Παρασκευή, 26 Απριλίου 2024, 23:44:48

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ

 

 

Η κριτική αποτελεί καθαρά άποψη του εκάστοτε συντάκτη. Το εάν κάποιος δίσκος είναι καλός ή όχι είναι υποκειμενικό. Το να κρίνουμε μία κυκλοφορία ,άνθρωποι που δεν έχουμε γράψει και πολλοί καν δεν έχουν παίξει ούτε μία νότα ,το θεωρώ άδικο γιατί το να δημιουργήσεις έναν δίσκο δεν είναι καθόλου εύκολο,το να τον κρίνεις εκ του ασφαλούς όμως είναι. Δυστυχώς έχω πέσει και εγώ ο ίδιος σε λάθη, κάνοντας κριτική με οπαδικό ύφος. Αλλά τα λάθη είναι ανθρώπινα και πρέπει να μαθαίνουμε από αυτά. Αυτό που που προσπαθώ και θα προσπαθώ να κάνω είναι κριτικές με γνώμονα την μεταφορά της ακουστικής εμπειρίας μίας κυκλοφορίας,όσο πιο πειστικά μπορώ,ώστε ο αναγνώστης να πάρει μία ιδέα.

Όταν κυκλοφορεί ένας νέος δίσκος από μία κλασσική μπάντα ,όπως οι Deep Purple,είναι φυσικό να μονοπωλεί το ενδιαφέρον όλων των οπαδών και των κριτών. Εδώ λοιπόν έχουμε τον εικοστό δίσκο των Άγγλων και συνεχιστή του πετυχημένου “Now What?”.Δέκα οι συνθέσεις στο σύνολο (δεκατέσσερις για την deluxe).Οι εννέα είναι δικές τους και η μία διασκευή στους Doors. Ο δίσκος αρχίζει πολύ δυναμικά με το πρώτο κομμάτι που είχε δει το φως, το “Time for bedlam”.Δυναμικό τραγούδι,που θυμίζει εποχή “The battle rages on”. Ο Steve Morse θυμίζει Blackmore σε αυτό κομμάτι όπως και σε αρκετά σημεία του δίσκου. Το δεύτερο “Hip Boots” είναι λιγότερο θυμωμένο από το πρώτο αλλά και αυτό με πολύ ενέργεια όπως και τα υπόλοιπα του δίσκου που κινούνται στο ίδιο περίπου ύφος. Πολύ ωραία και η μπαλάντα του album το "The Surprising". Η φωνή του Gillan είναι σε πολύ καλά επίπεδα, οι Glover και Paice σταθερή αξία σε μπάσο και τύμπανα αντίστοιχα, αλλά προσωπικά αυτοί που κάνουν την διαφορά είναι ο Don Airey και Steve Morse, με τον πρώτο να μαγεύει στα πλήκτρα και τον δεύτερο να έχει πολύ καλη δουλειά στις κιθάρες. Όσοι έχετε ακούσει το συγκρότημα στην Steve Morse εποχή, ξέρετε τι θα ακούσετε πάνω κάτω.Όσοι είστε οπαδοί της Blackmore εποχής,σε ορισμένα σημεία θα σας την θυμίσει αλλά μέχρι εκεί, ο δίσκος κινείται στο ύφος της μπάντας από το 1995 και μετά.Στην deluxe έκδοση περιέχονται άλλα 4 κομμάτια,ένα ακυκλοφόρητο το “Paradise Bar” , μία ορχηστρική έκδοση ενός κομματιού από τον προηγούμενο δίσκο τους,μία πρόβα του "Hip Boots" και ένα live τραγούδι. Ενδιαφέροντα επιπλέον κομμάτια. Για όσους θέλουν να τα έχουν όλα θα πρέπει να αγοράσουν και το single "All I Got Is You" που περιέχει και άλλα τραγούδια ακυκλοφόρητα.

1. "Time for Bedlam"
2. "Hip Boots"
3. "All I Got Is You"
4. "One Night in Vegas"
5. "Get Me Outta Here"
6. "The Surprising"
7. "Johnny's Band"
8. "On Top of the World"
9. "Birds of Prey"
10. "Roadhouse Blues" (The Doors cover)

http://www.deeppurple.com/ - Επίσημη ιστιοσελίδα.
https://www.thehighwaystar.com/ - Η παλαιότερη και πληρέστερη ιστιοσελίδα για τους Purple.

PRIDE OF LIONS
FEARLESS
(2017)
 
 
 
Το δίδυμο των Peterik/ Hitchcock, μας παραδώσαν ένα καλό AOR album ξανά ως Pride Of Lions.
Αρχές του 2017 λοιπόν και το πέμπτο album τους είναι παρόν, να ομολογήσω πως δεν είχα ακούει κανένα τραγούδι από αυτά που ήταν διαθέσιμα στο διαδίκτυο, γιατί πολύ απλά ήθελα να το ακούσω και να πάρω την έκπληξη της πρώτης ακρόασης και ομολογώ ότι δεν το έχω μετανιώσει, καθόλου.
Πράγματι το “Fearless”, είναι ένα αρκετά ισχυρό και μελωδικό Hard Rock/ AOR διαμαντάκι, που εξυπηρετείται από την ζεστή φωνή του Toby και υποστηρίζεται από τα μεταξένια πλήκτρα και τα ωραία αιχμηρά κιθαριστικά solo του Peterik. Η μελωδία σε όλο το “Fearless” ξεχωρίζει, με μαγευτικά φωνητικά και πιασάρικα ρεφρέν και όλα είναι καλά και άψογα.
Πραγματικά δεν μπορώ να εξηγήσω το εξώφυλλο του δίσκου, όπου έχει ένα λιοντάρι με φτερά αγγέλου και μια μπαλαρίνα στην πλάτη του. Αυτή η εικόνα μου δημιούργησε αρχικά κάποια σύγχυση, αλλά ακούγοντας το album, κατάλαβα ότι τα τραγούδια δεν είναι καθόλου αδύναμα ή βαρετά, αλλά θυμίζουν αρκετά τα AOR τραγούδια των ενδόξων-θρυλικών 80’s.
Το πόσο σημαντικός μουσικός/ καλλιτέχνης είναι ο Jim Peterik δεν χωράει θέμα αμφισβήτησης, για τον πολυβραβευμένο Αμερικάνο κιθαρίστα που μας έχει προσφέρει τόσο τα συνθετικά όσο και τα εκτελεστικά διαπιστευτήρια του, αναρίθμητες φορές από τις αρχές των 70’s (Ides Of March) μέχρι και σήμερα, ενώ πάλι έχει συνεργαστεί μεταξύ άλλων και με τους Mariah, Henry Paul Band, 38 Special. Ο συν-ιδρυτής λοιπόν, των Survivor αλλά και συνθέτης μερικών από τις μεγαλύτερες επιτυχίες των 80’s, συνεχίζει ακάθεκτος να προσφέρει μοναδικό συνθετικό υλικό υψηλής ποιότητας και με τους Pride Of Lions.
Από την αρχή το “Fearless”, παρουσιάζει υπέροχα αποτελέσματα στον χώρο του μελωδικού Hard Rock/ AOR, έτσι θα στέκεται υπερήφανα (πιστεύω), ως μια από τις καλύτερες AOR κυκλοφορίες που θα ακουστούν το 2017 και σίγουρα must-have για τους fans του μουσικού αυτού είδους.
Ακούγοντας το album, το αποτέλεσμα είναι ότι ακούς τραγούδια λες και είναι προϊόν μιας άλλης πιο μελωδικής εποχής, όπου κάποτε αυτός ο μελωδικός ήχος μεσουρανούσε. Οι δώδεκα συνθέσεις του δίσκου συναρπάζουν, με όμορφες μελωδίες που κρύβονται μέσα σε μεστά και ουσιαστικά συνθετικά τραγούδια, επίσης προσφέρονται πλούσιες δόσεις καλού μελωδικού AOR, κάνοντας έτσι το “Fearless” αναγκαίο για καθημερινές ακροάσεις.
Τα καλύτερα τραγούδια του album θεωρώ πως είναι τα… “All I See Is You”, “The Tell”, “The Light In Your Eyes”, “Silent Music”, “Rising Up”, “Unmasking The Mystery”, αλλά για το τέλος κρατώ το “Freedom Of The Night” που είναι αφιερωμένο στη μνήμη του αδικοχαμένου Jimi Jamison.
Συνολικά, όλο το “Fearless” είναι ένα όμορφο και αξιόλογο album, που θα ενθουσιάσει όλους τους φίλους του καλού ποιητικού και μελωδικού Hard Rock/ AOR.
 
