αγγαρεία ή όντως έχει ακόμα την έμπνευση στο τσεπάκι του. Ξεκινώντας από το τέλος, δε χρειάζεται να εμβαθύνουμε και πολύ για να καταλάβουμε ότι ακούμε έναν δίσκο με πεντακάθαρη παραγωγή την οποία μαντέψτε ποιος υπογράφει. Σωστά υποθέσατε, ο Blackmore εκτός από κύριος συνθέτης είναι και ο παραγωγός του “Nature's Light”.
Τα τραγούδια είναι αυτό το κλασσικό Folk Rock ύφος που έχει θεσπίσει στον ήχο του group (ντουέτο επί της ουσίας), εδώ και χρόνια ο Ritchie. Υπάρχουν δύο τρόποι να παίξεις Folk, ο πρώτος, ο εύκολος, είναι να πάρεις θέματα που έχουν τις ρίζες βαθιά στην παράδοση και να τα προσαρμόσεις στο σήμερα. Δηλαδή, αντί για μαντολίνο ή άρπα να βάλεις ηλεκτρική κιθάρα, κάτι το οποίο έχει ενδιαφέρον. Ο δεύτερος, αυτός που πιστά ακολουθεί και ο ήρωας μας, είναι να εξελίξεις τις παραδοσιακές μουσικές νόρμες και να παρουσιάσεις κάτι δικό σου, αλλά και κάτι διαφορετικό.
Το album περιέχει όμορφα και καλοδουλεμένα τραγούδια, με την παραμυθένια χροιά και τόνο που έχουμε συνηθίσει, αλλά και με την μαγική και αφηγηματική φωνή της Candice Night. αλλά η μεγάλη αλλαγή στον ήχο έρχεται όταν ο Blackmore αποφασίζει να θυμηθεί τα χρόνια του, στους Deep Purple. Επί της ουσίας τα κιθαριστικά κρεσέντο είναι ουκ ολίγα, και το οποία φέρουν φαρδιά πλατιά την υπογραφή του. Είναι τόσο καλά, που ακόμα και εάν μας έλεγαν ότι ο εν λόγο δίσκος κυκλοφόρησε απλά για να ακούσουμε αυτά τα κιθαριστικά ξεσπάσματα, εγώ δε θα είχα κανένα απολύτως πρόβλημα, για να τον αγοράσω.
Το “Nature’s Light” αν και στην πρώτη ακρόαση του μοιάζει εντυπωσιακό και διαμαντένιο, χρειάζονται λίγες ακροάσεις για να συμπεράνει κάποιος πως διεκδικεί δάφνες. Σίγουρα, όμως στηρίζεται πολύ στο ταλέντο των συντελεστών του και έχει την δική του προσωπικότητα. Φυσικά, αυτό ταλέντο στο οποίο αναφέρομαι κυμαίνεται σε επίπεδα μεγάλου και τεράστιου, οπότε το αποτέλεσμα δε θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να είναι κακό, είναι όμως εξαιρετικό.  
Εν κατακλείδι, το “Nature's Light” είναι ένα αρκούντος διασκεδαστικό δισκογραφικό πόνημα, που έχει τη δύναμη να φωτίσει τις σκοτεινές μέρες στις οποίες ζούμε τώρα. Υπάρχουν πολλές υπέροχες μουσικές και συνθέσεις, αλλά οι πιο αξιομνημόνευτες είναι φυσικά η φωνητική παράδοση από την Candice και η μαγεία της κιθάρας από τον Ritchie. Συνολικά, το “Nature's Light” είναι ένα απίστευτα ευέλικτο album που θα ζεσταίνει ακόμα και τις πιο σκοτεινές καρδιές.
 
 
NATURE’S LIGHT: “Once Upon December”, “Four Winds”, “Feather In The Wind”, “Darker Shade Of Black”, “The Twisted Oak”, “Nature’s Light”, “Der Letzte Musketier”, “Wish You Were Here”, “Going To The Faire”, “Second Element”.
BLACMORE’S NIGHT: Ritchie Blackmore – Guitar, Candice Night – Vocals, Earl Grey – Bass, Bard David – Drums & Troubadour Aberdeen – Drums.
 
