Σάββατο, 11 Μαΐου 2024, 05:33:32

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΕΣ

SUMERLANDS
SUMERLANDS
(2016)
 
 
Tο λεγόμενο New Wave Of Traditional Heavy Metal ή Retro-Metal ή κλασικό Metal ή όπως αλλιώς θέλετε να τ’ ονομάσετε, είναι σε πλήρη ισχύ εδώ και κάμποσα χρόνια. Έτσι έχουμε στα χέρια μας μερικά από τα καλύτερα album, που έχουν ιστορική αναδρομή στα 80’s, όπου τα νέα αυτά συγκροτήματα παίζουν απλά και κατανοητά super-fast κιθαριστικά riffs με στίχους για τη θανάτωση των εχθρών, ενώ σε κάνει να κάνεις ατέλειωτο head banging.
Το ομότιτλο ντεμπούτο album των Sumerlands, αντιμετωπίστηκε από κοινό και κριτικούς πολύ καλά μέχρι στιγμής, ηχούν σαν ένα εξαγριωμένο μείγμα από early Fates Warning, Savatage, Queensrÿche, Manilla Road, Ozzy Osbourne (εποχής Jake E Lee), κλπ.
Δεν είναι μόνο αυτά όλα όσα θα θέλατε από ένα κλασικό Heavy Metal album του 2016, συμπληρώνεται και από την κατάλληλη παραγωγή που του έχει δώσει ένα vintage ήχο - συναίσθημα, ενώ εξακολουθεί να ηχεί μοντέρνος.
Το “Seven Seal” ανοίγει εκρηκτικά το album σε στυλ a-la Van Halen, όπου μια περιχαρής κιθάρα οδηγεί όλο το τραγούδι. Μελωδίες όπως το επικό “The Guardian” ή το “Spiral Infinite” θα αιχμαλωτίσουν τη φαντασία σας, ενώ τα βροντερά “Timeleash” και “Blind”, θα σας θυμίσουν τις ημέρες δόξας του Geoff Tate (Queensrÿche).
Έτσι σας καλώ λοιπόν, αν είστε με καθ' οιονδήποτε τρόπο οπαδός του κλασικού γνήσιου 80’s Heavy Metal ήχου, να τους ακούσετε, είναι από τα καλύτερα album της χρονιάς (2016), απλά έξοχο. Μια πολύ καλή ιστορική αναδρομή στο 80’s Metal που αγαπήσαμε, που το μεταφέρουν στην εποχή μας, χωρίς πολλές-πολλές φανφάρες, με καλά ηχογραφημένο υλικό. Πραγματικά καλοπαιγμένη μουσική, παραδοσιακό Heavy Metal, με μουσική που δεν ακούγεται απρόσωπη. Τουλάχιστον το ρετρό Heavy Metal στοιχείο είναι πολύ καλύτερο, από ότι όλη στο σύνολο της η παιδική Τhrash σκηνή που νομίζουν κάποιοι στις μέρες μας, ότι έχει αναγεννηθεί.
Οι Sumerlands έσκασαν σαν έκρηξη στην Μεταλλική σκηνή εν έτη 2016, μ’ ένα απίστευτα καυτό ομότιτλο ντεμπούτο album, κλασικού Heavy Metal, μ’ εμπνευσμένο από το διαχρονικό κιθαριστικό ήχο των δεκαετιών του ’70 και του ’80. Στους Sumerlands βρίσκουμε τον πρώην τραγουδιστή των Atlantean Kodex, Hour Οf 13, Phil Swanson και τον διάσημο παραγωγό Arthur Rizk στις κιθάρες και στα keyboards, ενώ τα group συμπληρώνουν οι Justin DeTore (drums), John Powers (κιθάρα), Brad Raub (μπάσο).
Ισχυρά κιθαριστικά riffs και καλπάζοντες ρυθμούς έχουν συγχωνευτεί άψογα μαζί με τα φωνητικά και την παρθένα παραγωγή, έτσι έχουμε τη δημιουργία ισχυρών, γεμάτων, τραγουδιών ύμνων. Πρόκειται για ένα πολύ καλό πόνημα, στο νέο κύμα του Αμερικανικού Heavy Metal σε όλο του το μεγαλείο. Οι Sumerlands είναι από τα πιο αξιοσημείωτα σχήματα που κατανοούν πώς η μελωδία μπορεί να κάνει την επιθετικότητα του ήχου πληρέστερη. Αυτός είναι ο λόγος που στις μελωδίες στις κιθάρες, αντλούνται κυρίως από τον κιθαρίστα Jake E. Lee, οπού γεφυρώνουν το χάσμα μεταξύ δεξιοτεχνίας και τις πιο σκληρής προσέγγισης.
Άκουσα αυτόν τον δίσκο καμπόσες φορές τις τελευταίες ήμερες και μάλιστα πολύ ευχάριστα. Πιστεύω πως... χωρίς να είναι και ιδιαίτερα πρωτοποριακοί, υπάρχει στον ήχο τους ένα συνονθύλευμα στοιχείων από αγαπημένα Heavy Metal group της μουσικής μας. Εμποτισμένο με μια 70's & 80's διάθεση, δημιουργεί μια όμορφη νοσταλγία που κεντρίζει το ενδιαφέρον, για να το ακούσεις.
Το Heavy Metal, για περισσότερα από 45 χρόνια είναι στο διεθνές μουσικό στερέωμα-προσκήνιο, έτσι λοιπόν αγαπητοί μου, προστίθενται συνέχεια και νέα σχήματα δίπλα στα παλιότερα. Η σκληρή μας μουσική πάντα έψαχνε, ψάχνει και θα ψάχνει για τους επομένους καλλιτέχνες που θα την αναζωογονήσουν μέσα από την μουσική τους. Αυτή είναι η μαγεία του να ακούς ξανά τη μουσική με την οποία ανδρώθηκες, από νέα συγκροτήματα. Τώρα που δυστυχώς όμως, χανόμαστε στο κυκεώνα νέων ηλίθιων ακουσμάτων, η οικειότητα και η απόλαυση της ακρόασης ενός παλιού αγαπημένου σκληρού ήχου, από νεαρούς Heavy Metal καλλιτέχνες, απλά δε συγκρίνεται. Όλα αυτά τα καινούργια συγκροτήματα που έχουν ακούσματα από το ένδοξο 80’s παρελθόν της σκληρής μουσικής μας, καθώς κοιτούν και πατούν πίσω στον κλασικό-γνήσιο ήχο, ενώ αναπαράγουν εκπληκτικά αυτό το εκρηκτικό μουσικό μοτίβο.
 
 
SUMERLANDS: “The Seventh Seal”, “The Guardian”, “Timelash”, “Blind”, “Haunted Forever”, “Spiral Infinite”, “Lost My Mind”, “Sumerlands”.
SUMERLANDS: Phil Swanson – Vocals, Arthur Rizk – Guitar/ keyboards, John Powers – Guitar, Brad Raub – Bass & Justin DeTore – Drums.
 
 
Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
PRETTY MAIDS
KINGMAKER
(2016)
 
 
Εδώ έχουμε το νέο δισκογραφικό πόνημα των Δανών Pretty Maids, με την μακροχρόνια πορεία στο Ευρωπαϊκό Heavy Metal.
Πάντα οι δίσκοι των Pretty Maids περιείχαν περισσότερο ή λιγότερο ένα μείγμα από καλό και ποιοτικό Hard Rock που φλέρταρε με το Ηeavy Μetal, δυνατά δυναμικά τραγούδια, είχαν πάντα στο ρεπερτόριο τους. Ως εκ τούτου, είναι λίγο δύσκολο να τους ταξινομήσουμε σε ένα ενιαίο μουσικό ύφος, αλλά τι σημασία έχει αυτό; όταν γράφεις πραγματικά καλή μουσική που μείνει… και μνημονεύεται από πολλούς.
Έτσι και αυτό το 15ο studio album, στην πραγματικότητα έρχεται πιο κοντά προς την πλευρά του Hard Rock που φλέρταρε με το Ηeavy Μetal, ένα αξιοπρεπές album, από ένα τίμιο αν μη τι άλλο συγκρότημα. Από τ’ αρχικά μέλη μόνο οι Ronnie Atkins (τραγούδι) και Ken Hammer (κιθάρα) έχουν μένει.
Το “Kingmaker” είναι στο γνώριμο ήχο του σχήματος, που απογειώνεται από την άψογη παραγωγή, αλλά και τα εντυπωσιακά τραγούδια, που εδώ είναι αρκετά και το τελικό αποτέλεσμα είναι καθόλα εντυπωσιακό.
Δεν υπάρχει σχεδόν κάτι νέο στο “Kingmaker”, όλα κυλούν ομαλά στο καλό ποιοτικό ήχο των Pretty Maids και το νέο υλικό των δύο αρχικών μελών είναι εντυπωσιακό (όπως είναι άλλωστε εδώ και 35 περίπου χρόνια). Οι Atkins και Hammer ξέρουν ακριβώς τι ψάχνουν με το συγκρότημα και δεν βλέπουν τους οπαδούς τους να διαμαρτύρονται καθόλου, οποτε συνεχίζουν ακάθεκτοι, είτε αρέσει σε κάποιους είτε δεν αρέσει.
Θα έλεγα λοιπόν, ότι το “Kingmaker” είναι στο ίδιο επίπεδο με σχεδόν οτιδήποτε άλλο έχει το σχήμα κυκλοφορήσει τουλάχιστον από τη δεκαετία του 2000 και μετά μέχρι σήμερα. Το “Kingmaker” είναι η πολύ αναμενόμενη εμπορική συνέχεια στην επιτυχημένη πορεία που έχουν όλα αυτά τα χρόνια.
Οι Pretty Maids είναι ακόμη φρέσκοι στις ιδέες τους και από ζωτικής σημασίας είναι μια χαρά στην σταδιοδρομία τους από τις αρχές των 90’s. Κάθε τραγούδι σε αυτό το album έχει την ομορφιά του και είναι άξιο προσοχής, άριστα είναι τα… “When God Took A Day Off”, “Bulls Eye”, “Face The World”, “King Of The Right Here And Now”, “Humanize Me”, “Heavens Little Devil” και “Last Beauty On Earth”. Αν και αυτός ο δίσκος έχει τα πάντα που θα μπορούσε ενδεχομένως να ζητήσει ένας οπαδός των Pretty Maids.
Έκρηξη των Δανών, δυναμίτης, ηγετικός γνήσιος αντρικός ήχος βγαίνει από τα ηχεία, χωρίς πολλές-πολλές φανφάρες και πολλά φρου-φρου φτασίδια, παντελονάτο Hard Rock έτσι όπως πρέπει πραγματικά πρέπει να είναι.
Ο Atkins με τα τυπικά σκληρά κάπως βράχνα φωνητικά του, τα κιθαριστικά riffs του Hammer είναι καλά και πολύ αιχμηρά σαν ξυράφια, στακάτο και στιβαρό το rhythm section, γεμίζει πραγματικά όλο τον δίσκο από την αρχή μέχρι το τέλος.
Δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια οι Pretty Maids, εργάζονται και πάλι με πλήρη ταχύτητα το κάνουν με πολλή διασκέδαση, μας προσφέρουν αλησμόνητα καλούς δίσκους σκληρούς και μπράβο τους. Το μίγμα της βαρύτητα και της μελωδίας είναι σε καλή δόση, χωρίς να κουράζει καθόλου, κάτι που κάνει το σχήμα θέλω να πιστεύω, ενδιαφέρον για ένα ευρύτερο Heavy Metal κοινό.
Σε γενικές γραμμές μπορώ να πω ότι μας απελευθέρωσαν ένα πολύ βαρύ με πάθος ισχυρό μελωδικό Hard Rock album, 100% Pretty Maids, must-have για όλους τους γνησίους Hard Rock/ Metal οπαδούς. Οι Pretty Maids από τη μακρινή και παγωμένη Δανία, μας προσφέρουν καυτό σκληρό Rock, για σχεδόν 30 χρόνια τώρα. Ποτέ δεν έχουν ξεφεύγει πραγματικά από το Hard Rock τους, που εγγυάται μελωδικό Ηeavy Μetal, κατά συνέπεια κάθε ένα τραγούδι είναι μεγάλο σε αρμονία και μελωδία, είτε με γρήγορα κιθαριστικά solo ή αργά riffs. O Hammer μπορεί ακόμα να ορίσει μερικά ενεργητικά riffs, ενώ ο Atkins ακόμα τραγουδάει καθαρά και μελωδικά, αλλά και δυναμικά όταν χρειάζεται.
Συμπέρασμα; Για μια ακόμη φορά οι Pretty Maids μας παραδώσαν ένα album υψηλής ενέργειας, μελωδικό Ηeavy Μetal εμποτισμένο με Ηard Rock groove. Δηλαδή μελωδία και αρμονία, μια ουσία που δεν συναντάται εύκολα πια στις μέρες μας.
 