 
FEARLESS: “All I See Is You”, “The Tell”, “In Caricature”, “Silent Music”, “Fearless”, “Everlasting Love”, “Freedom Of The Night”, “The Light In Your Eyes”, “Rising Up”, “The Silence Says It All”, “Faster Than A Prayer”, “Unmasking The Mystery”.
PRIDE OF LIONS: Jim Peterik – Vocals/ Guitar, Toby Hitchcock – Vocals, Ed Mike Aquino – Guitar, Klem Hayes – Bass, Breckenfeld – Drums and Christian Cullen – Keyboards.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ Heavy Metal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
GRIM REAPER
WALKING IN THE SHADOWS
(2016)
 
 
 
Αυτό είναι ένα όμορφο comeback, ο Steve Grimmett και το group του έχουν κάνει ομολογουμένως πολύ καλή δουλειά. Τα τραγούδια είναι όμορφα και η παραγωγή καλή, μέσα στους κανόνες του NWOBHM, οφείλω να ομολογήσω όμως ότι μου θυμίζει περισσότερο το σχήμα που είχε ο Steve στα 90’s τους Lionsheart, παρά τους παλιούς Grim Reaper. Αλλά τουλάχιστον δεν είναι νεκροί και το παλεύουν ακόμη.
Οι καινούργιοι Grim Reaper με το album “Walking In The Shadows”, δεν τα πάνε και άσχημα για ένα σχήμα που ήταν σε παύση για σχεδόν τρεις δεκαετίες.
Ο Steve επέτρεψε στο Metal χωρίς να είναι βαρετός καθόλου και δεν έχει μαλακώσει η φωνητική του προσέγγιση, όλα αυτά τα χρόνια έχουν ωριμάσει την φωνητική τεχνική του.
Οι Grim Reaper που ιδρύθηκαν το 1979, ήταν ένα έμβλημα του New Wave Οf British Heavy Metal, κυκλοφόρησαν τρεις δίσκους και διαλύθηκαν το 1988. ’Εκτοτε ο Grimmett πρόσφερε την χαρακτηριστική φωνή του και σε άλλα σχήματα, συμπεριλαμβανομένων των Chateaux, των Onslaught, των Lionsheart, των Friction, των Steve Grimmett Band, των Grimmstine και των Sanity Days, ενώ στα τέλη των 70’s ήταν στους Medusa.
Η φωνή του Steve παραμένει ιδιαιτέρως ξεχωριστή και αναγνωρίσιμη όπως πάντα και το ύφος του δεν έχει αλλάξει πάρα πολύ όπως αναμενόταν, το οποίο στην προκειμένη περίπτωση είναι πολύ καλό. Ο Ian Nash χειρίζεται άψογα τις κιθάρες και μερικές φορές φαίνεται να διοχετεύει ήχους του αρχικού κιθαρίστα των Reaper, Nick Bowcott. Κάθε οπαδός του αρχικού συγκροτήματος νομίζω πως θα έχει αμφιβολίες για τους σημερινούς Grim Reaper, χωρίς Bowcott, αλλά θα έλεγα ότι το ύφος του Nash είναι αρκετά παρόμοιο με τα riffs του Bowcott, τα οποία φέρνουν το ίδιο μουσικό αποτέλεσμα, μια γροθιά. Ο Chaz Grimaldi αποδεικνύει ότι είναι ένας ταλαντούχος μπασίστας και ξέρει πώς να χωρέσει τον εαυτό του στη μουσική, μένοντας σταθερά στο προσκήνιο. Ο Paul White στα drums μπορεί να τα κάνει όλα, ο χειρισμός του είναι κατ’ ευθείαν πάνω στο Metal στυλ του group, χωρίς να είναι αρκετά φανταχτερός κυριαρχεί και αμέσως περνάει στην προσοχή σας.
Το “Walking In The Shadows” είναι ένα κομμάτι χτισμένο γύρω από ισχυρή φωνή τόσο του Grimmett, όσο και στις υπέροχες κιθάρες του Nash, που έχουν πολύ ρυθμό αλλά και τα solo του είναι αρκετά κολασμένα.
Θα έλεγα επίσης μετά βεβαιότητας πως δεν υπάρχει ένα κακό τραγούδι σε τούτο το album. Ο δίσκος περπατά στις σκιές του NWOBHM αλλά με σύγχρονο ήχο, με την φωνή του Grimmett είναι τόσο μεταλλική όσο ποτέ και το νέο line-up είναι αρκετά σφιχτοδεμένο ώστε να φαίνεται ότι είναι μαζί για δεκαετίες. Ο ήχος τους είναι μια ιστορική αναδρομή στις ημέρες δόξας του Heavy Metal και αρκετά αναζωογονητικός, οι Grim Reaper παραδίδουν στο “Walking In The Shadows” ένα καθαρό old school 80’s ηχοδρόμιο, χωρίς μπαλάντες, χωρίς πλήκτρα, ή τραγούδια αγάπης.
Μετά το πρόσφατο πρόβλημα υγείας του Steve, πρέπει όλοι μας ν’ αγοράσουμε αυτή την δισκογραφική δουλειά του (στο φυσικό προϊόν), έτσι ώστε να δείξουμε έμπρακτα ότι δεν τον έχουμε ξεχάσει. Και όπως λέει κι ένα τραγούδι του δίσκου… “Rock Will Never Die”…
 
 
WALKING IN THE SHADOWS: “Wings Of Angels”, “Walking In The Shadows”, “Reach Out”, “I’m Coming For You”, “From Hell”, “Call Me In The Morning”, “Rock Will Never Die”, “Temptation”, “Thunder”, “Now You See Me”, “Blue Murder”, “Come Hell Or High Water”.
GRIM REAPER: Steve Grimmett – Vocals, Ian Nash – Guitars, Chaz Grimaldi – Bass & Paul White – Drums.
 
 
Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Heavy Metal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
ASCALON
REFLECTIONS
(2016)
 
 
 
 
Όταν οι Ascalon, δηλώνουν ως κύριες επιρροές τους, τους Judas Priest, τους Angel Witch, τους Manowar και τους Saxon, τότε τα πολλά λόγια είναι περιττά.
Αυτοί οι Heavy Metal στρατιώτες από το Lancashire, του Ηνωμένου Βασίλειου παρουσιάζουν το ντεμπούτο τους album “Reflections”, (μάλιστα από Ελληνική ανεξάρτητη δισκογραφικά εταιρεία σε CD, αλλά και σε βινύλιο).
Ήχος κλασικός στην παράδοση του NWOBHM, ένα ταξίδι με 5 τραγούδια μέσα από ένα επικό Μetal (όπως απεικονίζεται στο φανταχτερό artwork του δίσκου), με κάποια ταχύτητα και Ρower Μetal επιρροές. Δεν χάνουν στην κυριολεξία κανένα riff, έτσι μπορούν να υπερηφανεύεται για μια εξαιρετική κιθαριστική δουλειά που κάνει τούτο το album να ξεχωρίζει. Ορίζεται κυρίως από τις μονομαχίας στις κιθάρες, αλλά και στον ρυθμό που είναι ο παραδοσιακός καλπάζων των 80’s, αρκετή αφθονία σε αρμονίες και καθαρά φωνητικά.
Τα τραγούδια έχουν ωραίο ρυθμό και αρκετά καλό ήχο, με ένα instrumental με ακουστικά περάσματα με επικές κιθάρες, τραγούδια που επίσης συνδυάζουν ενδιαφέρουσα δομή, με αξιόλογες αλλαγές στο ρυθμό και μερικά έξυπνα κιθαριστικά solo.
Συνολικά, το “Reflections” είναι ένα “Heavy Metal” album, που μπορεί κατά πάσα πιθανότητα μουσικά να μην αλλάξει την Metal μουσική, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία πια στις μέρες μας. Οι Ascalon, μας δίνουν με τον καλύτερο τρόπο μια ελκυστική γεύση από το δυναμισμό τους, θα περιμένουμε μεγάλα πράγματα από αυτούς στο μέλλον. Δικαίως συγκαταλέγονται μέσα στα ελπιδοφόρα νέα σχήματα του New Wave of Traditional Heavy Metal.
Το Heavy Metal, για περισσότερα από 45 χρόνια είναι στο διεθνές μουσικό στερέωμα-προσκήνιο, έτσι λοιπόν αγαπητοί μου, προστίθενται συνέχεια και νέα σχήματα δίπλα στα παλιότερα. Η σκληρή μας μουσική πάντα έψαχνε, ψάχνει και θα ψάχνει για τους επομένους καλλιτέχνες που θα την αναζωογονήσουν μέσα από την μουσική τους. Αυτή είναι η μαγεία του να ακούς ξανά τη μουσική με την οποία ανδρώθηκες, από νέα συγκροτήματα. Τώρα που δυστυχώς όμως, χανόμαστε στο κυκεώνα νέων ηλίθιων ακουσμάτων, η οικειότητα και η απόλαυση της ακρόασης ενός παλιού αγαπημένου σκληρού ήχου, από νεαρούς Heavy Metal καλλιτέχνες, απλά δε συγκρίνεται. Όλα αυτά τα καινούργια συγκροτήματα που έχουν ακούσματα από το ένδοξο 80’s παρελθόν της σκληρής μουσικής μας, καθώς κοιτούν και πατούν πίσω στον κλασικό-γνήσιο ήχο, ενώ αναπαράγουν εκπληκτικά αυτό το εκρηκτικό μουσικό μοτίβο.
 
 
REFLECTIONS: “Speed Daze”, “Reflections”, “Red Leather”, “Outlaw’s Hymn”, “The Enforcer”.
ASCALON: Matt Gerrard – Vocals/ Guitar, Chris Marsh – Guitar, Alex Varley – Bass & Vince Scott – Drums.
 