 
Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και τη μουσική εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανή και να μην πεθάνει. Και φυσικά όχι κατέβασμα σε mp3 ή digital file και λοιπές αηδίες, που το μόνον, που θα κάνουν, θα είναι να μας γεμίσουν με αέρα κοπανιστό.

Οι Aherusia είναι μια ελληνική metal μπάντα με πολυετή παρουσία στο χώρο, που έχει καταφέρει να παντρέψει υπέροχα της ελληνικές παροδοσιακές μελωδίες και την ελληνική μυθολογία και ιστορία, με το metal. Πρσωπικά για μένα είναι μεγάλη τιμή να κάνω μια συνέντευξη με τον ιδρυτή και κινητήριο δύναμη του συγκροτήματος Γιώργο "Voreas Faethon" Μέλα. Η μουσική τους με βοήθησε σε πολύ δύσκολες στιγμές τις ζωής μου και τότε και τώρα, εμψυχώνοντας με και δίνοντας μου τη δύναμη να προχωρήσω. Ας απολαύσουμε αυτή την εξαιρετική συνέντευξη.

 

Γεια σου Γιώργο! Καταρχήν θα ήθελα να σε ευχαριστήσω για αυτήν την συνέντευξη και που μας τιμάς με τη παρουσία σου στο περιοδικό μας. Πες μας λίγο σε τι στάδιο βρίσκονται αυτή τη στιγμή η Aherusia;

Είμαστε κυριολεκτικά λίγες ημέρες πριν μπούμε στο studio για να ξεκινήσουμε τις ηχογραφήσεις για τον 5ο μας δίσκο που θα ακολουθήσει το “NOSTOS~An Answer (?)”.
Ηχογραφήσαμε ζωντανά τους δύο τελευταίους δίσκους και φυσικά θα κάνουμε το ίδιο και για αυτόν εδώ.

                                                              387266 10151409373372285 1211012512 n

 

Από το όνομα σας μέχρι τη μουσική σας , είναι φανερές οι επιρροές από ελληνική παραδοσιακή μουσική και ελληνική μυθολογία. Έχετε καταφέρει να τα αναμιγνύετε πολύ καλά όλα αυτά με τη metal μουσική. Πες μας λίγα λόγια για αυτήν την υπέροχη μίξη.


Νομίζω ότι τόσο η ελληνική μουσική, όσο και η ελληνική μυθολογία είναι πολύ metal από μόνες τους, Η ελληνική μυθολογία έχει ξεχωριστή θέση στο metal όπως και να έχει.
Όσον αφορά στην ελληνική μουσική, έχω την αίσθηση ότι οι μελωδίες και οι ρυθμοί της από την μια έχουν κάτι το κοσμοπολίτικο και το οικουμενικό και από την άλλη βασίζονται σε μια (ας μου επιτραπεί ο όρος) «επαναστατική αγριάδα».
Επομένως δεν είναι και πολύ δύσκολο να παντρέψει κανείς αυτά τα δύο πράγματα. Ήθελα ευθύς εξαρχής να εκφραστώ μουσικά με στοιχεία που προέρχονται από την δική μου πολιτισμική δεξαμενή και έτσι με τους AHERUSIA υπηρετήσαμε αυτήν την προσέγγιση στη μουσική, τώρα όλο και περισσότερες ελληνικές μπάντες προσφέρουν τέχνη δίχως να προσπαθούν να αντιγράψουν την Εσπερία και έτσι έχει δημιουργηθεί μια φανταστική Ελληνική σκηνή με μοναδικό και ιδιαίτερο ήχο. Είμαι πολύ χαρούμενος.

Οι στίχοι σας έχουν αλληγορικό χαρακτήρα. Πες μας λίγα λόγια για αυτούς.


