Παρασκευή, 26 Απριλίου 2024, 00:35:33

HARD & HEAVY ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ

RUNNING WILD
RAPID FORAY
(2016)
 
 
Το πειρατικό πλοίο των Running Wild του αειθαλή Rock ‘N’ Rolf, έχει σαλπάρει ξανά για τα καλά στις ανοιχτές θάλασσες! Μια απροσδόκητη και θριαμβευτική επιστροφή από τους πειρατές του Ηeavy Μetal είναι τούτο το album, ένας φόρος τιμής προς τον πραγματικό κλασικό ήχο των Running Wild. Όλα τα κλασικά στοιχεία του συγκροτήματος είναι εδώ, σε ένα πολύ αριστοκρατικό και σύνθετο δίσκο, ο Rolf έχει επιτέλους αναλάβει να μας δώσει ένα εξαιρετικά ελκυστικό album, με anthemic τραγούδια με καλά πιασάρικα ρεφρέν, υπνωτική φωνή και όσο ποτέ άλλοτε καλές στακάτες ρυθμικές κιθάρες, που θα σας στείλουν για ένα ατελείωτο headbanging.
Οι Running Wild φίλοι μου, επέστρεψαν για τα καλά, οπότε όλοι οι κλώνοι τους μπορούν τώρα θα χαθούν από προσώπου Γης. Αυτός ο δίσκος είναι μίλια πάνω από τα δύο τελευταία που κυκλοφόρησε ο Rock ‘Ν’ Rolf, το τελευταίο ήταν πραγματικά καλό και αντάξιο του ονόματος των Running Wild. Αλλά σε τούτο εδώ ο Kasparek παίζει με τη γνώστη σε όλους μας δύναμη του, εύκολες μελωδίες, hooky χορωδιακά φωνητικά, στίχους σχετικά με διάφορα ιστορικά γεγονότα και ναι, πάρα πολλούς στίχους για τους πειρατές. Η διασκέδαση, η ταχύτητα και η ποιότητα είναι ξανά πίσω. Ελπίζω πως ήρθε η στιγμή, ο Rolf να κάνει ίσως και μερικά shows εκτός Γερμανίας και των πέριξ χωρών, έτσι για μια αλλαγή βρε αδελφέ.
Το κιθαριστικό riffing έχει πραγματικά ότι κλασικό έχουν οι Running Wild, πολλά από τα τραγούδια του δίσκου, διεκδικούν την παλιά αίγλη, στην πραγματικότητα είναι στο ίδιο επίπεδο με τα κλασικά τραγούδια τους. Έτοιμοι προς επιβίβαση λοιπόν, με το δέκατο έκτο full-length δίσκο τους, εντάξει δεν είναι μια πλήρης 360 μοίρες, επιστροφή στον κλασικό Μetal ήχο τους με τις Ηeavy/ Ρower πινελιές που είχαν, αλλά να ληφθεί πραγματικά υπόψη ότι είναι ένα μεγάλο βήμα προς τα μπρος, κοιτώντας πίσω προς τον γνωστό ήχο τους. Στην πραγματικότητα, θα έλεγα ότι αυτό είναι ένα καλό πισωγύρισμα σε έναν ανθεκτικό, στιβαρό ήχο, που είχαν χρόνια να μας προσφέρουν. Αυτό το album των Running Wild κοίτα κατάματα τα κλασικά “Pile Of Skulls”, “Under Jolly Roger”, “Masquerade” και “Rivarly”, είναι ότι πιο κοντινό σε αυτά τα albums έχω ακούσει ποτέ. Έτσι μας δίνετε η μεγάλη ελπίδα ότι μπορεί να ήρθε η εποχή που ξανά γυρίζουν πίσω στον γνώριμο κλασικό εγγυημένο ήχο τους. Συνολικά έχουμε μια επιστροφή στο μεγαλείο, αριστούργημα. Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, μπορώ να πω με σιγουριά ότι ο δίσκος ήταν για μένα μια ευχάριστη έκπληξη, ο θρυλικός Rock 'Ν' Rolf κυματίζει και πάλι την πειρατική του σημαία με καμάρι, όσοι πιστοί προσέλθετε.
Το “Rapid Foray”, ανακτά την αληθινή ουσία των καλύτερων Running Wild, από τα θαυμάσια χρόνια τέλη των 80’s και αρχές των 90’s, όπου ο ήχος τους έλαμψε με τη μεγαλύτερη λαμπρότητα. Ένα album φτιαγμένο με αγάπη και αφοσίωση στο γνήσιο πειρατικό Heavy Metal, ο Rolf επιστρέφει με τη σκόνη από τα παλιά τους ρούχα για να μας δώσει και πάλι μια χούφτα από τραγούδια στο καλύτερο δυνατό επίπεδο. Αν είχε κυκλοφορήσει πριν από μια δεκαετία, σήμερα θα ήταν σίγουρα ένα διαχρονικό ιστορικό album, οπότε είναι στο χέρι μας να γίνει…
Το “Rapid Foray”, καλείται να σηματοδοτήσει το μέλλον και τη νέα πορεία του Γερμανικού συγκροτήματος. Βγάζω το καπέλο μου… Τόσα χρόνια καριέρας στην πλάτη του και κυρίως μετά από τόσες απογοητεύσεις, ο Rock ‘N’ Rolf και οι Πειρατές του λάμπουν και πάλι… Ας ελπίσουμε ότι δεν είναι πολύ αργά, για να τους ανακαλύψει και η νέα γενιά των Heavy Metal οπαδών, οι Running Wild το αξίζουν και με το παραπάνω, αν σκεφτεί κανείς το τι σαβούρα από συγκροτήματα κυκλοφορεί εκεί έξω… Δεν έχω να προτείνω κάποιο τραγούδι, όλο το “Rapid Foray”, είναι must have για όλους μας.
 
 
RUNNING WILD: Rock ‘N’ Rolf Kasparek – Vocals/ Guitars/ Bass & Peter Jordan – Guitar. (Guests: Ole Hempelmann – Bass & Michael Wolpers – Drums).
RAPID FORAY: “Black Skies, Red Flag”, “Warmongers”, “Stick To Your Guns”, “Rapid Foray”, “By The Blood In Your Heart”, “The Depth Of The Sea – Nautilus”, “Black Bart”, “Hellestrified”, “Blood Moon Rising”, “Into The West”, “Last Of The Mohicans”.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group/ καλλιτέχνη αλλά και το Heavy Metal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
 
 
..............................................................................................................
 
 
Aκολουθεί και δεύτερη κριτική απο τον Γιάννη Αμυγδαλά.
 
Δεύτερο album μετά την ανασύσταση των Running Wild -όπως βλέπετε αγνοώ επιδεικτικά το ‘Shadowmaker’ και νοιώθω σα να μην πέρασε μια μέρα από το ‘Resilient’. Σκεφτόμουν να κάνω copy/paste την κριτική του ‘Resilient’ με τις αντίστοιχες διορθώσεις στους τίτλους των τραγουδιών γιατί πάνω-κάτω τις ίδιες εντυπώσεις αποκόμισα. Πέραν της πλάκας ο Rock ‘n’ Rolf ξέρει πολύ καλά να γράφει κομμάτια που μένουν στο κεφάλι και ριφάκια που σου θυμίζουν τις ενδοξότερες στιγμές του συγκροτήματος. Τα τραγούδια του ‘Rapid Foray’ -άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο- πετυχαίνουν τα παραπάνω. Δυστυχώς πάλι δεν βρήκα το τραγούδι-ύμνο για να κολλήσω και δυστυχώς πάλι οι ηχογραφήσεις έγιναν με drum machine. Κατά συνέπεια ο ήχος των ντραμς είναι επίπεδος και μουντός. Ναι μεν για την περιοδεία ο Rock ‘n’ Rolf θα προσλάβει ντράμερ και μπασίστα αλλά αδυνατώ να καταλάβω αυτή τη λογική.
Ο δίσκος αρχίζει δυναμικά με το ‘Black Skies, Red Flag’ και συνεχίζει εξίσου καλά με το ‘Warmongers’. Το ‘Stick to Your Guns’ δεν με συγκλόνισε ιδιαίτερα. Το ‘Rapid Foray’ που ακολουθεί είναι καλύτερο αν και δε μου αρέσουν τα δεύτερα φωνητικά στο ρεφρέν. Θα σταθώ λίγο περισσότερο στο ‘By the Blood in Your Heart’, στο οποίο ο Captain Rolf έφτιαξε ένα καθαρά συναυλιακό κομμάτι. Απλός ρυθμός, εύκολοι στίχοι, η χαρά του sing along δηλαδή αλλά με κέρδισε κυρίως το δεύτερο μέρος όπου έχουμε και προσθήκη γκάιντας.
Το ‘The Depth of the Sea (Nautilus)’ είναι ένα όμορφο instrumental ορεκτικό για το καλύτερο τραγούδι του album. Το ‘Black Bart’ αναφέρεται στον (John) Bartholomew Roberts, τον πιο επιτυχημένο, όσον αφορά τα πλοία που κούρσεψε, πειρατή. Ο Roberts στα τρία χρόνια ‘καριέρας’ του κατέλαβε ούτε λίγο ούτε πολύ 470 πλοία. Κατά μέσο όρο ένα κάθε 56 ώρες περίπου!!! Επίσης φέρεται και ως ο συγγραφέας του περίφημου Κώδικα των Πειρατών. Αν μή τί άλλο οι Running Wild, οι Alestorm, οι Swashbuckle και οι λοιποί metal πειρατές του οφείλουν πολλά. Για να μην αναφερθώ στο Roman Polansky (‘Pirates’-1986) και τους δημιουργούς του ‘Black Sails’ (1). Πίσω στο τραγούδι μας. Το ‘Black Bart’ θυμίζει στο ρεφρέν του το ‘Black Gold’ (‘Rogues En Vogue’-2005) αλλά είναι από κάθε άποψη ανώτερό του. Μαζί με τα ‘Black Skies, Red Flag’ και ‘Warmongers’ είναι τα καλύτερα του δίσκου.Κερδίζει τα δυο προαναφερθέντα τραγούδια στο νήμα λόγω του θέματός του. Ακολουθεί άλλο ένα δυνατό κομμάτι, το‘Hellectrified’ και μετά ο δίσκος κάνει κοιλιά με τα ‘Blood Moon Rising’ και ‘Into the West’. Κυρίως το δεύτερο σε κάποια σημεία θυμίζει το ‘Ω Σουζάννα’ (βλέπε Λούκυ Λουκ, ή το ‘Είμαστε καουμπόηδες από το Μεξικό’ για τους παλιότερους). Θα ήταν λοιπόν καλύτερο να είχε μέσα μπάντζο και να ήταν bonus joke track στην special edition του album.
To ‘Rapid Foray’ κλείνει με τον καθιερωμένο πλέον Running Wild τρόπο: Τραγούδι μεγάλο σε διάρκεια, με αναφορές σε ιστορικό γεγονός ή λογοτεχνικό έργο. Ο Rock ‘n’ Rolf στέκεται και πάλι στο ύψος του με το ‘Last of the Mohicans’, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του James Fenimore Cooper. Ωραίο τραγούδι με το ρεφρέν και το riff να του δίνουν φτερά. Τέλος πολύ καλό είναι και το εξώφυλλο του δίσκου το οποίο σύμφωνα με τα λεγόμενα του Καπετάνιου είναι φωτογραφία από το αρχείο του επεξεργασμένη ώστε να μοιάζει με ελαιογραφία. Σε γενικές γραμμές το ‘Rapid Foray’ μου άφησε θετικές εντυπώσεις όπως φαίνεται και από την κάτοθι βαθμολόγηση.
 