 
Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Heavy Metal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
BLACK STAR RIDERS
HEAVY FIRE
(2017)

 

 
 
Αυτό το συγκρότημα μου φέρνει στο νου, μια πραγματική διχοτομία. Ενώ τους χειροκροτώ για τον ήχο και την μουσική τους, που έχει μια γεύση από Thin Lizzy. Από την άλλη όμως θα έπρεπε να υπάρχει αυτή η ομοιότητα του ήχου; Υπάρχει μια πραγματική αίσθηση του Lizzy ήχου, αλλά τουλάχιστον δεν υπολογίζεται ως μίμηση. Τελικά, όλα γίνονται με απολυτό σεβασμό και το κιθαριστικό δίδυμο είναι φωτιά και λάβρα, για να είμαι ανειλικρινής.
Το “Heavy Fire” είναι πιο δυνατό από το κάπως αδύνατο προηγούμενο “Killer Instinct”. Αυτό το album είναι ένα ωραίο Hard Rock album, όπως ακριβώς ήταν και το ντεμπούτο τους, το ίδιο λαμπρό.
Οι Black Star Riders βρίσκονται ήδη σε πολύ καλή τροχιά, έχουν αρκετές Lizzy αναλαμπές, αλλά έχουν και ορισμένες 50’s Rock & Roll στιγμές, καθώς και κάποια Southern Rock στοιχεία, προφανώς θα φταίει που ο δίσκος ηχογραφήθηκε στο Tennessee.
Τα κιθαριστικά riffs των Scott Gorham και Damon Johnson, είναι διασκεδαστικά και εξαιρετικά, οι κιθάρες έχουν αρκετά και πιασάρικα riff, που σου κολλάνε στο μυαλό θυμίζοντας 70’s.
Αισθάνομαι ότι οι Black Star Riders, μετά την κυκλοφορία του υπέροχου ντεμπούτο τους, πριν από τρία χρόνια, τώρα έχουν γίνει πιο σταθεροί κυριολεκτικά σαν βράχος. Η ομάδα, χτίστηκε στις ρίζες των Thin Lizzy και αυτό φαίνεται απόλυτα στο ήχο τους.
Το “Heavy Fire” διαθέτει δέκα καλά έως πολύ καλά λαμπρά Hard Rock τραγούδια, που πιστεύω πως έχουν τη δυνατότητα να κάνουν το συγκρότημα ακόμα πιο δημοφιλής από ότι είναι σήμερα. Όλα ξεκινούν με το ομώνυμο τραγούδι “Heavy Fire” που αν και μέτριο, ο ρυθμός και η μελωδία του, στο τέλος σε τραβάνε σαν μαγνήτης. Από ’κει και περά τα αγαπημένα μου είναι τα εξής… “When The Night Comes In”, “Testify Or Say Goodbye”, “True Blue Kid”, “Letting Go Of Me”.
Όλος ο δίσκος περιέχει σκληρά και κυρίως πιασάρικα τραγούδια με ωραία ρεφρέν, γεγονός που καθιστά το album αυτό απαραίτητο για όσους αρέσκονται στο καλό Hard Rock ήχο από τα 70’s.
Όταν το άκουσα μετά από 4-5 φορές συμπέρανα ότι νιώθω το ίδιο καλά όπως όταν ακούω κάποιο Thin Lizzy album και αυτό δεν είναι τυχαίο, αφού οι Black Star Riders αντανακλούν πλήρως το παραδοσιακό κλασικό Hard Rock ήχο.
Για μένα το “Heavy Fire” είναι μια πραγματική απόλαυση, για μένα αυτός είναι ο τρόπος που το Hard Rock πρέπει να ακούγεται, δηλαδή groovy και βρώμικος. Συνολικά το “Heavy Fire” είναι ένα album που είναι βαρύ και έχει πολλές φωτιές μέσα τους, αν τις ψάξεις και τις ακούσεις καλά.
 
 
HEAVY FIRE: “Heavy Fire”, “When The Night Comes On”, “Dancing With The Wrong Girl”, “Who Rides The Tiger”, “Cold War Love”, “Testify Or Say Goodbye”, “Thinking About You Could Get Me Killed”, “True Blue Kid”, “Ticket To Rise”, “Letting Go Of Me”
BLACK STAR RIDES: Ricky Warwick – Vocals, Scott Gorham – Guitar, Damon Johnson – Guitar, Robbie Crane – Bass and Jimmy DeGrasso – Drums.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
                                                                                                                   

Οι Alkonost είναι από τις παλαιότερες ρώσικες folk metal μπάντες μιας και μετράνε σχεδόν 20 χρόνια ιστορίας.'Εχουν κυκλοφορήσει  αρκετούς δίσκους,αλλά είναι κυρίως γνωστοί στα σλαβόφωνα κράτοι και σε αυτό πιστεύω ότι ευθύνεται ο στίχος του που είναι κυρίως γραμμένος στα ρώσικα,αν και έχουν κυκλοφορήσει δίσκους με αγγλικό στίχο.Το συγκρότημα ξεκίνησε με death metal φωνητικά και με πιο σκληρό ήχο.Όμως στην συνέχεια άρχισαν τα death φωνητικά του Alexey "Alex Nightbird" Solovyov να εναλλάσονται με τα θεϊκά οπερετικά φωνητικά της Alena Pelevina και τα folk στοιχεία να αυξάνονται περισσότερο.Οι Alkonost άρχισαν να ανεβαίνουν πολύ στα μέσα σχεδόν του 2000.Μέχρι το 2010 η σύνθεση τους ήταν σταθερή,αλλά μετά άρχισαν οι συνεχείς μεταβολές της.Μοναδικό σταθερό μέλος είναι ο κιθαρίστας και βασικός συνθέτης Andrey "Elk" Losev που μαζί με την τραγουδίστρια Ksenia Pobuzhanskaya, η οποία ήρθε στο συγκρότημα το 2012,αποτελούν το βασικό πυρήνα της μπάντας τα τελευταία χρόνια.Ο ήχος πλέον είναι καθαρό folk metal με τα death στοιχεία να έχουν μείνει απειροελάχιστα,μόνο μερικά growls εδώ και εκεί και τα φωνητικά τα έχει αναλάβει εξολοκλήρου η Ksenia,η οποία τα πάει περίφημα.Ο δίσκος κινήται στα βήματα του προήγουμενο "Tales of Wanderings",όσοι δε είχατε ακούσει το "Mermaid" EP του 2014,θα είχατε πάρει μια γεύση για το τι παίζει εδώ.Λοιπόν εδώ έχουμε 9 κομμάτια(συν 2 bonus για όσους το αγοράσουν από το bandcamp) καλοπαιγμένου folk metal.Οι κιθάρες για άλλη μια φορά είναι υπέροχες και τα φωνητικά μαγευτικά,ενώ το rhythm section και τα keyboards ακολουθούν εξίσου καλά.Αν δεν σας χαλάνε τα ρώσικα φωνητικά και γουστάρετε τέτοιου είδους μουσική,επενδύστε άφοβα.Για περισσότερες πληροφορίες για τους Alkonost και τον δίσκο αυτό κοιτάξτε στο επίσημο site τους εδώ.

Τracklist:

1. River
2. Pearl
3. Mermaid
4. Leshy's Bride
5. Battle against the Abyss
6. Blow, the Wind
7. Herbalist
8. Hop
9. Sorrowbird

Bandcamp bonus:

10.Mermaid(acoustic edition)

11.Bird Sadness(acoustic edition)

AIRBOURNE
BREAKIN’ OUT HELL
(2016)
 
 
Airbourne… οι αγαπημένοι Αυστραλοί πρωταθλητές του Ηard Rock, οι οποίοι γνωρίζουν μια εντυπωσιακή παγκόσμια επιτυχία. Έχουν ένα σφιγμένο αντρικό ήχο σαν γροθιά στο στομάχι και είναι πίσω ξανά μαζί μας με το τέταρτο studio album τους. Η παραγωγή ανήκει στον Bob Marlette, ο δίσκος διαθέτει έντεκα νέα στακάτα Boogie Hard Rock τραγούδια στο ύφος των AC/DC και των Rose Tattoo.
Όλο το “Breakin’ Outta Hell”, καθοδηγείται από μια τρομερή σκληρή παντελονάτη ενέργεια, με σκληρή ηθική και το σχήμα είναι πρόθυμο να σας διασκεδάσει με τον ήχο του και τη μουσική του, οδηγούμενο από τους αδελφούς Joel και Ryan O'Keeffe, όπου έχουν τρελαμένο μουλιασμένο στο alcohol Αυστραλέζικο DNA.
Το συγκρότημα έχει πλέον εδραιωθεί ως μια πραγματική δύναμη της φύσης, είναι συχνά στο δρόμο, εμφανίζονται με μερικά από τα πιο θρυλικά ονόματα του χώρου μας, όπως πχ οι Iron Maiden.
Το “Breakin’ Outta Hell”, είναι μια διάρρηξη που αντιπροσωπεύει την ίδια την ουσία του σχήματος, με το hittin’ σκληρότερο και πιο Hard Rockin’, χωρίς ημίμετρα και με πολλές γροθιές στα μούτρα των αδαών ακροατών.
Όταν οι AC/DC των αδελφών Young σταματήσουν και καταθέσουν τα όπλα, ε, τότε οι Airbourne των αδελφών O'Keeffe είναι έτοιμοι να αναλάβουν τη βαριά κληρονομία του σκληρού High Voltage ήχου. Η επιθετικότητα τους είναι γρήγορη, αλλά και κατευθείαν από την κόλαση, ένας πλήρης σεβασμός στους πρώτους διδάξαντες AC/DC.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το γεγονός ότι οι Airbourne είναι μέσα με τα μπούνια στο ηχητικό σχέδιο των αδελφών Young, είναι το πρώτο σχήμα που κλίνει σκληρά προς αυτόν το ήχο και βέβαιος ο κολασμένος αυτός ήχος είναι εδώ.
Οι Airbourne δεν έχουν φύγει από τον κολασμένο Boogie ούτε στο ελάχιστο όπως και στα προηγούμενα τρία album τους, ισχυρά δυνατά κιθαριστικά riff, τα τραγούδια χτίστηκαν γύρω από νεανικούς στίχους, αλλά η παντοδύναμη δύναμη τους, είναι τα χαοτικά riffs. Αλλά το χάος αυξάνεται από την φωνητική απόδοση του Joel O'Keeffe, που ωθεί το group προς την επίδειξη μια εκρηκτικής σαν βόμβα δυναμικής παγκόσμιας επιτυχίας.
Το συγκρότημα με το “Breakin’ Outta Hell”, έχουν κάνει ένα σημαντικό βήμα προς την καταξίωση, μας χαιρετούν με Hard Boogie πυροβολισμούς υψηλών οκτανίων, δυνατά και περήφανα όπως όλα τα κακά αγόρια του Boogie Hard Rock.
Απλά θα ήθελα να μην δούμε τους Airbourne μόνο απλώς ως μια μίμηση των AC/DC, εντάξει είναι μια μίμηση αλλά όχι όμως μια κακή μίμηση όπως τόσα και τόσα άλλα, αλλά θα έλεγα πως είναι ένας φόρος τιμής και μόνο.
Τώρα το πόσο μπορεί ένα συγκρότημα σαν τους Airbourne να συνεχίσει να κάνει το ίδιο ήχο ή να ξεφύγει από αυτό και ενδεχομένως μια ολόκληρη καριέρα να χαθεί, δεν ξέρω; Μερικά σχήματα εξελίσσονται, τώρα να ρισκάρουν μετά από τέσσερα album και ν’ αλλάξουν τον ήχο τους, δεν το νομίζω, γιατί θα εξαφανιστούν αθόρυβα από την ιστορία του Hard Rock.
Πιστεύω πως οι επόμενες γενιές ή για όσο διάστημα το συγκρότημα θα είναι εν ενέργεια, να τους ακούν, τώρα αν ένα άλλο σχήμα θα πάρει τη θέση τους... ε, αυτό μόνο η ιστορία θα το δείξει.
Το “Breakin’ Outta Hell”, δεν είναι τίποτα περισσότερο ή τίποτα λιγότερο από ένας διασκεδαστικός Airbourne καλός δίσκος. Δεν έχει τις τρομερές εκπλήξεις, αλλά δεν είναι και κακός ακούγετε πολύ ευχάριστα, αν είστε fan τους αγοράστε τον, στην πραγματικότητα όμως έχουν τραγούδια που είναι τόσο καλά και πιασάρικα όπως και στα προηγούμενα album τους.
Τέλος να πω, πως πολύ το χάρηκα και το διασκέδασα αυτό το album των τρελών Αυστραλών, το οποίο δεν είναι καθόλου μα καθόλου απογοητευτικό στα δικά μου αυτιά, για τα δικά σας δεν ξέρω...
 
