Σάββατο, 27 Απριλίου 2024, 04:20:47

HARD & HEAVY ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ

METALLICA
HARDWIRED… TO SELF-DESTRUCT
(2016)
 
 
Έπειτα από 8 χρόνια απουσίας δισκογραφικής οι Metallica με τελευταίο studio album το “Death Magnetic” το 2008.
Η μπάντα δεν κάθισε στις δάφνες της. Δύο χρόνια περιοδείας “Death Magnetic Tour 2008-2010”. Το 2010 το καλοκαίρι “Big-4” όπως και το επόμενο καλοκαίρι στην Ευρώπη 2011 συνέχισαν την επιτυχημένη περιοδεία τους. Συνεργασία με τον Lou Reed, με αποτέλεσμα το album “Lulu”. Στο τέλος της χρονιάς γιόρτασαν τα 30 χρόνια ως συγκρότημα 4 μέρες στο Σαν Φρανσίσκο. 2012 επετειακή περιοδεία στην Ευρώπη για το “Metallica”. Την ίδια χρονιά δίνουν συναυλίες στο Μεξικό και στον Καναδά. Με απίστευτα σκηνικά τα οποία χρησιμοποιήθηκαν στην ταινία “Through The Never”. To 2012-2013 οργανώνουν το δικό τους festival “Orion”. Την ίδια χρονιά παίζουν στην Ανταρκτική. Το 2013 βγαίνει στους κινηματογράφους το “Through The Never”. 2014 αρχίζουν την προετοιμασία του νέου δίσκου.
Επειδή το έχουν συνήθειο όταν είναι να γράψουν νέο δίσκο βγαίνουν σε mini περιοδεία αντί για “Escape From Studio”, την ονόμασαν “By Request” ξεκινώντας από την Λατινική Αμερική και μετά στην Ευρώπη, ήταν περιοδεία που επέλεγαν οι fans της μπάντας, ψήφιζαν ποια τραγούδια θέλουν να ακούσουν σε ειδικό διαμορφωμένο χώρο snake pit, metclubbers on stage 20 άτομα έβλεπαν από δίπλα τους την αγαπημένη τους μπάντα. Η ίδια η μπάντα έπαιξε το “Lords Of Summer” το οποίο έμεινε έξω από το “Hardwired… To Self-Destruct”. Το 2015 κάνουν άλλη μία mini περιοδεία στην Ευρώπη με το ίδιο stage 2014-2015 snake pit metclubbers winner on stage. Σε εκείνη την περίοδο 2014-2015 ήταν στο studio, όμως προέκυψε κάτι άσχημο του Κirk Hammett χάθηκε το κινητό που περιείχε solo κιθάρας και τραγούδια. Γι’ αυτό δεν φαίνεται πουθενά το όνομα του στις συνθέσεις του “Hardwired… To Self-Destruct”…
Είμαστε μέσα στη χρονιά (2016) και στη συναυλία στη Minneapolis, ακούγεται το νέο τους τραγούδι “Hardwired”, το οποίο ξεκινάει το ταξίδι του 10ου album της μπάντας… ας δούμε όμως ένα-ένα τα τραγούδια του album…
Το “Hardwired... Τo Self-Destruct”, θυμίζει εποχές old-school της μπάντας σαν το “Whiplash”, ταχύ με punk ρυθμούς.
“Atlas, Rise”, υπέροχο τραγούδι από τα καλύτερα του δίσκου έχει επιρροή από NWOBHM, η μπάντα ποτέ δεν έκρυψε την αγάπη της για αυτό το κίνημα το βρετανικό.
“Now That We’re Dead”, ίσως να είναι από τα παρεξηγήσιμα τραγούδια του δίσκου, ξεκινάει καλά σαν Judas Priest η εισαγωγή και μετά σε πάνε σε εποχή “Load”, “Reload” με πιο Heavy παίξιμο.
“Moth Into Flame”, άποψη μου το τραγούδι αποκάλυψη του δίσκου το καλύτερο, νοστάλγησαν εποχές “Master Of Puppets”, ίσως και το βιβλίο που έβγαλαν πρόσφατα “Metallica: Back To The Front” Master Of Puppets, Damage Inc Τour. Και πολλή αναφορά στο NWOBHM (ειδικά σε Iron Maiden).
“Dream No More”, βαρύ doom εισαγωγή θυμίζει σαν το “Sad But True”.
“Devil Dance”, και στη μέση θυμίζει ειδικά τα φωνητικά κάτι από Alice In Chains και το “Carpe Diem Baby”. “Halo On Fire” η (ήρεμη) στιγμή του δίσκου επειδή αλλάζει συνέχεια ρυθμούς σαν το “Sanitarium”.
“Bleeding Me”, έχει πανέμορφα κιθαριστικά μελωδικά riffs και γίνεται εκεί που πρέπει επιθετικό.
“Confusion”, η εισαγωγή θυμίζει έντονα τους Diamond Head και το “Am I Evil”.
“ManUNkind”, στο μοναδικό credits που αναγράφεται το όνομα του Rob Trujillo δίπλα σε αυτά των Hetfield, Ulrich. Είναι groove τραγούδι, θυμίζει “My Friend Ff Misery” θα μπορούσε να ήταν τραγούδι του “Metallica”.
“Here Comes Revenge”, η εισαγωγή θυμίζει “Leper Messiah” και η δομή του τραγουδιού σε πάει στο “Master Of Puppets”.
“Am I Savage”, εντελώς Black Sabbath θυμίζει, θα μπορούσε να ήταν στο “Load”, “Reload” αλλά εδώ οι κιθάρες είναι πιο heavy.
“Murder One”, αφιερωμένο στον LEMMY οι στίχοι του τραγουδιού έχουν σχέση με τον Lemmy. Μουσικά δεν θυμίζει Motorhead, κάτι από “Load” ήχο (μέτριο σαν τραγούδι), αλλά είναι φόρος τιμής προς τον Lemmy.
Τελευταίο τραγούδι του δίσκου “Spit Out The Bone”, όπως ξεκίνησε ο δίσκος επιθετικά έτσι και τελειώνει επτά λεπτά επιθετικά, ισοπεδώνουν ότι άφησαν στο πέρασμα τους. Απίστευτα το παίξιμο στα τύμπανα του Lars, γρήγορα και απίστευτα κιθαριστικά riffs. Στη μέση το μπάσο του Rob φέρνει αναφορά στο “Overkill”. Πάντως να οδηγείς και να ακούς το “Spit Out The Bone” μόνο σε εθνική οδό, όχι στην Αθηνών-Πατρών.
Συνοπτικά είμαι ικανοποιημένος για τα 77 λεπτά μουσικής. Το κάθε τραγούδι διαφορετικό σε μορφή από το άλλο δεν μοιάζουν. Η φωνή του Hetfield απίστευτη και τα κιθαριστικά του μέρη άψογα, ο Ulrich παίζει ίσως τα καλύτερα τύμπανα της ζωής του. Επιτέλους δούλεψε ο Ulrich στον δικό του τομέα. Ο Kirk Hammett η αποκάλυψη παίζει ωραία θέματα και ας μην έχει καμία σύνθεση στον δίσκο. Ο Rob Trujillo το μπάσο του ακούγεται εκεί που χρειάζεται. Δυστυχώς γι’ αυτόν, o Cliff Burton ήταν ένας.
Η παραγωγή του Greg Fidelman (Slayer, Black Sabbath, Slipknot) είναι άψογη. Καλύτερο σε παραγωγή από το “Death Magnetic”. Γι’ αυτό χρειάζεται αρκετή ακρόαση. Το μόνο που έχω να σας πω. Αγοράστε τον δίσκο. Τον άκουσα από mp3, μου τον έστειλαν μέσο facebook γι’ αυτό γνωρίζω τα τραγούδια προτού βγει ο δίσκος. Καλά κάνει η μπάντα και έχει αφήσει μόνο δύο-τρία να έχουν διαρρεύσει στο Υou-Τube.
Είμαι συλλέκτης της μπάντας έχω κάνει τις οικονομίες μου και άνεργος θα τον αγοράσω πρώτα σε βινύλιο. Αγαπήστε τα βινύλια…
 
Κριτική: Διογένης Μπαλαμάτσιας.
 
................................................................................................................
 
 
Ακολουθεί και δεύτερη κριτική για το νέο album των Metallica...
 
Ακούμε νέο δίσκο των Metallica μετά από 8 ολόκληρα χρόνια, πολλά δεν είναι;…
Λοιπόν, η καθυστέρηση για ένα συγκρότημα σαν τους Metallica, είναι πολύ για να κυκλοφορήσουν ένα δίσκο, έτσι οι πρώτες σκέψεις μου ήταν… «θα πρέπει να προσπαθήσω σκληρά και να δώσω όμως την απαιτούμενη προσοχή στο νέο τους album».
Το ότι οι Metallica, είναι ένα τόσο πολύ μεγάλο όνομα παγκοσμίως, είναι γνωστό τοις πάσι, αφού έχει εκτιμηθεί αυτό από όλους τους Heavy Metal οπαδούς, έτσι νομίζω ότι είναι πολύ προσεκτικοί όταν δημιουργούν καινούργια μουσική.
Φυσικά και το “Lulu” ήταν μια πολύ ατυχής στιγμή στην καριέρα τους, άλλα τέλος πάντων είμαι χαρούμενος που ακόμα δημιουργούν καλή μουσική και κάποια δυναμικά σκληρά τραγούδια.
Η νέα μουσική δισκογραφική δουλειά τους, έχει κάτι απ’ όλα τα μέχρι τώρα album τους, από αργά αλλά και γρήγορα κιθαριστικά riffs και έχω την αίσθηση ότι ο χρόνος θα δικαίωση τούτο το album, ότι πραγματικά θα πουλήσει κι αυτό εκατομμύρια αντίτυπα είναι δεδομένο πια.
Οι Metallica θέλουν και κάνουν μουσική με κάποια κατεύθυνση προς το “Death Magnetic” αντιγράφοντας κάπως τον εαυτό τους, το album έχει πολύ καλά riffs, τα φωνητικά στο γνώριμο ύφος και με την μουσική κολλάνε πολύ, ο James δίνει προσοχή και στη μουσική εκτός από τους στίχους. Το drumming του Lars είναι μια χαρά, ενώ τα solo της κιθάρας από τον Kirk είναι απολύτως αιχμηρά εκεί που πρέπει. Αλλά και η διπλή κιθαριστική δουλειά που κάνουν οι James και Kirk είναι μοναδική, δεν θα μείνει νομίζω σε κανέναν αξέχαστη.
Εμένα μου αρέσει αυτό το album, τώρα για εσάς δεν ξέρω... Σε γενικές γραμμές το “Hardwired… To Self-Destruct”, δεν είναι ένα απογοητευτικό album, ακούγεται όσο πρέπει σαν Metallica, δηλαδή.
Οι Metallica που σχηματίστηκαν το 1981 από τους Lars Ulrich και James Hetfield, έχουν γίνει ένα από τα πλέον σημαίνοντα και εμπορικά, επιτυχημένα Heavy Metal συγκροτήματα στην ιστορία τις σκληρής μουσικής, θέλουμε δε θέλουμε. Έχοντας πουλήσει περίπου 110 εκατομμύρια δίσκους, δεν τους λες κι αποτυχημένους έτσι δεν είναι; Παίζοντας μπροστά σε εκατομμύρια θαυμαστές κυριολεκτικά και στις επτά ηπείρους του πλανήτη μας.
Αυτά που εγώ ξεχώρισα ήταν τα εξής τραγούδια… “Hardwired”, “Atlas, Rise!”, “Moth Into Flame”, “Spit Out The Bone”, “Confusion”, “Halo On Fire”, “Dream No More”, “Here Comes Revenge”, τραγούδια λοιπόν, με διάθεση να μείνουν στην ιστορία του Heavy Metal. Το ότι υπάρχουν εντάξει και 2-3 μέτρια (για μένα) τραγούδια που κουράζουν στην ακρόαση, δεν νομίζω όμως ότι σε έναν καλό δίσκο σαν το “Hardwired… To Self-Destruct”, αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ιδιαίτερα αρνητικό. Εν κατακλείδι, οι θρυλικοί πια πενηντάρηδες Metallica, μας χάρισαν έναν δυνατό, στιβαρό, βαρύ δίσκο με καλές στιγμές από Τhrash, από Ηeavy, άλλα και από Hard Ρock…
Τέλος, για μένα ο δίσκος των Metallica είναι ένας αρκετά καλός δίσκος, προσπαθώντας να τον κρίνω απλά και αντικειμενικά, έχω να σας πω τα εξής… Το “Hardwired… To Self-Destruct”, χωρίζεται σε δύο μέρη, σε τραγούδια που μας θυμίζουν τις ρίζες των Metallica μέχρι και το “Metallica” album και σε κάποια άλλα τραγουδια από “Load”, “Reload” και “St. Anger” περιόδους, που για μένα προσωπικά δεν ήταν ακριβώς Μetallica όπως τους γνώρισα στα 80’s, αλλά κάποιο άλλο συγκρότημα. Θα ήθελα πάντως να ήτανε λίγο πιο Thrash, να παίζανε δηλαδή όπως τις παλιές καλές εποχές μέχρι το 1991, αλλά από ότι φαίνεται μάλλον αυτό δεν το θέλουν οι ίδιοι, γιατί θέλουν να έχουν μια περισσότερη ποικιλία στην μουσική τους... Πάντως όσο πιο πολύ όμως το ακούω τόσο πιο πολύ μου αρέσει.
Επειδή πολλοί τους κράζουν, θα πω τούτο ας είχαν κάνει έστω όλοι αυτοί εκεί έξω το 0.5% αυτών που έχουν καταφέρει οι Metallica και μετά να ομιλούν. Μεγαλώσανε, αλλά μας έχουν χαρίσει απίστευτα τραγούδια, τεράστιο group, στην ιστορία μείνανε για τα αριστουργήματα τους.. Όποιος δε μπορεί και δε θέλει σπίτι του.
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
TYGERS OF PAN TANG
TYGERS OF PAN TANG
(2016)
 