Track list Βαθμός
1. Black Skies, Red Flag (9)
2. Warmongers (9)
3. Stick to Your Guns (5)
4. Rapid Foray (6)
5. By the Blood in Your Heart (7)
6. The Depth of the Sea (Nautilus) (7)
7. Black Bart (9)
8. Hellectrified (8)
9. Blood Moon Rising (5)
10. Into the West (5)
11. Last of the Mohicans (8)
 
Γενικός βαθμός: 7.1 (Εγκρίνεται)
 
(1): Δεν ξέχασα τους 'Πειρατές της Καραϊβικής'. Απλά δε θεωρώ το concept τους πειρατικό. Ζόμπυ, κατάρες, τέρατα και ένας πράσινος δράκος στο μαγειρείο του πλοίου. Και όλα αυτά με ένα γιαλαντζί πειρατικό υπόβαθρο. Ο Black Bart θα τους είχε βάλει όλους να περπατήσουν στη σανίδα ήδη από την πρώτη ταινία.
 
 
Γ. Αμυγδαλάς.

DEAD DAISES
MAKE SOME NOISE
(2016)
 
 
Έτσι ακριβώς πρέπει να είναι φίλοι μου, το σύγχρονο Hard Rock, μεστό, ιδρωμένο και να ξεχειλίζει από αδρεναλίνη. Τα πιο γνωστά ονόματα της Hard Rock μουσικής βιομηχανίας ενώνουν τις δυνάμεις τους για να δημιουργήσουν κάτι πολύ καλό από κοινού και το αποτέλεσμα αυτού… ένα δυναμικό super-group.
Μπορείτε να ασχοληθεί μαζί με τους Dead Daises με δύο διαφορετικούς τρόπους. Ο ένας για τα πια μέλη απαρτίζουν το εν λόγο σχήμα, έτσι μπορείτε να βασίστε στο δυνατό μουσικό βιογραφικό παρελθόν του καθενός, ή εναλλακτικά μπορείτε να το δείτε σαν ένα νέο σχήμα όπως όλα, χωρίς όμως να κοιτάτε την προϊστορία των μελών. Από όποια σκοπιά και να το δείτε είμαι σίγουρος ότι θα σας ενθουσιάσει. Οι Dead Daises, είναι η καλύτερη επιλογή Hard Rock σχήματος που συνδυάζει άψογα το κλασικό αλλά και τον φρέσκο ήχο στην μουσική τους. Καθώς αυτό το συγκεκριμένο συγκρότημα στηρίχθηκε μουσικά κάπως, στην προγενέστερη παλιά φόρμουλα, όπου είχαν τα μέλη των Dead Daises για το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας τους, μια τέτοια επιλογή ήταν σχεδόν προφανές. Ας δούμε ποιοι όμως αποτελούν αυτό το σχήμα, στο αισίως τρίτο τους album με τον τίτλο “Make Some Noise”… αυτοί είναι οι Brian Tichy (Ozzy Osbourne, Foreigner), David Lowy, John Corabi (Mötley Crüe, Union, Scream), Marco Mendoza (Thin Lizzy, Whitesnake) και Doug Aldrich (Whitesnake, Dio), είπατε τίποτα;
Το “Make Some Noise”, συνδυάζει μια τραχιά ευθύτητα που είναι ήδη σήμα κατατεθέν για πολλά σχήματα του χώρου, περιλαμβάνει πολλά μοντέρνα riff, νευρικές συνθέσεις, που κι αν είναι στη σύγχρονη εποχή, έχουν μια ιστορική αναδρομή στο παρελθόν. Υπάρχουν αρκετά φιλικά προς το ράδιο τραγούδια, που όμως δεν θα τα ακούσετε όμως με καμιά δύναμη, στο έτσι κι αλλιώς αρτηριοσκληρωτικό από την κουλτούρα του Ελληνικό ραδιόφωνο, κρατικό ή μη. Η γεύση που σου αφήνει αυτό το album με τον στον ήχο του, είναι η απίστευτη ένταση και μια γενναιόδωρη δόση άψογης κιθάρας από τον μέγιστο Doug Aldrich.
Είναι η ίδια αρχέγονη δύναμη της Hard Rock μουσικής που συνελήφθη και απαθανατίσθηκε μέσα από δεκάδες αν όχι εκατοντάδες συγκροτήματα και τραγούδια στο παρελθόν, αλλά και οι Dead Daises παραμένουν σαγηνευτικοί, παρά την απλότητα τους. Νομίζω πως οι Dead Daises έχουν βρει το καλύτερο line-up τους, στο τρίτο δίσκο τους, τώρα για κάποιους μπορεί η μουσική τους να είναι καλή, αλλά με ντεμοντέ Hard Rock υπόβαθρο, αλλά σε τούτο το album μας παρουσιάζουν ένα κάλο και ωραίο Hard Rock/ Rock 'N' Roll, από την αρχή του δίσκου μέχρι το τέλος του. Οι ήχοι του δίσκου κυμαίνονται από το κλασικό 70’s στυλ του Hard Rock με χρωματισμένες πινελιές από 80’s Sleaze Rock. Οι νοσταλγοί του κλασσικού 70’s Hard Rock ήχου, αλλά και οι οπαδοί των 80’s, νομίζω πως πρέπει να επενδύσετε σε αυτό το συγκρότημα όχι μόνο για τα μέλη όπου το αποτελούν, αλλά και γιατί είναι μια φρέσκια νέα ιδέα. Αν πάλι ψάχνετε κάτι για να ξεκινήσετε ένα party το Σαββατοκύριακο διακοπών, τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά με αυτόν το δίσκο.
 
 
DEAD DAISES: John Corabi – Vocals, Doug Aldrich – Guitar, David Lowy – Guitar, Marco Mendoza – Bass & Brian Tichy – Drums.
MAKE SOME NOISE: “Long Way To Go”, “We All Fall Down”, “Song And A Prayer”, “Mainline”, “Make Some Noise”, “Fortunate Son”, “Last Time I Saw The Sun”, “Mine All Mine”, “How Does It Feel”, “Freedom”, “All The Same”, “Join Together”.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group/ καλλιτέχνη αλλά και το Heavy Metal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
DIAMOND HEAD
DIAMOND HEAD
(2016)
 
 
Οι Diamond Head ήταν στα 80’s, ένα από τα πλέον σημαίνοντα Heavy Metal σχήματα του NWOBHM κινήματος, η καριέρα τους δυστυχώς δεν ήταν αυτή που θα έπρεπε, τελικά όμως έμειναν ως ένα underground χαμένο αστέρι. Το πρώτο τους album το 1980 “Lightning To The Nations” ήταν διαχρονικό, όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα είναι απλά το καλύτερο τους. Η μαζική τους επιρροή στα NWOBHM σχήματα ήταν καθολική και άμεσα επηρέασαν τις επόμενες γενιές μουσικών, που πήραν κι έβαλαν τον ήχο τους στη μουσική τους, (βλ. Metallica). Οι Diamond Head είχαν μια περίεργη σταδιοδρομία, με βάση τα albums που κυκλοφορούσαν, αυτό ήταν ένα μειονέκτημα, γιατί πήγαν μπροστά παίζοντας σπουδαίο Heavy Metal, άλλα και λίγο πίσω παίζοντας εμπορευματοποιημένο Hard Rock, που δεν τους ταίριαζε.
Το “Diamond Head”, είναι το εβδομο studio album του συγκροτήματος και το πρώτο στα φωνητικά με τον καινούργιο τραγουδιστή Rasmus Bom Andersen.
Έτσι, είμαστε εδώ σχεδόν 36 χρόνια μετά το ντεμπούτο τους, το ομώνυμο τους album “Diamond Head” είναι σίγουρα μπροστόβαρο αφού τα δύο πρώτα τραγούδια θα έλεγα ότι είναι και τα καλύτερα. Τα “Bones” και “Shout At The Devil”, έχουν ένα αξιοπρεπές ρυθμό Hard Rock που θυμίζει τα πρώτα χρόνια τους, με καλή μελωδία, τα περισσότερα από τα υπόλοιπα τραγουδια του δίσκου απλά υπάρχουν. Πολλά από τα κιθαριστικά riffs είναι όμορφα, γρήγορα και μελωδικά, αλλά φαίνεται σαν να είναι δύσκολο να δικαιολογήσουν τη χρήση τους, ως η ραχοκοκαλιά ολόκληρου του δίσκου. Είναι μια χαρά από τεχνικής άποψης, αλλά δεν είναι καθόλου συναρπαστικά ή πραγματικά ακόμη ότι είναι πολύ διαφορετικά το ένα από το άλλο. Το “All The Reasons You Live”, είναι μια έντιμη προσπάθεια για μια Rockin’ μπαλάντα, που ακούγεται όμως σαν Foreigner, το “Wizard Sleeve” είναι σίγουρα το highlight του δεύτερου μισού του album και φέρνει στο νου παλιούς καλούς Diamond Head, αλλά και Judas Priest.
Ήμουν πραγματικά ενθουσιασμένος όταν αγόρασα το βινύλιο των Diamond Head, ελπίζοντας ότι θα ήταν καλό, γιατί όλοι ξέρουμε καλλιτέχνες που ακόμα βγάζουν πραγματικά ποιοτική μουσική μετά από μια μακροχρόνια καριέρα. Αν οι Diamond Head είχαν κυκλοφορήσει αυτό το album ως ένα EP με τα “Bones”, “Shout At The Devil”, “Wizard Sleeve” και το “Silence”, θα είχε σίγουρα θεωρηθεί ως μια από τις καλύτερες κυκλοφορίες των τελευταίων ετών, αυτού του θρυλικού συγκροτήματος. Δεν περίμενα κάποια νέα μουσική από τους Diamond Head. Δεν περίμενα να ακούσω κάτι σαν τα “Helpless”, “It’s Electric” ή σαν το “Am I Evil?” ας πούμε, αλλά περίμενα ότι το ομότιτλο album, σε αυτό το στάδιο της καριέρας τους, θα ήταν μια πιο τολμηρή καλή κίνηση. Το ομώνυμο album υποτίθεται ότι θα είναι η καλύτερη στιγμή, όπου θα λάμψει όταν είσαι στην κορυφή. Ο Tatler έχει ακόμη την αίσθηση της μελωδίας και είναι τόσο καλή όσο ποτέ άλλοτε, οι μελωδίες είναι μερικές φορές άψογες, αλλά δεν κάνουν τι διαφορά, που θα περίμενα. Συνολικά είναι ένα αδύναμο album, που δεν είναι αντάξιο τουλάχιστον της ιστορίας τους, αν όχι της καριέρας τους.
 