 
KINGMAKER: “When God Took A Day Off”, “Kingmaker”, “Face The World”, “Humanize Me”, “Last Beauty On Earth”, “Bull’s Eye”, “King Of The Right Here And Now”, “Heavens Little Devil”, “Civilized Monsters”, “Sickening”, “Was That What You Wanted (Look What You’ve Got)”.
PRETTY MAIDS: Ronnie Atkins – Vocals, Ken Hammer – Guitar, Rene Shades – Bass and Allan Tschicaja – Drums.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
Q5
NEW WORLD ORDER
(2016)
 
 
Η επιστροφή των Q5 με το 3ους album τους, 31 χρόνια μετά το “When The Mirrors Crack”. Οι Hard Rockers από το Seatle (USA), αποφάσισαν να δοκιμάσουν ξανά με ένα νέο δίσκο, κράτησαν τρία από τα αρχικά μέλη, με νέο drummer και νέο δεύτερο κιθαρίστα.
Το “New World Order” έχει μια οριστική αλλαγή στον ρυθμό, οι Q5 του 2016 δεν έχουν και πολλά κοινά μουσικά στοιχεία με τους Q5 των 80’s, θα περίγραφα καλύτερα αυτό το album ως ένα Hard Rock μείγμα τύπου AC/DC και Krokus. Πραγματικά δεν υπάρχει τίποτα εδώ που να έχει σαφείς επιρροές από τα “Steel The Light” και “When The Mirrors Crack”.
Υπάρχουν κάποια Heavy Metal σχήματα που έχουν αποκτήσει με το πέρασμα των χρονών, καλώς ή κακώς ένα cult status και οι Q5 σίγουρα συγκαταλέγονται σε αυτά τα συγκροτήματα. Το 1983 είχαν προκαλέσει τρομερή αίσθηση με το πρώτο τους πολύ-αγαπημένο album τους, ενώ κατάφεραν να παρουσιάσουν άλλο ένα καλό δίσκο το 1985.
Φέτος (2016) επιχείρησαν να επανέλθουν στο μουσικό προσκήνιο, μ’ ένα νέο δισκογραφικό πόνημα, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν θυμίζουν αρκετά εκείνο το σχήμα που έγραφε τότε στα 80’s ύμνους. Είναι δύσκολο ένα τέτοιο εγχείρημα, καθώς η φωνή του Jonathan K. έχει αλλάξει θα έλεγα σε αρκετά σημεία, θυμίζει κάτι ανάμεσα σε Brian Johnson και Marc Storace.
Η πραγματικότητα είναι ότι το album “New World Order”, είναι εντάξει για αυτό που είναι, ένα ακατέργαστο, βρώμικο Rock ‘N’ Roll album με χαλικώδη φωνητικά και κιθαριστικά riff, που κυριαρχούν στο ήχο, αλλά αυτό είναι αυτό που οπαδοί τους ανέμεναν, ή όχι; Είναι σίγουρα ένα κλασικό Hard Rock album, αλλά αν δεν υπήρχαν κάποιες AC/DC επιρροές θα ήταν σίγουρα καλύτερα τα πράγματα. Υπάρχουν όντως μερικά καλά τραγούδι, αλλά όχι αρκετά για να κάνουν την ουσιαστική διαφορά, όπου θα λέγαμε για το μεγάλο come back των θρυλικών Q5.
Αλήθεια τώρα, τα τραγούδια που μου αρέσουν περισσότερο είναι αυτά που δεν θυμίζουν καθόλου τους AC/DC ή τους Krokus και έχουν κάτι ας πούμε από τον παλιό ήχο τους. Είναι ένα αρκετά απλό Βoogie Rock bar album, όπου κάποιοι παλιοί Hard Rockers το διασκεδάζουν. Τα τραγούδια είναι κάπως ωμά λόγω παραγωγής, έτσι δεν δίνει στη μουσική των Q5 την πολυπλοκότητα που είχε το πρώτο τους album ή έστω το απλό δεύτερο.
Οι Q5 είναι πίσω, σαν είδηση και μόνο αυτό μετράει πολύ, αρχικά είχαν επιστρέψει το 2014 για ένα show στο “Sweden Rock Festival”. Αλλά ενώ είναι ακόμα αναγνωρίσιμοι σαν ένα ιστορικό όνομα που πρόσφεραν πολλά στην δεκαετία του ’80, τώρα οι Q5 ακούγονται πιο βρώμικοι και από τους AC/DC, δεν ξέρω εάν αυτό είναι κάτι που οι οπαδοί θα το αγκαλιάσουν; Έχω τις κάποιες αμφιβολίες μου, εξαρτάται, όμως πάντα με τις προτιμήσεις σας. Όσοι λαχταράτε ν’ ακούσετε κάτι σαν “Steel The Light” ή το δεύτερο δίσκο τους, ψιλό-ξεχάστε το δεν θα βρείτε κάτι τέτοιο εδώ σε τούο το album.
Η παραγωγή που είναι ένα βασικό στοιχείο επιτυχίας ενός σχήματος, εδώ δεν είναι πάρα πολύ high-end, αλλά οι κιθάρες και τα τύμπανα είναι μπροστά, όπως θα έπρεπε να είναι άλλωστε. Οι Q5 ακούγονται βαρύτεροι από πριν, αλλά αυτό ήταν αναμενόμενο, το όλο πακέτο ακούγετε καλά σε αυτές τις υπέρ-παραγωγές στην ψηφιακή εποχή που ζούμε.
Οι Q5 μπορεί να μην θυμίζουν τώρα πια τους παλιούς καλούς εαυτούς τους των 80’s, αλλά τα τραγούδια που ξεχώρισα από το “New World Order”, είναι τα… “One Night In Hellas”, “New World Order”, “Prisoner Of Mind”, “Unrequited (A Woman Of Darkness And Steel)”, “Just One Kiss”, “Land Of The Setting Sun” και το instrumental “Mach Opus 206”.
Το ότι λείπει πια ο Floyd Rose απο τις τάξεις των Q5, φαίνετε πολύ στην κιθάρα... Οι φίλοι του group ας ακούσουν τους Nightshade στο "Dead Of Night" του 1991.
 
 
NEW WORLD ORDER: “We Came Here To Rock”, “One Night In Hellas”, “The Right Way”, “New World Order”, “Tear Up The Night”, “Halfway To Hell”, “A Prisoner Of Mind”, “Unrequited (A Woman Of Darkness And Steel)”, “Just One Kiss”, “Fear Is The Killer”, “Land Of The Setting Sun”, “A Warrior’s Song”, “Mach Opus 206 (Instrumental)”, “Get Next To You”.
Q5: Jonathan Scott K. – Vocals, Rick Pierce – Guitar, Dennis Turner – Guitar, Evan Sheeley – Bass and Jeffry McCormack – Drums.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
GRAHAM BONNET BAND
THE BOOK
(2016)
 
 
Ο θρυλικός-μυθικός-διαχρονικός-αειθαλής Hard Rock τραγουδιστής Graham Bonnet, είναι πίσω μ' ένα νέο σχήμα και μ’ ένα συναρπαστικό νέο album με τίτλο “The Book”. Στους Graham Bonnet Band, χαρακτηριστικά και φυσικά πίσω από το μικρόφωνο είναι ο Bonnet, το υπόλοιπο line-up αποτελείτε από την Beth-Ami Heavenstone στο μπάσο, αλλά και τον νέο ήρωα της κιθάρας Conrado Pesinato. Για το τέλος άφησα επίτηδες, τους δύο μυθικούς μουσικούς που κλείνουν το group, τον Jimmy Waldo (Alcatrazz, New England, Quiet Riot, Blackthrone) στα πλήκτρα, αλλά και τον μοναδικό drummer μαέστρο Mark Zonder, γνωστός για την διεθνώς αναγνωρισμένη δουλειά του, στους Warlord και τους Fates Warning.
Ο Graham Bonnet έχει ηχογραφήσει και περιοδεύσει με ένα ευρύ φάσμα καλλιτεχνών, κυκλοφόρησε δίσκους σταθμούς στην ιστορία του Hard Rock/ Metal, με τους Rainbow, MSG, Alcatrazz, Impellitteri, Forcefield, Blackthorne. Ο Bonnet έχει ένα ισχυρό και διακριτικό φωνητικό στυλ και πράγματι μια χαρακτηριστική εικόνα πάνω στη σκηνή, προτιμώντας να αφήσει να μιλήσει η μουσική παρά η συμβατική Ηeavy Μetal εμφάνιση και πολύ καλά κάνει, φίλοι μου… Metal Is Passion, Not Fashion.
Ο Bonnet είναι ένας Hard Rock θρύλος, μ’ ένα γεονολογικό δέντρο που θα το ζήλευαν πολλοί, είναι ένας από τους καλύτερους τραγουδιστές της γενιάς του. Εχει μια αναγνωρίσιμη και μοναδική φωνή, σε μια σειρά από κλασικά Hard Rock albums, συμπεριλαμβανομένων των Rainbow στο “Down To Earth” (1979), Michael Schenker Group στο “Nuclear Attack” (1982), Alcatrazz στο “No Parole For Rock ‘N’ Roll” και στο “Disturbing The Peace” (1985), Impellitteri στο “Stand In Line” (1988) καθώς και στους Blackthorne στο “Afterlife” (1993). Αν δεν έχετε κάποιο από αυτά στην κατοχή σας, σας παρακαλώ μην διαβάζετε άλλο και να πάτε να τ’ αγοράσετε ή να τ’ ακούσετε αμέσως.
Εδώ έχουμε το ντεμπούτο σαν Graham Bonnet Band, το album “The Book” βλέπει τον Graham να επιστροφή σε καλή φόρμα, με ένα studio δίσκο που έχει τον καλύτερο εαυτό του, εδώ και χρόνια. Τα 11 τραγούδια θα φυσήξουν γερά και δυνατά τον βαρύ τους ήχο στους οπαδούς του Hard Rock. Το νέο album προσφέρει νέα τραγούδια, όπου ο Bonnet καθορίζει με τη θρυλική φωνή του, πάνω σε μια επιλογή από καλές Hard Rock μελωδίες που είναι ασφυκτικά γεμάτες από την μεγάλη φωνή του. Τα τραγούδια του δίσκου, θα έλεγα ότι είναι παρόμοια με αυτό που έχει κάνει στο παρελθόν, μουσικά είναι κοντά σε Rainbow, Alcatrazz, MSG και όπως λέει και ο ίδιος «…Νομίζω ότι αυτό είναι που θέλουν ν’ ακούσουν οι οπαδοί από μένα και δεν θα μείνουν απογοητευμένοι…».
Ο Graham Bonnet είναι σε πολύ καλή φόρμα, και το album είναι εύκολα από τα καλύτερα του εδώ και χρόνια, ολος ο δίσκος σφύζει από γνήσιο Hard Rock, οι fans θα το χαρούν σίγουρα. Εξαιρετικός Rocker ο 69χρόνος Graham Bonnet έχει μια στέρεα φωνή και το group είναι πολύ εντυπωσιακό και ευχάριστο στο να το ακούς.
Στην πραγματικότητα, έχουμε έναν δίσκο που σας διασκεδάσει, μια εντυπωσιακή μουσική ιστορία με Classic Hard Rock στα καλύτερα του, επικός ήχος που φαίνεται να επηρεάζεται όχι μόνο από την μεγάλη εμπειρία και τον επαγγελματισμό των μουσικών που παίρνουν μέρος, αλλά αντλεί και πολλά στοιχεία από διάφορα είδη μουσικής, μέσα από το φάσμα του Hard Rock όμως.
Μερικοί από εσάς μπορεί να μην είναι εξοικειωμένοι με την φωνή του Graham Bonnet, επιτρέψτε μου να σας την παρουσιάσω, τέλειο στυλ, μελωδική γεμάτη χαρακτήρα, αρκετά αφηγηματική, εκθαμβωτική με θεατρικούς καλλωπισμούς. Αυτή είναι η μοναδική φωνή του Graham Bonnet.
Επίσης, μια ειδική έκδοση σε CD περιλαμβάνονται μαζί με το νέο δίσκο και ένα bonus CD με 16 κλασικά επαναηχογραφημένα τραγούδια τις καριέρας του Graham, μερικά από τα πιο γνωστά που έχει τραγουδήσει στην solo καριέρα του, αλλά και με Rainbow, Alcatrazz, MSG και Impellitteri.
 