 
Αν αγαπάτε τη δεκαετία του ’80, τώρα θα μου πείτε και ποιός δεν την αγάπα; και ας μην την έζησε σε φυσικό-πραγματικό χρόνο (όπως ο γράφων). Εάν λοιπόν, αγαπητοί αναγνώστες, είστε ένας οld τύπος σαν κι εμένα, τότε θα γνωρίζετε σίγουρα ότι αυτή η δεκαετία ήταν η κορυφή για το Heavy Metal. Μεγάλα συγκροτήματα ήταν τεράστια όπως οι Iron Maiden, οι Judas Priest, ή οι Metallica, ως έφηβος τότε είχα δαπανήσει πολλές από τις ώρες μου για ν’ ακούω Metal μουσική, όπως κάνω και τώρα σε κάθε ευκαιρία. Ακόρεστη δίψα τότε, αλλά και τώρα για νέα και καλή μουσική, θα ομολογήσω ότι ανήκω σε αυτούς που αγαπούν το NWOBHM ακόμη και σήμερα. Σίγουρα, είμαι χαρούμενος όταν παλιά NWOOBHM σχήματα βγάζουν νέους δίσκους, όπως ας πούμε οι Tygers Of Pan Tang.
Οι Tygers Of Pan Tang έκαναν επιτυχία στην δεκαετία του ’80, αλλά χώρισαν στα τέλη της δεκαετίας, ξαναήρθαν στην επιφάνεια όπως πολλοί έκαναν στη δεκαετία του 2000, για να λάβουν μέρος κυρίως σε κάποια festival. Έχουν κυκλοφορήσει μερικά δισκογραφικά έργα από τότε που ξανά φτιάχτηκαν και αυτό εδώ είναι το ομότιτλο (όχι το πρώτο αλλά το12ο) album τους.
Σε αντίθεση με ότι περίμενα (σε σχέση με άλλα NWOBHM groups, που δισκογραφούν ακόμη), οι Tygers Οf Pan Tang δεν είναι καθόλου χλιαροί, στην πραγματικότητα φίλοι μου, είναι ακριβώς το αντίθετο.
Τραγούδια όπως αυτό που ανοίγει τον δίσκο το “Only The Brave”, αλλά και το “Never Give In” είναι διπλά καταιγιστικά στο κεφάλι του κάθε ανυποψίαστου ακροατή, επιπλέουν διαθέτουν μεγάλες φωνητικές γραμμές και σφιχτή ρυθμική κιθάρα. Το ίδιο ισχύει και με τα “Do It Again” και “Devil You Know” που είναι κάπως πίσω στον παλιό καλό τους ήχο, των πρώτων ημερών του κλασικού NWOBHM. Αλλά έχουμε και τις απαραίτητες δυναμικές μπαλάντες όπως η “The Reason Why” και η “Praying For A Miracle”, αξιόλογο είναι και το τραγούδι “I Got The Music In Me”.
Τώρα, από τους παλιούς original Tygers μόνο ο κιθαρίστας Robb Weir έχει μείνει στο σχήμα, όλοι οι υπόλοιποι μουσικοί που πλαισιώνουν το group, (χοντρικά) είναι μετά από το 2000.
Μουσικά τώρα εν έτη 2016, οι Tygers Οf Pan Tang νομίζω πως έχουν όλα όσα θα θέλετε ν’ ακούσετε από ένα παλιό 80’s αρχειακό σχήμα, σαν να είσαι πίσω κάπου στην δεκαετία του ’80. Ο δίσκος περιέχει πολλά και καλά πιασάρικα riffs, ενεργητικούς ύμνους, πετάλια κιθάρας wah-wah αλλά όχι αρκετά όσο θα ήθελα. Το πλαίσιο των φωνητικών είναι καθαρό και ωραίο, ο δίσκος έχει και ένα ζευγάρι από μπαλάντες. Δεν ξέρω αλήθεια πόση διάρκεια ζωής θα έχει αυτό το album, αλλά για χάρη της νοσταλγία, δώστε του μια εύκαιρα, καθώς το rhythm section είναι σφιχτό, οι διπλές κιθάρες παίζουν πολύ όμορφα solos και ο τραγουδιστής έχει την τέλεια φωνή για αυτό το συγκεκριμένο μουσικό ύφος, που έχει τώρα το σχήμα. Η άποψη μου είναι ότι οι Tygers, χτύπησαν έναν καλό δίσκο, που κάνει το υλικό καλύτερο λόγο του καλού ήχου αλλά και της τέλειας καθαρής παραγωγής,
Η μεγαλύτερη έκπληξη για μένα σε αυτό το νέο Tygers album, ήταν η προσφορά που προσπάθησαν να φέρουν ως πραγματικό φόρο τιμής, στις παλιές 80’s ημέρες που πέρασαν, στην σύνθεση των τραγουδιών. Όχι, αυτό δε με αιφνιδίασε και τόσο, όσο με αιφνιδίασε η παραγωγή, ειλικρινά, αυτά τα τραγούδια δεν είναι σαφώς και τα καλύτερα από οτιδήποτε αλλά έχουν κυκλοφορήσει, αλλά τα προηγούμενα albums δεν είχαν και τόσο τέλειες παραγωγές. Τούτο εδώ το album ακούγεται σαν γροθιά, όλα τα τραγούδια, τα mid-tempo αλλά και τα high είναι στην καλύτερη περίπτωση, τέλεια. Η ενέργεια του group έρχεται μέσα από ένα επιθετικό/ δυναμικό μείγμα και αυτό είναι ένα πολύ καλό σημείο, αλλά και τι καλή παραγωγή έχουν κάνει. Μην αφήνετε αυτό το album να περάσει έτσι από διπλά σας, έχει άψογα τραγούδια, ένα γλυκό άκουσμα αν έχεις τ’ αυτιά σου ανοιχτά.
Οι Tygers μας έδωσαν έναν διασκεδαστικό δίσκο πισωγύρισμα στην χρυσή δεκαετία του ’80, σκεφτείτε το σαν ένα ποτήρι κρύας μπύρας σε μια καυτή καλοκαιρινή μέρα και όχι μόνο.
Αν οι Tygers Of Pan Tang είχαν βγάλει ας πούμε τούτο το album 30 χρόνια πίσω, (δηλαδή το 1986), τώρα θα μιλούσαμε για ένα διαχρονικό Tygers δίσκο, αλλά έχουμε 2016 και τα πράγματα έχουν αλλάξει κατά πολύ, οπότε στο χέρι μας είναι αν θέλουμε να του δώσουμε την θέση που του αξίζει, στην ιστορία του Heavy Metal...
 
 
TYGERS OF PAN TANG: “Only The Brave”, “Dust”, “Glad Rags”, “Never Give In”, “The Reason Why”, “Do It Again”, “I Got the Music In Me”, “Praying For A Miracle”, “Blood Red Sky”, “Angel In Disguise”, “The Devil You Know”.
TYGERS OF PAN TANG: Jacopo Meille – Vocals, Robb Weir – Guitar, Micky Crystal – Guitar, Gavin Gray – Bass and Craig Ellis – Drums.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
DARK QUARTERER
ITHACA
(2015)
 
 
Έβδομο full-length album για τους Ιταλούς (από την Toscana,) Dark Quarterer, που κυκλοφόρησε πέρισυ (2015), αλλά εμείς τώρα το πήραμε στα χέρια μας σε βινύλιο, έτσι κλασικά πράγματα.
Το πρώτο album με νέο υλικό από το 2008, εδώ έχουν κάνει άλλο ένα πόνημα με στοιχεία από Ρower Μetal και Ρrogressive Rock, αλλά μερικές φορές και πολλά συχνά συμφωνικά περσάματα.
Οι Dark Quarterer έχουν μείνει πιστοί στον ήχο, που τους έκανε γνωστούς πίσω στα τέλη των 80’s με τα δύο πρώτα ιστορικά και μυθικά, διαχρονικά album τους, αν και έχουν υπάρξει σαν σχήμα από τη δεκαετία του ’70. Μέσα από όλο αυτό το χρονικό διάστημα, αρχικά μέλη είναι μόνο οι Gianni Nepi (τραγούδι, μπάσο) και Paolo Ninci (τύμπανα), έτσι οι δύο τους έχουν στην κατοχή τους ευτυχώς το συγκρότημα. Ενώ το τρέχων line-up συμπληρώνουν οι Francesco Sozzi στις κιθάρες και Francesco Longhi στα πλήκτρα, όπου παρέμεινε σταθερό από το 2000.
Η μεγαλύτερη διαφορά που υπάρχει μεταξύ αυτής της νέας δισκογραφικής δουλειάς, με την δεκαετία του ’80 και τα κλασικά “Dark Quarterer” και “The Etruscan Prophecy”, είναι η πολύ βελτιωμένη καθαρή και καλή παραγωγή. Ένας άλλος λόγος είναι ότι πρώτη φορά προστέθηκαν και κάποια δεύτερα γυναικεία φωνητικά.
Το “Ithaca” είναι ένα concept δισκογραφικό έργο, βασισμένο στο γνωστό ποίημα του Έλληνα ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη, γεγονός που καθιστά τον δίσκο αυτόν απαραίτητο για όλους μας εδώ στην Ελλάδα, τουλάχιστον για τους Ηeavy Metal οπαδούς. Σημείο επιστροφής στην πατρίδα του, την Ιθάκη, ήταν ο στόχος για τον Οδυσσέα του Ομήρου, αλλά στο τέλος σημασία έχει το ίδιο το ταξίδι που τελικά πραγματοποιήθηκε και η αξία αυτού, στο πέρασμα των αιώνων. Ένας στόχος που αναβαλλόταν συνεχώς, επειδή η σημασία ενός ταξιδιού γίνεται στη διαδρομή και όχι στόχος του ίδιου.
Τα τραγούδια του “Ithaca” αντανακλούν αυτό το μοναδικό στοιχείο, δεν υπάρχει φόβος που έχουν δώσει στα τραγούδια διάρκειες άνω των 5-6 λεπτών, έτσι έχουν όλο τον απαραίτητο χρόνο και χώρο, να κάνουν τις ρυθμίσεις που χρειάζονται για να αξιοποιήσουν και να αναπτύξουν, την πραγματικά συναισθηματική αξία του ταξιδιού αυτού. Μέσα από ακουστικές κιθάρες, βαριά παραμορφωμένα riffs και solo, πιάνο και Hammond όργανο, μελωδικό το ύφος των τραγουδιών, ως επί το πλείστον καθαρή και η φωνή του Gianni Nepi, αλλά στιγμές είναι και κάπως δαιμονική όσον αφορά τον βρυχηθμό. Δυναμική και απρόβλεπτα καλή και η κιθαριστική δουλειά του Francesco Sozzi, όσοι την ακούσουν σωστά, θα εκτιμήσουν σίγουρα τα ατμοσφαιρικά segues που γνέφουν προς τη δεκαετία του ’70, καθώς το Ρrog αίσθημα αφθονεί πολύ εδώ.
Αυτό το album είναι μια ωραία προσθήκη στον σεβαστό κατάλογο των Dark Quarterer, ένα group που χρειάζεται το χρόνο του όταν κυκλοφορεί νέες δισκογραφικές δουλειές.
Ένα concept album με θέμα την “Οδύσσεια” του Ομήρου και τον Οδυσσέα, επηρεασμένο από το γνωστό ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη “Ιθάκη” του 1911.
Στο μουσικό στοιχείο τώρα, εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ ένα Epic Progressive/ Metal, αρκετά διαφορετικό δίσκο, με στοιχεία από Doom Metal, αλλά και Power Metal, καθώς επίσης και παραδοσιακό Progressive Rock και μερικές φορές διάσπαρτα στοιχεία από Συμφωνικό Rock. Ωστόσο, ακόμη και μέσα στην σύνθεση οι Ιταλοί δεν κουράζουν, παρουσιάζουν πολύ ποικιλία, που αναφέρεται ως Doom προσανατολισμένη κυρίως στα 70’s.
Με την ευκαιρία, να πω ότι τα φωνητικά είναι επίσης πολύ διαφορετικά εδώ, καθαρά φωνητικά με απαγγελία υπεύθυνη και βραχνή, μερικές φορές μονολιθικά, ενώ μερικές φορές είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι αυτός ο άνθρωπος τραγουδά ή απαγγέλει. Το Hammond πιάνο χρησιμοποιείται ενεργά, αλλά η μουσική εξακολουθεί να είναι αρκετά βαριά και κάπως μεταλλική, επίσης η μουσική μπορεί να περιγραφεί ως Ρrog Metal.
Σε γενικές γραμμές, μια δισκογραφική δουλειά με ενδιαφέρον και ποικιλία, οι παλιές παραδόσεις των 70’s-80’s είναι εμφανείς, αλλά και νεότερες επιρροές από 90’s Prog.
Οι Ιταλοί cult Heavy Metalers Dark Quarterer, εδώ θυμίζουν κατά καιρούς κάτι από Black Sabbath, Uriah Heep, ή Rainbow. Ο ήχος τους είναι προοδευτικός, αλλά όχι με την έννοια της επιδειξιμανίας στην τεχνική που συνδέεται συχνά με το είδος αυτό, αλλά με το μεγαλείο των συνθέσεων, στον concept δίσκο αυτό όλα γίνονται με καλό και προοδευτικό τρόπο, χωρίς να κουράζουν καθόλου.
 