Ο κάθε δίσκος μας είναι concept. Στον πρώτο “And The Tides Shall Reveal The Traces” μιλήσαμε για μια ψυχή που ταξιδεύει από ζωή σε θάνατο, μέσα από τα μυστήρια του Έρωτα, προκειμένου να βρει τον τρόπο να λυτρώσει τα αδέρφια της που βρίσκονται αλυσοδεμένα σε ένα σκοτεινό σπήλαιο. Αυτός ο δίσκος βασίστηκε στη Πολιτεία και στο Συμπόσιο του Πλάτωνα σαν επιρροές.
Στο “As I Cross The Seas Of My Soul” καταπιαστήκαμε με την έννοια της Ελευθερίας αυτής καθ’ αυτής ως αγαθό και υποχρέωση, μέσα από το ταξίδι μας στο να μάθουμε το ποιοι πραγματικά είμαστε ως άνθρωποι. Εδώ είχαμε σαν αναφορές την επική και την ρομαντική ποίηση καθώς και έργα που γεννήθηκαν στην Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό.
Στο “PROMETHEUS~Seven Principles On How To Be Invincible” καταπιαστήκαμε με τον μύθο του Προμηθέα προσπαθώντας να φωτίσουμε μια άλλη αλήθεια αυτού του μύθου. Στην ουσία ο δίσκος αποτελεί μια πραγματεία για το πώς ο Άνθρωπος θα νικήσει τον Φόβο, που αποτελεί και το βασικό θεμέλιο, κάθε είδους σκλαβιάς.
Στο “NOSTOS~An Answer (?)” οι στίχοι δεν είναι δικοί μου μιας και όλος ο δίσκος αποτελείται από διασκευές σε παραδοσιακά ελληνικά τραγούδια παραλογικού περιεχομένου. Η επιλογή όμως και η σειρά που τα τοποθετούμε στον δίσκο έγινε με τέτοιο τρόπο ώστε να αφηγούνται μια ιστορία ξενιτειάς και επιστροφής.

Ποιοι καλλιτέχνες αποτέλεσαν επιρροή στη μουσική σας ;


Θα έλεγα ότι η βασική μας επιρροή είναι η δημοτική και η βυζαντινή μουσική καθώς και folk μουσική από όλον τον κόσμο. Σίγουρα οι Skyclad αποτέλεσαν ένα πρότυπο για εμάς ,αλλά δεν νομίζω ότι επηρέασαν μουσικά τους AHERUSIA.

 

                                                                  84869252 10157011252447285 1795009013595766784 n

Τα εξώφυλλα των δίσκων σας είναι πολύ όμορφα. Ποιος είναι υπεύθυνος για αυτό;


To εξώφυλλο και το artwork του “And The Tides Shall Reveal The Traces” ανήκει στον Seth Siro Anton. Στο “As I Cross The Seas Of My Soul” δουλέψαμε από κοινού εγώ ως concept manager, ο Μάνθος ο Στεργίου και ο Ραφαήλ Αρετάκης.
Στα “PROMETHEUS~Seven Principles On How To Be Invincible” και “NOSTOS~An Answer (?)”, τα εξώφυλλα έχουν γίνει από τον μεγαλύτερο σύγχρονο Έλληνα χαράκτη τον Φώτη Βάρθη. Ελπίζουμε ότι θα φιλοτεχνήσει και το εξώφυλλο του νέου μας δίσκου.

Έχετε κάνει και μια σειρά παραστάσεων “Προμηθέας”. Πώς προέκυψε αυτό και πώς πάει τώρα;


«Τώρα» βασικά δεν πάει καθόλου χαχαχαχαχαχαχα! Τα θέατρα είναι κλειστά λόγω κορωνοϊού.
Για τρεις σεζόν όμως ανεβάζαμε την πρωτότυπη παράσταση «Προμηθέας» σε κείμενο και σκηνοθεσία δική μου που βασιζόταν στο “PROMETHEUS~Seven Principles On How To Be Invincible” με τους AHERUSIA να συνοδεύουν μουσικά τους ηθοποιούς ζωντανά.
Ήταν κάτι που πάντοτε θέλαμε να κάνουμε και ευτυχώς ο κόσμος το αγκάλιασε θερμά, χαρίζοντας στο εγχείρημα πρωτόγνωρη επιτυχία. Και ο νέος μας δίσκος φιλοδοξούμε να γίνει παράσταση.