 
BREAKIN’ OUTA HELL: “Breakin' Outta Hell”, “Rivalry”, “Get Back Up”, “It's Never Too Loud For Me”, “Thin The Blood”, “I'm Going To Hell For This”, “Down On You”, “Never Been Rocked Like This”, “When I Drink I Go Crazy”, “Do Me Like You Do Yourself”, “It's All For Rock 'N' Roll”.
AIRBOURNE: Joel O'Keefe – Vocals/ Guitar, David Roads – Guitar, Justin Street – Bass and Ryan O'Keefe – Drums.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
DARK FOREST
BEYOND THE VEIL
(2016)
 
 
Το παραδοσιακό Ηeavy Μetal, είναι το είδος, όπου όλοι εμείς αγαπάμε σε τούτη τη μουσική, γιατί όλα ξεκίνησαν και εξελίχθηκαν από αυτό. Πολλά είναι τα συγκροτήματα που εξακολουθούν να φέρουν τη σημαία του παραδοσικού Heavy Metal ψηλά, γι’ αυτό δεν έχει καμία σημασία πόσο πολλά νέα είδη και υπό-είδη αναδεικνύονται όσο περνούν τα χρόνια στο χώρο του Metal. Ευτυχώς που τα τελευταία χρόνια είμαστε σε θέση ν’ ακούμε όλο και πιο πολλά σχήματα που αναβιώνουν τον 80’s old-school ήχο, (προς τιμή τους). Θεωρώ λοιπόν, ότι μερικά από αυτά τα νέα (κυρίως) σχήματα, καταφέρνουν να παράγουν με συνέπεια με το δισκογραφικό έργο τους, μια ποιότητα που μπορεί πραγματικά να σταθεί ψηλά, αφού κοιτά στα ίσια τη δεκαετία του ’70 και του ’80. Ιδιαίτερα για εκείνα τα συγκροτήματα που προέρχονται από το Ηνωμένο Βασίλειο, για πολλούς η γενέτειρα του Heavy Metal με Black Sabbath, Judas Priest και Iron Maiden.
Σκόνταψα πάνω στον ήχο των Dark Forest φέτος το 2016, οι νεαροί αυτοί Βρετανοί (έχουν τέσσερα albums στην πλάτη τους μέχρι στιγμής), παίζουν ένα είδος Μεσαιωνικού fantasy Heavy Metal, με θέματα και από NWOBHM που δεν ακούγεται και πολύ παλιό, είναι επίσης πολύ έξυπνοι με τις μελωδίες τους, οι οποίες φαίνεται να είναι πλημμυρισμένες από την μητρική Αγγλική κουλτούρα και κληρονομιά τους.
Πολλοί συνθέτες θα ζήλευαν την φανταστικό riff της κιθάρας που ανοίγει το album στο “On The Edge Of Twilight”, ο άνθρωπος έγραψε μελωδία και τι μια μελωδία. Ενώ και τα instrumental κομμάτια “Men-An-Tol” και “Lunantishee”, είναι εκπληκτικές μελωδίες που σου μένουν και σε αγγίζουν, είναι δηλαδή ένα παράδειγμα ότι το Ηeavy Μetal δεν χρειάζεται πάντα να στηρίζεται στα φωνητικά… σε οδηγεί η κιθάρα και σε πάει μακριά.
Αλλά ολόκληρο το “Beyond The Veil”, θεωρώ πως κορυφώνεται τελικά με το 14 λεπτών επικό τραγούδι “The Lore Of The Land”, που κλείνει τον δίσκο, αυτό είναι το μόνο τραγούδι που είναι πολύ μεγάλο, τα υπόλοιπα κυμαίνονται μεταξύ των 4 και 7 λεπτών.
Θα έλεγα ψέματα, αν έλεγα ότι τα τραγούδι δεν μου θυμίζουν τους σύγχρονους Iron Maiden, αλλά με τα ιδιαίτερα μελωδικά φωνητικά του Michael Kiske και του Bruce Dickinson.
Αν και δεν υπάρχουν κακά τραγούδια στο album, η πρώτη μου επιλογή θα ήταν να σας προτείνω τα “Earthbound”, “Where The Arrow Falls”, “Blackthorn” και “The Undying Flame”. Παρόλα αυτά εύχομαι ότι καλύτερο στο μέλλον για τους Dark Forest, ελπίζω ότι θα κρατήσουν ψηλά τη σημαία του καλού Heavy Metal, να βελτιώσουν και να ανατινάξουν την κοιμισμένη Αγγλικη Μetal σκηνή και με το επόμενο album τους.
Τα περισσότερα νέα Ηeavy Μetal συγκροτήματα δεν έρχονται κοντά σε δισκογραφικές πράξεις αυτού του διαμετρήματος και κατά πάσα πιθανότητα δεν πρόκειται ποτέ, ή και δεν μπορούν να κάνουν ένα-δύο πραγματικά καλά album. Αλλά υπάρχουν και μερικοί που αποδεικνύουν ξανά και ξανά ότι είναι μια εξαίρεση στον κανόνα.
Έχω την αίσθηση ότι η μουσική των Dark Forest, είναι σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένη από το New Wave Οf British Heavy Metal, αλλά έχουν και δικά τους στοιχεία στη μουσική τους, που τους δίνει μια επιπλέον ισορροπία και τους επιτρέπει να λάμψουν. Το μελωδικό Ρower Μetal έχει παίξει πάνω απ' όλα κι αυτό ένα μεγάλο ρόλο στον ήχο τους και αυτό είναι πέρα για πέρα αληθινό.
Νομίζω ότι αυτά τα παιδιά είναι μέσα στα καλύτερα νέα Metal σχήματα από το Ηνωμένο Βασίλειο, στο παραδοσιακό Μetal την τελευταία δεκαετία. Μην αγνοήσετε το νέο αίμα που στέκεται πάνω στις παραδοσιακές Ηeavy Μetal αξίες και είναι πάνω απ’ όλα τίμιο.
Ξέρετε ότι δεν βαθμολογώ τα albums στα οποία κάνω κριτική (για λογούς αρχής), απλά θα πω, πως είναι μέσα στα 25 καλύτερα που άκουσα φέτος. Είναι πολύ καλοί σε αυτό που κάνουν, ακούστε τους άμεσα, μην τους αφήσετε να σας ξεφύγουν ούτε στο ελάχιστο.
Έτσι το θέλω εγώ το Heavy Metal... αυτό μπορεί να ενδιαφέρει πολύ λίγους, ή και κανέναν… άλλα δεν έχει καμία σημασία… αφού στην σημερινή εποχή χανόμαστε κυρίως μέσα σε χαζοηλίθιους ήχους...
Το Heavy Metal, για περισσότερα από 45 χρόνια είναι στο διεθνές μουσικό στερέωμα-προσκήνιο, έτσι λοιπόν αγαπητοί μου, προστίθενται συνέχεια και νέα σχήματα δίπλα στα παλιότερα. Η σκληρή μας μουσική πάντα έψαχνε, ψάχνει και θα ψάχνει για τους επομένους καλλιτέχνες που θα την αναζωογονήσουν μέσα από την μουσική τους. Αυτή είναι η μαγεία του να ακούς ξανά τη μουσική με την οποία ανδρώθηκες, από νέα συγκροτήματα. Τώρα που δυστυχώς όμως, χανόμαστε στο κυκεώνα νέων ηλίθιων ακουσμάτων, η οικειότητα και η απόλαυση της ακρόασης ενός παλιού αγαπημένου σκληρού ήχου, από νεαρούς Heavy Metal καλλιτέχνες, απλά δε συγκρίνεται. Όλα αυτά τα καινούργια συγκροτήματα που έχουν ακούσματα από το ένδοξο 80’s παρελθόν της σκληρής μουσικής μας, καθώς κοιτούν και πατούν πίσω στον κλασικό-γνήσιο ήχο, ενώ αναπαράγουν εκπληκτικά αυτό το εκρηκτικό μουσικό μοτίβο.
 