 
THE BOOK: “Into The Night”, “Welcome To My Home”, “Earth’s Child (I Am Your Son)”, “Rider”, “Dead Man Walking”, “Strangest Day”, “The Dance”, “Where Were You?”, “The Book”, “Everybody Wants To Go There”, “California Air”.
LP Bonus: “Here Comes The Night (Down Without A Knight)”.
GRAHAM BONNET BAND: Graham Bonnet – Vocals, Beth-Ami Heavenstone – Bass, Conrado Pesinato – Guitar, Mark Zonder – Drums and Jimmy Waldo – Keyboards.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
GLENN HUGHES
RESONATE
(2016)
 
 
Ο τραγουδιστής/ μπασίστας και συνθέτης Glenn Hughes, είναι ένας πραγματικός Rock μύθος, δεν υπάρχει ούτε μια αμφιβολία γι’ αυτό. Κανένας άλλος Rock μουσικός δεν είναι χαραγμένος τόσο πολύ στη μνήμη μας, για το διακριτικό του στυλ, συνδυάζοντας τα καλύτερα στοιχεία του Hard Rock, Blues, Soul, Funk και αυτή η εκπληκτική φωνή του… μα τι φωνή. Με μια καριέρα που ξεκίνησε στα 1970 με τους Trapeze, ο Glenn άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του σε διάφορα μουσικά συγκροτήματα, συμπεριλαμβανομένων των Deep Purple, Hughes/ Thrall, αλλά και τις συνεργασίες του με Gary Moore, Black Sabbath και πιο πρόσφατα με τους Black Country Communion, για να αναφέρουμε μερικά μόνο. Με έντεκα solo album στο ενεργητικό του και αμέτρητες συνεργασίες με τα μεγαλύτερα ονόματα του Rock, ο Glenn Hughes είναι η μουσική Hard Rock εικόνα της εποχής μας και όχι μόνο.
Ο Glenn Hughes έχει ονομαστεί ως «Voice Of Rock», λόγω του εξαιρετικού φωνητικού ταλέντου του, έχει μια διαφορετική ερμηνεία όσο κανένας άλλος τραγουδιστής της γενιάς του. Κατά τη διάρκεια μιας καριέρας που διαρκεί σχεδόν πενήντα χρόνια, ο Glenn έχει ενσωματωθεί πλήρως στο Rock 'N' Roll/ Hard Rock πνεύμα, όσο κανείς.
Όχι όμως ότι όλα τα solo albums που έχει βγάλει να είναι τέλεια (για μένα τουλάχιστον), το ξέρω ότι ο καλλιτέχνης μπορεί και θέλει με κάθε ειλικρίνεια να βγάλει ότι τον εκφράζει εκείνη τη στιγμή. Ας το πούμε διαφορετικά, το προσωπικό δισκογραφικό έργο που έχει κυκλοφορήσει είναι πολύ ποικιλόμορφο, κοινό στοιχείο είναι όμως η τίμια εκφραστική φωνή του, γιατί μουσικά δεν μου αρέσουν όλα όσα έχει κάνει. Ανεξαρτήτως της solo δουλειά του, τα τελευταία χρόνια ο Glenn μας έχει ευλογήσει με τη γέννηση ενός μεγάλου Hard Rock συγκροτήματος των Black Country Communion. Χωρίς να είναι καθόλου απογοητευτικά αυτά τα album, αποδεικνύεται απόλυτα το γεγονός ότι όταν ο Glenn, θέλει να τραγουδήσει Hard Rock, μπορεί να βάλει φωτιά όσο λίγοι καλλιτέχνες.
Έχουν περάσει οκτώ ολόκληρα χρόνια από την τελευταίο solo album του Glenn Hughes, το 2008. Έτσι λοιπόν θα δείτε περήφανα να φιγουράρει το όνομα του Glenn Hughes στο εξώφυλλο του “Resonate”.
Το “Resonate” περιέχει τεράστια riff, ενώ η παρουσία του drummer Chad Smith των Chickenfoot, Red Hot Chili Peppers (σε δύο τραγούδια), κάνει τον δίσκο αρκετά καλύτερο. Δεν είναι τυχαίο ότι και στα δύο τραγούδια όπου παίζει drums ο Chad στα “Heavy” και “Long Time Gone”, κυκλοφόρησαν και σαν video-clip, τυχαίο δε νομίζω.
Φυσικά, η δυναμική μεν, αλλά και ευαίσθητη φωνή του Glenn Hughes, είναι το απόλυτο highlight του δίσκου, που κάνει τούτο το δισκογραφικό έργο του, ν’ ακούγετε με ευχαρίστηση σε κάθε αυλάκι του βινυλίου. Το Hard Rock είναι ακαταμάχητα σφοδρό με βομβαρδισμό που δεν σταματά καθόλου, τα πράγματα σε μερικά τραγούδια είναι γρήγορα με καλές κιθάρες και μπάσο που σφύζει από ένταση, καρφωμένο κάτω στο πάτωμα από αμείλικτες βαριές μπάσο-γραμμές.
Ωστόσο, συναρπαστική ακούγεται και η φωνή του Glenn, ρίχνει κάποιο ψυχεδελικό στοιχείο στο “Resonate”, αυτό που πραγματικά ξεχωρίζει είναι η φωνή του. Μια φωνή που ξεχωρίζει όσο λίγες αλήθεια, από τους πολύ μεγάλους τις γενιάς του, ο Glenn εξακολουθεί να έχει ακόμη ένα φωνητικό φάσμα, που σίγουρα θα είναι φθόνος για πολλούς τραγουδιστές σε όλο τον κόσμο του Rock και εδώ είναι σε πλήρη αποδεικτικά στοιχεία. Δύσκολο να το πιστέψει κανείς, αλλά ο 65-χρόνος πια Glenn βάζει κάτω, πολλούς από τους επίδοξους τραγουδιστές σε όλο το φάσμα του Rock, αφού τραγουδά σαν30-άρης.
Το “Resonate” είναι χτισμένο γύρω από ωραία κιθαριστικά riff, μερικά από τα οποία ηχούν μια 70’s βαρβαρότητα που απειλούν να τεμαχίσουν σε πολλά κομμάτια τα ηχεία σας, το riffing είναι απάνθρωπα παραμορφωμένο στο μπάσο του Glenn.
Ο Glenn μπορεί να ονόμασε το album του “Resonate”, αλλά πιστεύω πως θα ήταν καλύτερα αν το ονόμαζε «σεισμό», όπου μπορούσε κάλλιστα να ήταν πιο εύστοχος τίτλος.
 
 
RESONATE: “Heavy”, “My Town”, “Flow”, “Let It Shine”, “Steady”, “God Of Money”, “How Long”, “Landmines”, “When I Fall”, “Stumble & Go”, “Long Time Gone”.
GLENN HUGHES: Glenn Hughes – Vocals/ Bass, Soren Andersen – Guitar, Pontus Engborg – Drums and Lachy Doley – Keyboards.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
INGLORIOUS
INGLORIOUS
(2016)
 
 
Οι Inglorious ιδρύθηκαν στην Αγγλία τον Φεβρουάριο του 2014, από τον τραγουδιστή Nathan James (Trans-Siberian Orchestra, Uli Jon Roth) και αμέσως έλαβαν πολλούς επαίνους από τη μουσική βιομηχανία στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το όραμα του τραγουδιστή Nathan James, ήταν ότι ήθελε να είναι σ’ ένα συγκρότημα, που να ακουγόταν σαν τα κλασικά Hard Rock του παρελθόντος. Σε αυτό το ντεμπούτο των Inglorious έχει κάνει ακριβώς αυτό που ήθελε πάντα.
Οι πρώτες εντυπώσεις είναι πως αυτό το σχήμα είναι μέσα στο κλασικό ήχο του Hard Rock από τα 70’s και αυτό είναι ιδιαίτερα αξιόλογο, από μόνο του. Όταν άκουσα το πρώτο τραγούδι του δίσκου, είπα αμέσως «εδώ έχουμε κάτι καλό».
Ήχος από παλιό Hammond, τι να περιμένετε δηλαδή; Οι Inglorious ηχούν κάπως σαν παλιούς Deep Purple, Whitesnake, Bad Company, ενώ επίσης ακούω πολλά κιθαριστικά riffs στην μουσική τους που μου ακούγονται σαν Led Zeppelin.
Σε γενικές γραμμές τα τραγούδια του album “Inglorious”, είναι βαριά με μια παλιά old-school αίσθηση, ενώ περιέχουν κιθαριστικά riffs, που ακμάζουν πάνω σ’ έναν καμβά που κινείται πίσω στο Hard Rock της δεκαετίας του ’70. Όπως θα λέγαμε αλλιώς και ως proto-Heavy Metal. Στη συνέχεια όμως υπάρχουν και τα φωνητικά του Nathan James, παθιασμένα, βαθιά 70’s soulful, μα εντελώς ωραία και κυρίως αφοπλιστικά. Οι κιθάρες είναι μόνιμα σε βρυχηθμό, μερικά solo λες και έχουν βγει από δίσκους των 70’s, ενώ ρίχνουν κάτω μαζικά riffs σε όλα τ’ αυλάκια του album.
Ακόμη όσο περισσότερο ακούς το δίσκο, νομίζεις ότι η μουσική του συγκροτήματος βγαίνει πολύ ζωντανή, σαν να παίζουν ζωντανά μέσα στο δωμάτιο σου. Ευτυχώς που δεν υπάρχουν καθόλου overdubs. Τα 11 τραγούδια του δίσκου που συνθέτουν αυτό το ντεμπούτο καταγράφηκαν ζωντανά με όλα και τα πέντε μέλη του group, μέσα στο ίδιο studio.
Στην πραγματικότητα υπάρχουν πολλοί λόγοι για να πάρετε αυτόν το δίσκο, εκτός του ότι πολύ απλά είναι θαυμάσια τα τραγούδια (δύο από αυτά τα έχει συν-γράψει ο Al Pitrelli), αλλά και ότι όλος ο δίσκος έχει έναν εκπληκτικό ήχο που σου κολλάει αμέσως.
Τα “Breakaway”, “High Flying Gypsy” και “Holy Water”, θα μπορούσαν να είναι ας πούμε σε μια συλλογή των Whitesnake, πραγματικά εντυπωσιακά τραγούδια. Προσθέτοντας κάποια Βluesy, αργή free αίσθηση, μερικά τραγούδια πραγματικά λάμπουν εδώ, όπως το “Warning”, “Until I Die” ή το “Wake”. Αρκετό ενδιαφέρον έχει και η μπαλάντα “Bleed For You”, αλλά και το “You’re Mine”.
Μόνο ο χρόνος θα δείξει τι θα απογίνουν οι Inglorious, στα επόμενα χρόνια που έρχονται, αλλά αν θέλετε να γίνουν καλύτεροι και μεγαλύτεροι επενδύστε άφοβα. Μην έχετε καμία υποψία ότι θα χαθούν σύντομα, βοηθήστε τους και εσείς και να είστε σίγουροι ότι στο μέλλον θα τους δούμε σε μεγάλα στάδια.
 