 
DARK QUARTERER: Gianni Nepi – Vocals/ Bass, Francesco Sozzi – Guitar, Paolo Ninci – Drums and Francesco Longhi – Piano.
ITHACA: “The Path Of Life, “Night Song”, “Mind Torture”, “Escape”, “Nostalgia”, “Rage Of Gods”, “Last Fight”, “Peace”.
LP Bonus Tracks: “War Tears”, “Peace”.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
 
 
Η “Ιθάκη” του Κωνσταντίνου Καβάφη (1863~1933), είναι ένα από τα πιο γνωστά του, αν όχι το πιο γνωστό του ποίημα.
“Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μεν' η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωϊά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους,
να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά,
σε πόλεις Αιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί ειν' ο προορισμός σου.
Αλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στο δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ'έδωσε τ' ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δε σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν”.
FATES WARNING
THEORIES OF FLIGHT
(2016)
 
 
Το “Theories Of Flight” είναι το 12ο full-length studio album, από το Ρrogressive Μetal σχήμα των Αμερικανών Fates Warning. Είναι ο διάδοχος του “Darkness In A Different Light” του 2013 και δεύτερο album μετά από 9 χρόνια διαλείμματος που είχαν μετά το “FWX” (2004).
Στιλιστικά το “Theories Of Flight” είναι λίγο πολύ μια συνέχεια του Ρrogressive Μetal στυλ που ειχαν και στο “Darkness In A Different Light”. Γενικά είναι λίγο πιο μελωδικό στα αυτιά μου επίσης ηχεί πιο ελαφρώς πιο ήσυχο, αλλά η γενική ιδέα είναι παρόμοια με τον προκάτοχο του. Ενδιαφέρουσα είναι τα κιθαριστικά riffs και οι βασικοί ρυθμοί, τα μελωδικά solos, όμορφη ακουστική/ καθαρή κιθαριστική δουλειά από τον δικό μας Jim Matheos, αλλά και ο Ray Alder, είναι πολύ έντονα συναισθηματικά τα φωνητικά του, όπου χαρακτηρίζονται από αρμονία και χορωδιακά φωνητικά.
Χαρακτηριστικό γνωρίσματα του δίσκου τα λίγα τραγούδια (8 στον αριθμό), αλλά μεγάλα σε διάρκεια, πλήρες χρόνος του δίσκου τα 52 λεπτά. Τόσο το “The Light And Shade Of Things” όσο και το “The Ghosts Of Home”, είναι μεγάλα σε διάρκεια περίπου τα 10 λεπτά το καθένα, αλλά τα υπόλοιπα τραγούδια κυμαίνονται μεταξύ των 4 και των 6 λεπτών. Το υλικό του δίσκου είναι πολύ καλογραμμένο και ο συνδυασμός των σχετικά πιασάρικων τραγουδιών όπως τα “Seven Stars”, “SOS” και “Like Stars Our Eyes Have Seen”, δεν είναι πλέον και τα πιο πολύπλοκα τραγουδια σαν τα δύο πρώτα που ανέφερα των 10 λεπτών, το “From The Rooftops” που ανοίγει τον δίσκο λειτουργεί κι αυτό πολύ καλά.
Τώρα που έχω αναφερθεί σχεδόν το κάθε τραγούδι που χαρακτηρίζει τούτο το album, ας αναφέρω και τα υπόλοιπα δύο, το “White Flag” όπου είναι ένα ισχυρό τραγούδι με μια επιβλητική φωνητική απόδοση από τον Alder και το ομώνυμο “Theories Of Flight”, ένα κομμάτι το οποίο είναι ένα ατμοσφαιρικό instrumental που κλείνει τον κανονικό δίσκο στην μορφή του CD. Γιατί στη έκδοση του βινυλίου έχει άλλα 6 τραγούδια σαν bonus, δηλαδή... ακουστικές εκδόσεις σε δικές τους συνθέσεις, αλλά και ακουστικές διασκευές.
Συνολικά θα έλεγα ότι το “Theories Of Flight” είναι μια πολύ δυναμικό και περιπετειώδες album, τη μια στιγμή είναι μελωδικό και όμορφο και την επόμενη στιγμή λίγο πιο σκούρο και βαρύ.
Η μουσικότητα όλων των μουσικών (όπως είναι φυσικό αλώστε μετά από τόσα χρόνια εμπειρίας), είναι σε υψηλό επίπεδο σε όλες τις θέσεις που κατέχει ο καθένας. Ο Alder όπως αναφέρθηκε είναι απίστευτα εξειδικευμένος και έχει πολύ διακριτή ήχο στα φωνητικά του, ο οποίος μπορεί να τραγουδήσει τόσο συγκινητικά και με ώριμο τρόπο, αλλά και πιο δυνατά και πιο επιθετικά όταν αυτό χρειαστεί, με πάθος και αυτοπεποίθηση. Το υπόλοιπο rhythm section, ξέρει να παίζει έναν πλούσιο και ισχυρό ήχο, οι κιθάρες του Matheos είναι μελωδικές και βαριές, ειδική μνεία αξίζουν τα καθαριστικά solos του, όπου είναι τοποθετημένα με πολλή προσοχή στον τόνο και το συναίσθημα, επίσης είναι και αρκετά ποικιλόμορφα. Φυσικά killer drumming έχουμε και από τον Bobby Jarzombek, αλλά να μην ξεχάσω και την καθολική συμβολή στο album από τον Joey Vera στο μπάσο.
Το “Theories Of Flight”, επίσης προσφέρει μία ζεστή, σαφή και ισχυρή παραγωγή στο άκουσμα, η οποία ταιριάζει τέλεια με το υλικό, στα δικά μου αυτιά είναι η καλύτερη κυκλοφορία τους εδώ και χρόνια, η οποία είναι ιδιαίτερα καλή, λόγω της αυξημένης έμφασης στην μελωδία και η προσβασιμότητα που έχουν εδώ οι βετεράνοι Fates Warning. Κομβικό σημείο είναι ότι δεν έχει επηρεάσει η βαριά και ισχυρή μουσική, την σκληρή ισορροπία του album, ένας δίσκος που δεν κουράζει καθόλου.
Ενώ και οι ακουστικές εκτελέσεις της τέταρτης πλευράς του βινυλίου, διασφαλίζουν κάποιες κορυφαίες στιγμές, έτσι λοιπόν αξίζει η αγορά του (για κάποιους), σε αυτή την έκδοση.
Ποτέ δεν πίστευα ότι θα έβλεπα την ημέρα που θα μπορούσα να αγκαλιάσω θετικά, ξανά πλήρως ένα ολόκληρο album των Fates Warning, όπως στα 80’s ή στις αρχές των 90’s, αλλά εδώ είναι αυτό το album που μου άλλαξε τη γνώμη. Το τελευταίο ήταν το “Inside Out” (απόλυτα αγαπημένος δίσκος), αλλά από τότε έχουν περάσει πάνω από 2 δεκαετίες, έτσι αυτό το 12ο studio album έρχεται ως πραγματική έκπληξη, για μένα. Έτσι δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση για την ποιότητα εδώ, υπάρχει αναζωογόνηση σε όλους τους τομείς, στην πραγματικότητα οι προσδοκίες είναι υψηλές για ένα τέτοιου βεληνεκούς μυθικό-διαχρονικό συγκρότημα, σε καμιά περίπτωση δεν απογοητεύουν. Το συγκρότημα παραδίδει γι' άλλη μια φορά, μελωδίες, σκληρό ήχο, απαράμηλη τέχνη, αλλά και σπουδαίες τεχνικές ικανότητες και πτυχές από όλα τα μέλη.
 
 
THEORIES OF FLIGHT: “From The Rooftops”, “Seven Stars”, “SOS”, “The Light And Shade Of Things”, “White Flag”, “Like Stars Our Eyes Have Seen”, “The Ghosts Of Home”, “Theories Of Flight”.
LP Bonus Tracks: “Firefly”, “Seven Stars”, “Another Perfect Day”, “Pray Your Gods”, “Adela”, “Rain”.
FATES WARNING: Ray Alder – Vocals, Jim Matheos – Guitars, Joey Vera – Bass and Bobby Jarzombek – Drums.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
KANSAS
THE PRELUDE IMPLICIT
(2016)
 