 
BEYOND THE VEIL: “On The Edge Of Twilight”, “Where The Arrow Falls”, “Autumn's Crown”, “Blackthorn”, “Lunantishee”, “The Wild Hunt”, “Earthbound”, “The Undying Flame”, “Mên-An-Tol”, “Beyond The Veil”, “Ellylldan”, “The Lore Of The Land”.
DARK FOREST: Josh Winnard – Vocals, Christian Horton – Guitar, Pat Jenkins – Guitar, Paul Thompson – Bass and Adam Sidaway – Drums.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
OUTLAWS
LEGACY LIVE
(2016)
 
 
 
 
Για περισσότερα από 40 χρόνια, ο Southern Rock θρύλος που ονομάζετε Outlaws γιορτάζει θριάμβους, έχει υπομείνει τραγωδίες αλλά τελικά επέζησε και παραμείνει ένα από τα πλέον σημαίνοντα και αγαπημένα συγκροτήματα του είδους.
Πρόκειται για ένα σχήμα που σέβεται την κληρονομιά του, ενώ αρνείται να καθορίζεται μουσικά μόνο από το παρελθόν του, αλλά πάνω απ' όλα όταν παίζει ζωντανά, παίζει για το κοινό του. Έτσι η εξάδα αποδεικνύει πόσος καλός είναι αυτός ο συνδυασμός με το album “Legacy Live”, το ολοκαίνουργιο διπλό live CD τους.
Το “Legacy Live” είναι γεμάτο με κλασικά τραγούδια τους, όπως τα… “There Goes Another Love Song”, “Hurry Sundown”, “Gunsmoke”, “Grey Ghost”, “Knoxville Girl”, “Green Grass & High Tides”, “(Ghost) Riders In The Sky”, αλλά και πιο καινούργια από το πιο πρόσφατο υλικό τους. Συνολικά 20 τραγούδια το κάθε ένα από τα οποία αποδεικνύουν το σκληρό-γνήσιο Southern Rock υπόβαθρο των Outlaws και σηματοδοτήσει ότι εν έτη 2016 είναι τόσο έντονοι και παθιασμένοι, όπως ήταν πάντα, άλλωστε. Στη σκηνή, το συγκρότημα έχει μια φλογερή αναγέννηση.
Μετά από τους τραγικούς θανάτους των original μελών τους, των Frank O'Keefe, Billy Jones και Hughie Thomasson, υπήρχε ο φόβος ότι η διαδρομή των Outlaws είχε έρθει στο τέλος της.
Ευτυχώς, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά από ότι αναμενόταν, τα ιδρυτικά μέλη Henry Paul και Monte Yoho συνέχισαν το συγκρότημα, ενώ τώρα θεωρούνται από τους πιο σεβαστούς βετεράνων μουσικούς στο Southern Rock. Οι Outlaws κάνουν ακόμα μουσική, μα περισσότερο από ποτέ… ζωντανή καλή μουσική.
Αυτό το live album είναι ένα από τα καλύτερα live Southern Rock album που έχω ακούσει εδώ και πολύ καιρό, oι «Παράνομοι» γιορτάζουν την 40η επέτειο τους, με τούτο το διπλό live. Σε όλο τον δίσκο τα κιθαριστικά solos πέφτουν το ένα μετά το άλλο ασταμάτητα, είχα χρόνια να ακούσω έναν τόσο αξιόλογο και χορταστικό Νότιο live album, φυσικά δεν βρισκόμαστε στα 70’s που το South κυριαρχούσε, αλλά αυτή η προσπάθεια των Outlaws είναι σπουδαία, με συγκίνησαν αρκετά με αυτή τη ζωντανή δουλειά τους.
Η μοναδική επίθεση γίνετε από τις κιθάρες και τα αρμονικά φωνητικά που έχουν πολύ πλούτο, μας παρουσιάζει πραγματικά πόσο καλά είναι η φωνή του μοναδικού Henry Paul. Εδώ ο Henry δείχνει τις ικανότητες του μια προς μια, εξαπολύοντας όλον του τον δυναμισμό μάζεψε τα τραγούδια και κατέγραψε ένα εξαιρετικά σφιχτοδεμένο live δίσκο, με πολλά vintage στοιχεία που κοιτάζουν πίσω στο παρελθόν πολύ απειλητικά. Όλα τα τραγούδια αναμεταδίδουν ένα φονικό τρίδυμο στις κιθάρες, το τι γίνετε με τα solos δεν περιγράφετε με λόγια, χαμός. Αν και χωρίς τη βοήθεια των αείμνηστων O'Keefe, Jones και Thomasson, οι εναπομείναντες Outlaws σπάνε κόκκαλα στην κυριολεξία. Αυτοί οι «παράνομοι» πάντα έβγαζαν δίσκους κορυφαίους και βρώμικους, γεμάτους Southern Rock, επιπλέον οι κιθαριστικές τους μονομαχίες είναι εντυπωσιακές αφού οι τρείς κιθάρες κυριολεκτικά θερίζουν.
Τέσσερις δεκαετίες μετά, παρά τις όποιες αλλαγές στην σύνθεση τους, τους θανάτους μελών, οι Outlaws στέκονται ακόμη όρθιοι, δυνατοί, ισχυροί, ζωντανοί και αυτό το live το επιβεβαιώνει. Το album είναι αφιερωμένο στην μνήμη, των Hughie Thomasson, Billy Jones και Frank O’ Keefe.
 
 
LEGACY LIVE: “There Goes Another Love Song”, “Hurry Sundown”, “Hidin’ Out In Tennessee”, “Freeborn Man”, “Born To Be Bad”, “Song In The Breeze”, “Girl From Ohio”, “Holiday”, “Gunsmoke”, “Grey Ghost”, “South Carolina”, “So Long”, “Prisoner”, “Cold Harbor”, “Trail Of Tears”, “It’s About Pride”, “Waterhole”, “Knoxville Girl”, “Green Grass & High Tides”, “(Ghost) Riders In The Sky”.
OUTLAWS: Henry Paul – Vocals/ Guitar, Chris Anderson – Guitar, Steve Grisham – Guitar, Randy Threet – Bass, Monte Yoho – Drums and Dave Robbins – Keyboards.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (CD), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Southern Rock εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
BLACKFOOT
SOUTHERN NATIVE
(2016)
 
 
 