 
INGLORIOUS: “Until I Die”, “Breakaway”, “High Flying Gypsy”, “Holy Water”, “Warning”, “Bleed For You”, “Girl Got A Gun”, “You're Mine”, “Inglorious”, “Wake”, “Unaware”.
INGLORIOUS: Nathan James – Vocals, Wil Taylor – Guitar, Andreas Zäta Eriksson – Guitar, Colin Parkinson – Bass and Phil Beaver – Drums.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
QUARTZ
FEAR NO EVIL
(2016)
 
 
Αν είστε Metalhead, θα πρέπει να ξέρετε σίγουρα την πόλη του Birmingham στο Ηνωμένο Βασίλειο, μια πόλη που γέννησε τους Black Sabbath και τους Judas Priest. Μεταξύ αυτών ήταν και μια πληθώρα άλλων σχημάτων όπως οι Quartz, που ιδρύθηκαν στην πόλη το 1977 κατά τις πρώτες ημέρες του ένδοξου NWOBHM κινήματος, οι Quartz έπαιξαν τότε πρωταγωνιστικό ρόλο στην Heavy Metal σκηνή του Birmingham. Κυκλοφόρησαν δίσκους μέχρι το 1983 όπου διαλύθηκαν, άλλα το 2011 ξανά επανήλθαν, το 2015 βγάζουν μια συλλογή με αρχειακό υλικό και φέτος νέο studio album, το “Fear No Evil” μετά από 33 ολόκληρα χρόνια.
Μουσικά οι σημερινοί Quartz παίζουν παραδοσιακό Ηeavy Μetal στο ύφος των Judas Priest των Black Sabbath και των Saxon θα λέγαμε για να πάρουμε μια ιδέα, έτσι το “Fear No Evil” έχει μια χαρακτηριστική παλιά 80’s γεύση. Τα πάντα σε αυτό το album μυρίζουν 80’s, από τις μελωδίες, αλλά και την ζεστή απλή παραγωγή που ακούγεται σαν να είχε έρθει κατευθείαν από τις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Οι πρώτες εντυπώσεις είναι θετικές, το “Fear No Evil” που ανοίγει τον δίσκο είναι ένα καλό ξεκίνημα, επιδεικνύοντας στέρεα κιθαριστικά riffs, σφιχτή μουσικότητα και πιασάρικο ρεφρέν, αλλά και όλο το album κινείτε σε αυτά τα καλά μουσικά επίπεδα. Γρήγορα, σκληρά και τα… “Dangerous Game”, “Born To Rock The Nation”, “The Stalker”, “Zombie Resurrection”, τα οποία όμως όλα έχουν όμορφα ενεργητικά νόστιμα solo κιθάρας.
Παραδοσιακός Ηeavy Μetal δίσκος, έχει ποιότητα υλικού, είναι διασκεδαστικός, σύγχρονος αλλά με έναν παραδοσιακό ήχο, έναν ήχο φόρος τιμής σε μια NWOBHM εποχή, που έχει περάσει αλλά ανήκει στην ιστορία του Βρετανικού Heavy Metal.
Αν είστε απλά ένας από τους ντεμοντέ, αλλά από την άλλη, γνήσιος τύπος της 80’s old-school Heavy Metal εποχής (όπως εγώ), τότε αγοράστε αυτό τον δίσκο, αξίζει τον κόπο. Μην δίνετε τα χρήματα σας σε διάφορα σκατά που βουλιάζουν κάθε μέρα τη μουσική μας, όλο και πιο κάτω.
Μόλις εμπλακείς με τη μουσική του ένδοξου New Wave Of British Heavy Metal, θα ’ναι για πάντα μέσα στη ζωή σου, αυτό δεν είναι απόλυτα αληθές… δεν ξεφεύγεις έτσι εύκολα.
Οι Quartz του 2016 λοιπόν, ήταν πραγματική έκπληξη για μένα, το group είναι και πάλι μαζί, με ένα νέο τραγουδιστή τον David Garner αυτή τη φορά, ενώ από τα αρχικά μέλη είναι οι Mick Hopkins (κιθάρα), Malcom Cope (τύμπανα), Derek Arnold (μπάσο) και Geoff Nicholls (τραγούδι/ κιθάρα/ keys). Ναι, πολύ καλά διαβάσατε ο Geoff Nicholls, που πέρασε και από τους Black Sabbath, αυτοί οι «παππούδες» λοιπόν φίλοι μου, μας προσφέρουν ένα ευθύ Heavy Metal/ Rock album, με πολύ ενθουσιασμό.
Σε γενικές γραμμές είναι πολύ βαρύτερο και καλύτερο album από τον προκάτοχο του, 33 χρόνια πίσω το “Against All Odds”.
Συνολικά το “Fear No Evil”, είναι ένα ισχυρό album και είναι αρκετά διαχρονικό όσον αφορά τον ήχο του, καλός διαχρονικός NWOBHM ήχος, που εκτελείται από εξαιρετικούς έμπειρους μουσικούς.
Μπορεί να είχαμε ν’ ακούσουμε τους Quartz 33 ολόκληρα χρόνια, αλλά σίγουρα αξίζει τον κόπο και την αναμονή.
 
 
QUARTZ: David Garner – Vocals, Geoff Nicholls – Vocals/ Guitar/ Keyboards, Mick Hopkins – Guitar, Derek Arnold – Bass and Malcolm Cope – Drums.
FEAR NO EVIL: “Fear No Evil”, “Rock Bottom”, “Stalker”, “Rapture”, “Zombie Resurrection”, “Barren Land”, “Walkin’ On Holy Water”, “Dangerous Game”, “Born To Rock The Nation”, “Riot In The City”, “Dead Man’s World (Apocalypse)”, “Scream At The Devil”.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
INNERWISH
INNERWISH
(2016)
 
 
Υπάρχει μελωδικό Metal, υπάρχει Power Metal, υπάρχει παραδοσιακό Heavy Metal, υπάρχει Συμφωνικό Metal και κάπου εκεί όπου όλα αυτά τα είδη διασταυρώνονται μεταξύ τους, υπάρχουν οι Innerwish.
Με έδρα καταγωγής από την Αθήνα, δημιουργήθηκαν πίσω στα 1995 και έχουν καθιερωθεί όμως ως ένα από τα πιο σημαίνοντα και αξιόπιστα Heavy Metal μουσικά σύνολα της χώρας μας.
Οι Innerwish έχουν στο ενεργητικό τους πέντε καλά τίμια, γνήσια Heavy Metal full-length album, από την έναρξη τους σαν συγκρότημα.
Κάθε φορά που αλλάζουν τραγουδιστές, θεωρώ ότι στο εν λόγω σχήμα αλλάζει κάπως και ο ήχος του συνολικά. Όχι πάντως τόσο οι Innerwish, οι οποίοι μένουν πιστοί στο μελωδικό Power Μetal, αλλά οι εκάστοτε τραγουδιστές φέρνουν νέο αέρα και ήχο με τη φωνή τους, που επηρεάζει και το συγκρότημα εν μέρη. Όπως π.χ. η προσαρμογή στις χαμηλότερες φωνητικές αρμονίες του νέου τους τραγουδιστή του Εικοσιπεντάκη σε αντίθεση με τις υψηλότερες του προηγούμενου Αλεξανδρόπουλου. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Αλεξανδρόπουλος αντανακλούσε μια πιο σκοτεινή μια πιο σχεδόν Dio, αλλά και πιο μελωδική φωνητική χροιά επηρεάζοντας έτσι και την απόδοση του group.
Ενώ η φωνητική χροιά του Εικοσιπεντάκη, έχει μια πιο grittier, rawer και earthier προσέγγιση, ενώ σε τακτά χρονικά διαστήματα φτάνει στο άνω υψηλό άκρο, όταν φυσικά η ανάγκη το απαιτεί. Ναι, ο Εικοσιπεντάκης γεμίζει με το φωνητικό στυλ του και το σχήμα το οποίο φέρνει σε τάξη την τέλεια τακτοποίηση, την ποικιλία των μουσικών ειδών που οι Innerwish φέρνουν στο ομώνυμο δίσκο τους.
Το Ρower Μetal συνεχίζει να διαδραματίζει ηγετικό ρόλο στους Innerwish. Αυτό αποκαλύπτεται στο “Broken” και στο “World My On Fire”, με το καλπάζοντα βασικό ρεφρέν τους. Επίσης Ρower πτυχή έχουν και τα “Serenity”, “Zero Ground”, αφού προσεγγίζουν πολύ το Ρower Μetal έδαφος.
Προς το μελωδικό Μetal γερνούν τα “Roll The Dice”, “Through My Eyes”, “Needles In My Mind” και “Sins Of The Past”.
Αισθάνομαι ότι οι Innerwish έχουν κάνει ένα μεγάλο διασκελισμό προς το καλύτερο, με το ομότιτλο πέμπτο album τους, εμποτίζοντας βάση του μελωδικού Μetal τους, με μια δύναμη και ένα πιο ισχυρό παραδοσιακό και συμφωνικό Metal.
Έχουν ποιότητα στο songwriting που καθιστά το έργο αυτό των Innerwish απαραίτητο απόκτημα για πολλούς από εμάς, που αγαπάμε το Ελληνικό Heavy Metal. Επίσης, το album διαθέτει ένα ευρύ φάσμα καλών αξιόλογων τραγουδιών, με κορυφαία τα “Needles In My Mind”, “Roll The Dice”, “Modern Babylon”, “Rain Of A Thousand Years”, “Tame Το Seven Seas”, “Machines Of Fear” για να αναφέρω μερικά μόνο.
Ας ελπίσουμε λοιπόν, ότι οι Innerwish να κρατήσουν και στο μέλλον, με τις εξαιρετικές δουλειές που έχουν κάνει έως τώρα. Όταν κοιτάς με τον απαιτούμενο σεβασμό πίσω στο καλό γνήσιο 80's Heavy Metal... τότε και μόνο θα έχεις ένα λαμπρό μέλλον μπροστά σου. Η σκληρή μουσική πάντα έψαχνε, ψάχνει και θα ψάχνει για τους επομένους καλλιτέχνες που θα την αναζωογονήσουν μέσα από την μουσική τους. Αυτή είναι η μαγεία του να ακούς ξανά τη μουσική με την οποία ανδρώθηκες. Τώρα που δυστυχώς όμως, χανόμαστε στο κυκεώνα νέων ηλίθιων ακουσμάτων, η απόλαυση της ακρόασης ενός παλιού αγαπημένου σκληρού ήχου, απλά δε συγκρίνεται... Όταν τα συγκροτήματα έχουν ακούσματα από το ένδοξο 80’s παρελθόν της σκληρής μουσικής, αλλά κοιτούν και πατούν πίσω στον κλασικό-γνήσιο ήχο, μόνο τότε θα αναπαράγουν εκπληκτικά αυτό το εκρηκτικό μουσικό μοτίβο. Να ένα Ελληνικό σχήμα που θα έπρεπε να κάνει καριέρα και στο εξωτερικό. Ας ακούσουμε αυτόν το δίσκο κι ας ξεπεράσουμε επιτελούς το κόμπλεξ ότι ηχογραφήθηκε από Έλληνες Heavy Metal μουσικούς.
Τέλος, η έκδοση και των τριών πρώτων album των Innerwish σε LP βινύλιο, αποτελεί πλέον φετίχ όλων των συλλεκτών βινυλίου… π.χ. όπως εγώ.
 