 
DIAMOND HEAD: Rasmus Bom Andersen – Vocals, Brian Tatler – Guitar, Andy Abberley – Guitar, Eddie "Chaos" Moohan – Bass and Karl Wilcox – Drums.
DIAMOND HEAD: “Bones”, “Shout At The Devil”, “Set My Soul On Fire”, “See You Rise”, “All the Reasons You Live”, “Wizard Sleeve”, “Our Time Is Now”, “Speed”, “Blood On My Hands”, “Diamonds”, “Silence”.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group/ καλλιτέχνη αλλά και το Heavy Metal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
ACE FREHLEY
ORIGINS VOL.1
(2016)
 
 
Ο Ace Frehley, ποτέ δεν γνώρισε σαν solo καλλιτέχνης τη πολύ μεγάλη επιτυχία, αλλά κατόρθωσε να αντέξει στο χρόνο, κυκλοφορώντας σε τακτά χρονικά διαστήματα καλούς δίσκους και έχοντας εξίσου τακτικές ανακατατάξεις στη σύνθεση του line-up, κάτω από διάφορες δισκογραφικές εταιρείες. Το Hard Rock του Ace, φαίνετε ότι δεν πρέπει είναι για όλα τα αυτιά, πρέπει να έχεις ακούσει πολλά σκληρά και αλήτικα συγκροτήματα, για να σου αρέσει αυτός ο τύπος. Δεν πρόκειται λοιπόν για έναν τυχαίο κιθαρίστα που παίζει με καλές προθέσεις πέντε-έξι πραγματάκια, αλλά για έναν χύμα μουσικό που παίζει με έναν απλό τρόπο Hard Rock, αυτό που βεβαία ξεχωρίζει είναι το μοναδικό παίξιμο στην κιθάρα, κατά την άποψη μου το καθαρό Hard Rock πρέπει να είναι κατ' ανάγκη βρώμικο και ο Ace τιμά το όνομα του και το Hard Rock.
Είναι πιθανό ο Ace να είναι απλά ένας ξεροκέφαλος μουσικός, αλλά συγχρόνως είναι σίγουρα ένας πολύ ξεχωριστός μουσικός, που γνωρίζει καλά τα δυνατά του σημεία. Με έναν θαρραλέο απλοϊκό τρόπο που άλλους ενθουσιάζει και άλλους εξοργίζει, υπάρχουν μερικοί καλλιτέχνες που το δέχεται ή δεν το δέχεται η καρδία σου με το πρώτο. Καλλιτέχνες που έχουν την μουσική έκφραση και γενικά κάθε εξωτερίκευση σαν πηγή ζωής. Εν ολίγης, οφείλουμε σεβασμό στα εκ φύσεως μουσικά ταλέντα χωρίς αυτό να προϋποθέτει αναγκαστικά προσπάθεια για εξήγηση, ο Ace είναι μια ξεχωριστή περίπτωση κιθαρίστα.
Έχει καταφέρει να φτιάξει σχολή χωρίς να ήταν ποτέ ιδιαίτερα υπερηχητικός (όπως ο Yngwie Malmsteen), εφευρετικός (όπως ο Eddie Van Halen), συμπαγής (όπως ο Zak Wylde) ή ακριβής (όπως ο Michael Schenker). Αυτό που τον έκανε όμως να ξεχωρίσει ήταν η εκπληκτική του ικανότητα να συνδυάζει όλα τα παραπάνω με εξαιρετική χαλαρότητα σαν να έφτιαχνε τον πρωινό καφέ του, ζωγράφιζε πανέμορφα μελωδικά μέρη σαν να πετάει από άστρο σε άστρο. Βέβαια ότι κατάφερε να δημιουργήσει υποβοηθήθηκε και συντηρήθηκε κατά κύριο λόγο και από την οπτική του εικόνα, την φαινομενική persona του, τον δεύτερο εαυτό του. Το αυθεντικό Hard Rock εκτός από την ομορφιά τις μουσικής έχει και το attitude και ο Ace είναι δάσκαλος και μάστορας σε αυτό. Ο Ace πρόσφερε πάρα πολλά, αποδείχθηκε ιδιαίτερα ευρηματικός, πολυσχιδής, ανατρεπτικός μα πάνω απ’ όλα ανθρώπινος.
Εν έτη 2016 λοιπόν και ο Ace Frehley μας προσφέρει μια συλλογή από δώδεκα διασκευές σε κλασικά Rock τραγούδια, σε μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της παγκόσμιας μουσικής σκηνής. Σε λιγότερο από δύο χρόνια μετά την τελευταία κυκλοφορία του, ο Ace Frehley είναι και πάλι πίσω μαζί μας με το “Origins Vol.1”, μια συλλογή από διασκευές που επηρέασαν την πρώην κιθαρίστα των KISS. Για το μεγαλύτερο μέρος του δίσκου, είναι καλή η επιλογή του στα τραγούδια, γιατί αυτά ταιριάζουν πάρα πολύ καλά με το στυλ του κιθαριστικού παιξίματος του. Με έναν μοναδικό αλλά και εκρηκτικό τρόπο ο Ace εδώ, κάνει τα τραγούδια «δικά» του θα έλεγα, χωρίς να είναι κάποιες κακέκτυπες διασκευές χωρίς ουσία.
Το album περιλαμβάνει επίσης και guest εμφανίσεις από τους Slash, Lita Ford, John 5, Mike Mc Cready, αλλά και του πρώην bandmate του Ace, τον frontman των KISS, Paul Stanley. Πιο συγκεκριμένα, η συνεργασία αυτή σηματοδοτεί και την πρώτη φορά που εμφανίζονται ξανά μαζί ο Ace και ο Paul στον ίδιο studio δίσκο, από το reunion album των KISS το “Psycho Circus” του 1998. Ενώ η συνεργασία των Ace και Paul, συνεχίζετε και με το video-clip του τραγουδιού “Fire And Water”, εν τω μεταξύ ο Ace έχει να κάνει επίσημο solo video-clip από το 1989. Μάλιστα επέλεξε να κυκλοφορήσει επίσημα το νέο του video-clip, την ημέρα των γενεθλίων του στις 27 Απριλίου, καλή και έξυπνη κίνηση θα έλεγα . Μάλιστα στο εξώφυλλο του δίσκου (να κοιτάξεις καλά), υπάρχει ένα αερόστατο με τον αριθμό 27, (η oποία είναι η ημερομηνία γέννησης του Ace).
Ας δούμε τώρα ποιες είναι οι guest εμφανίσεις των καλεσμένων του Ace Frehley, που είναι στα εξής τραγούδια… “Spanish Castle Magic” (John 5), “Fire And Water” (Paul Stanley), “Emerald” (Slash), “Wild Thing” (Lita Ford), “Parasite” (John 5) και στο “Cold Gin” (Mike Mc Cready).
Το “Origins Vol.1”, προσφέρει επίσης στον Frehley την ευκαιρία να διασκευάσει εκ νέου δύο τραγούδια που έγραψε για τους KISS, αλλά δεν είχε την αρκετή αυτοπεποίθηση για να τραγουδήσει τότε στα studio album. Οι νέες εκδόσεις του “Cold Gin” και του “Parasite” εδώ είναι απλά μοναδικές, αλλά η έκπληξη έρχεται με το “Rock And Roll Hell”, ένα τραγούδι του πρώην συγκροτήματος του από το album “Creatures Of The Night” του 1982, όπου ο Ace δεν έλαβε καθόλου μέρος στις ηχογραφήσεις, αυτό σε κάνει να αναρωτιέσαι τι θα μπορούσε να είχε κάνει αν είχε εμπλακεί.
Είναι πολύ συναρπαστικό σαν album, ακούγετε όλο ευχαρίστα, δεν έχω να σας προτείνω κάποιο τραγούδι, σε τέτοιες περιπτώσεις δεν προτείνεις κάποια, αλλά ακούς όλο το album από την αρχή μέχρι το τέλος. Η αλήθεια είναι πως περιμένω ήδη ν’ ακούσω με αγωνία, αν θα βγει και το Vol.2, μακάρι, ίδωμεν.
 
 
ACE FREHLEY: Ace Frehley – Vocals/ Guitar, Chris Wyse – Bass & Scott Coogan – Drums.
ORIGINS VOL.1: “White Room” (Cream), “Street Fighting Man” (Rolling Stones), “Spanish Castle Magic” (Jimi Hendrix), “Fire And Water” (Free), “Emerald” (Thin Lizzy), “Bring It On Home” (Led Zeppelin), “Wild Thing” (Troggs), “Parasite” (KISS), “Magic Carpet Ride” (Steppenwolf), “Cold Gin” (KISS), “Till The End Of The Day” (Kinks), “Rock And Roll Hell” (KISS).
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group/ καλλιτέχνη αλλά και το Heavy Metal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
MYSTIC PROPHECY
WAR BRIGADE
(2016)
 
 
Οι Mystic Prophecy (για όσους δεν το γνωρίζουν) παίζουν Heavy Metal, στο ύφος συγκροτημάτων όπως είναι οι Accept, Judas Priest κλπ, ενώ έχουν γίνει μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις τα τελευταία χρόνια στην παγκόσμια Μetal σκηνή. Στέκονται ψηλά με μια ισχυρή δυναμική στα καλύτερα τους, μετά από ένα διάλειμμα σχεδόν δύο χρόνων, η κατά το ήμισυ Γερμανική δύναμη των Mystic Prophecy μας παρουσιάζει το ένατο studio album “War Brigade”. Και λέω κατά το ήμισυ, διότι δύο εκ των μελών είναι Έλληνες, ο ιδρυτής τους τραγουδιστής Δημήτρης Λιαπάκης (Devil’s Train, Valley’s Eve) και ο κιθαρίστας Λάκης Ραγκαζάς (Devil’s Train, Long Live). Το σχήμα των Mystic Prophecy υπάρχει από το 2000 και όλα αυτά τα χρόνια μας έχει δώσει μόνο καλές και ποιοτικές δισκογραφικές αλλά και δυναμικές δουλειές.
Το “War Brigade” τώρα, είναι ένα δυνατό Heavy/ Power Metal album, ακριβώς αυτό που περιμέναμε, δεδομένου ότι ο πυρήνας της μουσικής τους παραμένει λίγο πολύ το ίδιο από album σε album. Έτσι η τελευταία τους κυκλοφορία, είναι πολύ καλή, άκουσα ακριβώς αυτό που περίμενα, τίποτα περισσότερο ή τίποτα λιγότερο, ατόφιο καυτό και εκρηκτικό, δυναμικό Heavy Metal.
Εδώ οι Mystic Prophecy παίζουν ένα πολύ σκληρό στυλ Power Metal, που αναμιγνύεται με κάποια στοιχεία από Τhrash, ειδικά στην κιθαριστική δουλειά του Λάκη Ραγκαζά. Ο τραγουδιστής Δημήτρης Λιαπάκης είναι ένας πολύ σκληρός τύπος, η φωνή ταιριάζει με την μουσική τέλεια και είναι αρκετά επιθετική, αλλά μπορεί επίσης να εναρμονιστεί τέλεια με τα χορωδιακά φωνητικά και τα πιο μελωδικά τμήματα. Όπως ήταν αναμενόμενο το album αυτό, διαθέτει σε μεγάλο βαθμό up-mid tempo Ρower Μetal τραγούδια, που συνήθως έχουν πιασάρικα ρεφρέν με υψηλή ενεργειακή απόδοση, αλλά όμως υπάρχουν και μερικές εκπλήξεις, που σε περιμένουν να τις ανακαλύψεις ακούγοντας το “War Brigade”.
Το album διαθέτει εξαιρετική, εκρηκτική κιθάρα, καθώς και εκπληκτικά μελωδικά ρεφρέν, όπου τα φωνητικά λάμπουν και είναι super επιθετικά, νομίζω ότι εδώ ο Λιαπάκης είναι απόλυτα οργισμένος, φωνητικά. Γενικά ο δίσκος έχει απολύτως δολοφονικά κιθαριστικά riffs, που ξεχωρίζουν από μακριά και κάνουν αξέχαστη την διαδρομή τους στα αυλάκια του βινυλίου. Συνολικά το “War Brigade”, είναι ότι πρέπει όχι μόνο για τους οπαδούς των Mystic Prophecy, αλλά για όλους τους Heavy Metal fans, ένα στέρεο-στιβαρό και επιθετικό μείγμα από Ηeavy Μetal και Ρower Μetal, με τραγούδια που ξεχωρίζουν και που κολάνε απόλυτα με τον καθιερωμένο σκληρό ήχο του συγκροτήματος.
Μπορούν και πάλι φίλοι μου, να είναι υπερήφανοι ο Λιαπάκης και η παρέα του, ότι με ισχυρά τραγούδια τύπου, “The Cruxifix”, “Metal Brigade”, “The Devil Is Back”, “War Panzer”, “War Of Lies” ή “10.000 Miles Away”, θα είναι μέρος κάθε λίστας που χαρακτηρίζετε από το απαραίτητο headbanging. Τέλος, Mystic Prophecy ίσον γρήγορα και επιθετικά τραγούδια όπως “Burning Out” και “Pray For Hell”. Καλό είναι όλοι μας να υποστηρίζουμε τέτοιες αξιόλογες προσπάθειες συγκροτημάτων, που τουλάχιστον προσπαθούν σκληρά για να κρατήσουν την σημαία του Heavy Metal ψηλά στον ιστό της, παρά τις αντιξοότητες. Αλλά και γιατί δύο δικά μας παιδιά, προσπαθούν εις την αλλοδαπήν να παράγουν καυτό, γνήσιο Heavy Metal.
 