 
Δεκαέξι χρόνια μετά την τελευταία κυκλοφορία οι μεγάλοι (όχι μόνο σε ηλικία) Kansas, είναι ακόμα ενεργοί σαν συγκρότημα και μ’ ένα ολοκαίνουργιο studio album, δεν μπορούσα να το πιστέψω.
Ο νέος frontman τραγουδιστής είναι ο Ronnie Platt (ήδη στα μέσα των πενήντα), αλλά τραγουδά με τόση δύναμη και τόσο θριαμβευτικά, όπου θα μπορούσε να τα βάλει και με κάποιον τριάντα χρόνια νεότερο του. Από το ηχόχρωμα του, ακούγεται πολύ όπως ο John Elefante, (ο οποίος είχε αντικαταστήσει τον αυθεντικό Steve Walsh στις αρχές της δεκαετίας του ’80).
Από τις πρώτες μέρες των Kansas μόνο ο κιθαρίστας Rich Williams και ο drummer Phil Ehart έχουν μείνει, ενώ ο μπασίστας Billy Greer είναι μαζί τους από το 1986. Τα καινούργια μέλη είναι από 2014 και μετά στο group, όλοι μαζί παράγουν μια νέα δημιουργική ώθηση στο σχήμα εν έτη 2016.
Γεμάτος ενθουσιασμό έκατσα ν’ ακούσω το 14ο album τους “The Prelude Implicit”, η θαυμάσια, δυναμική παραγωγή έκαναν την ακρόαση πολύ ευχάριστη, οι Kansas μας προσφέρουν δέκα τραγούδια σ’ ένα μοναδικό μείγμα Prog, Hard Rock και AOR.
Δεν νομίζω πως οι Kansas χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις, Αμερικανικό Progressive Rock συγκρότημα λοιπόν, που δημιουργήθηκε το 1973 (Topeka, Kansas) και γνώρισε μεγάλη επιτυχία στα τέλη της δεκαετίας του ’70, με τα album “Leftoverture”(1976) και “Point Of Know Return” (1977). Ενώ οι μεγαλύτερες επιτυχίες τους όπως όλοι σας προφανώς γνωρίζεται ήταν τα “Carry On Wayward Son” και “Dust In The Wind”.
Παρόλο που οι δεκαετίες έχουν περάσει, παρ’ όλα αυτά για μένα εξακολουθούν να είναι αρκετά καλοί, αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το έργο του David Ragsdale στο βιολί, που έχει αντικαταστήσει από το 1991 τον θρυλικό Robby Steinhardt. Οι κιθάρες των Zak Rizvi και Richard Williams, είναι καλές χωρίς περιττά solos, ενώ τα πλήκτρα του David Manion, κάνουν αρκετά συχνή χρήση του παλιού καλού Hammond που θα θυμίσει σε πολλούς Deep Purple ή Uriah Heep.
Οι Kansas ξέρουμε ότι σαν μουσικό σύνολο είναι επιτυχημένο, κάθε δευτερόλεπτο που περνά ακούγοντας το δίσκο συνειδητοποιείς ότι υπάρχον για σχεδόν 45 χρόνια, αλλά η δύναμη και ο ενθουσιασμός είναι σαφέστατος.
Μετά από 16 χρόνια που είχαμε ν’ ακούσουμε νέο υλικό τους, η νέα έκδοση του group αναμφίβολα είναι πολύ καλή, όταν είσαι ένα από τα πιο επιδραστικά συγκροτήματα στην ιστορία του Hard Rock/ Rock και πιο συγκεκριμένα στο Prog Rock, τότε ο πήχης που έχεις βάλει είναι πολύ ψηλά.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, είναι δύσκολο να αφομοιώσει κανείς το νέο πόνημα, χωρίς τους βασικούς παίκτες στην ιστορία τους, όπως οι Steve Walsh, Kerry Livgren και Robby Steinhardt, βέβαια χωρίς αμφιβολία, θα ελεγα ότι οι νέοι Kansas έχουν καταφέρει να καταγράψουν ένα σπουδαίο δίσκο (τιμωρουμένων των αναλογίων βέβαια, ένα πολύ κομψό Prog Rock album.
Αυτή τη φορά, οι τρεις Phil Ehart, Billy Greer και Rich Williams έχουν πάρει τον απόλυτο έλεγχο του νέου αυτού δισκογραφικού έργου, ωστόσο με την πολύτιμη βοήθεια του ο νεοφερμένος Zak Rizvi, παίζει ένα πολύ σημαντικό ρόλο τόσο ως προς τη σύνθεση, στην παραγωγή, αλλά και στην απόδοση στις κιθάρες.
Πολύ κομψό Prog Rock και με έννοια, περισσότερο από ότι κυκλοφορεί κατά καιρούς στον χώρο αυτό, όλος ο δίσκος έχει λαμπρή αρμονία. Περισσότερο από μια ώρα απόλυτης απόλαυσης και χαράς, χάρις σε ένα εξαιρετικά κομψό δισκογραφικό έργο, με επεξεργασίες μελωδίας και με ρυθμούς από άλλο γαλαξία.
Όλα τα μουσικά θέματα των Kansas λειτουργούν τέλεια, με μια πρωτοφανή ομαλότητα, βελούδινος και πολύ συμφωνικός ήχος, όλο το rhythm section είναι μέσα στο πνεύμα του δίσκου, όλοι παίζουν εντυπωσιακά, μαγευτικά, αλλά η βάση υπογράφεται από τον δίδυμο Ehart και Greer. Όλα είναι εκπληκτικά τα τύμπανα, το μπάσο, τα βιολιά, οι κιθάρες, τα πλήκτρα, τα φωνητικά, όλα μα όλα είναι πραγματικά εξαιρετικά.
Δεν έχω να προτείνω κάποιο τραγούδι, απλά τέτοια album δεν τ’ ακούς μόνο ολόκληρα, αλλά τα ρουφάς σαν σφουγγάρι, μαθαίνεις μέσα απ’ αυτά και γίνεσαι καλύτερος. Ένα μεγάλο συγκρότημα που υπηρέτησε και υπηρετεί πίστα το χώρο του Progressive Rock, χωρίς πολλές φανφάρες. Έτσι πρέπει να παίζεται το πομπώδες Prog Rock με ψυχή και όχι όπως κουράζουν πολλά από τα σύγχρονα Prog Rock/ Metal σχήματα, που έχουν παγιδευτεί μέσα στην δεξιοτεχνία τους και μόνο.
 
 
THE PRELUDE IMPLICIT: “With This Heart”, “Visibility Zero”, “The Unsung Heroes”, “Rhythm In The Spirit”, “Refugee”, “The Voyage Of Eight Eighteen”, “Camouflage”, “Summer”, “Crowded Isolation”, “Section 60”.
KANSAS: Ronnie Platt – Vocals, Rich Williams – Guitar, Zak Rizvi – Guitar, Billy Greer – Bass, David Manion – Piano, David Ragsdale – Violin and Phil Ehart – Drums.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
TREAT
GHOST OF GRACELAND
(2016)
 
 
Όταν λέτε Σκανδιναβικό μελωδικό Hard Rock, τι ακριβώς εννοείτε; Μήπως εννοείτε ας πούμε μόνο τους Europe, ή τους Talisman πχ; Όχι υπάρχουν και δεκάδες άλλα σχήματα όπου αξίζουν να τους ρίξετε μια ματιά. Όπως θα λέγαμε οι ξεχασμένοι Treat, όπου στη δεκαετία του '80 κυκλοφόρησαν τέσσερις πολύ καλούς δίσκους μελωδικού Hard Rock.
Για να σας πω την αλήθεια κι εγώ τους άφησα κάπου εκεί στα 1989-90 όταν βγήκε το “Organized Crime”, έκτοτε δεν άκουσα κάτι από αυτό το συγκρότημα, μέχρι φέτος που πήρα το “Ghost Of Graceland”. Από τότε μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει δύο δίσκους, ένα album το 1992 κι ένα το 2010.
Αυτό το album εν έτη 2016, είναι ένα καλός μελωδικός Hard Rock δίσκος που δείχνει μια πραγματική εξέλιξη, στο χώρο της μουσικής που κινούνται οι Treat.
Δεν γνωρίζω εάν το “Ghost Of Graceland”, θα μπορέσει ν’ αντέξει στον χρόνο, όπως τα 80’s album τους, ή θα μνημονεύεται μετά από παρέλευση κάποιων ετών...
Αν δεν είστε fan του μελωδικού Hard Rock, αυτό το album δεν θα σας κάνει, αν πάλι σας αρέσει το Melodic Hard Rock, τότε είμαι σίγουρος πως θα ευχαριστηθείτε και με το παραπάνω τούτο το νέο πόνημα των Σουηδών.
Σαν δίσκος είναι άψογος, ο κιθαρίστας Anders Wikström και το συγκρότημα του επιστρέφει για να δώσει τον καλύτερο εαυτό του, με νέα ενέργεια, με νέους ρυθμούς και νέα μουσικά στοιχεία που έχουν εμπλουτίσει σημαντικά την πρόταση τους, για το μελωδικό Hard Rock. Καταφέρνουν να κρατήσουν στο μεγαλύτερο μέρος του δίσκου τον ακροατή, το οποίο είναι αρκετό, χάρις στα ουράνια μαγικά φωνητικά του Robert Ernlund, ένας από τους καλύτερους τραγουδιστές στην ιστορία του σκληρού AOR. Κομψός και ο Jamie Borger στα τύμπανα άλλος ένας γίγαντας του σκανδιναβικού ήχου, ενώ η μαγεία του Patrick Appelgren στα πλήκτρα είναι μοναδική, αλλά το ταλέντο, το χάρισμα και η τεχνική του Anders Wikström στις κιθάρες είναι και πάλι υπερφυσικό, όπως πίσω στα 80’s.
Όπως είπα και πιο πριν το “Ghost Of Graceland”, είναι ένα κάπως διαφορετικός δίσκο στη σύλληψη σε σχέση με τις προηγούμενες 80’s δουλειές τους, ενσωματώνοντας νέες αποχρώσεις και νέους τρόπους για να χρωματίσουν τη όμορφη μουσική τους.
Φυσικά ο χαρακτηριστικός τους ήχος εξακολουθεί να εμφανίζεται, με όλα τα συνήθη παλιά στοιχεία, όπως οι μελωδίες τους, όπως κι αυτές οι τόσο ευέλικτες γραμμές στο μπάσο, αλλά και η έξυπνη κιθάρα, αλλά τώρα πάνε θα έλεγα την μουσική ένα βήμα πιο μπροστά. Έχοντας οι Treat, αποκτήσει ηρεμία και ωριμότητα, μας δίνουν αυτή τη φορά πιο μεστές συνθέσεις και σε ρυθμούς, όπως έχουν κάνει οι συμπατριώτες τους Europe σε μεταγενέστερα δισκογραφικά τους έργα.
Τραγούδια όπως τα “I Don’t Miss The Misery”, “Too Late To Die”, λειτουργούν με θεαματικό τρόπο, με μια πιο συνετή μελωδική γραμμή, αλλά εξίσου θριαμβευτική. Αντίθετα ακολουθούν τα “Inferno”, “Nonstop Madness”, σ’ έναν πιο συνηθισμένο γλυκό ήχο. Μαγικός μελωδικός ήχος με θαυμάσια τραγούδια όπως και το ομώνυμο “Ghost Of Graceland”, πρωτότυπα riff και πολύ αποθεωτική κιθάρα και μια αρκετά μελωδική γραμμή, να μην ξεχάσουμε ν’ αναφέρουμε και την εξαιρετική μπαλάντα τους “Together Alone”.
Θεωρώ το “Ghost Of Graceland” τόσο μελωδικό και απαραίτητο όπως είναι και το νέο album των Praying Mantis “Legacy”, αναμφισβήτητα ένα από τα καλύτερα group στην ιστορία του Hard Rock, που δυστυχώς ποτέ δεν έχουν απολαύσει την τεράστια επιτυχία που τους αξίζει, ή εκεί που πραγματικά έχουν φτάσει άλλοι ομοϊδεάτες τους.
Οι Treat αν και δεν έχουν πρωτοποριακό υλικό, έχουν όμως προσθέσει άλλο ένα λιθαράκι στον τοίχο του μελωδικού AOR. Τα παιδιά έχουν βελτιώσει τον ήχο τους προς το καλύτερο, sharp-ξυράφια ρυθμοί, πεντακάθαρα κιθαριστικά riffs, καλό φωνητικό εύρος, να τονίσω εδώ πως το φωνητικό επίπεδο είναι πολύ κοντά στο αγαπημένο μου album “Legacy” των Praying Mantis.
Κοντολογίς, θα έλεγα ότι το “Ghost Of Graceland”, είναι ένα πολύ καλό μελωδικό AOR/ Hard Rock album από τη Σουηδία, με συνθέσεις υψηλής ποιότητας, καταπληκτικά φωνητικά, αριστοτεχνική μουσικότητα και άριστες συνθέσεις και μοναδική χρήση της κιθάρας.
Έξυπνο είναι και το εξώφυλλο, όπου υπαινίσσεται ότι οι δύο υπερδυνάμεις (ΗΠΑ, Ρωσία), κινούν τα νήματα και εμείς είμαστε απλά οι μαριονέτες, στο παιχνίδι τους.
 