Από δίσκο σε δίσκο βλέπουμε μια εξέλιξη στον ήχο σας. Τα black metal φωνητικά έχουν υποχωρήσει και τα καθαρά έχουν πάρει θέση τους. Επίσης έχει καθιερωθεί ο ελληνικός στίχος. Πως προέκυψε αυτή η εξέλιξη;


Δεν έγινε συνειδητά, επίσης να σημειώσω ότι black metal φωνητικά θα έχουμε και στον καινούργιο δίσκο. Νομίζω ότι διαμορφώνουμε περισσότερο δίσκο με δίσκο το απόλυτα δικό μας στίγμα.
Οι στίχοι στο “PROMETHEUS~Seven Principles On How To Be Invincible” ήταν στην ελληνιστική κοινή γιατί αποτέλεσε την πρώτη οικουμενική γλώσσα που ένωσε τους λαούς του αρχαίου κόσμου διευκολύνοντας την επικοινωνία μεταξύ τους.
Σε ελληνιστική κοινή θα είναι και ο επερχόμενος δίσκος μιας και μιλά για τον Βάκχο.

Σχέδια για το μέλλον;


Σκοπεύουμε να κυκλοφορήσουμε τον νέο μας δίσκο από την vinylstore.gr σε βινύλιο και διπλό cd Οκτώβρη με Νοέμβρη του 2021.
Παράλληλα θα ετοιμάσουμε με τους ηθοποιούς της κολεκτίβας των AHERUSIA και την παράσταση. Αν επιτρέπονται συναυλίες και παραστάσεις θα πέσουμε με τα μούτρα, κάνοντας όσο το δυνατόν περισσότερες, αν η πανδημία συνεχίσει θα ετοιμάσουμε κι άλλον δίσκο.

Κάτι που θα ήθελες να προσθέσεις και ένα μήνυμα για τους αναγνώστες του Southernrock.gr .


Πιστεύω πως πρέπει να μην λυγάμε, πρέπει να είμαστε αλληλέγγυοι και υπομονετικοί με τον διπλανό μας. Η πόλωση δεν οδηγεί πουθενά γι’ αυτό ας έχουμε το θάρρος να μπορούμε να απλώσουμε το χέρι σε κάποιον πλανημένο ή σε κάποιον που δεν είχε την ευκαιρία να ακονίσει την κριτική και ελεύθερη σκέψη. Αλληλεγγύη, Ελευθερία και Θάρρος λοιπόν!!!
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στο Southernrock.gr και στους αναγνώστες του.

Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να ευχαριστήσω το Γιώργο για αυτήν την υπέροχη συνέντευξη και να του ευχηθούμε τα καλύτερα σε εκείνον και τους Aherusia! Keep on southernrocking guys!!!

 

Links :

Facebook , Bandcamp , Youtube , Myspace

 

Οι Human Genom είναι μια ελληνική metal μπάντα, με σχεδόν 20 χρόνια ιστορίας στο χώρο. Μετά από αρκετές δυσκολίες, επέστρεψαν και είναι έτοιμοι να μας χαρίσουν απλόχερα το δικό τους ατσάλι! Ας ακούσουμε τι έχει να μας πει ο κιθαρίστας της μπάντας Στάθης Δεσπτόπουλος, σε αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη.

Γεια σου Στάθη! Θα ήθελα να μας δώσεις ένα σύντομο βιογραφικό των Human Genom.

Γεια σου Λεωνίδα! Οι Human Genom δημιουργούνται κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’90 ως συνέχεια των σχημάτων Overdose Suicide και Rogmes.ing, θέλοντας να κινηθούν σε πιο Heavy Power μονοπάτια. Το 2001 κυκλοφορεί το “Evolution Outbreak” LP σε ανεξάρτητη παραγωγή και δύο χρόνια αργότερα κυκλοφορεί το Demo “One Step to Horizon”. Σε αυτό περιλαμβάνεται το κομμάτι “Steeler”, το οποίο συμπεριλήφθη στο compilation του “Hellenic Forces”. Η μπάντα προωθεί το υλικό της με live εμφανίσεις ανοίγοντας με σχήματα όπως οι Mystic Prophecy, Innerwish, Deus ex Machina, Nightrage κα.Οι Human Genom σήμερα αποτελούνται από τους: Αλέξανδρο Σιδεράκο (Φωνή), Στάθη Δεσποτόπουλο (Κιθάρα), Χρήστο Παναγιωτόπουλο (Κιθάρα), Φάνη Τζάερλη (Μπάσο), Βασίλη Σάρου (Πλήκτρα) και Χάρη Θεοχαράκη (Τύμπανα).

