Παρασκευή, 26 Απριλίου 2024, 02:03:36

HARD & HEAVY ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ

BLACK STAR RIDERS
HEAVY FIRE
(2017)

 

 
 
Αυτό το συγκρότημα μου φέρνει στο νου, μια πραγματική διχοτομία. Ενώ τους χειροκροτώ για τον ήχο και την μουσική τους, που έχει μια γεύση από Thin Lizzy. Από την άλλη όμως θα έπρεπε να υπάρχει αυτή η ομοιότητα του ήχου; Υπάρχει μια πραγματική αίσθηση του Lizzy ήχου, αλλά τουλάχιστον δεν υπολογίζεται ως μίμηση. Τελικά, όλα γίνονται με απολυτό σεβασμό και το κιθαριστικό δίδυμο είναι φωτιά και λάβρα, για να είμαι ανειλικρινής.
Το “Heavy Fire” είναι πιο δυνατό από το κάπως αδύνατο προηγούμενο “Killer Instinct”. Αυτό το album είναι ένα ωραίο Hard Rock album, όπως ακριβώς ήταν και το ντεμπούτο τους, το ίδιο λαμπρό.
Οι Black Star Riders βρίσκονται ήδη σε πολύ καλή τροχιά, έχουν αρκετές Lizzy αναλαμπές, αλλά έχουν και ορισμένες 50’s Rock & Roll στιγμές, καθώς και κάποια Southern Rock στοιχεία, προφανώς θα φταίει που ο δίσκος ηχογραφήθηκε στο Tennessee.
Τα κιθαριστικά riffs των Scott Gorham και Damon Johnson, είναι διασκεδαστικά και εξαιρετικά, οι κιθάρες έχουν αρκετά και πιασάρικα riff, που σου κολλάνε στο μυαλό θυμίζοντας 70’s.
Αισθάνομαι ότι οι Black Star Riders, μετά την κυκλοφορία του υπέροχου ντεμπούτο τους, πριν από τρία χρόνια, τώρα έχουν γίνει πιο σταθεροί κυριολεκτικά σαν βράχος. Η ομάδα, χτίστηκε στις ρίζες των Thin Lizzy και αυτό φαίνεται απόλυτα στο ήχο τους.
Το “Heavy Fire” διαθέτει δέκα καλά έως πολύ καλά λαμπρά Hard Rock τραγούδια, που πιστεύω πως έχουν τη δυνατότητα να κάνουν το συγκρότημα ακόμα πιο δημοφιλής από ότι είναι σήμερα. Όλα ξεκινούν με το ομώνυμο τραγούδι “Heavy Fire” που αν και μέτριο, ο ρυθμός και η μελωδία του, στο τέλος σε τραβάνε σαν μαγνήτης. Από ’κει και περά τα αγαπημένα μου είναι τα εξής… “When The Night Comes In”, “Testify Or Say Goodbye”, “True Blue Kid”, “Letting Go Of Me”.
Όλος ο δίσκος περιέχει σκληρά και κυρίως πιασάρικα τραγούδια με ωραία ρεφρέν, γεγονός που καθιστά το album αυτό απαραίτητο για όσους αρέσκονται στο καλό Hard Rock ήχο από τα 70’s.
Όταν το άκουσα μετά από 4-5 φορές συμπέρανα ότι νιώθω το ίδιο καλά όπως όταν ακούω κάποιο Thin Lizzy album και αυτό δεν είναι τυχαίο, αφού οι Black Star Riders αντανακλούν πλήρως το παραδοσιακό κλασικό Hard Rock ήχο.
Για μένα το “Heavy Fire” είναι μια πραγματική απόλαυση, για μένα αυτός είναι ο τρόπος που το Hard Rock πρέπει να ακούγεται, δηλαδή groovy και βρώμικος. Συνολικά το “Heavy Fire” είναι ένα album που είναι βαρύ και έχει πολλές φωτιές μέσα τους, αν τις ψάξεις και τις ακούσεις καλά.
 