 
GHOST OF GRACELAND: “Ghost Of Graceland”, “I Don't Miss The Misery”, “Better The Devil You Know”, “Do Your Own Stunts”, “Endangered”, “Inferno”, “Alien Earthlings”, “Nonstop Madness”, “Too Late To Die Young”, “House On Fire”, “Together Alone”, “Everything To Everyone”.
TREAT: Robert Ernlund – Vocals, Anders Wikström – Guitar, Patrick Appelgren- Keyboards, Pontus Egberg – Bass and Jamie Borger – Drums.
 
 
Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
HANSEN
XXX: THREE DEDACES IN METAL
(2016)
 
 
Ο Kai Hansen αγαπητοί μου φίλοι, θέλουμε δεν θέλουμε είναι ο ιδρυτής του Ευρωπαϊκού Power Metal, όπως τουλάχιστον το ξέρουμε περίπου τα 30 τελευταία χρόνια τώρα. Πολύ απλά ο εν λόγω κύριος ευθύνεται για την δημιουργία των δύο εκ των καλύτερων Ευρωπαϊκών/ Γερμανικών Power Metal συγκροτημάτων, αρχικά των Helloween και κατόπιν των Gamma Ray. Αλλά και στην πορεία πρόσφερε την πολύτιμη βοήθεια του και στους Iron Savior αλλά και στους Unisonic. Έτσι μετά από 3 δεκαετίες στο κουρμπέτι, αποφάσισε να κυκλοφορήσει το πρώτο του solo album εν έτη 2016.
Αποφάσισε να κάνει αυτό το album και να λειτουργήσει όχι μόνο με τους παλιούς τους φίλους, αλλά και με άλλους ταλαντούχους νέους μουσικούς και ίσως συνειδητά χωρίς τη συμμετοχή των άλλων μουσικών του σχήματος του από τους Gamma Ray. Αλλά να μαζέψει κάποιους από τους καλύτερους μουσικούς της γενιάς του (και όχι μόνο), σαν guest star για την δημιουργία του προσωπικού του δίσκου “XXX: Three Decades In Metal”.
Φυσικά, μεγάλο μέρος του υλικού του δίσκου αντηχεί (όπως ήταν άλλωστε φυσικό) σαν Gamma Ray, αλλά το album είναι κάτι περισσότερο από Heavy Metal, παρά την Power Metal μουσική του, λειτούργει κάπως πιο απλά είναι μια κατάθεση ψυχής από τον ίδιο τον καλλιτέχνη.
Ήμουν αλήθεια έκπληκτος και αναστατωμένος από το γεγονός του τι θα ακούσω από τον Kai, από έναν πολύ ενδιαφέρον και εκφραστικό Heavy Metal αγαπημένο μουσικό.
Σε γενικές γραμμές, η διάθεση του δίσκου κινείτε στο γρήγορο μουσικό τέμπο, προσανατολισμένο στο μουσικό ύφος όπως ηταν αναμενόμενο άλλωστε, των Gamma Ray και των Helloween (για να πάρετε μια ιδέα) και ως εκ τούτου είναι καλό αυτό. Τα τραγούδια του δίσκου θα έλεγα ότι θα μπορούσαν να είναι σε οποιοδήποτε album των Helloween ή των Gamma Ray, το οποίο από μόνο του είναι κάτι το ιδιαίτερο και ελκυστικό. Σε τούτο εδώ τον πρώτο του solo δίσκο ο Kai χρησιμοποιεί τα ίδια στοιχεία του Heavy Metal όπου τον έκαναν γνωστό στο Μεταλλικό Σύμπαν, σε κάθε περίπτωση αυτό είναι ότι καλύτερο υπάρχει.
Ο Hansen γυρίζει για 30 χρόνια στην πιάτσα και στην μουσική Metal βιομηχανία, έτσι χρεώνεται 3 δεκαετίες επιτυχίας, 30 χρόνια λοιπόν, αθάνατων προσφέρων στο Heavy Metal. Έτσι όλοι μας του χρωστάμε σίγουρα κάτι από τη Metal ζωή μας όλα αυτά τα χρόνια και ο ίδιος μας προσφέρει το πρώτο του δισκογραφικό έργο, για τα γενέθλια του. Το οποίο δισκογραφικό του έργο περιλαμβάνει ένα μέρος από παλιούς και νέους φίλους, που αναμφίβολα μεγεθύνουν το τελικό θετικό αποτέλεσμα.
Το “XXX: Three Decades In Metal”, είναι χωρίς κρυφές παγίδες, έχουμε έναν εξαιρετικά καλό δίσκο, για πολλούς ίσως πολύ προβλέψιμο, αλλά για άλλους (συμπεριλαμβανομένου και εμού), είναι το απόλυτο αφιέρωμα στην καριέρα του και στις ρίζες του, ένα πραγματικό δώρο για τα εκατομμύρια των οπαδών του σε όλο τον κόσμο.
Μας δίνει ένα δίσκο 100% Heavy Metal, χωρίς μισές αλήθειες, κατανοητό μέσα από το πρίσμα της δύναμης του Ευρωπαϊκού Metal, αλλά ενσωματώνει βέβαια και χρώμα από τον Hard/ Heavy κλασικό ήχο.
Οι κιθάρες είναι στη διαπασών, γρήγορα riff, φανταστικές γραμμές φωνής και χορωδιακά φωνητικά μέρη σκέτη μαγεία, καλές ιδέες και πολύ καλά τραγούδια, με πολλές επιρροές και από το Γερμανικό Power/ Speed ​​Metal.
Εν ολίγοις, ο Hansen δεν αποτυγχάνει ποτέ με κάτι λιγότερο, επρόκειτο να κάνει ένα αφιέρωμα στα 30 χρόνια της καριέρας του, παντελονάτο Heavy Metal με άψογη, αλλά κυρίως αντρικό Heavy Metal με κεφαλαία γράμματα.
Ας δούμε τελειώνοντας κάποιους από τους guest star του δίσκου… Ralf Scheepers, Dee Snider, Tobias Sammet, Michael Kiske, Roland Grapow, Michael Weikath και Hansi Kürsch.
Για όσους προτιμήσουν την έκδοση του βινυλίου, έχει συν τέσσερα τραγούδια που δεν υπάρχουν στο CD.
 
 
XXX: THREE DECADES IN METAL: “Born Free”, “Enemies Of Fun”, “Contract Sun”, “Making Headlines”, “Stranger In Time”, “Fire And Ice”, “Left Behind”, “All Or Nothing”, “Burning Bridges”, “Follow The Sun”.
HANSEN:” Kai Hansen – Vocals/ Guitar, Eike Freese – Guitar, Alexander Dietz – Bass and Dan Wilding – Drums.
 
 
Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group/ καλλιτέχνη αλλά και το Heavy Metal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
HAMMERFALL
BUILT TO LAST
(2016)
 
 
Σωτήριον έτος 1997: Το μίασμα του Grunge συνεχίζει να δυναστεύει το σκληρό ήχο. Στο χώρο του Heavy Metal κυριαρχούν οι Death/ Black οσμώσεις, ενώ οι μπάντες με γυναικεία- οπερατικά φωνητικά και σαφείς Gothic προσανατολισμούς κάνουν ήδη αισθητή τη παρουσία τους.
Ο κλασικός ήχος παραμένει σε δυσμένεια, με ελάχιστους υπέρμαχους και από τις 2 πλευρές: συγκροτημάτων και ακροατών/ οπαδών. Και εγένετο το “Glory To The Brave” των Hammerfall.
Η επιστροφή στο κλασικό ήχο, δε θα μπορούσε να είναι εμφατικότερη. Το κουιντέτο των νεαρών Σουηδών, παραδίδει μαθήματα riff-ολογίας, άσβεστου μεταλλικού πάθους και αλώβητης πίστης στα κλασικά ιδεώδη. Δεκάδες νέες μπάντες ακολούθησαν τάχιστα, το παράδειγμα, τον ήχο και τις επιρροές τους, επαναφέροντας το αληθινό Heavy Metal, θριαμβευτικά στο προσκήνιο. Η αύρα του ντεμπούτου τους, ακόμη αντηχεί…
20 χρόνια και 10 studio δίσκους μετά οι Σουηδοί, παραμένουν πιστοί στο δρόμο που οι ίδιοι άνοιξαν, χάραξαν και ακολούθησαν έκτοτε. Το “Built To Last” είναι ανώτερο του επίσης πολύ καλού “(r)Evolution” του 2014, το οποίο με τη σειρά του, είχε διαδεχθεί, το μάλλον αποτυχημένο πείραμα του “Infected”.
Heavy Metal κλασικής υφής, δυναμικό, παθιασμένο, μελωδικό και αιχμηρό, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο. Κυριαρχούν κατά κράτος οι φοβερές κιθάρες του Oscar Dronjak (εδώ παρουσιάζει και μερικά από τα καλύτερα solos της καριέρας του) και τα ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ φωνητικά του Joacim Cans.
Η μουσική/ στιχουργική μανιέρα παραμένει αυτούσια, δίχως περιττές προσμίξεις, ενώ η παραγωγή είναι καθαρή και δυναμική συγχρόνως. Τα εκπληκτικά “Dethrone And Defy” (εκ των κορυφαίων συνθέσεων όλης της δισκογραφίας τους), “The Star Of Home”, “Hammer High”, καθώς και το ομώνυμο, διαπρέπουν, μεταξύ ενός συνόλου 10 πραγματικά καλών τραγουδιών.
Η έμπνευση δεν είναι πανταχού παρούσα, η επικινδυνότητα της επανάληψης καραδοκεί, μα το κουιντέτο εξακολουθεί εμφανώς, να παθιάζεται με το ιδίωμα που υπηρετεί χτίζοντας έτσι ένα δίσκο που ίσως να μη πάρει θέση στη σφαίρα του κλασικού, σίγουρα όμως θα ακούγεται το ίδιο ευχάριστα και μετά από αρκετά χρόνια. Και αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα ατού της μουσικής παρακαταθήκης των Hammerfall και του “Built To Last”. Παλιοί και νέοι οπαδοί, σπεύσατε άφοβα. Πανάξιο ακρόασης.
 
 
Χρήστος Νάστος.
PRAYING MANTIS
LEGACY
(2015)
 