MYSTIC PROPHECY: R.D. Liapakis – Vocals, Lakis Ragazas – Guitar, Markus Pohl – Guitar, Joey Roxx – Bass & Tristan Maiwurm – Drums.
WAR BRIGADE: “Follow The Blind”, “Metal Brigade”, “Burning Out”, “The Crucifix”, “Pray For Hell”, “10.000 Miles Away”, “Good Day To Die”, “The Devil Is Back”, “War Panzer”, “Fight For One Nation”, “War Of Lies”, “Sex Bomb” (LP bonus track).
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Heavy Metal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.

inruin

CAULDRON

IN RUIN

(2016)

 

Οι Cauldron για όσους δεν γνωρίζουν, είναι ένα δροσερό μικρό (ακόμα) συγκρότημα, προέρχονται από τον μακρινό Καναδά και την σύγχρονη μουσική εποχή, αλλά ακούγεται πάρα πολύ όπως ήταν το Heavy Metal στη Βρετανία στην δεκαετία του ’80 και αυτό είναι για μένα πολύ καλό.
Όπως είπα και παραπάνω ακούγεται σαν ένα βρετανικό σχήμα από τη δεκαετία του ’80, αλλά τι ακριβώς σημαίνει αυτό φίλοι μου; Αυτό σημαίνει ότι κυρίως από την κιθάρα, θα ακούσετε πολλά καλπάζων riff και solo που είναι μελωδικά και πολύ ενδιαφέρουσα. Ηχεί σαν ένα 80’s NWOBHM group από τη Βρετανία, επίσης σημαίνει ότι μπορείτε να περιμένετε και θα ακούσετε κάποια καλά flashy drums.

Παρά τη δύναμη των τυμπάνων και της κιθάρας, αυτό το album έχει και καλές μπάσο-γραμμές, αλλά επιπλέον και τα φωνητικά είναι κάτι το ιδιαίτερο, ο τραγουδιστής έχει εξουσία και οι μελωδίες του είναι ελκυστικές. Σε γενικές γραμμές αυτό το album έχει άφθονο κέφι και αν σας αρέσουν συγκροτήματα όπως οι Iron Maiden, οι Judas Priest των 80’s, ή γενικά τοNWOBHM σαν ήχος, τότε είμαι σίγουρος ότι τουλάχιστον θα απολαύσετε το “InRuin”. Οι Καναδοί αναπαράγουν αυτόν τον ήχο, πολύ καλύτερα από κάποιο παλιά NWOBHM συγκρότημα που υπάρχουν ακόμα.

Οι Cauldron μετά από τρία studio albums έχουν αρχίσει να ωριμάζουν, αλλά εξακολουθούν να γνωρίζουν τι κάνει ακριβώς τους οπαδούς τους να τους γουστάρουν, μα πολύ απλά το παλιό 80’s old-school Heavy Metal και αυτό είναι σίγουρα αρκετά καλό. Νομίζω ότι τα κιθαριστικά Metal riffs που οδηγούν όλο το album, το βοηθούν να πάει μπροστά και να του δώσουν έτσι ένα στερεό υπόβαθρο για το υπόλοιπο της μουσικής επέλασης. Η εκτίναξη από τις εκρηκτικές μελωδίες της κιθάρας είναι εδώ και αποδεικνύουν ότι πάνω απ’ όλα το συγκρότημα έχει καλούς μουσικούς. Από το 2006 που σχηματίστηκαν, μέχρι στιγμής έχουν κυκλοφορήσει ένα EP και τρία full-length studio album, για το νέο τους δίσκο το τρίο επέστρεψε στο studioηχογράφησης “Lincoln County Social Club” στην πατρίδα τους στο Toronto, όπου ηχογράφησαν δύο από τα προηγούμενα album τους και το “In Ruin”, το έκαναν σε συμπαραγωγή με τον Chris Stringer (Rush). Συνολικά θα έλεγα ότι, αυτό το album για τους Cauldron είναι μια φυσική εξέλιξη, που δείχνει ότι εξακολουθούν να εμπνέονται και έτσι να εξελιχθούν σε νέες μουσικές σφαίρες, είναι επίσης ένας τρόπος για να μην επαναλαμβάνουν τον εαυτό τους.

Το Heavy Metal, για περισσότερα από 40 χρόνια είναι στο διεθνές μουσικό στερέωμα-προσκήνιο, σε κάθε γωνιά του πλανήτη προστίθενται συνέχεια νέες γενιές ακροατών δίπλα στους παλιότερους οπαδούς. Έτσι λοιπόν αγαπητοί μου φίλοι, προστίθενται συνέχεια και νέα σχήματα δίπλα στα παλιότερα. Η σκληρή μας μουσική πάντα έψαχνε, ψάχνει και θα ψάχνει για τους επομένους καλλιτέχνες που θα την αναζωογονήσουν μέσα από την μουσική τους. Αυτή είναι η μαγεία του να ακούς ξανά τη μουσική από νέα κυρίως συγκροτήματα, με την οποία ανδρώθηκες στα 80’s. Τώρα που δυστυχώ όμως χανόμαστε στο κυκεώνα νέων ηλίθιων ακουσμάτων, η οικειότητα και η απόλαυση της ακρόασης ενός παλιού αγαπημένου σκληρού old-school 80’s ήχου, από νεαρούς Heavy Metal καλλιτέχνες, απλά δε συγκρίνεται. Όλα αυτά τα καινούργια συγκροτήματα που έχουν ακούσματα από το ένδοξο παρελθόν της σκληρής μουσικής, καθώς όμως κοιτούν και πατούν πίσω στον κλασικό-γνήσιο ήχο, αναπαράγουν αυτό το εκρηκτικό μουσικό μοτίβο, μπολιασμένο με νέες ιδέες. Εύχομαι τα καλύτερα γιατους Cauldron.

Από τα 9 τραγούδια του “In Ruin”, ξεχώρισα τα “No Return/ In Ruin”, “Burning At Both Ends”, “Come Not Here”, “Santa Mira”, “Hold Your Fire” και “Outrance”.

 

CAULDRON: Jason Decay – Vocals/ Bass, Ian Chains – Guitar & Myles Deck – Drums.

IN RUIN: “No Return/ In Ruin”, “Empress”, “Burning At Both Ends”, “Hold Your Fire”, “Come Not Here”, “Santa Mira”, “Corridors Of Dust”, “Delusive Serenade”, “Outrance”.

 

Για το Southern-Rock.GR: Ηλίας Κωστόπουλος.

Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Heavy Metal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.

avant

AVANTASIA
GHOSTLIGHTS
(2016)
 
 
Το νέο δισκογραφικό έργο του Tobias Sammet με τους Avantasia, είναι εδώ και κάνει αίσθηση. Πομπώδη Heavy Metal Opera με συμφωνικά στοιχεία, που διανθίζετε με Power Metal πινελιές και ένα μεγάλο εκπληκτικό κατάλογο αστεριών που είναι φιλοξενούμενοι σε τούτο το album.
Δεν έχουμε και κάτι το πολύ-πολύ πρωτότυπο εδώ, αλλά σε γενικές γραμμές το “Ghostlights”, είναι αρκετά ευχάριστο στο άκουσμα. Λοιπόν, ο ήχος αυτού τουalbum των Avantasia, είναι όπως και στα υπόλοιπα album των Avantasia του Sammet, όπου έχει ένα μεγάλο όραμα για την Power/ Heavy Metal Operaμουσική, έτσι δεν αποτελεί έκπληξη σε όσους ξέρουν καλά την μουσική του, ξέρουν ότι θα ακούσουν μελωδικό Power Heavy Metal.
Το νέο έργο του Tobias και των Avantasia “Ghostlights”, είναι το έβδομο κατά σειρά studio album και το δεύτερο κεφάλαιο της ιστορίας που ξεκίνησε με το προηγούμενο “The Mystery Of Time” το 2013.
Είναι αλήθεια φίλοι μου, ότι τα χρόνια των οπερατικών Heavy Metal δίσκων δεν έρχονται πίσω, αλλά αυτό που κάνει εδώ ο Tobi είναι ότι κινείται μουσικά προς άλλη μια πιο δημιουργική κατεύθυνση. Ο Sammet θα έλεγα ότι δεν ξεγελά κανέναν, η μουσική του είναι πολύ πιο όμορφη σε εκλεκτική-εκτελεστική πορεία με μεγάλες δόσεις από μελωδικό Power Metal. Ο Tobi βοήθησε με τους Edguy να καλλιεργηθεί το καλό μελωδικό Power Metal στην δεκαετία του ’90, αλλά τώρα πια είναι πολύ πιο πλούσιο με τους Avantasia.
Το “Ghostlights” είναι ένα album που λάμπει σε όλες τις πτυχές του, από την παραγωγή ας πούμε, αλλά και από τις μοναδικές φωνητικές ερμηνείες από ένα cast εκρηκτικών τραγουδιστών πίσω από το μικρόφωνο, το ταλέντο ξεχειλίζει από την ποιότητα. Ο δίσκος είναι πολύ μελωδικός, κρυστάλλινος ήχος όπου είναι ιδιαίτερα αναγνωρίσιμος, ο Sammet μας δίνει ένα μεγάλο album, παρά τους επικριτές του που υποστηρίζουν ότι κάνει μια επιστροφή σε ότι έκανε με τους Avantasia το 2001, κατηγορώντας τον για υπερβολικά επαναλαμβανόμενη μουσική. Προφανώς ο Τεύτονας μουσικός, έχει τον τρόπο του στην συγγραφή του δίσκου που ίσως να θέλει να είναι το ίδιο, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο, είναι καιρός όμως να αναγνωρίσουμε το μεγάλο δημιουργικό ταλέντο του Sammet για τον κόσμο του μελωδικού Heavy Metal.
Κατά τη γνώμη μου το “Ghostlights”, ακολουθεί μια γραμμή πολύ παρόμοια σε ποιότητα με το υλικό των Avantasia που άλλαξε από το 2008 και μετά, αν και είναι νομίζω ένα βήμα μπροστά από την προηγούμενο “The Mystery Of Time”.
Το “Ghostlight” έχει κάποια τραγούδια που αξίζουν τον κόπο να τ’ ακούσετε, όπως τα “Draconian Love”, “Babylon Vampyres”, “A Restless Heart and Obsidian Skies”,“The Haunting”, “Mystery Of A Blood Red Rose”, “Wake Up To The Moon”, έτσι θα θυμηθείτε στιγμές δόξας του παλιού καλού μελωδικού Power Metal.
Φυσικά αυτός ο δίσκος των Avantasia, είναι μια ευκαιρία να ακούσουμε μαζί καλλιτέχνες από την αφρόκρεμα του Heavy Metal όπως π.χ. ο Geoff Tate (Queensrÿche), ο Michael Kiske (Unisonic, ex-Helloween), ο Bob Catley (Magnum), ο Dee Snider (Twister Sister), ο Jorne Lande, ο Ronnie Atkins (Pretty Maids) και άλλους που συνέβαλαν στην δημιουργία αυτού του album. Το μυστικό μουσικό όπλο του album είναι η πολύ και καλή κιθάρα του Sascha Paeth, ο οποίος υπάρχει πάντα πίσω από κάθε Avantasia album αφού είναι απαραίτητη η συμμετοχή του, με ιδιαίτερη χαρά άκουσα όμως και τα ωραία μελωδικά κιθαριστικά μέρη του Bruce Kulick (ex-KISS).
Μου αρέσει αυτό το μουσικό μοτίβο των μουσικών σε τούτο το δίσκο, πότε μελωδικό και πότε επικό, κάθε φορά που ακούω κάτι από Avantasia κάθομαι μόνος στο δωμάτιο μου ακούγοντας το δυνατά και διαβάζοντας πάντα του στίχους. Σε αυτό το υπέροχο album όπου είναι χωρίς αμφιβολία ένα αριστούργημα, όχι μόνο μέσω τις νοσταλγίας που μας φέρνει στο μυαλό από παλιότερα album των Avantasia, ο Tobi συνθέτει τη μουσική του τόσο αριστοτεχνικά και με ευαίσθητο τρόπο, όπου κάθε τραγούδι θες να το ακούς ξανά και ξανά. Επίσης ο Tobias Sammet έχει γράψει όλους τους στίχους και την μουσική του “Ghostlight”, μας προσφέρει έναν εκρηκτικό αλλά και μελωδικό Ρower Μetal δίσκο.
 