 

Είστε μια μπάντα που μετρά 20 χρόνια συνολικά στη σκηνή αλλά έχετε κυκλοφορήσει μόλις ένα LP, ένα promo και έχετε μια συμμετοχή στο compilation του θρυλικού fanzine Hellenic Forces (στο οποίο είχα τη τιμή να γράψω και εγώ σε ένα τεύχος του), του μεγάλου Κώστα Κουσιούρη. Τι μεσολάβησε από τότε μέχρι τώρα;

Περίπου το 2005 η μπάντα αρχίζει να διανύει μία περίοδο αδράνειας, καθώς κάποια μέλη για επαγγελματικούς και οικογενειακούς λόγους δεν μπορούσαν να συνεχίσουν. Έγιναν κάποιες προσπάθειες να βρεθούν αντικαταστάτες, αλλά αυτές δεν καρποφόρησαν καθώς δεν υπήρχε η απαραίτητη χημεία. Αυτό ως το 2019, όπου ξεκίνησαν και πάλι οι live εμφανίσεις με τη σύνθεση του σχήματος που ανέφερα προηγουμένως.

                                                                            259729

Κυκλοφορήσατε πέρσι ένα πολύ καλό video clip για την επανεκτέλεση του “Last Mistake”. Πες μας λίγα λόγια για αυτό.

Πρόκειται για ένα ακυκλοφόρητο κομμάτι του 2005. Χρησιμοποιήθηκαν αυτούσια τύμπανα,πλήκτρα και η δική μου κιθάρα ενώ επανηχογραφήθηκαν όλα τα φωνητικά, ρυθμική κιθάρα και μπάσο. Αυτό έγινε για να διατηρήσουμε τον τότε ήχο δίνοντας το στίγμα του νέου σχήματος.
Το κομμάτι κυκλοφόρησε ψηφιακά στα μέσα του περασμένου Δεκεμβρίου και το lyric video επιμελήθηκε ο Κ. Μπαλάνος.

Ποιες είναι γενικότερα οι επιρροές σας μουσικά και στιχουργικά; Πώς προέκυψε το όνομα του συγκροτήματος;

Ως μουσικές επιρροές θα έλεγα κλασικά μπάντες όπως οι Iron Maiden, Judas Priest, Black Sabbath αλλά και Savatage, Crimson Glory, Accept.Στιχουργικά, κινούμαστε στο φάσμα του φανταστικού και της δυστοπίας με έντονα κοινωνικοπολιτικά μηνύματα. Όσον αφορά το όνομα, προέρχεται από την ομώνυμη επιστημονική ομάδα (“Human Genome Project”), η οποία εκείνη την εποχή είχε καταφέρει να αποκωδικοποιήσει πλήρως την αλυσίδα του ανθρώπινου γονιδιώματος. Καθώς διάβαζα ένα περιοδικό, βρήκα τυχαία το σχετικό άρθρο. Το project με γοήτευσε τόσο που σκέφτηκα να υιοθετήσω τον τίτλο του ως όνομα της μπάντας.

Ο ήχος σας μου φέρνει στο νου τις κλασσικές ελληνικές metal μπάντες όπως Spitfire, Rust, Vavel κ.α. είναι αυτό που ονομάζω κλασσικός ελληνικός metal ήχος. Προσωπικά είναι κάτι που πιστεύω ότι λείπει από πολλές ελληνικές metal μπάντες σήμερα, οι οποίες μοιάζουν περισσότερο με άλλες του εξωτερικού και στερούνται αυθεντικότητας στον τομέα αυτόν, ενώ σε όλους τους άλλους τομείς είναι εξαιρετικές. Ποια είναι η άποψη σου για αυτό;

Πιστεύω ότι κάθε μπάντα έχει τον δικό της χαρακτηριστικό ήχο. Οι κοινές επιρροές, οι γεωγραφικοί περιορισμοί, η μουσική τεχνολογία και η χρονική περίοδος στην οποία δραστηριοποιούνται, μπορούν να ομαδοποιήσουν ηχητικά κάποιες μπάντες δημιουργώντας αντίστοιχες μουσικές σκηνές, όπως αυτή της ελληνικής της περιόδου στην οποία αναφέρεσαι. Οι νέες μπάντες έχουν σίγουρα αφήσει το δικό τους στίγμα, το οποίο θα γίνει αναγνωρίσιμο εν καιρώ.