 
Μια φορά κι έναν καιρό οι Iron Maiden, οι Def Leppard και οι Saxon, θεωρούνταν οι πιο φημισμένοι εκπρόσωποι του NWOBHM, ενώ οι Praying Mantis ακολουθούσαν τότε (αρχές των 80's), τα άλλα σχήματα κατά πόδας. Δανείζονται το όνομα τους από ένα σπάνιο είδος ακρίδας, το οποίο για την ύστατη ευχαρίστηση της σκοτώνει τον σύντροφο της μετά τη συνουσία. Αυτά τότε στις πρώτες μέρες του NWOBHM, αλλά ας έρθουμε όμως στο σήμερα.
Ο τελευταίος δίσκος των Praying Mantis που κυκλοφόρησε πέρυσι , έπεσε στα χεριά μου φέτος και σαν δυναμίτης έσκασε στο κεφάλι μου, όταν και τον πήρα σε μορφή βινυλίου. Γι’ αυτό αποφάσισα να σας τον παρουσιάσω κι ας κυκλοφόρησε το 2015.
Πάλι έπρεπε να περιμένουμε έξι χρόνια για να επιστρέψουν οι βετεράνοι Βρετανοί για να μας παραδώσουν το νέο εκπληκτικό τους δισκογραφικό έργο, οι αδελφοί Chris και Tino Troy (η αλλιώς Νεοφύτου, με Ελληνοκυπριακές ρίζες).
Το συγκρότημα λοιπόν, των αδελφών Troy είναι αναμφισβήτητα ένα από τα πιο αξιόπιστα και αξιόλογα σχήματα της βρετανικής Hard Rock σκηνής. Δεν έχουν καταγράψει ούτε ένα κακό album, το αντίθετο μάλιστα, είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια είναι πιο μελωδικοί από ότι ήταν στις αρχές της καριέρας τους, αλλά βλέποντας τα αποτελέσματα σίγουρα αξίζει τον κόπο.
Οι Praying Mantis είναι ένα group με πολύ σπουδαία μελωδικά τραγούδια, τα υπόλοιπα είναι δευτερεύοντα κι ας είναι μελωδικοί, αφού αρέσουν, δεν μας πέφτει λόγος, μακάρι να ήταν κι άλλοι έτσι όμορφα μελωδικοί. Τώρα που δυστυχώς, χανόμαστε στο κυκεώνα νέων ηλίθιων ακουσμάτων, η οικειότητα και η απόλαυση της ακρόασης ενός παλιού αγαπημένου συγκροτήματος, απλά δε συγκρίνεται.
Στα τρία τελευταία albums τους, όμως έχουν αλλάξει τρεις φορές τραγουδιστή. Οι αδελφοί Troy είχαν πάντα το χάρισμα να βρίσκουν εκπληκτικούς μουσικούς να τους πλαισιώνουν, αλλά ίσως το πιο σημαντικό γεγονός των τελευταίων χρόνων ήταν η άφιξη του δεύτερου κιθαρίστα Andrew Burgess. Ο Burgess ήρθε στο σχήμα και έφερε μια αξιοζήλευτη συνθετική ωριμότητα, που σημειώθηκε το 2009 στο album “Sanctuary”, έναν λαμπρό δίσκο και τώρα επιστρέφουν το 2015 με έναν ακόμη λαμπρό δίσκο το “Legacy”.
Ξεκινώντας από την παραγωγή Tino Troy και Andy Burgess που άψογη, όλο το album είναι μια απόλαυση, με κυβερνήτη τον κιθαρίστα Tino Troy και τον Burgess, όπου παίζουν πολύ σκληρά και έχουν εξέχουσα θέση σε όλο το “Legacy”.
Επίσης και η άφιξη του εκπληκτικού John “Jaycee” Cuijpers πίσω από το μικρόφωνο είναι στην κυριολεξία ένα jackpot, μετά την αποχώρηση του Mike Freeland. Ο Cuijpers μας έχει παραδώσει και πάλι μια μοναδική φωνητική παράσταση, που ταιριάζει απόλυτα με τις περιστάσεις, πολύ μελωδικά θέματα σε πιο AOR μονοπάτια και είναι εντονότερος στα πιο δύσκολα φωνητικά θέματα.
Είμαστε αντιμέτωποι με ένα πολύ κομψό album, από τους αδελφούς Troy, πάντα απαραίτητο για τα αυτιά μας, η μουσική των Βρετανών με τις κιθάρες και με τον πολύ τακτοποιημένο ήχο. Έχουμε κι ένα εξαιρετικό έργο φωνητικών γραμμών, ο χρωματισμός της φωνής του τραγουδιστή από την αρχή μέχρι και το τέλος του “Legacy”, είναι για σεμινάρια.
Ο δίσκος περιέχει τραγούδια με κεφαλαία γράμματα, εναλλάσσοντας τα θέματα σε AOR ήχους, συγκλονιστικός, με σημαντική βαρύτητα από τον Burgess στη σύνθεση. Ακούστε τα “The One”, “ Believable”, ή το “All I See”, αλλά και τα πιο σκληρά τα πιο Heavy Metal, όπως το “Fight For Your Honour” τι πιο φανταστικό για να ανοίξει ένας δίσκος, ή το “Eyes Of The Children”.
Μεγάλη δισκογραφική δουλειά, για μια ακόμη φορά έκαναν οι Βρετανοί, μπορεί να έχουν αποκλίσεις από τον πρώιμο NWOBHM ήχο τους, αλλά αυτό δεν με ενοχλεί καθόλου. Εξαιρετικό το μοντέρνο AOR ύφος του δίσκου. Στη μία πλευρά, υπάρχουν κυριολεκτικά μια λεγεώνα από Σουηδούς με τον ίδιο ήχο, με ίδιες ικανότητες και με ίδια μουσική. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν όμως και οι Praying Mantis που κάνουν τη διαφορά, καθώς ήταν πάντα ένα από τα πιο μελωδικά σχήματα των ημερών του NWOBHM.
Πολύ listenable και μελωδικό το “Legacy”, absolutelly άριστο μυώδης AOR από το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτό το album ήταν μια καθαρή βόμβα, πολύ πάνω από τις προσδοκίες μου. Συνθέσεις superbe, ισχυρό, μελωδικό στυλ AOR από σπουδαίους μουσικούς, απλά εξαιρετική μουσική, αληθινή για την αγάπη της καλής μουσικής.
Όταν τελικά θα ακούσετε το νέο album των Praying Mantis, τότε μόνο θα καταλάβετε πως ακόμη και στις μέρες μας παραμένουν μελωδικοί και ποιοτικοί. Το album περιλαμβάνει μελωδικά κιθαριστικά, συμφωνικά τραγούδια με καθαρά φωνητικά, όλα τα τραγούδια του δίσκου ακούγονται ευχάριστα χωρίς να κουράζουν καθόλου. Αυτό το album ήρθε σαν ανταμοιβή των κοπών τους μετά από τόσα χρόνια στο σανίδι, όλες οι συνθέσεις δείχνουν το μοναδικό ταλέντο των αδελφών Tino και Chris Troy. Πιστεύω ότι οι Praying Mantis είναι ένα από τα πλέον μελωδικά και τεχνικά σχήματα που παρουσιάστηκαν ποτέ στην Αγγλία, τέλος.
 
 
LEGACY: “Fight for Your Honour”, “The One”, “Believable”, “Tokyo”, “Better Man”, “All I See”, “Eyes Of A Child”, “The Runner”, “Against The World”, “Fallen Angel”, “Second Time Around”.
PRAYING MANTIS: John “Jaycee” Cuijpers – Vocals, Tino Troy – Guitar, Andy Burgess – Guitar, Chris Troy – Bass/ Keyboards and Han’s In t’Zandt – Drums.
 
 
Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
RAVENSIRE
THE CYCLE NEVER ENDS
(2016)
 
Μια ματιά σε αυτό το εξώφυλλο και θα καταλάβετε αμέσως για τι πράγμα μιλάμε, έτσι δεν είναι; Και δικαίως, οι Ravensire έχουν ένα επιβλητικό εξώφυλλο εδώ, βγαλμένο μέσα από την ηρωικό Heavy Metal.
Οι Ravensire παίζουν ένα είδος Heavy Metal χτισμένο απευθείας στο επίκεντρο των Visigoth ή των Ironsword και ηχούν όπως οι Cirith Ungol, Manowar και οι Manilla Road. Άλλωστε το συγκρότημα αναφέρει τους Omen και τους Brocas Helm ως τις βασικές επιρροές του, οπότε μπορείτε σίγουρα να ακούσετε ένα τραχύ και θορυβώδες ήχο των αρχών των 80’s. Φυσικά υπάρχουν και οι αναμενόμενες Iron Maiden επιρροές και όλα τα παραδοσιακά 80’s old-school ηχητικά πράγματα.
Ευτυχώς, που οι Πορτογάλοι Ravensire δείχνουν ότι μπορούν να παίξουν το λεγόμενο New Wave Of Traditional Heavy Metal πολύ καλα, αλλά γράφουν και μια πολύ καλή επική μουσική με αρκετή όμορφη αρμονία.
Νομίζω πως οι Ravensire έχουν το δικαίωμα να πάρουν μέρος σε μια αιμοδιψή μάχη, για να σώσουν τη τιμή και τη δόξα του σημερινού Heavy Metal και τα λάφυρα θα μείνουν σ’ μας μέσα από την μουσική τους και τα τραγούδια τους.
Τα βαριά, σαρκωμένα κιθαριστικά riffs καλπάζουν, οι βροντές και τα φωνητικά είναι βραχνά, τραχιά και ανδροπρεπή.
Στιχουργικά, τα μυστικά των Viking επιδρομές και λεηλασίες στον Ευρωπαϊκό Βορρά, κάτι από Running Wild σε riff. Εάν αυτά τα τραγούδια περνούν και δεν σας ακουμπούν, ή ούτε σας κάνουν να πάρετε στα χέρια σας το σπαθί, που πιθανότατα δεν έχετε, τότε πολύ άπλα δεν ακούτε το ηρωικό και επικό Heavy Metal.
Η καλή κιθάρα ανήκει στον Nuno Mordred και ναι αυτό που παίζει είναι αντρικό Heavy Μetal. Είναι πολύ καλά εκπαιδευμένος σε μεγάλα riff και solos, που αισθάνεσαι σαν να βρίσκεσαι σε μια μηχανή του χρόνου πίσω στις καλές στιγμές των 80’s. Ο τραγουδιστής Zé Gomes, ακούγεται σαν μια διασταύρωση μεταξύ των Lemmy, Tann (Ironsword) και του Rock ‘Ν’ Rolf (Running Wild). Τέλος, τα τύμπανα και το μπάσο των F και Rick Thor (αντίστοιχα), είναι συγκλονιστικά και ο πολεμικός ρυθμός, σας καλεί σε πόλεμο ενάντια στο ψεύτικο Metal, όπως έκανε άλλωστε και ο δυνατός Scott Columbus (R.I.P.) των Manowar.
Από το “The Cycle Never Ends”, ξεχωρίζω τα εξής τραγούδια… την τριλογία του “White Pillars Trilogy”, αλλά και τα “Cromlech Revelations”, “Crosshaven” και “Trapped In Dreams”.
Αν αγαπάτε το Heavy Metal με ιστορική ηρωική 80’s αναδρομή, τότε θα πρέπει αμέσως ν’ αναζητήσετε για αυτό τον δεύτερο δίσκο των Ravensire. Μέχρι στιγμής έχουν κυκλοφορήσει, αρχικά το 2013 το πολύ καλό album “We March Forward” και φέτος το “The Cycle Never Ends”.
 
 
THE CYCLE NEVER ENDS: “Cromlech Revelations”, “Crosshaven”, “Solitary Vagrant”, “Procession Of The Dead”, “Trapped In Dreams”, “White Pillars Trilogy: Part I - Eternal Sun”, “White Pillars Trilogy: Part II - Blood And Gold”, “White Pillars Trilogy: Part III - Temple At The End Of The World”.
RAVENSIRE: Zé Gomes – Vocals, Nuno Mordred – Guitar, Rick Thor – Bass & F – Drums.
 
 
Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
MONUMENT
ΗAIR OF THE DOG
(2016)
 