 
AVANTASIA: Tobias Sammet/ Jorn Lande/ Ronnie Atkins/ Robert Mason/ Dee Snider/ Geoff Tate/ Michael Kiske/ Herbie Langhans/ Sharon Den Adel/ Marco Hietala/ Bob Catley – Vocals, Tobias Sammet/ Sascha Paeth/ Oliver Hartmann/ Bruce Kulick – Guitar, Tobias Sammet/ Sascha Paeth – Bass, Felix Bohnke – Drums & Michael Rodenberg – Keyboards.
GHOSTLIGHTS: “Mystery of a Blood Red Rose”, “Let the Storm Descend Upon You”, “The Haunting”, “Seduction of Decay”, “Ghostlights”, “Draconian Love”, “Master of the Pendulum”, “Isle of Evermore”, “Babylon Vampyres”, “Lucifer”, “Unchain the Light”, “A Restless Heart and Obsidian Skies”, “Wake Up To The Moon”.
 
 
Kριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.

 12746187 10208952823120803 1445797975 n

BLAZON STONE

“NO SIGN OF GLORY”

(2015)

 

Το “No Sign Of Glory” είναι το δεύτερο full-length album του Σουηδικού Heavy/ Ρower Μetal συγκροτήματος των Blazon Stone. Ακόμα και για όσους δεν έχουν ακούσει ποτέ πιο πριν αυτό το συγκρότημα, ίσως όμως να είναι γνωστό σε αρκετούς από εσάς το “Blazon Stone” σαν ο τίτλος του έκτου album των Running Wild. Η επιλογή του ονόματος αυτού του σχήματος είναι προφανώς ολοκάθαρη, αφού τους άρεσε τόσο πολύ η μουσική των Γερμανών, έτσι είναι καθαρά ένας απλός-γνήσιος φόρος τιμής στους Running Wild και έτσι θα πρέπει να το δούμε.

Ο όρος «κλώνος» μπορεί συχνά να είναι και ν’ ακούγετε σκληρός, αλλά σε τούτη την περίπτωση είναι λίγο δύσκολο να αποφευχθεί η σύγκριση, όταν ακούς το “No Sign Of Glory”, αλλά από την άλλη σαν άμυνα θα έλεγα ότι αυτό το LP εξακολουθεί να είναι πολύ καλύτερο από τα album που κάνουν τα τελευταία χρόνια, οι ίδιοι οι Running Wild. Στην πραγματικότητα δεν είναι ανακριβές να πούμε ότι οι Blazon Stone ακούγονται περισσότερο σαν (κλασικοί) Running Wild, απ’ ότι ακούγονται οι Running Wild αυτή την στιγμή, οι Running Wild έχουν αφήσει σε μεγάλο βαθμό (θα έλεγα) αρκετά πίσω τους, τη μεταλλική δύναμη του δημοφιλή 80’s ή 90’s ήχου τους.

Ε ναι λοιπόν, αγαπητοί αναγνώστες οι κλώνοι των Γερμανών είναι εδώ, με τον πραγματικό ήχο των κλασικών δίσκων των Running Wild και είναι σίγουρα ένα πολύ καλό μουσικό υποκατάστατο.
Οι Blazon Stone που δημιουργήθηκαν το 2011 στην πόλη Gävle τις μακρινής και παγωμένης Σουηδίας, άλλαξαν τον τραγουδιστή τους, μετά την κυκλοφορία του ντεμπούτο album τους “Return To Port Royal” (2013). Έτσι η πρώτη συνάντηση με τον νέο τραγουδιστή Georgi Peychev γίνετε στο album “No Sign Of Glory”, ένα όμως είναι το σίγουρο, ότι είναι πολύ καλή επιλογή, αφού χειρίζεται την φωνή του σε αρκετά καλά επίπεδα με το Πειρατικό Μetal και το άγριο ύφος του ακούγεται πολύ ωραίο. Φίλοι μου, οι Running Wild συμβαίνει να είναι ένα από τα αγαπημένα μου σχήματα, αλλά νομίζω ότι θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο Peychev είναι φωνητικά ένας καλός τραγουδιστής, όσο είναι και ο Rock ‘N’ Rolf. Όλα αυτά που γράφω είναι οι προσωπικές μου εκτιμήσεις, ίσως εσείς να μην βρείτε ότι αυτό το album είναι στο ίδιο επίπεδο με αυτά των Running Wild, παρά όλα τα καλά μουσικά στοιχεία που έχει. Είναι ελκυστικό όμως το Heavy/ Ρower Μetal πού παίζουν οι Blazon Stone με ταχύτητα, μπορεί όμως να μην είναι στο ίδιο επίπεδο με τους δασκάλους τους, αλλά όταν το ακούσετε νομίζω πως θα γίνει ένα από τα καλύτερα σας και δεν πιστεύω ότι μπορείτε να βρείτε καλύτερο υποψήφιο σχήμα, για να συνεχίσει την μουσική κληρονομιά των μεγάλων Running Wild.

Στο δεύτερο album ο νέος τραγουδιστής τραγουδά καλύτερα, τουλάχιστον από τον προκάτοχο του, ενώ με αυτόν το δίσκο έχουν κάνει σαφώς σημαντικά βήματα προς τα μπροστά. Αυτό είναι το καλύτερο αντίγραφο του Πειρατικού Heavy Metal, από όλα όσα έχουν βγει μετά την επιτυχημένη πορεία του Rock 'Ν' Rolf, τα τελευταία χρόνια.
Το υλικό είναι σε ικανοποιητικά καλό επίπεδο, τραγούδια με φωτιές και κανόνια απολύτως δολοφονικά, αλλά και με ορισμένα ωραία μελωδικά κιθαριστικά riff.
Δεδομένου λοιπόν αγαπητοί μου, ότι στην μουσική πάντα υπήρχε κάποιο είδος λογοκλοπής, οι Blazon Stone δεν είναι εδώ για να μας επιβάλλουν με το έτσι θέλω την μουσική τους, αλλά όταν τους ακούς μείνεις με την εντύπωση ότι το δισκογραφικό αυτό έργο έγινε από ταλαντούχους τουλάχιστον μουσικούς. Φυσικά σε κάθε περίπτωση, ο καθένας από εμάς θα πρέπει να επιλέξει καλά το τι θέλει ν’ ακούσει, εγώ έχω επιλέξει εσείς;

Η σκληρή μουσική πάντα έψαχνε, ψάχνει και θα ψάχνει για τους επομένους καλλιτέχνες που θα την αναζωογονήσουν μέσα από την μουσική τους. Αυτή είναι η μαγεία του να ακούς ξανά τη μουσική από νέα κυρίως συγκροτήματα, με την οποία ανδρώθηκες. Τώρα που δυστυχώς όμως χανόμαστε στο κυκεώνα νέων ηλίθιων ακουσμάτων, η οικειότητα και η απόλαυση της ακρόασης ενός παλιού αγαπημένου σκληρού ήχου, από νεαρούς Heavy Metal καλλιτέχνες, απλά δε συγκρίνεται. Όλα αυτά τα καινούργια συγκροτήματα έχουν ακούσματα από το ένδοξο παρελθόν της σκληρής μουσικής, καθώς κοιτούν και πατούν πίσω στον κλασικό-γνήσιο ήχο, ενώ αναπαράγουν αυτό το εκρηκτικό μουσικό μοτίβο, μπολιασμένο και με νέες φρέσκες ιδέες.

Αγαπημένα τραγούδια του δίσκου είναι τα “Fire The Cannons”, “No Return From Hell”, “Fight Or Be Dead”, “No Sign Of Glory”.

 

BLAZON STONE: Georgi Peychev – Vocals, Cedrick Forsberg – Guitar/ Bass/ Drums & Jan Pawel – Keyboards.

NO SIGN OF GLORY: Declaration Of War”, “Fire The Cannons”, “A Traitor Amongst Us”, “No Return From Hell”, “Bloody Gold”, “Fight or Be Dead”, “Beasts Of War”, “Stranded And Exiled”, “No Sign Of Glory”.

 

Για το Southern-Rock.GR: Ηλίας Κωστόπουλος.

Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Heavy Metal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.

ENFORCER

FROM BEYOND

(2015)

 

Απίστευτο έργο τέχνης, αυτή η μουσική είναι αρκετά δυναμική για τους Enforcer, είναι ένα πολύ καλό και αξιοπρεπές album όπως και τα 3 τελευταία τους. Ίσως αυτό το album να μην είναι σε καμία περίπτωση τόσο μεγάλο όσο τα Heavy Metal διαμάντια των 80’s. Ωστόσο όμως, η δύναμη τoυ έγκειται στο γεγονός ότι όταν συγκροτήματα τύπου Enforcer, κοιτούν με τον απαιτούμενο σεβασμό πίσω στο καλό γνήσιο 70's & 80's Hard Rock/ Heavy Metal... τότε και μόνο θα έχουν ένα λαμπρό μέλλον μπροστά τους. Όταν το Heavy Metal ξαναγεννιέται κάθε στιγμή με τέτοια καινούργια συγκροτήματα, τότε πολύ απλά το Heavy Metal δεν θα πεθάνει ποτέ, αγαπητοί μου αναγνώστες.

Οι Enforcer προσπαθούν να ενσωματώσουν κυρίως στο ήχο τους το ρετρό-Metal ή old-school γι’ κάποιους άλλους, ναι ένα τέτοιο ηχητικό πράγμα υπάρχει ακόμη αυτές τις μέρες στην μουσική μας. Οι Enforcer συνεχίζουν να δείχνουν ότι είναι ένα συνεπής Ηeavy Μetal σχήμα, καθώς αναβιώνουν όσο μπορούν έναν 80’sσκληρό δυναμικό ήχο. Αυτοί οι Σουηδοί έχουν καταφέρει να ξεπεράσουν την πλειοψηφία των συνομηλίκων τους, συλλαμβάνοντας την ενέργεια και το πάθος της εποχής τους, που από όπου και αν το δεις, έχουν καταφέρει να διατηρήσουν παράλληλα με τον κλασικό ήχο και τα καλά τραγούδια.

Το “From Beyond” περιέχει εκρηκτικά τύμπανα, φωνητικά στα ύψη, ιλιγγιώδη κιθαριστικά solo και πιασάρικα Heavy Metal riffs. Η ταχύτητα είναι από τα κυριότερα στοιχεία αυτού του δίσκου, αλλά υπάρχει και μια πιο μελωδική και mid tempo προσέγγιση σε κάποια τραγούδια, αλλά δεν πρέπει να ανησυχείτε οι Enforcer απελευθερώνουν μια κόλαση όταν χρειάζεται. πολύ εύκολα. Αυτός ο δίσκος είναι ακόμα, σταθερά καλός, διασκεδαστικός και καλογραμμένος ακριβώς όπως χρειάζεται η Heavy Metal εποχή μας. Έσκαψα πραγματικά μέσα στην μουσική τους με το τελευταίο album τους, είναι ένας δίσκος πραγματικά συναρπαστικός και με γρήγορο Ηeavy Μetal. Ευτυχώς που το “From Beyond” δεν μου φαίνεται λιγότερο από ότι περίμενα, ως εκ τούτου είναι τόσο διασκεδαστικό όσο όλα τους τα βινύλια. Τα τραγούδια τους είναι ακόμα άνω του μέσου όρου και μερικά όπως το ομώνυμο “From Beyond” και το "Destroyer" είναι αρκετά μεγαλειώδη, θα ήθελα απλώς οι Enforcer θα διατηρούσουν αυτήν την ενέργεια που έχουν και στο μέλλον.