Πώς θα σύγκρινες την κατάσταση στην ελληνική metal σκηνή την εποχή που ξεκινήσατε με τώρα?

Πλέον δεν υπάρχουν οι βασικές δυσκολίες που αντιμετωπίζαμε (ιδίως εμείς στην επαρχία), από τα κατάλληλα όργανα μέχρι την ανεύρεση μελών, χώρων προβών και ηχογράφησης και συναυλιακών χώρων. Ακόμα κι αν υπήρχαν οι προϋποθέσεις, δεν υπήρχε το κοινό που θα μπορούσε να υποστηρίξει μια μπάντα να σταθεί επαγγελματικά στον χώρο.

                                                       97517441 3153603431360215 7411674154736287744 n

 

Πιστεύεις πως η τεχνολογία και τα σύγχρονα μέσα εξυπηρετούν τους μουσικούς και την τέχνη γενικότερα;

Σίγουρα οι νέοι μουσικοί είναι πιο ολοκληρωμένοι. Αφενός, δεν αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες που προανέφερα, αφετέρου έχουν πρόσβαση στα παγκόσμια μουσικά δρώμενα μέσω του διαδικτύου και έχουν πιο εμπεριστατωμένες γνώσεις πάνω στις μουσικές τεχνολογίες, τόσο οι ίδιοι όσο και τα σύγχρονα studios. Και αυτό απλά φαίνεται...

Μιας και ασχολούμαι και εγώ ολίγον με τη κιθάρα, θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας τον εξοπλισμό που χρησιμοποιείτε στις κιθάρες σας;

Ας αρχίσουμε με τις κιθάρες...Jackson DK2 Dinky MIJ, Jackson RR RD10X MIJ ,Jackson RRXT24 7-String, Jackson Kelly K3 MIJ, Gibson Explorer ‘09 , Dean Z88. Εφέ: Zoom G5n, Digitech GNX3, Schaller Wah Yoy. Ενισχυτές: Marshall 100 Mosfet 52139.

Μελλοντικά σχέδια;

Βασικά υπάρχουν αντικειμενικές δυσκολίες, λόγω της πανδημίας. Ελπίζουμε μέχρι το Πάσχα να έχουμε κυκλοφορήσει το δεύτερο από τα πέντε κομμάτια που θα κυκλοφορήσουν σε σύνολο, καθώς και το αντίστοιχο lyric video. Αυτά θα αποτελέσουν το υλικό μιας επερχόμενης κυκλοφορίας EP διαδικτυακά, ψηφιακά αλλά ελπίζουμε και σε αναλογική μορφή.

Κάτι που θα ήθελες να προσθέσεις;

Βρείτε μας:

•Facebook https://www.facebook.com/human.genom

https://www.facebook.com/Human-Genom-259094150811172

•YouTube https://www.youtube.com/user/DESPOTdm

https://www.youtube.com/channel/UCcbyEp2o7hO-zuDAk9dMvEA

“Last Mistake” - Lyric Video https://www.youtube.com/watch?v=Jd2wNxki5Vw&t=16s11

Ένα μήνυμα για τους αναγνώστες του Southernrock.gr .

Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε εσένα προσωπικά Λεωνίδα για το βήμα που μας δίνεις να παρουσιάσουμε την μπάντα και τη δουλειά μας, αλλά και στους αναγνώστες του Southernrock.gr. Keep the flame alive!!! See you on stage!!!

Ευχαριστούμε τον Στάθη Δεσποτόπουλο για αυτή την υπέροχη συνέντευξη και ευχόμαστε τα καλύτερα σε αυτόν και τους Human Genom! Keep on Southernrocking guys!!!!