 
Επιστροφή των Blackfoot με το “Southern Native”, το πρώτο CD από το νέο line-up, αλλά μαζί με τον ιδρυτή του group Rickey Medlocke (??!!).
Απλά αυτό δεν είναι το συγκρότημα που έκανε βρώμικο Southern Rock στη δεκαετία του ’70 και στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, αλλά είναι ένα Hard Rock υβρίδιο με κάποια στοιχεία από Metal. Θα πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι αυτό το group δεν έχει καμία μα καμία σχέση με τους Blackfoot από το παρελθόν.
Δεν αισθάνομαι και τόσο καλά με αυτό το album, πρώτα απ’ όλα, αυτό είναι Southern Rock; Όχι και τόσο; Ούτε ένα τραγούδι σαν τα παλιά και δεύτερον, αυτό είναι το καλύτερο υλικό που θα μπορούσε να συγκεντρώσει ο Rick; Και πάλι όχι. Αν και είμαι βέβαιος ότι αυτοί οι νεοι μουσικοί είναι ταλαντούχοι, δεν έχουν και πολύ πρωτοτυπία και πραγματικά, οι επιδόσεις τους γενικά είναι άνευ ενέργειας.
Παρά το εντυπωσιακό εξώφυλλο που υπόσχεται πολλά, σε γενικές γραμμές αυτό το album δεν είναι καν μια από τις καλύτερες κυκλοφορίες του group. Υπάρχουν μερικά καλά τραγούδια, αλλά στα κυριότερα σημεία δεν είναι και πολύ καλά.
Έτσι λοιπόν, το θρυλικό σχήμα επιστρέφει δισκογραφικά μετά από περίπου 20 χρόνια με έναν ιδιαίτερο τρόπο, ο φυσικός ηγέτης τους Rickey Medlocke, μαζεύει μια ομάδα από νέους μουσικούς ενώ ο ίδιος απλά βοηθάει στις κιθάρες, στη σύνθεση και στην παραγωγή χωρίς να είναι ενεργό μέλος, αφού οι υποχρεώσεις που έχει με τους Lynyrd Skynyrd δεν το αφήνουν.
Οι νεοι Blackfoot έχουν σαφέστατα πιο μοντέρνο ήχο από ότι είχαν οι παλιοί, δεν λείπουν όμως οι κλασσικές South συνθέσεις, τώρα αν το “Southern Native” σε γενικές γραμμές δικαιώνει την όλη κίνηση, αυτό θα το δείξουν οι οπαδοί αν θα απογοητευθούν ή όχι με την αγορά του. Θα έλεγα ότι το album έχει και τα τρωτά του σημεία, γιατί οι μουσικοί που έχουν επιλεχθεί (από τον ιδιο τον Medlocke) γι’ αυτό νέο σχήμα, έχουν μεγαλώσει μουσικά μέσα στα 90’s/ 00’s και σε κάποια σημεία αυτό φαίνετε στο album. Έτσι δυστυχώς, δεν μπορούν να αναπαράγουν με τίποτα την αυθεντική αλητεία και το βρώμικο πάθος των παλιών ένδοξων ημερών, που έβγαζε αυτό το ηρωικό θρυλικό σχήμα.
Για να είναι απόλυτα ειλικρινής, όταν κάθισα να γράψω αυτήν την κριτική, δεν ήξερα από πού να αρχίσω... γιατί οι Blackfoot είναι ένα από τα top.5 αγαπημένα μου συγκροτήματα που ακούω από το Νότιο Rock. Στην πραγματικότητα, το γεγονός ότι ο ιδρυτής τους Rickey Medlocke εξακολουθεί να είναι στο τιμόνι, όσον αφορά τη διαχείριση του group, με έκανε κι αγόρασα αυτό το album. Αλλά δεν έχει καμία εμφανή σχέση με τους Blackfoot του παρελθόντος… στην πραγματικότητα, είναι αρκετά πιθανών να πούμε ότι κανένα από τα σημερινά μέλη του σχήματος, να είχαν γεννηθεί όταν το group απολάμβανε τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του στα 70’s και στα 80’s.
Τώρα όσον αφορά τον ήχο, εκτός από μερικές εξαιρέσεις, περιέχει πολύ λίγα καλά τραγούδια. Πάρτε ας πούμε μια γεύση… το “Need My Ride” για παράδειγμα, είναι ένα γρήγορο και μανιώδες σκληρό Rock τραγούδι με μια μικρή Νότια χροιά, αλλά δεν έχει την αμεσότητα που θα έπρεπε. Ομοίως το ομώνυμο “Southern Native”, που φαίνεται να του λείπει το πάθος, η μπαλάντα “Everyman” είναι έντεχνη και θα μπορούσαν να εμφανίζεται σε χιλιάδες άλλα μελωδικά Hard Rock album. Το “Call Of Α Herο” περιέχει κάποιες τακτοποιημένες καλές πινελιές, που υπαινίσσονται το Blackfoot παρελθόν. To θετικό όμως, που λάμπει σε όλο το album είναι τα φωνητικά, ο τραγουδιστής έχει μια πλούσια φωνή με καλό τακτοποιημένο τονισμό, ενώ κατά καιρούς έχει προσπαθήσει να προκαλέσει το πνεύμα του μέντορα του στο group (Medlocke). Τα “Satisfied Man”, “Take Me Home”, “Diablo Loves Guitar”, “Whiskey Train” ακούγονται ευχάριστα, έτσι προσφέρουν μερικές καλές στιγμές που είναι πειστικές και με πάθος.
Αλλά σε γενικές γραμμές, το υλικό στο σύνολο του αδυνατεί να εκπληρώσει την προσδοκία που είχαμε και να ενώσει ένα τόσο μεγάλο χάσμα μεταξύ των album του group. Στην καλύτερη περίπτωση το “Southern Native”, είναι ένα μισό-αξιοπρεπή Hard/ Southern Rock album, με μερικά καλά τραγούδια, όπως το “Love This Town”.
Στην άλλη περίπτωση όμως, είναι σε πολλά μέρη μόνο μια σκιά του προηγούμενου εαυτού του Medlocke, θα μπορούσε ίσως να δοθεί λίγο περισσότερη προσοχή και να τεθεί αυτό το δισκογραφικό έργο, κάτω από ένα διαφορετικό καινούργιο όνομα. Καλή η προσπάθεια, αλλά σε πολλά σημεία δεν μ’ έπεισε όσο θα ήθελα, οι συνθέσεις είναι καλές, αλλά πραγματικά αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν τις είχε τραγουδήσει ο ίδιος ο Medlocke; Ε, τότε φίλοι μου, θα είχαμε να μιλάμε για αρκετούς μήνες...
 
 
SOUTHERN NATIVE: “Need My Ride”, “Southern Native”, “Everyman”, “Call Of A Hero”, “Take Me Home”, “Whiskey Train”, “Satisfied Man”, “Ohio”, “Love This Town”, “Diablo Loves Guitar”.
BLACKFOOT: Tim Rossi – Vocals/ Guitar, Rick Krasowski – Guitar, Brian Carpenter – Bass and Matt Anastasi – Drums.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (CD), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Southern Rock εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
LAST IN LINE
HEAVY CROWN
(2016)
 
 
Οι Last In Line είναι το σχήμα που δημιουργήθηκε το 2012 από τα πρώην μέλη του αρχικού line-up του Ronnie James Dio, τ’ όνομα του συγκροτήματος προέρχεται από το album “The Last In Line” του 1984, ενώ η παραγωγή στο δίσκο έγινε από τον πρώην μπασίστα του RJD, τον Jeff Pilson.
Για κάποιους αυτό το album ήταν μια ευχάριστη έκπληξη, για κάποιους άλλους ήταν μια απογοήτευση που θυμίζει σε πολλά σημεία αρπαχτή και δεν έχει κανένα λόγο ύπαρξης.
Σε τούτο τον δίσκο δεν υπάρχει σε καμία περίπτωση το majestic Ηeavy Μetal των πρώτων δίσκων του Dio, με την dungeons and dragons θεματολογία των στίχων του. Επίσης να θυμίσω ότι πριν από μερικά χρόνια, (τον κύριο εμπνευστή αυτής της κίνησης), τον κιθαρίστα Vivian Campbell να ειρωνεύεται σε συνεντεύξεις του τον RJD και το μουσικό είδος που υπηρετούσε ο Ronnie.
Δεν είναι ένα Dio album για όσους νομίζουν κάτι τέτοιο, αλλά αν το ακούσετε να το ακούσετε μόνο ως ένα παραδοσιακό Hard Rock album, τότε έχει καλώς.
Το πιο σημαντικό είναι ότι στο “Heavy Crown” τα τραγούδια είναι απλά και η παραγωγή καλή, θεωρώ επίσης ότι είναι μια συναισθηματική απελευθέρωση δίσκου. Έχει κάποια ποιοτική μουσική, με στέρεα μουσικότητα λόγω τον μελών που έχουν πολλά χρόνια εμπειρίας στην πλάτη τους. Άλλα σχήματα έρχονται και παρέρχονται, ενώ κάποια από αυτά γνωρίζουν την επιτυχία, αλλά τώρα αν θα κάνουν επιτυχία οι Last In Line, αυτό πραγματικά δεν μπορώ να το γνωρίζω.
Το “Heavy Crown”, έχει καλό μουσικό επίπεδο, ισορροπία και κάποια λάμψη από τα 80’s, ως εκ τούτου θα προσεγγίσουμε αυτό το album για το τι μπορεί να κάνει μόνο του, αν σκεφτεί κανείς ότι μέσα σε αυτό παίζουν οι Vivian Campbell, Jimmy Bain (RIP), Vinny Appice, αλλά και ο τραγουδιστής Andrew Freeman.
Οι αναφορές στο παρελθόν είναι αναπόφευκτες, τα τραγούδια θυμίζουν σε μεγάλο βαθμό αρχές ’83-’84 (εποχή Dio), όχι στιχουργικά όπως προ-είπαμε αλλά μόνο μουσικά, ναι, έχουν ένα κάποιο μαγευτικό αποτέλεσμα όπως έχουν αναπαραχθεί και παιχτεί, ακόμη και αν όλοι οι εμπλεκόμενοι στη δημιουργία αυτού του album, είναι γύρω από έναν νέο τραγουδιστή, το τελικό αποτέλεσμα είναι καλό.
Τελικά, αυτό το album είναι αξιοπρεπές και κάπως ήπια δελεαστικό, η παρουσίαση των τραγουδιών είναι απλή, κυρίως αντλώντας στοιχεία από τα πρώιμα 80’s, που σου φέρνουν μια γεύση από τον ήχο του Dio του 1983-’84, με έναν εξαιρετικά ξηρό-δυνατό ήχο (ειδικά στα τύμπανα) και με σύγχρονη παραγωγή. Το μουσικό περιεχόμενο είναι σε μεγάλο βαθμό σίγουρα μια ειλικρινή προσπάθεια για να προσεγγίσουν τον παλιό τους ήχο σαν μουσικοί, όπως ο Vivian Campbell που τελικά αποφάσισε να παίξει κιθάρα, όπως έπαιζε περίπου πριν από τρεις δεκαετίες.
Καλός αρκετά είναι και ο τραγουδιστής ο νεοφερμένος Andrew Freeman, όπου η φωνή του φέρνει και θυμίζει εξαιρετικά τον Doogie White και ίσως είναι μια ελαφρύτερη έκδοση εμπνευσμένος από τον Jorn Lande.
Τα τραγούδια εδώ είναι αρκετά εντυπωσιακά, είναι μια συλλογή από τραγούδια που γενικά αντανακλούν ότι αξίζει τουλάχιστον να τα ακούσετε, “Devil In Me”, “Starmaker”, “Curse The Day”, “Blame It On Me”, “Martyr”, “I Am Revolution”, “Heavy Crown”.
Τα τρία πρώην παιδιά του Dio, οι άντρες αυτοί μόνο τυχαίοι Hard Rock μουσικοί δεν είναι, αν σκεφτεί όμως κανείς ότι ο Andrew Freeman λαμβάνει το ρόλο του να μιμηθεί τον RJD στα φωνητικά, αντικαθιστώντας τον αναντικατάστατο με έναν τρόπο, τότε δεν πρέπει ν’ αγοράσει με τίποτα αυτό το album, ξεκάθαρα. Αν το δούμε ως ένα άλλο νέο σχήμα που δεν μιμείτο τον Ronnie (και έτσι πρέπει), τότε και μόνο θα απολαύουμε αυτό το album. Αλλά αν όμως δεν μπορείτε να πάρετε πίσω την γενεαλογία των μελών, αυτό θα είναι μια σχεδόν οδυνηρή εμπειρία.
Γενικά δεν είναι ένας κακός δίσκος, μουσικά και φωνητικά είναι πολύ σταθερός, αν και δεν μεταφράζεται σε «κλασικά» ή «αξέχαστα» τραγούδια, η σύνθεση των τραγουδιών είναι αν μη τι άλλο εξαιρετική. Λαμβάνοντας υπόψη την ποιότητα των μουσικών, αυτό το album είναι ένα μικρό θαύμα και περιέχει τουλάχιστον δύο επικούς ύμνους τα “The Devil In Me” και “Starmaker”.
Συνοψίζοντας θα έλεγα ότι είναι ένα πολύ καλό album, επίσης φαίνονται τα χρόνια, η εμπειρία και η ιστορία των μελών στις συνθέσεις του δίσκου. Πρόκειται για έναν απρόσμενα καλό δίσκο με μια πολύ καλή φωνή και τους τρεις γνωστούς από τα παλιά να είναι σε πολύ καλή-δυνατή φόρμα. Συνοπτικά όμως, είναι μια τίμια και πολύ καλή προσπάθεια που με τίποτα δεν περνά απαρατήρητη. Τα τραγούδια ίσως και να ταίριαζαν στον Dio, ο τραγουδιστής Andrew Freeman όμως δεν να τον μιμείται καθόλου (προς τιμήν του), σωστό παίξιμο από όλους τους μουσικούς, χωρίς φανφάρες και τρελή επίδειξη. Αν είχαν άλλο όνομα σαν σχήμα, τώρα ίσως δεν θα κάναμε καθόλου τις όποιες συγκρίσεις. Από την άλλη όμως, νοστάλγησα τις παλιές καλές ημέρες, το χάρηκα με μέτρο, αν υπάρχει έστω και μια στιγμή που σε κάνει να αναπολήσεις μεγάλες στιγμές του 80’s Μetal παρελθόντος τότε νομίζω ότι αυτό το album κατάφερε μια χαρά το σκοπό του.
Για μένα είναι ένα καλό Ηard/ Ηeavy album και έτσι πρέπει να το δούμε, οι Last In Line μας έδωσαν ένα τίμιο δίσκο, θυμηθήκαμε το παλιό σχήμα του Ronnie και αυτό είναι super, ωραίο δυνατό στακάτο παίξιμο (δεν γινόταν κι αλλιώς άλλωστε), καλές και απλές συνθέσεις χωρίς δαιδαλώδεις μονότονες επιδείξεις.
 