 
INNERWISH: “Roll The Dice”, “Broken”, “Modern Babylon”, “Machines Of Fear”, “Needles In My Mind”, “My World On Fire”, “Rain Of A Thousand Years”, “Serenity”, “Sins Of The Past”, “Through My Eyes”, “Zero Ground”, “Cross The Line”, “Tame The Seven Seas”.
INNERWISH: George Eikosipentakis – Vocals, Thimios Krikos – Guitar, Manolis Tsigkos – Guitar, George Geogiou – Keyboards, Antonis Mazarakis – Bass and Fragiskos Samoilis – Drums.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Heavy Metal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
DIVINER
FALLEN EMPIRES
(2015)
 
 
Οι Diviner είναι νεοσύστατο Ηeavy Μetal συγκρότημα των τελευταίων περίπου 4-5 χρόνων, αλλά η ιστορία των μελλών είναι αρκετά πιο παλιά στο χώρο του Ελληνικού Metal.
Σε αντίθεση με πολλά από τα σημερινά Ελληνικά συγκροτήματα, η ιστορική αναδρομή των Diviner είναι σε κλασικές επιρροές από τα 80’s και δανείζονται σε κάποιο βαθμό μερικά από τα παλαιότερα, κλασσικά συγκροτήματα όπως πχ οι Judas Priest. Στιλιστικά, αυτό το album έχει την κλασική αίσθηση του 80’s old-school Heavy Metal, εδώ θα ακούσετε ένα μάτσο καλά τραγούδια με πολύ καλή κιθαριστική δουλειά. Ο τραγουδιστής έχει μια πολύ ισχυρή, δυνατή φωνή, με καλό καθαρό αρμονικό εύρος, αλλά πολύ καθοράς είναι και ο ήχος στις κιθάρες, πάρα πολύ βαρύ και το μπάσο και τα τύμπανα δυνατά και αιχμηρά, πραγματικά έχουν τραβήξει πολλά μουσικά στοιχεία τον κλασικό 80’s Metal ήχο.
Να είστε σίγουροι ότι θ’ ακούσετε στο μέτρο του δυνατού τον ήχο των 80’s, (που τόσο λατρεύω), καλό αλλά και καλοπαιγμένο Heavy Metal υπάρχει σε τούτο το πρώτο album των Diviner.
Το “Fallen Empires” έχει πολλά θετικά στοιχεία αυτού του κλασικά λεγόμενου πια «The New Wave Of Traditional Heavy Metal», Metal παιγμένο με ήθος αλλά και με τσαμπουκά.
Το καλύτερο πράγμα που υπάρχει σε τούτο το album, είναι ακριβώς το παλιό καλό και γνήσιο 80’s Heavy Metal, που αναπαράγουν τα παιδιά. Δεν υπάρχουν άχρηστα πλήκτρα ή synths που να πνίγουν τις κιθάρες, δεν υπάρχουν grunge ή εναλλακτικές (Νu Metal, Alternative) επιρροές εδώ μέσα, που ν’ ανταγωνίζονται τη μουσική, είναι βασικό σκληρό Heavy Metal. Υπάρχουν περιστασιακά κάποια πλήκτρα μέσα σε μερικά τραγουδια, αλλά δεν κυριαρχούν στον δίσκο...
Ρυθμική κιθάρα, lead κιθάρα, μπάσο και τύμπανα, τι άλλο να ζητήσεις, το rhythm section στο σύνολο του είναι βαρύτερο και πυκνότερο από ότι στα περισσότερα Ελληνικά σχήματα και η χρήση των διπλών τύμπανων μπορεί να τους οδηγήσει εν μέρη στην κατηγορία του Ρower Μetal.
Αλλά θεωρώ πως οι πραγματικοί ήρωες αυτού του σχήματος είναι οι κιθαρίστες και ο τραγουδιστής, δεν το λέω αυτό επειδή οι υπόλοιποι πάνε πίσω απεναντίας μάλιστα, αλλά τα κιθαριστικά solo δεν σου μένουν αξέχαστα, όπως δεν σου μένουν αξέχαστα και τα φωνητικά σε στυλ Rob Halford.
Το “Fallen Empires” είναι ένα καλό album και αυτό είναι πολύ ευχάριστο, κυρίως για τα Ελληνικά δεδομένα, είναι πραγματικά ευχάριστο ν’ ακούς κάτι τόσο καλό από την χώρα σου, που μπορεί άνετα να σταθεί και στο εξωτερικό.
Μερικά από το καλύτερα κιθαριστικά riffs θα τ’ ακούσετε στα “Kingdom Come” και “Evilizer. Τα φωνητικά δε θα σας πάρει πολύ χρόνο για να τα συνηθίσετε, έχουν κατά καιρούς ένα θρηνητικό βιμπράτο ενός ισχυρού τενόρου, όπως οι Rob Halford και Dio, για να είμαι ειλικρινής εγώ πραγματικά προτιμώ αυτό το φωνητικό στυλ, έτσι ώστε τα φωνητικά να είναι το σκληρό σημείο στο album, απλά ακούστε τα “The Legend Goes On” και “Sacred War” και τα ξανά λέμε πάνω σε αυτό το θέμα.
Τέλος, για να συνοψίσουμε, αυτή είναι μια αξιοπρεπής δισκογραφική και τίμια προσπάθεια των Diviner για καλό και ποιοτικό Heavy Metal, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο, έχουν καλά riffs, πιασάρικα ρεφρέν και γλυκά κιθαριστικά solo.
Ας ελπίσουμε λοιπόν, ότι οι Diviner να καταφέρουν να κρατήσουν και στο μέλλον, με την εξαιρετική δουλειά που έχουν κάνει, νομίζω πως θα τα καταφέρουν. Όταν κοιτάς με τον απαιτούμενο σεβασμό πίσω στο καλό γνήσιο 80's Heavy Metal... τότε και μόνο θα έχεις ένα λαμπρό μέλλον μπροστά σου. Όταν το Heavy Metal ξαναγεννιέται κάθε στιγμή με τέτοια καινούργια συγκροτήματα, τότε πολύ απλά το Heavy Metal δεν θα πεθάνει ποτέ.
Το Heavy Metal, για περισσότερα από 40 χρόνια είναι στο διεθνές μουσικό στερέωμα-προσκήνιο, έτσι λοιπόν αγαπητοί μου, προστίθενται συνέχεια και νέα σχήματα δίπλα στα παλιότερα. Η σκληρή μουσική πάντα έψαχνε, ψάχνει και θα ψάχνει για τους επομένους καλλιτέχνες που θα την αναζωογονήσουν μέσα από την μουσική τους. Αυτή είναι η μαγεία του να ακούς ξανά τη μουσική με την οποία ανδρώθηκες, από νέα συγκροτήματα. Τώρα που δυστυχώς όμως, χανόμαστε στο κυκεώνα νέων ηλίθιων ακουσμάτων, η οικειότητα και η απόλαυση της ακρόασης ενός παλιού αγαπημένου σκληρού ήχου, από νεούς Heavy Metal καλλιτέχνες, απλά δε συγκρίνεται. Όλα αυτά τα καινούργια συγκροτήματα έχουν ακούσματα από το ένδοξο 80’s παρελθόν της σκληρής μουσικής, καθώς κοιτούν και πατούν πίσω στον κλασικό-γνήσιο ήχο, ενώ αναπαράγουν εκπληκτικά αυτό το εκρηκτικό μουσικό μοτίβο.
Ας ακούσουμε αυτόν το δίσκο κι ας ξεπεράσουμε επιτελούς το κόμπλεξ ότι ηχογραφήθηκε από Έλληνες Heavy Metal μουσικούς.
 
 
FALLEN EMPIRES: “Fallen Empires”, “Kingdom Come”, “Evilizer”, “Riders From The East”, “The Legend Goes On”, “Come Into My Glory”, “Seven Gates”, “The Shadow And The Dark”, “Sacred War”, “Out In The Abyss”
DIVINER: Yiannis Papanikolaou – Vocals, Thimios Krikos – Guitar, George Maroulees – Guitar, Herc Booze – Bass and Fragiskos Samoilis – Drums.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Heavy Metal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
SARISSA
NEMESIS
(2016)
 
 
Η σάρισα ήταν ένα αρχαίο Ελληνικό όπλο, ένα δόρυ μεγάλου μήκους, το οποίο ήταν το βασικό επιθετικό όπλο της Μακεδονικής φάλαγγας, τόσο του Βασιλιά Φιλίππου όσο και του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αλλά και το όνομα του Heavy Metal group από την Θεσσαλονίκη, το συγκρότημα θρύλος λοιπόν, για τα Ελληνικά μουσικά δεδομένα. Όλοι τους γνωρίζουν, αλλά αλήθεια φίλοι μου, πόσοι όμως πραγματικά έχουν ακούσει πολύ προσεκτικά την μουσική τους;…
Η τελευταία φορά που είχαμε ένα full-length album από τους Sarissa ήταν πριν από 12 ολόκληρα χρόνια. Δώδεκα χρόνια μετά λοιπόν οι Sarissa είναι και πάλι μαζί μας. Είχαν ένα εξαιρετικά λατρεμένο demo στα 1987, που κυριολεκτικά σάρωνε, κάποια στιγμή κυκλοφόρησε σε CD και προσφάτως σε picture disc (χάθηκε να βγει και σε κανονικό βινύλιο;). Ενώ από το 1987 έως το 2016, κυκλοφόρησαν τα εξής albums... "Sarissa" (1993) και "Master Of Sins" (2004).
Οι Sarissa επέστρεψαν ξαφνικά με μια ακόμη Heavy Metal επιθετική προσφορά στο Ελληνικό Metal και για να είμαι ειλικρινής, είναι αρκετά καλύτερο και βαρύ, από ότι κυκλοφορεί τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας.
Το “Nemesis” είναι ένα αληθινό αντρικό Metal album αποφεύγοντας κάπως την καινοτομία, ξέρουν τι θέλουν και ξέρουν τι θέλουν ακριβώς να παίξουν και αυτό είναι ακριβώς αυτό που έχουμε εδώ, βαρύ Metal στις φλέβες των Judas Priest και των Accept.
Γι’ αυτό τον νέο δίσκο έφεραν πάλι πίσω το αρχικό τους τραγουδιστή (demo ’87), Γιώργο Χατζησυμεωνίδη (Long Live), του οποίου τα φωνητικά είναι αρκετά καλά, 29 χρόνια από το demo είναι αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά ο Γιώργος τα πάει ομολογουμένως παρά πολύ καλά, μια χαρά είναι η φωνή του.
Καταφέρνουν ακόμα να χτυπήσουν κάποια αξιοπρεπή δυναμικά τραγούδια, είναι φοβερό ότι κατάφεραν να επανέλθουν 3 δεκαετίες αργότερα, μετά το demo τους. Αυτό το album είναι πράγματι Heavy Metal και δεν προσπαθούν να ξεγελάσουν κανέναν. Μερικές φορές, μπορείτε να διακρίνετε στο album κάποιες Ελληνικές folk πινελιές και κάποιες προοδευτικές τάσεις, αλλά αυτά είναι αραιά και που, ο κυρίως κορμός του δίσκου είναι καυτό, πυρωμένο Heavy Metal.
Η παραγωγή είναι αρκετά καλή και βαριά, ιδιαίτερα τονισμένη στο μπάσο, διότι δεν υπάρχει δεύτερη κιθάρα.
Το νέο album "Nemesis" βρίσκει το συγκρότημα σε καλή φόρμα, με τα αρχικά μέλη Γιώργο Χατζησυμεωνίδη και Δημήτρη Σελαλματζίδη, σε αυτό το πολύ-αναμενόμενο δίσκο. Οι Sarissa επιστρέψουν στη δράση, ισχυροί, εστιάζοντας σε αξιοσημείωτα τραγούδια, γράφοντας ένα υψηλού μουσικότητας Heavy Metal album.
Το “Nemesis” έχει από επιρροές τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, που μπορεί να χαρακτηρίσει το συγκρότημα ως προοδευτικό Ηeavy Μetal. Κλασσικός Ηeavy Μetal ήχος με αρκετή διάθεση από τα 80’s, μπορεί κανείς να παρατηρήσει τα αξέχαστα κιθαριστικά riffs που είναι εξαγριωμένα σε στυλ Jag Panzer, ενώ οι επιρροές στις φωνητικές γραμμές και στις αρμονίες φέρνουν στο νου Dream Evil και Primal Fear. Τα φωνητικά του Γιώργου Χατζησυμεωνίδη, φαίνεται να επηρεάζονται από τους Dio, Rob Halford και Harry Conklin, δίνοντας την επιπλέον δυναμική πινελιά που απαιτείται για αυτό το album.
Οι Sarissa, είναι πίσω ξανά στην Ελληνική Heavy Metal σκηνή για τα καλά και τούτο το album είναι η ζωντανή απόδειξη.
Το album ηχογραφήθηκε από τον Δημήτρη Σελαλματζίδη, όπου έκανε και την παραγωγή στο προσωπικό του studio, ενώ το εξώφυλλο του album σχεδιάστηκε από τον Κώστα Τσιάκο.
Τα τραγούδια που ξεχώρισα αμέσως ήταν τα εξής… “Warriors”, “Daughter Οf Τhe Night (Nemesis)”, “No Man’s Land”, “Into Τhe Night” και “Fallen”. Ας ακούσουμε αυτόν το δίσκο κι ας ξεπεράσουμε επιτελούς το κόμπλεξ ότι ηχογραφήθηκε από Έλληνες Heavy Metal μουσικούς.
Τέλος, η έκδοση όλων των album των Sarissa σε LP (σε κανονικά βινύλια και όχι σε picture-disc), αποτελεί πλέον φετίχ όλων των συλλεκτών βινυλίου… όπως εγώ.
 