Πέρα ​​από ένα άξιο LP, είναι μια καλή προσπάθεια από τους Enforcer να μείνουν στο χώρο του Heavy Metal, για αρκετά χρόνια ακόμα, το αξίζουν άλλωστε. Oι Enforcer, χάρη στην προσωπικότητα που βάζουν στη μουσική τους, καταφέρνουν να αρπάξουν περισσότερη προσοχή από το κοινό, ο δίσκος τουλάχιστον είναι καλός κατά το 100%, όλα τα τραγούδια όπως τα “Destroyer”, “Undying Evil”, “The Banshee”, “From Beyond”, “Mask Of Red Death”, “HungryThey Will Come”, “Below The Slumber” που είναι αξιόλογα. Ο ρυθμός επιβραδύνεται ελαφρά για να επικεντρωθεί σε μελωδικές γραμμές, ο δίσκος κινείται μεταξύ δύο άκρων, από τη μία πλευρά η καθαρή βάναυση ταχύτητα και από την άλλη η μελωδία, η επική διαδρομή από μελωδικές στιγμές, όλα όμως στα όρια του κλασικού 80’s Heavy Metal. Εμπνευσμένο Ευρωπαϊκό Μetal, όπως ήταν στα τέλη της δεκαετίας του '80, με το συγκρότημα να επικεντρώνεται σε έναν πιο μελαγχολικό ήχο, με μια πιο εκλεπτυσμένη δημιουργική προσέγγιση, οι Enforcer εξακολουθούν να τονίζουν την ατμόσφαιρα της μουσικής τους με πιο σοβαρή και μελαγχολική πορεία όπου έχουν επιλέξει. Συνολικά, για το συγκρότημα αυτό ακριβώς το album είναι μια φυσική εξέλιξη, που δείχνει ότι εξακολουθούν να εμπνέονται και να εξελιχθούν σε νέες μουσικές σφαίρες, είναι επίσης ένας τρόπος για να μην επαναλαμβάνουν τον εαυτό τους σε κάθε δίσκο.

Το Heavy Metal, για περισσότερα από 40 χρόνια είναι στο διεθνές μουσικό στερέωμα-προσκήνιο, σε κάθε γωνιά του πλανήτη προστίθενται συνέχεια νέες γενιές ακροατών δίπλα στους παλιότερους οπαδούς. Έτσι λοιπόν αγαπητοί μου φίλοι, προστίθενται συνέχεια και νέα σχήματα δίπλα στα παλιότερα. Η σκληρή μας μουσική πάντα έψαχνε, ψάχνει και θα ψάχνει για τους επομένους καλλιτέχνες που θα την αναζωογονήσουν μέσα από την μουσική τους. Αυτή είναι η μαγεία του να ακούς ξανά τη μουσική από νέα κυρίως συγκροτήματα, με την οποία ανδρώθηκες. Τώρα που δυστυχώς όμως χανόμαστε στο κυκεώνα νέων ηλίθιων ακουσμάτων, η οικειότητα και η απόλαυση της ακρόασης ενός παλιού αγαπημένου σκληρού ήχου, από νεαρούς Heavy Metal καλλιτέχνες, απλά δε συγκρίνεται. Όλα αυτά τα καινούργια συγκροτήματα που έχουν ακούσματα από το ένδοξο παρελθόν της σκληρής μουσικής, καθώς όμως κοιτούν και πατούν πίσω στον κλασικό-γνήσιο ήχο, αναπαράγουν αυτό το εκρηκτικό μουσικό μοτίβο, μπολιασμένο με νέες φρέσκες ιδέες. Bravo…

 

ENFORCER: Olof Wikstrand – Vocals/ Guitar, Joseph Tholl – Guitar, Tobias Lindqvist – Bass & Jonas Wikstrand – Drums.

FROM BEYOND: “Destroyer”, “Undying Evil”, “From Beyond”, “One With Fire”, “Below The Slumber”, “Hungry They Will Come”, “The Banshee”, “Farewell”, “Hell Will Follow”, “Mask Of Red Death”.

 

Για το SouthernRock.gr: Ηλίας Κωστόπουλος.

Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.

blacktrip

BLACK TRIP

SHADOWLINE

(2015)

 

Δύο χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του album τους “Goin’ Under”, οι Black Trip εξαπολύουν μια νέα επίθεση με το “Shadowline”. Όντας αυτό το συγκρότημα προσφέρει ακόμα περισσότερο με τη μουσική του στο λεγόμενο New Wave ofTraditional Heavy Metal, με 11 νέα φρέσκα τραγούδια, που έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε σε αυτό το album των Σουηδών Heavy Metalers. Σίγουρα πρέπει να συμφωνήσω όπως αυτό το album, μου κολλά σαν ήχος στις παλιές Heavy Metal ρίζες, αλλά με νέες και συναρπαστικές ιδέες από αυτά τα νεαρά παιδιά, έχει πολλές επιρροές από 70’s και 80’s καλλιτέχνες, αλλά από μουσικότητα είναι αρκετά καλό. Σε αυτό το album ακούω κάποιες ομοιότητες από το γνωστό Hard Rock των Iron Maiden, των Blue Oyster Cult ή των Thin Lizzy, ίσως να είναι η φωνητική απόδοση, ή οι κιθαριστικές μελωδίες ή ακόμη και η παραγωγή αλλά σε κάθε περίπτωση, είμαι εντυπωσιασμένος.

Όλο το “Shadowline” περιέχει καλά groovy-riff κιθάρας που οδηγείται σε εκπληκτικό Heavy Metal. Καθ’ όλη την ακρόαση του δίσκου μπορείτε να ακούσετε πραγματικά την ανάπτυξη του συγκροτήματος και την άριστη μάχη των δίδυμων lead κιθαριστών, είναι ένα επιτυχημένο κιθαριστικό album που αγκιστρώνει τον ακροατή και δεν του αφήνει περιθώρια διαφυγής. Ευχάριστα είναι και τα φωνητικά από λεπτές και με πάθος γλυκές κραυγές, αυτό σημαίνει ότι ο τραγουδιστής μπορεί να παίξει γύρω από τη φωνή του διαφορετικά φωνητικά-μουσικά στυλ και πραγματικά να προσαρμοστούν καλύτερα στον σκληρό ήχο των Black Trip. Ακούγοντας το κάθε μέλος σε αυτό το album τόσο στη δομή των τραγουδιών, όσο και τη χρήση των οργάνων, βλέπεις και ακούς ότι καλύτερο έχει αυτό το συγκρότημα, χωρίς πολλά τεχνάσματα παρά μόνο σκληρό old-school Heavy Metal.

Ένα album γεμάτο ενέργεια και μεράκι, το “Shadowline” περιέχει μόνο καλά τραγούδια, οι Black Trip πετάνε έξω πιασάρικα riffs, που θυμίζουν αρχές της δεκαετίας του ’80, οι παλιές old-school επιρροές είναι προφανές, από τις κιθαριστικές μονομαχίας και τα κιθαριστικά solo των Sebastian και Peter, a-la Maiden ή Priest.
Με δύο μέλη να προέρχονται από τους Enforcer (Joesph Tholl και JonasWikstrand), οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες και ευτυχώς το συγκρότημα σπάνια λαμβάνει ερεθίσματα από τους Enforcer. Η παραγωγή του “Shadowline” κρύβει γεύσεις πίσω από την δεκαετία του '80, δεν είναι όμως πολύ υπερβολική επιτρέποντας ωστόσο έτσι σε κάθε ένα από τα μέλη του σχήματος να ξεχωρίσει. Η κιθάρα και τα τύμπανα είναι ιδιαίτερα ελκυστικά, με τις κιθάρες να οδηγούν συχνά σ’ ένα τεράστιο σκληρό ήχο όπως υποτίθεται ότι πρέπει να είναι το γνήσιοHeavy Metal.
Ας ελπίσουμε λοιπόν, ότι οι Black Trip να καταφέρουν να κρατήσουν και στο μέλλον, με την εξαιρετική δουλειά που έχουν κάνει μέχρι τώρα, νομίζω πως θα τα καταφέρουν. Όταν κοιτάς με τον απαιτούμενο σεβασμό πίσω στο καλό γνήσιο 70's & 80's Hard Rock-Heavy Metal... τότε και μόνο θα έχεις ένα λαμπρό μέλλον μπροστά σου. Όταν το Heavy Metal ξαναγεννιέται κάθε στιγμή με τέτοια καινούργια συγκροτήματα, τότε πολύ απλά το Heavy Metal δεν θα πεθάνει ποτέ.

Το Heavy Metal, για περισσότερα από 40 χρόνια είναι στο διεθνές μουσικό στερέωμα-προσκήνιο, σε κάθε γωνιά του πλανήτη προστίθενται συνέχεια νέες γενιές ακροατών δίπλα στους παλιότερους οπαδούς. Έτσι λοιπόν αγαπητοί μου φίλοι, προστίθενται συνέχεια και νέα σχήματα δίπλα στα παλιότερα. Η σκληρή μας μουσική πάντα έψαχνε, ψάχνει και θα ψάχνει για τους επομένους καλλιτέχνες που θα την αναζωογονήσουν μέσα από την μουσική τους. Αυτή είναι η μαγεία του να ακούς ξανά τη μουσική από νέα κυρίως συγκροτήματα, με την οποία ανδρώθηκες. Τώρα που δυστυχώς όμως χανόμαστε στο κυκεώνα νέων ηλίθιων ακουσμάτων, η οικειότητα και η απόλαυση της ακρόασης ενός παλιού αγαπημένου σκληρού ήχου, από νεαρούς Heavy Metal καλλιτέχνες, απλά δε συγκρίνεται. Όλα αυτά τα καινούργια συγκροτήματα έχουν ακούσματα από το ένδοξο παρελθόν της σκληρής μουσικής μας, καθώς κοιτούν και πατούν πίσω στον κλασικό-γνήσιο ήχο, ενώ αναπαράγουν αυτό το εκρηκτικό μουσικό μοτίβο, μπολιασμένο και με νέες φρέσκες ιδέες.

 

BLACK TRIP: Joesph Tholl – Vocals, Peter Stjärnvind – Guitar, Sebastian Ramstedt – Guitar, Johan Bergebäck – Bass & Jonas Wikstrand – Drums.

SHADOWLINE: “Die With Me”, “Danger”, “Berlin Model 32”, “Over The Worldly Walls”, “Clockworks”, “Rooms”, “Subvisual Sleep”, “Sceneries”, “The Storm”, “Coming Home”.

 

Για το SouthernRock.gr: Ηλίας Κωστόπουλος.

Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.

 

IMPELLITTERI

VENOM

(2015)

 

Πω πω, ο βιρτουόζος κιθαρίστας Impellitteri ξανά πίσω στην μουσική, έξι χρόνια μετά το τελευταίο του δίσκο. Ο Chris η ομάδα του και φυσικά με τον μέγιστο Rob Rock στα φωνητικά, νομίζω πως κυκλοφόρησε ένα από τα καλύτερα έργα της δισκογραφίας του. Το “Venom” διατηρεί όλα τα χαρακτηριστικά της καλής σκληρής μουσικής, δηλαδή πολύ απλά είναι Heavy Metal φίλοι μου, σε πλήρη ταχύτητα, με το νεοκλασικό ήχο που τόσο χαρακτήρισε το μουσικό προφίλ του Impellitteri και όλα αυτά μαζί με μια πολύ μελωδική φωνή από τον Rob. Θεωρώ πως το “Venom” ακούγεται τέλειο, σύντομα τραγούδια όχι περισσότερο από 3 λεπτά, με άψογες κιθάρες από τον Chris, αναμφίβολα είναι ένας από τα πιο καταρτισμένους κιθαρίστες, σε ότι αφορά την ταχύτητα στον πλανήτη. Ένα κλασικό Αμερικανικό Heavy Metal album, εξαιρετική, καταπληκτική δουλειά με την υπογραφή των Chris/ Rob, κολοσσιαία κιθαριστική δουλειά , ο ήχος πολύ κρύσταλλο και τα τραγούδια γροθιά, σε όλες τις εκτελέσεις.
Ο δίσκος δεν προσφέρετε για ανάπαυση, όλα τα τραγούδια έχουν ταχύτητα, προσφέροντας ότι καλύτερο έχουν σαν συγκρότημα, σε κάθε σύνθεση ανά πάσα στιγμή χωρίς να προδώσουν τον εκπληκτικό ήχο τους.