 
HEAVY CROWN: “Devil In Me”, “Martyr”, “Starmaker”, “Burn This House Down”, “I Am Revolution”, “Blame It On Me”, “Already Dead”, “Curse The Day”, “Orange Glow”, “Heavy Crown”, “The Sickness”.
LAST IN LINE: Andrew Freeman – Vocals, Vivian Campbell – Guitar, Jimmy Bain – Bass and Vinny Appice – Drums.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.

                                                                                     

 

Οι 30milliAmpere  είναι μια Eλληνική Stoner Rock μπάντα με Blues και Alternative Rock στοιχεία.
Αυτή είναι η πρώτη τους επίσημη κυκλοφορία,αφού πρώτα είχε προηγηθεί ένα demo το 2013, η οποία περιέχει 10 κομμάτια.
Καταρχήν εντύπωση κάνει το cult εξώφυλλο! Τα τραγούδια κινούνται ολα στο ίδιο μήκος κυματος, με κιθάρες με βρώμικο desert Rock ήχο, μάγκικα φωνητικά και ένα πολύ καλό rhythm section να κρατάει καλά το ρυθμό. Ακούγοντας το δίσκο, ταξιδεύεις σε Bar με μηχανόβιους και άφθονη μπύρα, σε κάποια έρημο του Αμερικάνικου Νότου. Ωραίος δίσκος με αρκετά καλές συνθέσεις που πρωτείνεται στους λάτρεις του συγκεκριμένου είδους.
 
 
Tracklist:
1.Spit
2.Gun In My Head
3.Back On The Ground
4.Social Control
5.Let It Flow
6.Walk
7.Voodoo Bike
8.Libertine
9.Driving Back
10.Stay Drunk

 

Official facebook profile 

ROSSINGTON
ΤΑΚΕ ΙΤ ΟΝ FAITH
(2016)

 

 
Ο διάσημος, αειθαλής Gary Rossington, το μοναδικό πλέον ιδρυτικό μέλος στη σύνθεση των θρυλικών Lynyrd Skynyrd, κυκλοφόρησε με τη σύζυγο του Dale, αυτό το album. Με το πολύ λιτό και απλό όνομα Rossington επιστρέφει, χωρίς να χρειάζεται αλλάξει τον κόσμο του Southern Rock ήχου, το έχει κάνει άλλωστε με πολύ μεγάλη επιτυχία στο παρελθόν, μας προσφέρει μια συμπαθή και τίμια κιθαριστική Νότια Rock κυκλοφορία.
Φωλιασμένο μέσα στα τραγούδια του “Take It On Faith” είναι ένα μυστικό συστατικό που μπορεί να συνοψιστεί σε μία απλή λέξη «αγάπη». Αυτό είναι ελιξίριο που τροφοδοτεί τον Gary και την Dale Rossington, οι οποίοι κάνουν μουσική μαζί για πάνω από 35 χρόνια ως πλήρη μέλη της διευρυμένης οικογένειας των Skynyrd. Ερωτεύτηκαν όταν ήταν μαζί στις ημέρες των Rossington Collins Band στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ο μαέστρος της κιθάρας Gary και η Dale, που δικαίως πολλοί την αποκαλούν η Πρώτη Κυρία του Southern Rock. Αν και η πρώτη τους επαφή έγινε όταν η Dale έκανε backing vocals για τους 38 Special, όταν άνοιξαν για τους Skynyrd το 1977.
Στο “Take It On Faith” η Dale και ο Gary (γνωστός και ως "The Prez"), έχουν εδραιώσει περαιτέρω τη μουσική τους με δυνατούς δεσμούς, παράγουν ένα ειλικρινές, γεμάτο ψυχή και απολύτως Βlues/ South-tastic νέο album. Τα 12 τραγούδια που περιλαμβάνονται στο “Take It On Faith” ειναι πολύ όμορφα, αν είστε οπαδός του Νότιου Rock που με το ένα πόδι πατάει στα Βlues και με το άλλο στο South, αδράξτε την ευκαιρία και αποκτήστε άμεσα αυτό το album.
Το εναρκτήριο τραγούδι “Highway Of Love” είναι γεμάτο από πιασάρικα Βlues κιθαριστικά riffs, ώριμα φωνητικά και σ’ εισάγει με το καλημέρα σ’ ένα ισχυρό Νότιο/ Blues Rock vibe που συνεχίζεται σε όλο το υπόλοιπο του album. Μέσα από τα ζεστά κιθαριστικά riffs του Gary Rossington, θα σας αφήσει να μεταφερθείτε και ν’ αντιμετωπίσετε το ζεστό κλίμα των τοπίων των Νότιων Πολιτειών των ΗΠΑ. Όλα τα τραγουδια έχουν ένα πιασάρικο up-tempo ρυθμό που θα σας γεμίσουν με σαφή αισιοδοξία, έτσι ώστε να το ξανά-ακούσετε άμεσα.
Το αισθαντικό ομότιτλο τραγούδι “Take It On Faith”, είναι αρκετά αφηγηματικό και παρουσιάζει πολύ ωραία τα βαθιά φωνητικά της Dale Rossington, το συγκεκριμένο τραγούδι έγινε και video-clip. Τα τραγούδια που περιέχουν και τμήματα από πιάνο προσθέτουν στην καλή αισθητική του δίσκου, ο επαγγελματισμός του μουσικών όπου με λαμπερή ηρεμία και χωρίς καμία αμφιβολία, σε κάνουν ήδη να αισθάνεσαι αυτή την βαθιά ριζωμένη αίσθηση του Νότιου Country Rock vibe.
To “Take It On Faith” είναι το πρώτο μουσικο album που έχει κάνει ο Rossington εκτός των Lynyrd Skynyrd τα τελευταία 30 χρόνια και αυτό είναι ένα σπουδαίο γεγονός από μόνο του. Η κιθάρα του Gary δεν έχει τ' άγρια ξεσπάστα που ακούμε στους Skynyrd (δεν χρείαζετε άλλωστε), εδώ η κιθάρα του είναι μελωδική, μεστή και πολύ Blues, ακούς έναν εντελώς καινούργιο Rossington. Ο τύπος απλά είναι απίστευτος τα solos του είναι μοναδικά και εκπληκτικά... σε μαγεύουν με το πρώτο κιόλας άκουσμα.   
Αν θα έχει εμπορική επιτυχία αυτό το album; Αυτό δεν το ξέρω σίγουρα, αλλά δεν νομίζω πως ο Gary χρειάζεται ν’ αποδείξει κάτι μετά από 50 χρόνια στη μουσική σκηνή του Νότου. Απλά αυτό το album είναι για μένα μια κατάθεση ψυχής. Τελικά είναι ένα αρκετά ώριμο μα πάνω απ‘ όλα είναι ένα συνεπές album σε όλα του και έχει αρκετά πιασάρικα τραγούδια.
Από τον καλό αυτό δίσκο ξεχώρισα επίσης τα εξής τραγούδια… "Through My Eyes", “Shame On Me”, “Too Many Rainy Days”, "I Should've Know", ενώ σε πολλές πτυχές του δίσκου η χημεία του Gary και της Dale, μου θύμισαν και με γύρισαν κάπως πίσω στις ημέρες των Rossington Collins Band.
"...Ένας «δήθεν» μουσικό-κριτικός δημοσιογραφάκος σε Ελληνικό site, έγραψε ότι το “Take It On Faith” είναι «πουρό-ροκ», μα πόσο άσχετος και ανεκδιήγητος μπορεί να είναι κάποιος..., κανένας σεβασμός στην ιστορία του Gary Rossington και στην προσφορά του στο Southern Rock..."
 