 
Μετά το ντεμπούτο full-length album τους “Renegades” το 2014, οι Monument έχουν επιστρέψει στη Heavy Metal σκηνή με την κυκλοφορία του δεύτερου full-length album τους. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει ένας καλός αριθμός Ηeavy Μetal συγκροτημάτων που έχουν εμφανιστεί και υπάρχει μια σαφής προσπάθεια εκ μέρους τους, να αναβιώσουν τις παλιές καλές μέρες του Ηeavy Μetal. Είναι αυτό που λέμε αλλιώς και New Wave of Traditional Heavy Metal. Αν και σε αυτή την περίπτωση, οι Monument κάνουν μια ισχυρή προσπάθεια και προσπαθούν να κάνουν το καλύτερο που μπορούν για να ακούγονται σαν τους Iron Maiden (εποχής 80’s). Έχουν πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά που καθορίζουν τους Maiden… έναν καλό τραγουδιστή τον Peter Ellis, που μπορεί να ανταγωνιστεί κάπως τον Bruce Dickinson (σε θρήνο και ουρλιαχτά), αλλά και έναν μπασίστα τον Daniel Bate, ο οποίος φαίνεται να λατρεύει πολύ το έργο του Steve Harris. Ιδρυτής του συγκροτήματος είναι ο Peter Ellis (ή αλλιώς Panagiotis Ilias), δικό μας παιδί δηλαδή, που τα τελευταία 15 δραστηριοποιείτε στην Αγγλία. Ενώ ο Daniel Bate στο παρελθόν έχει συνεργαστεί με τον Bruce Dickinson και το Blaze Bayley…
Οι Monument παίζουν ένα κλασικό βρετανικό 80’s Heavy Metal, με κιθαριστικά riffs και solos αντάξια του λατρεμένου αυτού μουσικού σκληρού ιδιώματος. Ο δίσκος τους “Hair Of The Dog”, θα έλεγα με ειλικρίνεια ότι εκπέμπει μια φρεσκάδα, μια δύναμη, ένα άσβεστο πάθος, αλλά και άφθονη μελωδία, σε όσους δεν αρέσουν τα τελευταία χρόνια οι Maiden ή θα ήθελε οι Maiden να ακούγονταν αρκετά διαφορετικά τα τελευταία 10-15 έτη, οι Monument εν έτη 2016 είναι η απάντηση.
Αλλά τώρα φίλοι μου, για να είμαστε δίκαιοι, εδώ έχουμε μια-δύο σημαντικές αποκλίσεις στον ήχο τους. Πρώτον, συνολικά δεν είναι ένα ταχύτερο μουσικό σύνολο. Δεύτερον, τα riffs είναι ελαφρώς πιο ρευστά δίνοντας στα τραγούδια τους λιγότερο disjunct αίσθηση από πολλά τραγούδια των Maiden.
Δεν είναι αρκετά τόσο γρήγοροι όσο οι Maiden, αλλά μπορούν να βάλουν τον εαυτό τους μέσα στα ελπιδοφόρα νέα συγκροτήματα της γενιάς τους. Κάτι που παρατήρησα μετά από μερικές ακροάσεις του δίσκου, ήταν ότι και η πρώτη, αλλά και η δεύτερη πλευρά του βινυλίου είναι βασικά ακριβώς όπως αυτό που ήθελα ν' ακούσω.
Το ομώνυμο τραγούδι, το οποίο συμβαίνει επίσης να είναι και ο τίτλος του album, είναι ένα αρκετά δυνατό ξεκίνημα, αλλά και τα επόμενα τραγούδια είναι σημαντικά και ελκυστικά συνάμα. Είναι αρκετά αξιοπρεπής δίσκος και σίγουρα θα σας αρέσει, σε όσους φυσικά ακούν 80’s Heavy Metal ακόμη. Άλλα highlight της πρώτης πλευράς του δίσκου είναι τα “Imhotep (The High Priest)” και “Streets Of Rage”.
Το πιο ενδιαφέρον για την δεύτερη πλευρά, είναι ότι ακούγεται λιγότερο σαν Maiden, αν και είναι ακόμη παρών οι Maiden επιρροές, μπορείτε να ακούσετε και έναν συνδυασμό άλλων επιρροών πολύ πιο έντονα, καθώς εδώ θέλουν να μας δώσουν και την δική τους προσωπική σφραγίδα. Αν εξαιρέσεις το κάπως αδύναμο “Emily”, τα υπόλοιπα τραγούδια είναι ανώτερα από σχεδόν όλα τα τραγούδια από την πρώτη πλευρά. Μπορείτε να ακούσετε ακόμη την Maiden επίδραση, αλλά να εξασθενεί κάπως από τραγούδι σε τραγούδι. Τα “Olympus”και “Lionheart” ξεχωρίζουν επίσης από την δεύτερη πλευρά.
Από εκεί και πέρα το “Hair Of The Dog”, παίρνει ακριβώς τα καλύτερα στοιχεία του 80’s old-school Heavy Metal και τα μεταλαμπαδεύει στους νέους ακροατές του 21ου πρώτου αιώνα. Εάν πρόκειται να αποτίσουμε φόρο τιμής στο Ηeavy Μetal, ή σ’ έναν παραδοσιακό Metal ήχο που έχει εξαφανισθεί από το Ηνωμένο Βασίλειο για πολλά χρόνια, ας υποστηρίξουμε αυτά τα παιδιά που μας πηγαίνουν χρόνια πίσω σε ήχους (Maiden/ Priest), που μεγαλώσαμε. Καλή μελωδία και εξαιρετική κιθαριστική δουλειά να τονίσω, ότι περιέχει όλο το album των Monument.
Τώρα θα με ρωτήσουν κάποιοι, μπορεί να υπάρχει ζωή μετά τους Iron Maiden; Ναι φίλοι μου, όσο θα υπάρχουν οι Monument και απλά θα συνεχίζουν να βγάζουν δίσκους σαν το “Hair Of The Dog”.
Ας ελπίσουμε λοιπόν, ότι οι Monument να καταφέρουν να κρατήσουν και στο μέλλον, με την εξαιρετική δουλειά που έχουν κάνει μέχρι τώρα, νομίζω πως θα τα καταφέρουν. Όταν κοιτάς με τον απαιτούμενο σεβασμό πίσω στο καλό γνήσιο 80's Heavy Metal... τότε και μόνο θα έχεις ένα λαμπρό μέλλον μπροστά σου. Όταν το Heavy Metal ξαναγεννιέται κάθε στιγμή με τέτοια καινούργια συγκροτήματα, τότε πολύ απλά το Heavy Metal δεν θα πεθάνει ποτέ.
Το Heavy Metal, για περισσότερα από 40 χρόνια είναι στο διεθνές μουσικό στερέωμα-προσκήνιο, έτσι λοιπόν αγαπητοί μου, προστίθενται συνέχεια και νέα σχήματα δίπλα στα παλιότερα. Η σκληρή μας μουσική πάντα έψαχνε, ψάχνει και θα ψάχνει για τους επομένους καλλιτέχνες που θα την αναζωογονήσουν μέσα από την μουσική τους. Αυτή είναι η μαγεία του να ακούς ξανά τη μουσική με την οποία ανδρώθηκες, από νέα συγκροτήματα. Τώρα που δυστυχώς όμως, χανόμαστε στο κυκεώνα νέων ηλίθιων ακουσμάτων, η οικειότητα και η απόλαυση της ακρόασης ενός παλιού αγαπημένου σκληρού ήχου, από νεαρούς Heavy Metal καλλιτέχνες, απλά δε συγκρίνεται. Όλα αυτά τα καινούργια συγκροτήματα που έχουν ακούσματα από το ένδοξο 80’s παρελθόν της σκληρής μουσικής μας, καθώς κοιτούν και πατούν πίσω στον κλασικό-γνήσιο ήχο, ενώ αναπαράγουν εκπληκτικά αυτό το εκρηκτικό μουσικό μοτίβο.
 
ΗAIR OF THE DOG: “Hair Of The Dog”, “Blood Red Sky”, “Streets Of Rage”, “Imhotep (The High Priest)”, “Crobar”, “Emily”, “Olympus”, “A Bridge Too Far”, “Heart Of Stone”, “Lionheart”.
MONUMENT: Peter Ellis – Vocals, Lewis Stephens – Guitar, Dan Baune – Guitar, Daniel Bate – Bass & Giovanni Durst – Drums.
 
 
Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
ETERNAL CHAMPION
THE ARMOR ΟF IRE
(2016)
 
 
 
 
Έκδηλος ήταν ο ενθουσιασμός στους underground κύκλους όταν το Μάρτιο του 2015 κυκλοφόρησε το split album των Eternal Champion/ Gatekeeper.
Χρειάστηκε όμως να περάσουν 18 μήνες έκτοτε, για να ακούσουμε-βιώσουμε το ντεμπούτο των Αμερικάνων, υπό τον πλέον κατάλληλο τίτλο “The Armor Of Ire”. Από τα ηχεία αφήνεται να ξεχυθεί ωμό, σχεδόν ακατέργαστο, επικό ατσάλι που παραπέμπει σε άλλες –ενδοξότερες, ίσως- εποχές. Σε αυτές που οι δίσκοι μέσα σε 35 μόλις λεπτά γέμιζαν χιλιάδες μεταλλικών καρδιών με μοναδικά, απαράμιλλα συναισθήματα.
To Heavy Metal των Eternal Champion είναι τραχύ, ορμητικό, συνάμα άγρια μελωδικό και επιβλητικό. Το κουιντέτο αποδίδει τις συνθέσεις του με την απολύτως απαραίτητη τεχνική δεινότητα, μα με περισσή ψυχή και ασίγαστο πάθος!
Οι ροή του δίσκου φαντάζει ιδανική. Πομπώδες ύφος, ταχύτητα, τραχύτητα και mid-tempo σημεία που καθηλώνουν τον υποψιασμένο ακροατή. 6 τραγούδια και 2 instrumental συνθέσεις με την απαιτούμενη ατμόσφαιρα δημιουργούν ένα σύνολο που ακούγεται απνευστί μέχρι τέλους. Πάμπολλες φορές.
Αιχμή του δόρατος αποτελούν τα έξοχα, και απολύτως ταιριαστά φωνητικά του αρχηγού Jason Tarpley καθώς και οι στίχοι του. Δημιουργεί, απόλυτα εμπνεόμενος από τις αριστουργηματικές νουβέλες ηρωικής φαντασίας και τρόμου των Μεγάλων H.P. Lovecraft, M. Moorcock, Robert E. Howard , και του εκπληκτικού Karl E. Wagner – στις ιστορίες του οποίου βασίζονται τα φοβερά “The Last King Of Pictdom” και “Sing A Last Song Of Valdese”. Τα “I Am The Hammer” και το ομώνυμο, βασίζονται με τη σειρά τους στη (2η) νουβέλα ηρωικής φαντασίας που έχει γράψει ο Tarpey, η οποία πρόκειται να κυκλοφορήσει πιθανότατα εντός του έτους. Υπέροχο και το χειροποίητο εξώφυλλο, πλήρως εναρμονισμένο με το ύφος της μπάντας.
Το “The Armor of Ire” αποδίδει περίτρανα το δικό του, φόρο τιμής στους πρωτομάστορες της φανταστικής λογοτεχνίας καθώς – ιδίως - και σε όλα εκείνα τα συγκροτήματα που έθεσαν τις βάσεις του μεταλλικού επικού ήχου τη δεκαετία του ‘80 από εκείνη τη πλευρά του Ατλαντικού. Και το σημαντικότερο: δίχως να αντιγράφει κανένα εξ αυτών. Οι Eternal Champion δεν απευθύνονται φυσικά στις πλατιές μάζες, μα αποτελούν αναμφίβολα ένα από τα πολυτιμότερα διαμάντια της σκηνής. Οι μυημένοι τους έχουν ήδη λατρέψει.
 
Οι τελευταίες λέξεις, δικές τους:
Ever the rider, ever the foe, the name of Kane forever Known.
By spell, or by steel, the brazen fall.
Blood And Souls!
 
 
Κριτική: Χρήστος Νάστος.

VICIOUS RUMORS
CONCUSSION PROTOCOL
(2016)
 
 
Οι Vicious Rumors έχουν επιτύχει μια κάποια δίκαιη δημοτικότητα στην Ευρώπη. Κυρίως γιατί ως γνωστών ήταν εφαλτήριο για την καριέρα του Vinnie Moore, αλλά βασικά γιατί είχαν στις τάξεις τους τον αείμνηστο τραγουδιστή Carl Albert (RIP). Τριάντα ένα χρόνια μετά το ντεμπούτο τους “Soldiers Of The Night”, είναι ακόμα εδώ, προσφέροντας μας old-school Heavy Metal. Στην δεκαετία του '80 οι Vicious Rumors είχαν χαράξει μια σταθερή αν όχι κερδοφόρα καριέρα και φαίνεται να γίνεται ισχυρότερη με το πέρασμα των ετών.
Τα δύο τελευταία τους album “Killers Razorback” και “Electric Punishment”, ήταν εξίσου και τα δύο αρκετά ισχυρά βινύλια. Το νέο album έχει μία βασική διαφορά… έναν ακόμη νέο τραγουδιστή, από τους Vicious Rumors περάσουν τόσοι τραγουδιστές όπως από τους Spinal Tap οι drummers… Ο Nick Holleman είναι ο 10ος του σχήματος αν μέτρησα σωστά, έτσι κάνει εδώ στο “Concussion Protocol” ένα πολλά υποσχόμενο ξεκίνημα. Οι Vicious Rumors μουσικά βρίσκονται κάπου ανάμεσα στο Ρower Μetal και το Τhrash Μetal. Μερικά από riffs είναι πολύ Τhrash όπως είναι και ο ήχος της κιθάρας. Η διάταξη του ήχου και τα μελωδικά στοιχεία έχουν περισσότερα κοινά με το Ευρωπαϊκό Ρower Μetal. Τα φωνητικά είναι επίσης ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο είναι πιο κοντά στον Ευρωπαϊκό ήχο, ο Ολλανδός Nick Holleman βοηθά πολύ με την μελωδική φωνή του, προς αυτή την κατεύθυνση. Εύχομαι όμως να μείνει πολύ περισσότερο από τους προκατόχους του, γιατί είναι πραγματικά καλός.
Αυτό το album έχει μερικές καλές στιγμές, αξιοσημείωτο είναι το άνοιγμα του riff του ομώνυμου τραγουδιού “Concussion Protocol”, είναι γρήγορο και θέτει τον τόνο για το υπόλοιπο του δίσκου.
Τα mid tempo, άλλα και τα ισχυρά κιθαριστικά riffs του Geoff Thorpe (ιδρυτής του σχήματος), είναι τα κύρια συστατικά αυτού του δίσκου. Ένα από τα κύρια θέματα του “Concussion Protocol”, είναι ότι έχουν κρατήσει τον κανόνα του ενός riff ανά τραγούδι, κιθάρες, φωνητικές μελωδίες, μεγάλα δολοφονικά riff ή μελωδικά και γρήγορα κιθαριστικά μέρη, υπάρχουν σε κάθε τραγούδι αυτού του δίσκου. Εν συνόλω το “Concussion Protocol”, βρίσκεται ως επί το πλείστον σε mid tempo κατάσταση, με κάποιους γρήγορους ρυθμούς, αλλά μου ακούγεται καλύτερα όταν παράγουν πραγματικά βαρύ ήχο, από ότι όταν έχουν αργούς ρυθμούς. Υπάρχει και πολύ μελωδία στο album, που μερικές φορές αφήνουν τις κιθάρες πραγματικά να λάμψουν με την παρουσία τους. Εγώ ξεχώρισα αμέσως τα… “Concussion Protocol”, “Life For A Life”, “Bastards”, “Every Blessing Is A Curse” και “Chasing The Priest” εσείς;
Το ξανά λέω το έργο στην κιθάρα είναι κορυφαίο και από τους δύο κιθαρίστες Geoff Thorpe και Thaen Rasmussen, τα riffs και solos έχουν συνέπεια με αρμονίες και με αυτοκυριαρχία. Το φωνητικό εύρος και το ύφος του τραγουδιστή είναι πολύ αξιόλογο, προκαλώντας συγκρίσεις που κυμαίνονται από τους Helloween εποχής Kai Hansen, αλλά και Rob Halford. Ενώ και το drumming του «παλιού» Larry Howe είναι απλά εξαίσιο. Αυτό το album, για μένα θα είναι σίγουρα μέσα στις καλύτερες κυκλοφορίες για φέτος. Ίσως με αυτό το album οι Vicious Rumors, να αρχίσουν να παίρνουν κάποια καλύτερη δημοτικότητα, κάλιο αργά παρά ποτέ στην καριέρα τους, όπου σίγουρα αξίζει να την κερδίσουν.
 