Έτσι, η προσφορά τους σε αυτό το album, μας είναι πολύ έντονη, χαρακτηριστικά τραγούδια όπως τα “Empire Of Lies”, “Venom”, “We Own The Night”, “Face The Enemy” ας πούμε, έχουν τρομακτικά κιθαριστικά riff. Φυσικά στο ίδιο πνεύμα κινείτε ολόκληρος ο δίσκος, με πιασάρικα ρεφρέν εξαιρετική μελωδική γραμμή, όλα τέλεια διανθισμένα. Εν ολίγοις είναι εντυπωσιακή η νέα δουλειά των Αμερικανών, μια από τις καλύτερες στην ιστορίας τους, δείχνει ένα συντριπτικό μουσικό επίπεδο. Ένα ολοκληρωμένο album, γεμάτο μαγεία και το ταλέντο όλου του συγκροτήματος βρίσκεται παντού. Το album είναι πολύ συνοπτικό και τα τραγούδια δεν περιέχουν τίποτα το περιττό αντίθετα, (για μένα) τα υψηλής ταχύτητας νεοκλασικά solo της κιθάρας, θα μπορούσαν να είναι λίγο μεγαλύτερα σε διάρκεια, για να χορτάσουμε πιο πολύ το ταλέντο του βιρτουόζου κιθαρίστα.

Ο Rob Rock, όπως πάντα τραγουδά πολύ όμορφα, τραγούδια που ξεχωρίζουν, εκτός αυτών που ανέφερα πιο πάνω είναι και τα “Time Machine”, “Rock ThroughThe Night”, “Rise”, “Reach For The Sky”, έχουν ακριβώς τη σωστή ισορροπία μεταξύ Heavy και Power. Ναι, αγαπητοί αναγνώστες το 2015, έχουμε ένα αριστούργημα του μελωδικούPower Metal από τον Impellitteri μετά από 28 χρόνια δημιουργικότητας, αυτά τα παιδιά έχουν ως αποστολή να μας δώσουν (και το κάνουν) ένα εξαιρετικά καλό δίσκο, που στο σύνολο του είναι ένα εντυπωσιακό δισκογραφικό έργο.

 

IMPELLITTERI: Rob Rock – Vocals, Chris Impellitteri – Guitars, James Amelio Pulli – Bass & Jon Dette – Drums.

VENOM: “Venom”, “Empire of Lies”, “We Own the Night”, “Nightmare”, “Face the Enemy”, “Domino Theory”, “Jehovah”, “Rise”, “Time Machine”, “Holding On”.

 

Για το SouthernRock.gr: Ηλίας Κωστόπουλος.

Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.

eternal

STRATOVARIUS

ETERNAL

(2015)

 

Η φαντασία συνεχίζεται!!! Το να παίξεις καλό Power Metal είναι ένα δύσκολο μουσικό παιχνίδι, αγαπητοί αναγνώστες. Όταν ο Timo Tolkki ιδρυτής και κύριος τραγουδιστής για περισσότερο από δύο δεκαετίες, άφησε τους Φιλανδούς Stratovarius , τα στοιχήματα για την επιβίωση του συγκροτήματος ήταν λίγα και κάτω από τη βάση από πολλούς οπαδούς. Μεγάλο λάθος, αυτό το τέταρτο μετά-Tolkki έργο, τους δικαιώνει όμως απόλυτα, άκρως ανανεωμένοι με ένα εντελώς υψηλού επιπέδου δίσκο από καλές συνθέσεις, καλή ενορχήστρωση και καλή παραγωγή. Το σχήμα επαναπροσδιορίστηκε στον παλιό καλό του ήχο με μεγάλη αξία, χωρίς να προδώσουν τις βασικές αρχές που τους έκανε γνωστούς σε ολόκληρο τον πλανήτη Γη.

Αληθινό βαρέων βαρών album, οι δύο βετεράνοι Timo Kotipelto και Jens Johansson, έχουν ρίξει πολλές υπερωρίες για να βγει αυτό το αποτέλεσμα, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της εικόνας και τις προώθησης των Stratovarius, κρατώντας ζωντανή και ανέπαφη τη μαγική φλόγα του συγκροτήματος. Αλλά είναι αλήθεια ότι και ο νεαρός Matias Kupianen που έχει αναλάβει τα ηνία της κιθάρας, ενώ είναι καθοριστική και η συμμετοχή του στην σύνθεση, στην παραγωγή και στην μουσική κατεύθυνση του group, κι όλα αυτά μαζί με ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα. Το “Eternal” είναι ένα βήμα προς αυτήν την νέα πορεία που ξεκίνησε το σχήμα το 2008, είναι πάλι υψηλού επιπέδου κοντά στην υπερφυσική μαγεία τους, δείχνοντας και πάλι με το καλύτερο τρόπο, ότι οι Stratovarius είναι ένα συγκρότημα που ζει σίγουρα μια δεύτερη νεότητα.

Μελωδικό, δυναμικό και φρέσκο ​Ευρωπαϊκό Heavy Metal, παρέχοντας ένα μεγάλο τελικό αποτέλεσμα, με εξαιρετικό ήχο, όπου οι κιθάρες παίζουν ένα μεγάλο πεντακάθαρο ρόλο, που όμως δεν αποσπώνται από το σύνολο του έργου, όπου τα πλήκτρα και πάλι έχουν δυναμική θέση. Εν τω μεταξύ, ο Timo τραγουδά πιο λεπτά από ποτέ και πολύ μελωδικά, γενικά η φωνή του είναι σε πολύ καλό επίπεδο. Τα μουσικά θέματα από την αρχή μέχρι το τέλος του “Eternal” είναι υπέροχα, με πολύ φρέσκο ήχο, έντονα, δυναμικά και γεμάτα με υπέροχα τραγούδια και μελωδίες που διατηρούνται στην μνήμη. Τραγούδια σαν τα “Shine In The Dark”, “My Eternal Dream”, “Rise Above It”, “In My Line Of Work”, “The Lost Saga” είναι μόνο μερικά από τα πολύ καλάακούσματα του “Eternal”.

Με την ευκαιρία να πω, ότι η συμβολή στον δίσκο των Stratovarius του Jani Liimatainen (ex-Sonata Arctica), σχετικά με τη σύνθεση σε όλους σχεδόν τους στίχους του album, όπου μοιράζονται με τον Kotipelto και την μουσική, κάνουν το“Eternal” ενδιαφέρον προς ακρόαση. Κλείνοντας θα έλεγα πως, οι Stratovarius έχουν κάνει έναν αξιόλογο δίσκο, οι βασιλιάδες είναι ακόμα ζωντανοί, οι βασιλιάδες συνεχίζουν να υποστηρίζουν το θρόνο τους. Είμαι ευχαριστημένος με το τελικό αποτέλεσμα εν γένει, το albumαποδείχτηκε ότι σαφώς είναι καλύτερο από ότι ήταν ας πούμε το “Polaris”, το “Elysium” ή το “Nemesis”.

 

STRATOVARIUS: Timo Kotipelto – Vocals, Matias Kupiainen – Guitars, Lauri Porra – Bass, Rolf Pilve – Drums and Jens Johansson – Keyboards.

ETERNAL: “My Eternal Dream”, “Shine In The Dark”, “Rise Above It”, “Lost Without A Trace”, “Feeding The Fire”, “In My Line Of Work”, “Man In The Mirror”, “Few Are Those”, Fire In Your Eyes”, “The Lost Saga”.

 

Για το SouthernRock.gr: Ηλίας Κωστόπουλος.

Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP ή CD), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και τοHeavy Metal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.

visigoth

VISIGOTH
THE REVENANT KING
(2015)

 

Το “The Revenant King” είναι το ντεμπούτο full-length album των Αμερικανών Βησιγότθων, αυτή είναι η πρώτη τους κυκλοφορία με την ιστορική Metal Blade records.
Η μουσική είναι ως επί το πλείστον παραδοσιακό Heavy Metal, με έμφαση στην διαμόρφωση με εύλογα μεγάλα τραγούδια, που σε αρκετά σημεία θυμίζουν Grand Magus και Manilla Road. Η μουσική τους είναι συνήθως αρκετά μέσα στο κλασικό Metal ρυθμό, αλλά μερικές φορές κτυπάει και πολλά στοιχεία από το Power Metal. Ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα αυτού του μουσικού ύφους είναι το τραγούδι “Blood Sacrifice”, αλλά υπάρχει το αισιόδοξο και παραδοσιακό “Dungeon Master” που χωρίζει. Το “Dungeons & Dragons” είναι ένα πάρα πολύ cheesy για μερικούς ακροατές τραγούδι, στο ύφος των Visigoth. Η μουσική τους έχει ένα σοβαρό ύφος που πάει και προς την κατεύθυνση του Doom Metal.


Ο τραγουδιστής Jake Rogers έχει μια ισχυρή βαριά φωνή, που ταιριάζει αρκετά καλά με το old-school στυλ του συγκροτήματος, επίσης αν θέλετε κλασικά Heavy Metal riffs, θα τα έχετε σε αυτό το album σε πλήρη αφθονία. Ο ρυθμός του καλπάζων στυλ θα φέρει προφανώς το μυαλό σας, τους Iron Maiden.
Με ένα κορυφαίο επικό Ηeavy Μetal εξώφυλλο àla Cirith Ungol και πραγματικά αρκετά κάλο υλικό στο μεγαλύτερο μέρος του δίσκου, με πολύ καλό λυρικό τραγουδιστή και πολύ αξιοπρεπές συνθέσεις τραγουδιών. Επιπλέον ένα καλό στοιχείο, το ότι είναι περίπου μία ώρα σε διάρκεια.
Αυτό το προϊόν τελικά είναι, πράγματι καλό. Παραδοσιακό Heavy Metal με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, με έντονο μπάσο και drums, ενώ η κιθαριστική δουλειά είναι πολύ καλή και μερικές φορές συναρπαστική.
Αλλά χωρίς, καμία αμφιβολία το αθάνατο Metal-ικό αίμα ρέει μέσα στις φλέβες αυτού του group, αφού περιλαμβάνει μια διασκευή στο κλασικό τραγούδι “Necropolis” των Manilla Road. Επίσης ξεχωρίζουν και αυτά τα τραγούδια “Mammoth Rider”, “Iron Brotherhood” και “From The Arcane Mists Of Prophecy”.

 

VISIGOTH: Jake Rogers - Vocals, Leeland Campana - Guitar, Jamison Palmer - Guitar, Matt Brotherton - Bass & Mikey T. - Drums.
THE REVENANT KING: “The Revenant King”, “Dungeon Master”, “Mammoth Rider”, “Blood Sacrifice”, “Iron Brotherhood”, “Necropolis”, “Vengeance”, “Creature Of Desire”, “From The Arcane Mists Of Prophecy”.