 
NEMESIS: “Daughter Of The Night (Nemesis)”, “No Man’s Land”, “Sacrifice”, “Into The Night”, “Now Or Never”, “Fallen”, “Fight The Devil (Centuries-Old Conspiracy)”, “Coming Home”, “Warriors”.
SARISSA: George Chatzisimeonidis – Vocals, Jimmy Selalmatzidis – Bass, Orestis Nalmpantis – Guitar and Stelios Sioulas – Drums.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (CD), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
TYKETTO
REACH
(2016)
 
 
Ένα νέο δισκογραφικό έργο των Tyketto, με τον μυθικό και πάλι Danny Vaughn πίσω στα φωνητικά.
Το “Reach” φέρνει μια καινοτομία, αφού βρισκόμαστε αντιμέτωποι μ’ ένα πολύ καλό, γνήσιο μελωδικό Hard Rock album, με πολύ μεράκι και επαγγελματισμό όπου κυμαίνεται με ασφάλεια ανάμεσα στο κλασικό Hard Rock και στο πιο πομπώδη AOR ήχο, ακόμα και με νεύματα μέσα από το συμφωνικό Rock προφίλ.
Μιλώντας για τραγούδια, ν’ αναφέρουμε μερικά όπως πχ τα… “Big Money”, “Circle The Wagons” και “Tearing Down The Sky”, που έχουν μια λαμπρή μελωδική γραμμή, ανάμεσα σε ένα γλυκό Αμερικανικό AOR και με ένα εξαιρετικό ήχο, που ακούγονται με μια φινέτσα και με ορισμένες επιρροές από Kansas, που δείχνει μια συμφωνική ωραία ατμόσφαιρα. Ενώ τα “I Need It Now”, “The Faster Man Alive”, ανακτούν τον κλασικό ήχο των Tyketto, δίνοντας τους εαυτούς μας έναν γλυκό ήχο της κιθάρας με ένα μελωδικό υπόβαθρο, που σε γυρίζει πίσω σε ένα πολύ καλό επίπεδο, από το πρώτο ιστορικό τους album.
Συγκλονιστικός, για άλλη μια φορά ο κύριος Danny Vaughn στα φωνητικά άψογος, με πολύ παρουσία φυσικά και ο θρυλικός Michael Clayton Arbeeny όπου στα τύμπανα κάνει σπουδαία δουλειά, ενώ το ντεμπούτο κάνει ο Chris Creen στις κιθάρες, εκπληρώνοντας απόλυτα το πολύ δύσκολο έργο της αντικατάστασης του αρχικού Brooke Saint James.
Οι Tyketto μας προσφέρουν έναν νέο δίσκο, στο οποίο έγινε μια πολύ καλή διασταύρωση του AOR και του Hard Rock. Πήραν αρκετή αναζωογόνηση και ενέργεια μέσα στο studio την άνοιξη του 2016, οι συνεδριάσεις έλαβαν χώρα στο θρυλικό “Rockfield Studios” στην Ουαλία.
Μουσικά το σχήμα είναι πραγματικά σε με μια πολύ καλή φάση στην καριέρα του, το παιχνίδι τους περιέχει μυϊκό εμπορικό ήχο, μελωδικού Rock και παραδίδεται με τα καλύτερα μέσα.
Ακολουθώντας τα βήματα των παλιών εικόνων, οι μουσικές του group εισαγάγουν τους νέους οπαδούς από όλο τον κόσμο για το τι εστί Tyketto του 2016. Να είστε βέβαιοι ότι όλα τα τραγούδια από το “Reach”, εξακολουθούν ακόμη να φέρνουν στο νου, τις όμορφες μελωδίες του εμπορικού ήχου που είχαν στην αρχή της καριέρας τους.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών το σχήμα δεν ήταν και στα καλύτερα του, άλλα τώρα αισθάνονται ισχυρότεροι και καλύτεροι στην απόδοση από ότι ever και έτσι θα αυξήσουν τους οπαδούς τους ανά τον κόσμο. ’Ιδωμεν.
Το “Reach” είναι ένα Hard Rock album υψηλής λαμπρής εκτέλεσης, όταν δηλαδή η κομψότητα γίνεται μουσική. Συγχαρητήρια στους Tyketto, που συνεχίσουν να ποντάρουν στην ποιότητα της μουσικής τους.
Οι πιο ψαγμένοι ας κοιτάξουν να βρουν από τους Waysted το "Save Your Prayers" του 1986, εκεί θ' ακούσουν έναν πιο σκληρό (φωνητικά) Danny Vaughn.
 
 
REACH: “Reach”, “Big Money”, “Kick Like A Mule”, “Circle The Wagons”, “I Need It Now”, “Tearing Down The Sky”, “Letting Go”, “The Faster Man Alive”, “Remember My Name”, “Sparks Will Fly”, “Scream”, “The Run”.
TYCKETTO: Danny Vaughn – Vocals, Chris Green – Guitar, Chris Childs – Bass, Michael Clayton Arbeeny – Drums and Ged Rylands – Keyboards.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
HARDLINE
HUMAN NATURE
(2016)
 
 
Μετά την αναγέννηση του σχήματος το 2012, οι Hardline έχουν ομαδοποιηθεί γύρω από τον τραγουδιστή Johnny Gioeli, οπότε μιλάμε θα έλεγα για ένα προσωπικό σχήμα του τραγουδιστή που λειτούργει κατά παραγγελία.
Στα πλήκτρα ο Alessandro Del Vecchio (Rated X, Resurrection Kings, Revolution Saints), ο ταλαντούχος κιθαρίστας Josh Ramos (The Storm), η μπασίστρια Anna Portalupi (Tarja Turunen) και drummer ο Francesco Jovino (Primal Fear, Jorn), όλοι αυτοί οι μουσικοί έχουν εντυπωσιακή γενεαλογία από άλλα σχήματα, ξεχωριστό είναι και το διαφορετικό ταλέντο τους να δένουν όλοι μαζί. Αλλά ο στόχος του νέου τους album αλήθεια ποιος είναι; Το να κάνεις ξανά το “Double Eclipse” απλά δεν γίνετε.
Αν και είναι σκληρό album, αυτό που λείπει είναι η κιθάρα του Neal Schon, αλλά και τα τύμπανα του Dean Castronovo, ναι εδώ έχουν ένα βαρύτερο σε ήχο δίσκο και από τον αρχικό Hardline ήχο, αλλά αυτό από μόνο του δεν είναι αρκετό. Σύγκριση με το “Double Eclipse” του 1992 δεν μπορεί να γίνει σε καμιά περίπτωση, το “Double Eclipse” ήταν και εξακολουθεί να είναι ένα από τα αγαπημένα όλων μας και νομίζω ότι θα είναι για τον καθένα που αγαπά τον ήχο του καλού Hard Rock.
Τώρα το “Human Nature” είναι ένα νέο Hardline album και αυτό είναι μια πραγματικότητα, έτοιμο να μας παραδώσει κάποιο εξαιρετικό Hard Rock με καλές μελωδίες και ωραίες επιδόσεις.
Όσοι γνωρίζουν την φωνή του Johnny Gioeli μέσα από τις δουλειές του με τον Axel Rudi Pell, ξέρουν πως πρόκειται για έναν εκπληκτικό αν μη τι άλλο τραγουδιστή.
Στα του δίσκου τώρα, το “Where Will We Go From Here” που ανοίγει το album, είναι ένα γρήγορο, κιθαριστικό βαρύ Rock τραγούδι, πιασάρικο και με τα ισχυρά φωνητικά του Gioeli στην πρώτη γραμμή. Άλλα τραγούδια που ξεχωρίζουν είναι τα εξής… “Nobody’s Fool”, “Running On Empty”, αλλά και η μπαλάντα “Human Nature”, που προσφέρουν ένα κλασικό Hardline ήχο και μελωδία. Εντυπωσιακό και το “Take You Home”, αλλά και το “Where The North Winds Blows”.
Συνολικά, αυτό είναι ένα καλό album, σίγουρα δεν είναι ένα νέο “Double Eclipse” και ούτε πρόκειται να γίνει ποτέ. Tώρα το “Human Nature” είναι ένα κάπως ώριμο album, ένας Hard Rock δίσκος που περιλαμβάνει λίγο από τη μαγεία, ή από τον αρχικό ήχο του group που γεμίζει με ένα πιο ενημερωμένο ήχο όπου κάνει το τελικό αποτέλεσμα να είναι ενδιαφέρον, για τους λάτρεις του μελωδικού Hard Rock.
Ας ξεκαθαρίσουμε όμως και λίγο τα πράγματα, οι σημερινοί Hardline δεν έχουν καμία σχέση με το group των 90’s, που κυκλοφόρησαν τότε το ανεπανάληπτο αλλά και θρυλικό “Double Eclipse”. Θα έλεγα ότι οι σημερινοί Hardline είναι καθαρά ένα προϊόν της δισκογραφικής τους εταιρείας, η οποία τους έχει ανασύρει από την αφάνεια σε συμφωνία με τον Gioeli. Δυστυχώς πια ο Gioeli δεν έχει καμία ανάμιξη στην σύνθεση των τραγουδιών, αυτό το έχουν αναλάβει επαγγελματίες συνθέτες, οι οποίοι γράφουν κατά παραγγελία.
Εν κατακλείδι, το album έχει αρκετά καλά σημεία, τα οποία όμως θα μπορούσαν (όπως είναι φυσικό) να βρίσκονται σε οποιαδήποτε άλλο group, της εν λόγο δισκογραφικής εταιρείας.
Τελικά άσχημο album δε το λες, αν σας αρέσει η φωνή του Gioeli που ομολογουμένως είναι πολύ εκφραστική, θα το ακούσετε όλο πολύ ευχάριστα, θα μπορούμε όμως να έχει κυκλοφορήσει και θα ήταν καλύτερα ας πούμε, ως solo album. Και όχι κάτω από το βαρύ όνομα Hardline.
 