 
ΤΑΚΕ ΙΤ ΟΝ FAITH: “I Should’ve Known”, “Take It On Faith”, “Light A Candle”, “Dance While You’re Cookin’”, “Shame On Me”, “Good Side Of Good”, “Through My Eyes”, “Something Fishy”, “Too Many Rainy Days”, “Where Did Love Go”, “Two Very Different Things”.
ROSSINGTON: Dale Rossington – Vocals, Gary Rossington – Guitar.
Jack Holder/ Gary Nicholson/ Kenny Greenburg – Guitar, David Smith – Bass, Richie Hayward – Drums, Bruce McCabe/ Reese Wynans/ Michael Rojas/ Gordon Mote – Piano/ Organ, Delbert McClinton – Harmonica and Shawn Camp – Dobro.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (CD), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Southern Rock εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
HERMAN FRANK
THE DEVIL RIDES OUT
(2016)
 
 
Ο Γερμανός βιρτουόζος κιθαρίστας Herman Frank (σχετικά ψιλό-άγνωστος στη χώρα μας), κυκλοφορεί την 3η προσωπική του δισκογραφική δουλειά. Για όσους δεν γνωρίζουν τον κύριο αυτό, να πω, πως μεταξύ άλλων έχει παίξει στους 3 τελευταίους δίσκους των Accept, αλλά και στο ιστορικό “Balls To The Wall”, στους Sinner στο “Touch Οf Sin”, στους Panzer στο “Send Τhem Αll Τo Hell”, στο ομώνυμο των Hazzard, αλλά και σε 8 δίσκους των Victory.
Ο Herman Frank είναι λοιπόν, για το Γερμανικό Heavy Metal ένας μουσικός θρύλος. Ίδρυσε στα 1993 το δικό του συγκρότημα τους Moon ’Doc, ενώ το 2009 κυκλοφορεί το πρώτο του solo δίσκο.
Ο Herman και το προσωπικό του σχήμα επιστρέφουν με ένα ολοκαίνουργιο δίσκο με τίτλο “The Devil Rides Out”. Το album συνδυάζει αριστοτεχνική κιθαριστική δουλειά από τον Frank, που σε συνδυασμό με την raspy φωνή του Rick Altzi (Masterplan), έχουμε έναν δυναμικό Heavy Metal δίσκο. Το σχήμα συμπληρώνουν οι Andre Hilgers (ex-Rage) στα τύμπανα και ο Michael Müller (Jaded Heart) στο μπάσο, την παραγωγή την έχει κάνει ο Herman Frank, ενώ την μίξη του ήχου ο γνωστός Charlie Bauerfeind (Blind Guardian, HammerFall, Helloween).
Ο Herman Frank δεν είναι ένα άγνωστο όνομα στην Heavy Metal μουσική βιομηχανία, αν και έχει διατελέσει στους Accept με την συμβολή του στο καλύτερο και πιο κλασικό album τους, το “Balls To The Wall” το 1983, αλήθεια όμως ποιος τον θυμάται πραγματικά στη χώρα μας;
Σε αντίθεση με άλλους καλλιτέχνες που κάνουν solo album και λειτουργούν σαν μονάδες, όπου το μεγαλύτερο μέρος της καλλιτεχνικής/ δημιουργικής ελευθερίας είναι στα χέρια του προσώπου στο οποίο ανήκει το group, εδώ δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Ο Frank δίνοντας τη δημιουργική ελευθερία σε όλους στο σχήμα, έτσι ώστε να μπορούν να εργαστούν μαζί σαν ένα σύνολο, έτσι η προκύπτουσα μουσική του δίσκου αυτού, είναι η συνέργεια και των τεσσάρων μουσικών, γεγονός που καθιστά τη μουσική τους ανίκητη.
Για παράδειγμα ο Herman, δίνει πλήρη ελευθερία στον Rick Altzi όταν γράφει στίχους, επειδή είναι εκείνος που θα πρέπει να τους τραγουδήσει και αν ο Rick δεν είναι πλήρως εκφραστικός μέσα από αυτούς ή δεν αισθάνονται ικανοποιημένος, τότε πολύ απλά η μουσική δεν θα είναι αρκετά καλά.
Ας πάμε τώρα στην γνωριμία με το “The Devil Rides Out”, αυτό που μου αρέσει προσωπικά στην Heavy Metal μουσική είναι πως σήμερα μπορεί κανείς να πάρει, αρκετή ποικιλία γεύσεων. Από Ρrogressive Μetal τις δεκαετίας του ’70, Ηeavy Μetal που τα έχει όλα, Metal μουσική που έχει εξελιχθεί προς το καλύτερο με την πάροδο του χρόνου, καθώς υπάρχουν μουσικοί οι οποίοι εξακολουθούν να συνδέονται με τις ρίζες τους και εξακολουθούν να απελευθερώνουν ακόμη δυναμικά αντρικά σκληρά Metal album. Το “The Devil Rides Out” είναι ένα Ηeavy Μetal album με την αγριότητα των 80’s, αλλά και μερικές Γερμανικές Ρower Μetal επιρροές.
Σχετικά με τη μουσική του δίσκου τώρα, 12 τραγούδια που κινούνται γύρω από την γνωστή-κλασική Γερμανική Heavy Metal σχολή, με πολλές επιρροές από τα συγκροτήματα που έχει συμμετάσχει ο κάθε μουσικός, αλλά και Judas Priest, Primal Fear, HammerFall. Τον πρώτο λόγο στο “The Devil Rides Out”, έχουν τα υπέροχα κιθαριστικά solo του Herman, τα φωνητικά του Rick δίνουν την κατάλληλη αγριάδα και τραχύτητα που πρέπει να έχει ο δίσκος, ενώ σε πολλά σημεία η φωνή του μου θυμίζει τον δικό μας R.D. Liapaki (Mystic Prophecy).
Οι υπόλοιποι δύο μουσικοί που πλαισιώνουν το group… ο Michael σταθερός στο μπάσο που δε χάνεται στην παραγωγή και ο Andre στα drums κάνει πολύ καλά την δουλειά του, σε αυτό το σφιχτοδεμένο στιβαρό αντρικό rhythm section.
Μη περιμένετε φίλοι μου ν’ ακούσετε τίποτα πρωτοτυπίες, καινοτομίες και καινούργια πράγματα, είναι ένας δίσκος όμως απλού κλασικού Metal που κυρίως θυμίζει τις τελευταίες δουλειές των Accept. Ο δίσκος περιέχει πολλά (το ξανά λέω) κιθαριστικά solos και τραγούδια που εύκολα σουν μένουν στο μυαλό. Όλο το “The Devil Rides Out”, ακούγεται πολύ ευχάριστα δε γίνεται καθόλου βαρετό αφού τα τραγούδια του album είναι σε έναν μέσο όρο 4,5-5 λεπτών και δε ξεφεύγουν από τα όρια του φυσιολογικού.
Ειλικρινά δε γνωρίζω πόσους οπαδούς έχει το εν λόγω σχήμα στη χώρα μας, για όσους όμως δε τους ξέρουν, αυτή η κυκλοφορία είναι μια ευκαιρία να τους γνωρίσετε και δε θα χάσετε. Άλλωστε η Γερμανική Heavy Metal σχολή στις περισσότερες των περιπτώσεων δίνει άριστα δείγματα Heavy Metal, πολύ πάνω του μετρίου τόσες δεκαετίες τώρα.
Το album στον μεγαλύτερο βαθμό του, είναι ένα knock out χτύπημα. Κάποιοι μπορεί να πουν ότι ο Herman παίζει την ίδια Metal μουσική για πάνω από τρεις δεκαετίες, αλλά πρόκειται για μουσικό που βρίσκει τον εαυτό του, μέσα από αυτό που κάνει. Ειδικά στο Μetal, σπάνια υπάρχουν σχήματα που θα κυκλοφορήσουν ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής μόνο για να ευχαριστήσουν τους οπαδούς ή να προσεγγίσουν ένα ευρύτερο κοινό. Συγκροτήματα από την άλλη, όπως οι Metallica έχουν πειραματιστεί με τη μουσική τους, αλλά αυτό δεν τους εμποδίζει από το να κάνουν ότι θέλουν.
Αν σας αρέσει το κλασικό 80’s Ηeavy Μetal, τότε δεν πρέπει να χάσετε αυτόν το δίσκο, φίλοι μου, το “The Devil Rides Out” έρχεται κατευθείαν από την καρδιά των τεσσάρων μουσικών και πάει απευθείας στην καρδιά του ακροατή.
 
 
THE DEVIL RIDES OUT: “Running Back”, “Shout”, “Can't Take It”, “No Tears In Heaven”, “Ballhog Zone”, “Run Boy Run”, “Thunder Of Madness”, “License To Kill”, “Stone Cold”, “Dead Or Alive”, “Run For Cover”, “I Want It All”.
HERMAN FRANK: Rick Altzi – Vocals, Herman Frank – Guitar, Michael Müller – Bass and Andre Hilgers – Drums.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.