 

Για το SouthernRock.gr: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού, έγινε κατόπιν αγοράς του φυσικού προϊόντος, έτσι ώστε να υποστηρίξουμε και το group αλλά και το Heavy Metal, αν θέλουμε να μείνει υγιείς και να μην πεθάνει.

waspg

WASP

GOLGOTHA

(2015)

 

Οκτώβριος 2015, οι πρώτες μου εντυπώσεις για το νέο album των WASP, μιας και περιμέναμε για αυτό εδώ τον δίσκο πολύ καιρό, από το 2009. Μετά την πρώτη ακρόαση είναι ασφαλές να πούμε ότι είναι ένα αξιοπρεπές και τίμιο τουλάχιστον album, ενός ένα από τα μεγαλύτερα 80’s συγκροτήματα (για μένα) στην ιστορία της σκληρής μουσικής.
Συνολικά το “Golgotha” θα έλεγα πως φαίνεται να είναι το ελαφρύτερο album των WASP που έχω ακούσει, το οποίο δεν αποτελεί έκπληξη, επειδή βλέπω ότι ο Blackie δεν θέλει να βγει έξω από το σπήλαιο της θρησκείας, όπου και βρίσκετε. Υπό αυτή την έννοια θα έλεγα ότι είναι μια νέα μουσική προσπάθεια για τα μουσικά οράματα του.
Μουσικά τώρα, το album σε μεγάλο βαθμό έχει πειράματα από το Hard Rock έδαφος και υπάρχουν μερικά καλά τραγούδια εδώ, δηλαδή τα “Last Runaway”, “Miss You” και “Shotgun” δανείζονται κυρίως στοιχεία από το κλασικό Hard Rock και το Rock ‘n’ Roll, ενώ τα “Scream”, “Slaves of the New World Order” και το ομότιτλο “Golgotha” είναι πιο παραδοσιακά στον ήχο των WASP, που αποτελούν τον καθιερωμένο πια ήχο τους. Η Hard Rock επιρροή είναι αναμφισβήτητα κυρίαρχη εδώ, όπως και τα επιδέξια κιθαριστικά solo από τον Douglas Blair που ανεβαίνει στην πρώτη γραμμή εκρηκτικά σε πολλά από τα τραγούδια, αφήνοντας περισσότερο και αρκετό χώρο για να προβάλει το ταλέντο του. Ο Doug Blair έχει συνεργαστεί και παλιότερα με το σχήμα, ήταν στην περιοδεία του “Crimson Idol”.
Να σας πω την αλήθεια το “Golgotha” δεν ήταν ακριβώς αυτό που περίμενα, είναι εν μέρει ένα καλό album με μερικά από τα γνωστά μουσικά πρότυπα των WASP, αλλά είναι και επίσης όμως ένα ελαφρύτερο και ίσως πιο ελπιδοφόρο από τον μετανοημένο Blackie.
Τελικά το “Golgotha” ακούγεται σαν το συνολικό έργο ενός συγκροτήματος και όχι μόνο ενός ατόμου, γιατί υπάρχουν εδώ σίγουρα δύο μουσικές προσωπικότητες, μια ο Lawless και μια ο Blair, όπου λάμπουν μέσα από τη μουσική τους.
Στο εξώφυλλο μπορεί να υπαινίσσονται ο χαμός και η κατήφεια, αλλά το φωτοστέφανο του φωτός στο κέντρο φαίνεται να είναι η εστίαση. Φαντάζομαι με το χρόνο, πως ο Blackie θα μένει περισσότερο αφοσιωμένος στη θρησκεία (όπως φαίνεται γενικά να συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις). Δεν έχω κανένα πρόβλημα με τη λυρική έκφραση της θρησκείας του Blackie, αλλά στη μουσική ερμηνεία του μου φαίνετε κάπως δύσκαμπτος και το παρόν του παλεύει με το ένδοξο παρελθόν του.
Ένας φίλος οπαδός των WASP είπε για το “Golgotha”, «Είναι ολοκληρωμένο έργο που θέλω να το ακούω ολόκληρο, σε αντίθεση με τα τελευταία που είχαν απλά κάποια καλά τραγούδια»...
Οι WASP στην πραγματικότητα είναι ένα από τα λίγα old-school σχήματα που υπάρχουν, που κατάφερε κάπως να μας εκπλήσσει και να ακούγονται ακόμα ευχαρίστα. Αυτό το album ίσως να είναι η μεγάλη ευκαιρία για τον Blackie για να μείνει στην μουσική βιομηχανία.

 

WASP: Blackie Lawless - Vocals/ Guitar, Douglas Blair - Guitar, Mike Duda - Bass & Michael Dupke - Drums.
GOLGOTHA: “Scream”, “Last Runaway”, “Shotgun”, “Miss You”, “Fallen Under”, “Slaves Of The New World Order”, “Eyes Of My Maker”, “Hero Of The World” & “Golgotha”.

 

Για το SouthernRock.gr Ηλίας Κωστόπουλος.

Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Heavy Metal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.

king of kings

H Liv Kristine Espenaes Krull εκτός από τεράστιο όνομα έχει και τεράστια φωνή.

Με τη συγκεκριμένη τραγουδίστρια δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός. Την είχα πρωτοδεί με τους Theater of Tragedy το Σεπτέμβρη του ’97 στα τσιμέντα του ΟΑΚΑ. Συγκεκριμένα βλέπω έξι μαντράχαλους και μια χοντρούλα μικρή ν’ ανεβαίνουν στη σκηνή και αρχίζω να περιμένω τα χειρότερα. Ώσπου ανοίγει το στόμα της η χοντρούλα και μου πέφτει το σαγόνι!!!!! Ήταν η πρώτη μου επαφή με το female fronted gothic και τα ‘Beauty and the Beast’ φωνητικά των Theater of Tragedy. Έκτοτε η Liv μεγάλωσε, αδυνάτισε, άλλαξε συγκρότημα, παντρεύτηκε, έκανε παιδί και εξακολουθεί να έχει ΦΩΝΑΡΑ.Στους Leaves’ Eyes έχει αναλάβει τα ‘beauty’ φωνητικά με τον σύζυγό της Alexander Krull να εκτελεί το ακραίο κομμάτι τους. Το ‘King of Kings’ είναι το έκτο full length album των Leaves’ Eyes. Θεματολογικά μας πάει ένα ταξίδι στη χώρα των Βίκινγκς και περιγράφει την ιστορία του Harald Hårfagre, του πρώτου βασιλιά της Νορβηγίας. Μουσικά οι Leaves’ Eyes πότε με το λυρισμό, πότε με τις folk μελωδίες, πότε με τα χορωδιακά και πότε με τα άγρια φωνητικά τους καταφέρνουν να αποδώσουν τέλεια το κλίμα της εποχής. Με τη βοήθεια της London Voices Choir, της Simone Simons (Epica) στο ‘Edge of Steel’ και της Lindy-Fay Hella (Wardruna) στο ‘Blazing Waters’ έφτιαξαν μία από τις καλύτερες δουλειές τους. Κατάφεραν τα προαναφερθέντα στοιχεία (λυρισμός, folk, χορωδία και επιθετικά φωνητικά) να τα ταιριάξουν άψογα με φανταστικές εναλλαγές μεταξύ τους. Ο δίσκος θα μπορούσε άνετα να αποτελέσει το soundtrack του νέου κύκλου επεισοδίων των ‘Vikings’.

Το ‘King of Kings’ ξεκινά με το εν είδει προλόγου ‘Sweven’, τα βούκινα του οποίου προϊδεάζουν για τη μάχη που θα ακολουθήσει. Εξάλλου ο ‘Βασιλεύς των Βασιλέων’αναφέρεται σε Βίκινγκς και όχι στη γνωστή ταινία-χλαμύδα που τρώμε στη μάπα κάθε Μεγάλη Εβδομάδα.

Ακολουθεί το ομώνυμο ‘King of Kings’. Αρχίζει λίγο μουδιασμένα και συνηθισμένα μέχρι τη μέση του κομματιού, όπου οι εναλλαγές φωνητικών μεταξύ της Beauty και του Beast απογειώνουν το τραγούδι.

Το ‘Halvdan the Black’ είναι το πιο επιθετικό και ακραίο φωνητικά τραγούδι του δίσκου με τον Alexander Krull να έχει τον πρώτο ρόλο. Στο ‘Waking Eye’ ο Alexander κάνει διάλλειμα για να στρώσει λίγο ο λαιμός του (χαμομήλι, αυγουλάκι κτλ) και αφήνει τη Liv να κάνει παιχνίδι. Το τραγούδι θυμίζει αρκετά Nightwish και είναι μάλλον μέτριο.

Τα ‘Feast of the Year’ και ‘Vengeance Venom’ πάνε πακέτο. Folk πακέτο για την ακρίβεια. Το πρώτο αποτελεί την instrumental εισαγωγή και το δεύτερο την απάντηση των Leaves’ Eyes στο ‘Emerald’ των Thin Lizzy. Μάλιστα τo riff του μοιάζει αρκετά. Με πέντε λέξεις:

Το καλύτερο κομμάτι του δίσκου!!!

Πολύ καλό και το ‘Sacred Vow’ που ακολουθεί με τον κύριο Krull να ξαναπαίρνει ρεπό. Γενικά στο ‘King of Kings’ τα extreme φωνητικά έχουν περιοριστεί χωρίς να χάνει όμως το συγκρότημα την ταυτότητά του.

Η πρώτη guest συμμετοχή έρχεται στο ‘Edge of Steel’ με τη Simone Simons. Λίγο ξενέρωτη η εισαγωγή με τα χορωδιακά πα-πα-πα η συνέχεια όμως αποζημιώνει και με το παραπάνω. Εδώ οι φίλοι των Manowar θα ενθουσιαστούν. Το τραγούδι θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται στο ‘Kings of Metal’. Στο τέλος δε που αρχίζουν οι διφωνίες, οι τριφωνίες ή οι και-γω-δεν-ξέρω-πόσες-φωνίες ψάχνεις το τσεκούρι για την επιδρομή. Το καλύτερο κομμάτι του δίσκου!!!

Μετά η Liv Kristine ξαναπαίρνει τα ηνία. ‘Haraldskvæði’. Δεν ξέρω πώς προφέρεται. Σημαίνει ‘Το Τραγούδι του Κόρακα’ και βασίζεται σε νορβηγικό ποίημα του 9ου αιώνα. Είναι η μπαλάντα του δίσκου, μοιρολόι σωστότερα αν κρίνω από τους στίχους που περιγράφουν το πεδίο μετά τη μάχη. Το τραγούδι θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερο γιατί τα 3:24 δε φτάνουν για να ξεδιπλώσει η Liv το μεγαλείο της φωνής της.

Δεύτερη guest συμμετοχή με τη Lindy-Fay Hella στο ‘Blazing Waters’. Εδώ οι Manowar συναντούν τους Therion σε ένα απίστευτο κομμάτι με ένα δαιμονισμένο σόλο και άπαντες να δίνουν ρέστα. Το καλύτερο κομμάτι του δίσκου!!!

Και το κερασάκι στην τούρτα έρχεται με το ‘Swords in Rock’, άλλη μια folk κομματάρα. Θα έγραφα πάλι ‘Το καλύτερο κομμάτι του δίσκου!!!’ αλλά θα δείξω αυτοσυγκράτηση.

Πέραν της πλάκας το ‘King of Kings’ (μαζί με το 'Under the Red Cloud' των Amorphis) είναι ό,τι καλύτερο έχω ακούσει φέτος. Σε συνολικά έντεκα τραγούδια, βγάζοντας έξω τις δύο εισαγωγές, έχει ένα μέτριο κομμάτι και οκτώ που κυμαίνονται από πολύ καλά ως αριστουργήματα.

Όσο για τις επαναλήψεις της πρότασης ‘Το καλύτερο κομμάτι του δίσκου’, απλά δεν μπορώ να διαλέξω πιο τραγούδι μου αρέσει περισσότερο.

Tracklist

1.Sweven

2.King of Kings

3.Halvdan the Black

4.Waking Eye

5.Feast of the Year

6.Vengeance Venom

7.Sacred Vow

8.Edge of Steel

9.Haraldskvæði

10.Blazing Waters

11.Swords in Rock

Υ.γ. Προειδοποίησα ότι με την Liv Kristine δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός.

Για το SouthernRock.gr Γ. Αμυγδαλάς