 
HUMAN NATURE: “Where Will We Go From Here”, “Nobody's Fool”, “Human Nature”, “Trapped in Muddy Waters”, “Running on Empty”, “The World Is Falling Down”, “Take You Home”, “Where the North Wind Blows”, “In the Dead of the Night”, “United We Stand”, “Fighting the Battle”.
HARDLINE: Johnny Gioeli – Vocals, Alessandro Del Vecchio – Keyboards, Josh Ramos – Guitar, Anna Portalupi – Bass and Francesco Jovino – Drums.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
METALLICA
HARDWIRED… TO SELF-DESTRUCT
(2016)
 
 
Έπειτα από 8 χρόνια απουσίας δισκογραφικής οι Metallica με τελευταίο studio album το “Death Magnetic” το 2008.
Η μπάντα δεν κάθισε στις δάφνες της. Δύο χρόνια περιοδείας “Death Magnetic Tour 2008-2010”. Το 2010 το καλοκαίρι “Big-4” όπως και το επόμενο καλοκαίρι στην Ευρώπη 2011 συνέχισαν την επιτυχημένη περιοδεία τους. Συνεργασία με τον Lou Reed, με αποτέλεσμα το album “Lulu”. Στο τέλος της χρονιάς γιόρτασαν τα 30 χρόνια ως συγκρότημα 4 μέρες στο Σαν Φρανσίσκο. 2012 επετειακή περιοδεία στην Ευρώπη για το “Metallica”. Την ίδια χρονιά δίνουν συναυλίες στο Μεξικό και στον Καναδά. Με απίστευτα σκηνικά τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στην ταινία “Through The Never”. To 2012-2013 οργανώνουν το δικό τους festival “Orion”. Την ίδια χρονιά παίζουν στην Ανταρκτική. Το 2013 βγαίνει στους κινηματογράφους το “Through The Never”. 2014 αρχίζουν την προετοιμασία του νέου δίσκου.
Επειδή το έχουν συνήθειο όταν είναι να γράψουν νέο δίσκο βγαίνουν σε mini περιοδεία αντί για “Escape From Studio”, την ονόμασαν “By Request” ξεκινώντας από την Λατινική Αμερική και μετά στην Ευρώπη, ήταν περιοδεία που επέλεγαν οι fans της μπάντας, ψήφιζαν ποια τραγούδια θέλουν να ακούσουν σε ειδικό διαμορφωμένο χώρο snake pit, metclubbers on stage 20 άτομα έβλεπαν από δίπλα τους την αγαπημένη τους μπάντα. Η ίδια η μπάντα έπαιξε το “Lords Of Summer” το οποίο έμεινε έξω από το “Hardwired… To Self-Destruct”. Το 2015 κάνουν άλλη μία mini περιοδεία στην Ευρώπη με το ίδιο stage 2014-2015 snake pit metclubbers winner on stage. Σε εκείνη την περίοδο 2014-2015 ήταν στο studio, όμως προέκυψε κάτι άσχημο του Κirk Hammett χάθηκε το κινητό που περιείχε solo κιθάρας και τραγούδια. Γι’ αυτό δεν φαίνεται πουθενά το όνομα του στις συνθέσεις του “Hardwired… To Self-Destruct”…
Είμαστε μέσα στη χρονιά (2016) και στη συναυλία στη Minneapolis, ακούγεται το νέο τους τραγούδι “Hardwired”, το οποίο ξεκινάει το ταξίδι του 10ου album της μπάντας… ας δούμε όμως ένα-ένα τα τραγούδια του album…
Το “Hardwired... Τo Self-Destruct”, θυμίζει εποχές old-school της μπάντας σαν το “Whiplash”, ταχύ με punk ρυθμούς.
“Atlas, Rise”, υπέροχο τραγούδι από τα καλύτερα του δίσκου έχει επιρροή από NWOBHM, η μπάντα ποτέ δεν έκρυψε την αγάπη της για αυτό το κίνημα το βρετανικό.
“Now That We’re Dead”, ίσως να είναι από τα παρεξηγήσιμα τραγούδια του δίσκου, ξεκινάει καλά σαν Judas Priest η εισαγωγή και μετά σε πάνε σε εποχή “Load”, “Reload” με πιο Heavy παίξιμο.
“Moth Into Flame”, άποψη μου το τραγούδι αποκάλυψη του δίσκου το καλύτερο, νοστάλγησαν εποχές “Master Of Puppets”, ίσως και το βιβλίο που έβγαλαν πρόσφατα “Metallica: Back To The Front” Master Of Puppets, Damage Inc Τour. Και πολλή αναφορά στο NWOBHM (ειδικά σε Iron Maiden).
“Dream No More”, βαρύ doom εισαγωγή θυμίζει σαν το “Sad But True”.
“Devil Dance”, και στη μέση θυμίζει ειδικά τα φωνητικά κάτι από Alice In Chains και το “Carpe Diem Baby”. “Halo On Fire” η (ήρεμη) στιγμή του δίσκου επειδή αλλάζει συνέχεια ρυθμούς σαν το “Sanitarium”.
“Bleeding Me”, έχει πανέμορφα κιθαριστικά μελωδικά riffs και γίνεται εκεί που πρέπει επιθετικό.
“Confusion”, η εισαγωγή θυμίζει έντονα τους Diamond Head και το “Am I Evil”.
“ManUNkind”, στο μοναδικό credits που αναγράφεται το όνομα του Rob Trujillo δίπλα σε αυτά των Hetfield, Ulrich. Είναι groove τραγούδι, θυμίζει “My Friend Ff Misery” θα μπορούσε να ήταν τραγούδι του “Metallica”.
“Here Comes Revenge”, η εισαγωγή θυμίζει “Leper Messiah” και η δομή του τραγουδιού σε πάει στο “Master Of Puppets”.
“Am I Savage”, εντελώς Black Sabbath θυμίζει, θα μπορούσε να ήταν στο “Load”, “Reload” αλλά εδώ οι κιθάρες είναι πιο heavy.
“Murder One”, αφιερωμένο στον LEMMY οι στίχοι του τραγουδιού έχουν σχέση με τον Lemmy. Μουσικά δεν θυμίζει Motorhead, κάτι από “Load” ήχο (μέτριο σαν τραγούδι), αλλά είναι φόρος τιμής προς τον Lemmy.
Τελευταίο τραγούδι του δίσκου “Spit Out The Bone”, όπως ξεκίνησε ο δίσκος επιθετικά έτσι και τελειώνει επτά λεπτά επιθετικά, ισοπεδώνουν ότι άφησαν στο πέρασμα τους. Απίστευτα το παίξιμο στα τύμπανα του Lars, γρήγορα και απίστευτα κιθαριστικά riffs. Στη μέση το μπάσο του Rob φέρνει αναφορά στο “Overkill”. Πάντως να οδηγείς και να ακούς το “Spit Out The Bone” μόνο σε εθνική οδό, όχι στην Αθηνών-Πατρών.
Συνοπτικά είμαι ικανοποιημένος για τα 77 λεπτά μουσικής. Το κάθε τραγούδι διαφορετικό σε μορφή από το άλλο δεν μοιάζουν. Η φωνή του Hetfield απίστευτη και τα κιθαριστικά του μέρη άψογα, ο Ulrich παίζει ίσως τα καλύτερα τύμπανα της ζωής του. Επιτέλους δούλεψε ο Ulrich στον δικό του τομέα. Ο Kirk Hammett η αποκάλυψη παίζει ωραία θέματα και ας μην έχει καμία σύνθεση στον δίσκο. Ο Rob Trujillo το μπάσο του ακούγεται εκεί που χρειάζεται. Δυστυχώς γι’ αυτόν, o Cliff Burton ήταν ένας.
Η παραγωγή του Greg Fidelman (Slayer, Black Sabbath, Slipknot) είναι άψογη. Καλύτερο σε παραγωγή από το “Death Magnetic”. Γι’ αυτό χρειάζεται αρκετή ακρόαση. Το μόνο που έχω να σας πω. Αγοράστε τον δίσκο. Τον άκουσα από mp3, μου τον έστειλαν μέσο facebook γι’ αυτό γνωρίζω τα τραγούδια προτού βγει ο δίσκος. Καλά κάνει η μπάντα και έχει αφήσει μόνο δύο-τρία να έχουν διαρρεύσει στο Υou-Τube.
Είμαι συλλέκτης της μπάντας έχω κάνει τις οικονομίες μου και άνεργος θα τον αγοράσω πρώτα σε βινύλιο. Αγαπήστε τα βινύλια…
 
Κριτική: Διογένης Μπαλαμάτσιας.
 
................................................................................................................
 
 
Ακολουθεί και δεύτερη κριτική για το νέο album των Metallica...
 
Ακούμε νέο δίσκο των Metallica μετά από 8 ολόκληρα χρόνια, πολλά δεν είναι;…
Λοιπόν, η καθυστέρηση για ένα συγκρότημα σαν τους Metallica, είναι πολύ για να κυκλοφορήσουν ένα δίσκο, έτσι οι πρώτες σκέψεις μου ήταν… «θα πρέπει να προσπαθήσω σκληρά και να δώσω όμως την απαιτούμενη προσοχή στο νέο τους album».
Το ότι οι Metallica, είναι ένα τόσο πολύ μεγάλο όνομα παγκοσμίως, είναι γνωστό τοις πάσι, αφού έχει εκτιμηθεί αυτό από όλους τους Heavy Metal οπαδούς, έτσι νομίζω ότι είναι πολύ προσεκτικοί όταν δημιουργούν καινούργια μουσική.
Φυσικά και το “Lulu” ήταν μια πολύ ατυχής στιγμή στην καριέρα τους, άλλα τέλος πάντων είμαι χαρούμενος που ακόμα δημιουργούν καλή μουσική και κάποια δυναμικά σκληρά τραγούδια.
Η νέα μουσική δισκογραφική δουλειά τους, έχει κάτι απ’ όλα τα μέχρι τώρα album τους, από αργά αλλά και γρήγορα κιθαριστικά riffs και έχω την αίσθηση ότι ο χρόνος θα δικαίωση τούτο το album, ότι πραγματικά θα πουλήσει κι αυτό εκατομμύρια αντίτυπα είναι δεδομένο πια.
Οι Metallica θέλουν και κάνουν μουσική με κάποια κατεύθυνση προς το “Death Magnetic” αντιγράφοντας κάπως τον εαυτό τους, το album έχει πολύ καλά riffs, τα φωνητικά στο γνώριμο ύφος και με την μουσική κολλάνε πολύ, ο James δίνει προσοχή και στη μουσική εκτός από τους στίχους. Το drumming του Lars είναι μια χαρά, ενώ τα solo της κιθάρας από τον Kirk είναι απολύτως αιχμηρά εκεί που πρέπει. Αλλά και η διπλή κιθαριστική δουλειά που κάνουν οι James και Kirk είναι μοναδική, δεν θα μείνει νομίζω σε κανέναν αξέχαστη.
Εμένα μου αρέσει αυτό το album, τώρα για εσάς δεν ξέρω... Σε γενικές γραμμές το “Hardwired… To Self-Destruct”, δεν είναι ένα απογοητευτικό album, ακούγεται όσο πρέπει σαν Metallica, δηλαδή.
Οι Metallica που σχηματίστηκαν το 1981 από τους Lars Ulrich και James Hetfield, έχουν γίνει ένα από τα πλέον σημαίνοντα και εμπορικά, επιτυχημένα Heavy Metal συγκροτήματα στην ιστορία τις σκληρής μουσικής, θέλουμε δε θέλουμε. Έχοντας πουλήσει περίπου 110 εκατομμύρια δίσκους, δεν τους λες κι αποτυχημένους έτσι δεν είναι; Παίζοντας μπροστά σε εκατομμύρια θαυμαστές κυριολεκτικά και στις επτά ηπείρους του πλανήτη μας.
Αυτά που εγώ ξεχώρισα ήταν τα εξής τραγούδια… “Hardwired”, “Atlas, Rise!”, “Moth Into Flame”, “Spit Out The Bone”, “Confusion”, “Halo On Fire”, “Dream No More”, “Here Comes Revenge”, τραγούδια λοιπόν, με διάθεση να μείνουν στην ιστορία του Heavy Metal. Το ότι υπάρχουν εντάξει και 2-3 μέτρια (για μένα) τραγούδια που κουράζουν στην ακρόαση, δεν νομίζω όμως ότι σε έναν καλό δίσκο σαν το “Hardwired… To Self-Destruct”, αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ιδιαίτερα αρνητικό. Εν κατακλείδι, οι θρυλικοί πια πενηντάρηδες Metallica, μας χάρισαν έναν δυνατό, στιβαρό, βαρύ δίσκο με καλές στιγμές από Τhrash, από Ηeavy, άλλα και από Hard Ρock…
Τέλος, για μένα ο δίσκος των Metallica είναι ένας αρκετά καλός δίσκος, προσπαθώντας να τον κρίνω απλά και αντικειμενικά, έχω να σας πω τα εξής… Το “Hardwired… To Self-Destruct”, χωρίζεται σε δύο μέρη, σε τραγούδια που μας θυμίζουν τις ρίζες των Metallica μέχρι και το “Metallica” album και σε κάποια άλλα τραγουδια από “Load”, “Reload” και “St. Anger” περιόδους, που για μένα προσωπικά δεν ήταν ακριβώς Μetallica όπως τους γνώρισα στα 80’s, αλλά κάποιο άλλο συγκρότημα. Θα ήθελα πάντως να ήτανε λίγο πιο Thrash, να παίζανε δηλαδή όπως τις παλιές καλές εποχές μέχρι το 1991, αλλά από ότι φαίνεται μάλλον αυτό δεν το θέλουν οι ίδιοι, γιατί θέλουν να έχουν μια περισσότερη ποικιλία στην μουσική τους... Πάντως όσο πιο πολύ όμως το ακούω τόσο πιο πολύ μου αρέσει.
Επειδή πολλοί τους κράζουν, θα πω τούτο ας είχαν κάνει έστω όλοι αυτοί εκεί έξω το 0.5% αυτών που έχουν καταφέρει οι Metallica και μετά να ομιλούν. Μεγαλώσανε, αλλά μας έχουν χαρίσει απίστευτα τραγούδια, τεράστιο group, στην ιστορία μείνανε για τα αριστουργήματα τους.. Όποιος δε μπορεί και δε θέλει σπίτι του.
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
NIGHTSTALKER
AS ABOVE SO BELOW
(2016)
 