 
VICIOUS RUMORS: Nick Holleman – Vocals, Geoff Thorpe – Guitar, Thaen Rasmussen – Guitar, Tilen Hudrap – Bass and Larry Howe – Drums.
CONCUSSION PROTOCOL: “Concussion Protocol”, “Chemical Slaves”, “Victims Of A Digital World”, “Chasing The Priest”, “Last Of Our Kind”, “1000 Years”, “Circle Of Secrets”, “Take It Or Leave It”, “Bastards”, “Every Blessing Is A Curse”, “Life For A Life”.
 
 
Για το Southern-Rock.GR: (Ηλίας Κωστόπουλος).
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group/ καλλιτέχνη αλλά και το Heavy Metal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.

OMEN
HAMMER DAMAGE
(2016)
 
 
Οι Omen είναι ένα από τα πιο θρυλικά Αμερικανικά συγκροτήματα του Heavy Metal που υπήρξαν ποτέ, ο λόγος; Κυρίως τα 3 πρώτα albums τους είναι άριστα, βαρβαρικά από καθαρή τεστοστερόνη, με επικεφαλής τον δυνατό τραγουδιστή JD Kimball (RIP), ένας από τους πιο ανδροπρεπής τραγουδιστές που περπάτησαν ποτέ στη Γη. Δυστυχώς, μετά από την αναχώρηση του, το συγκρότημα είδε να μειώνετε δραστικά το κοινό του και ο βαρβαρικός Heavy Metal ήχος που είχαν. Οι τελευταίες δισκογραφικές προσπάθειες των Omen, που έχουν κυκλοφορήσει από τότε μέχρι σήμερα ήταν πιο ήπιες και μάλλον πιο μελαγχολικές. Μετά από 13 ολόκληρα χρόνια από τον τελευταίο studio δίσκο τους οι Omen είναι και πάλι εδώ μαζί μας. Αγόρασα την καινούργια δισκογραφική δουλειά τους με ανάμικτα συναισθήματα για το τι θα ακούσω από τους Omen εν έτη 2016, αλλά τελικά βλέπω ότι αυτή η προσπάθεια τους, είναι... πραγματικά καλή.
Φυσικά είναι μακριά από τα μεγάλα albums που έκαναν με τον Kimball, αλλά τουλάχιστον είναι αρκετά καλό στο άκουσμα και καλύτερο από οτιδήποτε άλλο έχει κάνει το σχήμα τα τελευταία 25 χρόνια. Τώρα, φυσικά δεν μπορώ να κατηγορήσω το συγκρότημα που δεν έχουν κάποιον κοντά στα φωνητικά του Kimball, ο τραγουδιστής Kevin Goocher είναι μαζί με το σχήμα τα τελευταία 18 χρόνια και σίγουρα ακούγεται καλύτερα τώρα, όπου χρησιμοποιεί ένα καθαρότερο, πιο μαλακό φωνητικό εύρος. Στο “Hammer Damage” ο φωνητικός τόνος που χρησιμοποιεί σαφώς έχει ως στόχο να μιμηθεί το στυλ του αείμνηστου Kimball, αυτό το κάνει πολύ καλά, αλλά όχι τόσο καλά όπως ο άγριος βάρβαρος πολεμιστής (JD Kimball).
Αυτός ο δίσκος δεν είναι κακός, έχει μια γοητεία, αφού εκτός του μόνου αυθεντικού μέλους, του κιθαρίστα Kenny Powell, έχει επιστρέψει και ο αρχικός drummer Steve Witting. Να τονίσω ότι ο Goocher είναι πραγματικά καλός εδώ, ενώ ο Powell προσπαθεί και μας αφήνει σε ένα μεγάλο βαθμό ωραία και σκληρά κιθαριστικά riffs. Τα riffs είναι σίγουρα πολύ καλά και με την καλή απόδοση από τον Goocher, έχουμε ένα καλό album, θα μπορούσε να ήταν καλύτερο, αλλά είναι θέμα παραγωγής. Το “Hammer Damage” σε μεγάλο βαθμό μας αφήνει τελικά μια καλή γεύση, μην ζητάτε θαύματα δεν γίνονται, τουλάχιστον είναι πολύ καλύτερο από τις σαβούρες που κυκλοφορούν εκεί έξω κάθε μέρα. Μερικά τραγούδια είναι αρκετά καλά, όπως τα… “Hellas”, “Caligula”, “Hammer Damage”, “Eulogy For A Warrior” και “Chaco Canyon (Sun Dagger)”.
Αν οι Omen είναι έξυπνοι, τουλάχιστον πρέπει να επαναλάβουν ένα album σαν αυτό… και παρακαλώ να μην ξανά βγάλουν ποτέ κάτι σαν το “Reopening The Gates”, το οποίο είναι επιεικώς απαράδεκτο. Καλώς ήρθατε και πάλι Omen! Άλλο ένα αριστούργημα, όπως τα τρία πρώτα κανείς δεν περιμένει τουλάχιστον στα 2016, μόνο ένας ανόητος μπορεί να περιμένει. κάνει. Αυτό που χρειάζεται ένα μεγάλο Heavy Metal album, είναι η επική αίσθηση και η υπογραφή του ήχου της κιθάρας του Kenny Powell. Η παραγωγή θα μπορούσε να ήταν καλύτερη, αλλά το “Hammer Damage” σας λέω ότι πέτυχε την αποστολή του, είναι must-have για κάθε οπαδό των Omen.
Ω ναι, να μην ξεχάσω… το τραγούδι “Hellas” είναι ένα από τα καλύτερα τραγούδια που έχουν γράψει οι Omen, στην κυριολεξία τα τελευταία 30 χρόνια.
 
 
OMEN: Kevin Goocher – Vocals, Kenny Powell – Guitar, Andy Haas – Bass & Steve Wittig – Drums.
HAMMER DAMAGE: “Hammer Damage”, “Chaco Canyon (Sun Dagger)”, “Cry Havoc”, “Eulogy For A Warrior”, “Knights”, “Hellas”, “Caligula”, “Era Of Crisis”, “A.F.U.”.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group/ καλλιτέχνη αλλά και το Heavy Metal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.

KISS
ROCKS VEGAS
(2016)
 
 
Συναυλίες των KISS που έλαβαν χώρα απο τις 5 εως τις 23 Νοεμβρίου του 2014, στο "Hard Rock Hotel & Casino", στο Las Vegas (USA), για την 40η επέτειο της παγκόσμιας περιοδείας του συγκροτήματος. Κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2016 στις 26 Αυγούστου, σε πολλές μορφές, 2-LP+DVD, DVD+CD, DVD/ Blu-Ray, Box Set, (μόνο σε κασέτα δεν το έβγαλαν, γιατί;).
Λίγα δευτερόλεπτα μετά μόλις βάλεις το βινύλιο στο pick-up, ξεκινά η γνωστή εισαγωγή… "You Want The Best You Got The Best, The Hottest Band In The World... KISS" και μετά αμέσως το “Detroit Rock City”, η ενέργεια του set-list δεν αφήνει κανέναν ασυγκίνητο, όλα τα τραγούδια είναι ένα best off… “Creatures Of The Night”, “Psycho Circus”, “Parasite”, “War Machine”, “Tears Are Falling”, “Deuce”, “Lick It Up”, “I love It Loud”, “Hell Or Hallelujah”, “God Of Thunder”, “Do You Love Me”, “Love Gun”, “Black Diamond”, “Shout It Out Loud” και “Rock ‘N’ Roll All Nite”.
Το set-list είναι όμως ίδιο εδώ και χρόνια, χωρίς καμιά έκπληξη, το ίδιο πάνω-κάτω κάθε βράδυ, νομίζω πως το συγκρότημα έχει εγκλωβιστεί μέσα στο make-up από το 1996 και δεν πρόκειται να ξανά βγει ποτέ, ούτε και πρόκειται να δομικάσει κάτι καινούργιο, δυστυχώς. Η απόδοση του συγκροτήματος εντάξει είναι άψογη, χωρίς λάθη και φάλτσα, οι μερακλήδες KISS οπαδοί θα το χαρούν σίγουρα αυτό το live, με τους υπόλοιπους οπαδούς δεν ξέρω όμως τι γίνετε;.
Τα φωνητικά του Paul Stanley έχουν κάποια θεματάκια κατά καιρούς, κατά τη διάρκεια ορισμένων από τα τραγούδια του live, ενώ σε κάποια άλλα τραγουδά όντως με δύναμη και φινέτσα.
Η πρώτη μεγάλου μήκους συναυλία σε video σχεδόν 10 χρόνια μετά από το “Rock The Nation, Live”. Σίγουρα το KISS Army, θα προσθέσει αναμφισβήτητα στην συλλογή του αυτή την κυκλοφορία. Όλοι οι υπόλοιποι σας παρακαλώ προτιμήστε τα παλιά live του σχήματος “Alive!", “Alive II” και “Alive III”. Ως χαρακτηριστικό μπόνους στο πακέτο του DVD, το “Rocks Vegas” περιλαμβάνει επίσης ένα ακουστικό σετ από επτά τραγούδια, αλλά και πάλι σε αυτή την περίπτωση προτιμήστε το ιστορικό “MTV Unplugged”.
Το συγκεκριμένο live δε νομίζω ότι πρόκειται να προσθέσει κάτι στην μεγάλη ιστορία του σχήματος, παρά μόνο στις τσέπες των μελών, κάποια χιλιάδες δολάρια ή και παραπάνω. Ούτως η άλλως όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος ο Gene Simmons… οι KISS δεν είναι band αλλά brand.
Η συγκεκριμένη κυκλοφορία θεωρώ πως είναι για εσωτερική κατανάλωση, δηλαδή για τους οπαδούς των KISS (όπως εγώ), όλοι οι υπόλοιποι παρακαλώ προσπεράστε άφοβα. Αν πάλι θέλετε να έχετε κάποιο DVD των KISS, προτιμήστε
σας παρακαλώ τα "Kissology Vo.1, 2 & 3".
 
KISS: Gene Simmons – Vocals/ Bass, Paul Stanley - Vocals/ Guitar, Eric Singer – Drums & Tommy Thayer – Guitar.
 
 
Kριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (2-LP/ DVD).