 
Αυτό είναι το 7ο (αλλά 5ο full-length) album των Ελλήνων Hard/ Stoner Rockers Nightstalker. Η ιστορία τους ξεκινάει περίπου στα τέλη της δεκαετίας του '80 (1989), όταν συνέβαλαν στην αναβίωση του 70’s Stoner Rock, από τότε έχουν κερδίσει καλή φήμη λόγω της καθαρής Rock ‘N’ Roll στάσης τους, αλλά και την συνεχή live δράση τους, ενώ έχουν επαινεθεί από πολλούς γι’ αυτό που κάνουν εντός και εκτός των Ελληνικών συνόρων.
Στα 5 album και στα δύο EP’s τους, από την αρχή τις καριέρας τους, η λατρεία που έχουν για το Stoner Rock δεν κρύβεται καθόλου και είναι εμφανή σε όλους μα όλους τους δίσκους τους, βαρύς ήχος, groovy ρυθμοί και έντονα παιγμένο μπάσο. Όλα αυτά μαζί συνθέτουν τον ήχο τους, αλλά και με πολλές πιασάρικες μελωδίες και τη δύναμη των φωνητικών του Argy, αυτό είναι το μυστικό της μουσικής επιτυχίας των Nightstalker. Πρώτα απ’ όλα μια Rock 'N’ Roll απλότητα, εντυπωσιακά κιθαριστικά riffs, αυτό είναι το στοιχείο που έχει κρατήσει το σχήμα για περισσότερα από 20 χρόνια, ζωντανούς στην Ελληνική σκηνή.
Εν έτη 2016 λοιπόν, έχουμε το νέο album των Nightstalker με τον τίτλο “As Above So Below”. Για όσους δεν έχουν παρακολουθήσει τους Nightstalker στενά όλα αυτά τα χρόνια, να πω λοιπόν, πως οι Έλληνες είναι θρύλοι σε αυτό που κάνουν και θεωρούνται από πολλούς ως ένα από τα καλύτερα Stoner συγκρότημα στον κόσμο.
Η μουσική τους είναι ένα μίγμα από ψυχεδέλεια, όπως εκφράζεται μέσα από τους Hawkwind, επίσης μια ακατέργαστη ενέργεια που έχει τις ρίζες της στους MC5, στο proto-Metal των Blue Cheer και στο πρώιμο Doom των Black Sabbath.
Το τελευταίο τους album ακολουθεί μια διαφορετική πορεία από τον προκάτοχο του, είναι βαρύτερο, πιο εσωστρεφής, πιο σκοτεινό και πιο ποικίλο, δεν πρόκειται να πει κανείς ότι είναι καινοτόμο, αλλά εξακολουθούν να εκτελούν με άνεση τις μελωδικές Heavy Rock μελωδίες τους, όπως το “Zombie Hour”, το “Deeper”, ή το τυπικό “Forever Stoned”. Ωστόσο, είναι ενδιαφέρον ν’ ακούσετε το “Naked Fire” το οποίο φέρνει στο νου τα δύο EP’s των Nightstalker, ενώ θεωρώ πως το “My Electric Head” είναι το πιο πλούσιο τραγούδι του album.
Συνολικά, θα έλεγα ότι δεν είναι για μένα και η καλύτερη δισκογραφική προσπάθεια των Nightstalker καθώς περίμενα ν’ ακούσω κάτι σε πιο Heavy Rock/ Metal. Επίσης, να τονίσω πως αυτό το album δεν είναι και τόσο Groovy/ πιασάρικο όπως το “Dead Rock Commandos”. Ωστόσο, είναι ένα ενδιαφέρον μουσικό μείγμα, που μπορεί να υπερηφανεύεται το “As Above So Below”, για κάποιο ισχυρό δυνατό υλικό, ενώ έχει και μουσική ποικιλία.
Θα ήθελα πολύ να δω εάν αυτό το album θα κρατήσει στο χρόνο, ίδωμεν.
 
 
AS ABOVE SO BELOW: “Naked Fire”, “Space Matter”, “Zombie Hour”, “The Dog That No-One Wanted”, “Deeper”, “Forever Stoned”, “We Belong To The Dead”, “My Electric Head”, “Blue Turns To Black”.
NIGHTSTALKER: Argy – Vocals, Andreas – Bass, Tolis – Guitar and Kostas – Drums.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
TYGERS OF PAN TANG
TYGERS OF PAN TANG
(2016)
 
 
Αν αγαπάτε τη δεκαετία του ’80, τώρα θα μου πείτε και ποιός δεν την αγάπα; και ας μην την έζησε σε φυσικό-πραγματικό χρόνο (όπως ο γράφων). Εάν λοιπόν, αγαπητοί αναγνώστες, είστε ένας οld τύπος σαν κι εμένα, τότε θα γνωρίζετε σίγουρα ότι αυτή η δεκαετία ήταν η κορυφή για το Heavy Metal. Μεγάλα συγκροτήματα ήταν τεράστια όπως οι Iron Maiden, οι Judas Priest, ή οι Metallica, ως έφηβος τότε είχα δαπανήσει πολλές από τις ώρες μου για ν’ ακούω Metal μουσική, όπως κάνω και τώρα σε κάθε ευκαιρία. Ακόρεστη δίψα τότε, αλλά και τώρα για νέα και καλή μουσική, θα ομολογήσω ότι ανήκω σε αυτούς που αγαπούν το NWOBHM ακόμη και σήμερα. Σίγουρα, είμαι χαρούμενος όταν παλιά NWOOBHM σχήματα βγάζουν νέους δίσκους, όπως ας πούμε οι Tygers Of Pan Tang.
Οι Tygers Of Pan Tang έκαναν επιτυχία στην δεκαετία του ’80, αλλά χώρισαν στα τέλη της δεκαετίας, ξαναήρθαν στην επιφάνεια όπως πολλοί έκαναν στη δεκαετία του 2000, για να λάβουν μέρος κυρίως σε κάποια festival. Έχουν κυκλοφορήσει μερικά δισκογραφικά έργα από τότε που ξανά φτιάχτηκαν και αυτό εδώ είναι το ομότιτλο (όχι το πρώτο αλλά το12ο) album τους.
Σε αντίθεση με ότι περίμενα (σε σχέση με άλλα NWOBHM groups, που δισκογραφούν ακόμη), οι Tygers Οf Pan Tang δεν είναι καθόλου χλιαροί, στην πραγματικότητα φίλοι μου, είναι ακριβώς το αντίθετο.
Τραγούδια όπως αυτό που ανοίγει τον δίσκο το “Only The Brave”, αλλά και το “Never Give In” είναι διπλά καταιγιστικά στο κεφάλι του κάθε ανυποψίαστου ακροατή, επιπλέουν διαθέτουν μεγάλες φωνητικές γραμμές και σφιχτή ρυθμική κιθάρα. Το ίδιο ισχύει και με τα “Do It Again” και “Devil You Know” που είναι κάπως πίσω στον παλιό καλό τους ήχο, των πρώτων ημερών του κλασικού NWOBHM. Αλλά έχουμε και τις απαραίτητες δυναμικές μπαλάντες όπως η “The Reason Why” και η “Praying For A Miracle”, αξιόλογο είναι και το τραγούδι “I Got The Music In Me”.
Τώρα, από τους παλιούς original Tygers μόνο ο κιθαρίστας Robb Weir έχει μείνει στο σχήμα, όλοι οι υπόλοιποι μουσικοί που πλαισιώνουν το group, (χοντρικά) είναι μετά από το 2000.
Μουσικά τώρα εν έτη 2016, οι Tygers Οf Pan Tang νομίζω πως έχουν όλα όσα θα θέλετε ν’ ακούσετε από ένα παλιό 80’s αρχειακό σχήμα, σαν να είσαι πίσω κάπου στην δεκαετία του ’80. Ο δίσκος περιέχει πολλά και καλά πιασάρικα riffs, ενεργητικούς ύμνους, πετάλια κιθάρας wah-wah αλλά όχι αρκετά όσο θα ήθελα. Το πλαίσιο των φωνητικών είναι καθαρό και ωραίο, ο δίσκος έχει και ένα ζευγάρι από μπαλάντες. Δεν ξέρω αλήθεια πόση διάρκεια ζωής θα έχει αυτό το album, αλλά για χάρη της νοσταλγία, δώστε του μια εύκαιρα, καθώς το rhythm section είναι σφιχτό, οι διπλές κιθάρες παίζουν πολύ όμορφα solos και ο τραγουδιστής έχει την τέλεια φωνή για αυτό το συγκεκριμένο μουσικό ύφος, που έχει τώρα το σχήμα. Η άποψη μου είναι ότι οι Tygers, χτύπησαν έναν καλό δίσκο, που κάνει το υλικό καλύτερο λόγο του καλού ήχου αλλά και της τέλειας καθαρής παραγωγής,
Η μεγαλύτερη έκπληξη για μένα σε αυτό το νέο Tygers album, ήταν η προσφορά που προσπάθησαν να φέρουν ως πραγματικό φόρο τιμής, στις παλιές 80’s ημέρες που πέρασαν, στην σύνθεση των τραγουδιών. Όχι, αυτό δε με αιφνιδίασε και τόσο, όσο με αιφνιδίασε η παραγωγή, ειλικρινά, αυτά τα τραγούδια δεν είναι σαφώς και τα καλύτερα από οτιδήποτε αλλά έχουν κυκλοφορήσει, αλλά τα προηγούμενα albums δεν είχαν και τόσο τέλειες παραγωγές. Τούτο εδώ το album ακούγεται σαν γροθιά, όλα τα τραγούδια, τα mid-tempo αλλά και τα high είναι στην καλύτερη περίπτωση, τέλεια. Η ενέργεια του group έρχεται μέσα από ένα επιθετικό/ δυναμικό μείγμα και αυτό είναι ένα πολύ καλό σημείο, αλλά και τι καλή παραγωγή έχουν κάνει. Μην αφήνετε αυτό το album να περάσει έτσι από διπλά σας, έχει άψογα τραγούδια, ένα γλυκό άκουσμα αν έχεις τ’ αυτιά σου ανοιχτά.
Οι Tygers μας έδωσαν έναν διασκεδαστικό δίσκο πισωγύρισμα στην χρυσή δεκαετία του ’80, σκεφτείτε το σαν ένα ποτήρι κρύας μπύρας σε μια καυτή καλοκαιρινή μέρα και όχι μόνο.
Αν οι Tygers Of Pan Tang είχαν βγάλει ας πούμε τούτο το album 30 χρόνια πίσω, (δηλαδή το 1986), τώρα θα μιλούσαμε για ένα διαχρονικό Tygers δίσκο, αλλά έχουμε 2016 και τα πράγματα έχουν αλλάξει κατά πολύ, οπότε στο χέρι μας είναι αν θέλουμε να του δώσουμε την θέση που του αξίζει, στην ιστορία του Heavy Metal...
 
 
TYGERS OF PAN TANG: “Only The Brave”, “Dust”, “Glad Rags”, “Never Give In”, “The Reason Why”, “Do It Again”, “I Got the Music In Me”, “Praying For A Miracle”, “Blood Red Sky”, “Angel In Disguise”, “The Devil You Know”.
TYGERS OF PAN TANG: Jacopo Meille – Vocals, Robb Weir – Guitar, Micky Crystal – Guitar, Gavin Gray – Bass and Craig Ellis – Drums.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.