 
HEAVY FIRE: “Heavy Fire”, “When The Night Comes On”, “Dancing With The Wrong Girl”, “Who Rides The Tiger”, “Cold War Love”, “Testify Or Say Goodbye”, “Thinking About You Could Get Me Killed”, “True Blue Kid”, “Ticket To Rise”, “Letting Go Of Me”
BLACK STAR RIDES: Ricky Warwick – Vocals, Scott Gorham – Guitar, Damon Johnson – Guitar, Robbie Crane – Bass and Jimmy DeGrasso – Drums.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
                                                                                                                   

Οι Alkonost είναι από τις παλαιότερες ρώσικες folk metal μπάντες μιας και μετράνε σχεδόν 20 χρόνια ιστορίας.'Εχουν κυκλοφορήσει  αρκετούς δίσκους,αλλά είναι κυρίως γνωστοί στα σλαβόφωνα κράτοι και σε αυτό πιστεύω ότι ευθύνεται ο στίχος του που είναι κυρίως γραμμένος στα ρώσικα,αν και έχουν κυκλοφορήσει δίσκους με αγγλικό στίχο.Το συγκρότημα ξεκίνησε με death metal φωνητικά και με πιο σκληρό ήχο.Όμως στην συνέχεια άρχισαν τα death φωνητικά του Alexey "Alex Nightbird" Solovyov να εναλλάσονται με τα θεϊκά οπερετικά φωνητικά της Alena Pelevina και τα folk στοιχεία να αυξάνονται περισσότερο.Οι Alkonost άρχισαν να ανεβαίνουν πολύ στα μέσα σχεδόν του 2000.Μέχρι το 2010 η σύνθεση τους ήταν σταθερή,αλλά μετά άρχισαν οι συνεχείς μεταβολές της.Μοναδικό σταθερό μέλος είναι ο κιθαρίστας και βασικός συνθέτης Andrey "Elk" Losev που μαζί με την τραγουδίστρια Ksenia Pobuzhanskaya, η οποία ήρθε στο συγκρότημα το 2012,αποτελούν το βασικό πυρήνα της μπάντας τα τελευταία χρόνια.Ο ήχος πλέον είναι καθαρό folk metal με τα death στοιχεία να έχουν μείνει απειροελάχιστα,μόνο μερικά growls εδώ και εκεί και τα φωνητικά τα έχει αναλάβει εξολοκλήρου η Ksenia,η οποία τα πάει περίφημα.Ο δίσκος κινήται στα βήματα του προήγουμενο "Tales of Wanderings",όσοι δε είχατε ακούσει το "Mermaid" EP του 2014,θα είχατε πάρει μια γεύση για το τι παίζει εδώ.Λοιπόν εδώ έχουμε 9 κομμάτια(συν 2 bonus για όσους το αγοράσουν από το bandcamp) καλοπαιγμένου folk metal.Οι κιθάρες για άλλη μια φορά είναι υπέροχες και τα φωνητικά μαγευτικά,ενώ το rhythm section και τα keyboards ακολουθούν εξίσου καλά.Αν δεν σας χαλάνε τα ρώσικα φωνητικά και γουστάρετε τέτοιου είδους μουσική,επενδύστε άφοβα.Για περισσότερες πληροφορίες για τους Alkonost και τον δίσκο αυτό κοιτάξτε στο επίσημο site τους εδώ.

Τracklist:

1. River
2. Pearl
3. Mermaid
4. Leshy's Bride
5. Battle against the Abyss
6. Blow, the Wind
7. Herbalist
8. Hop
9. Sorrowbird

Bandcamp bonus:

10.Mermaid(acoustic edition)

11.Bird Sadness(acoustic edition)

AIRBOURNE
BREAKIN’ OUT HELL
(2016)
 
 
Airbourne… οι αγαπημένοι Αυστραλοί πρωταθλητές του Ηard Rock, οι οποίοι γνωρίζουν μια εντυπωσιακή παγκόσμια επιτυχία. Έχουν ένα σφιγμένο αντρικό ήχο σαν γροθιά στο στομάχι και είναι πίσω ξανά μαζί μας με το τέταρτο studio album τους. Η παραγωγή ανήκει στον Bob Marlette, ο δίσκος διαθέτει έντεκα νέα στακάτα Boogie Hard Rock τραγούδια στο ύφος των AC/DC και των Rose Tattoo.
Όλο το “Breakin’ Outta Hell”, καθοδηγείται από μια τρομερή σκληρή παντελονάτη ενέργεια, με σκληρή ηθική και το σχήμα είναι πρόθυμο να σας διασκεδάσει με τον ήχο του και τη μουσική του, οδηγούμενο από τους αδελφούς Joel και Ryan O'Keeffe, όπου έχουν τρελαμένο μουλιασμένο στο alcohol Αυστραλέζικο DNA.
Το συγκρότημα έχει πλέον εδραιωθεί ως μια πραγματική δύναμη της φύσης, είναι συχνά στο δρόμο, εμφανίζονται με μερικά από τα πιο θρυλικά ονόματα του χώρου μας, όπως πχ οι Iron Maiden.
Το “Breakin’ Outta Hell”, είναι μια διάρρηξη που αντιπροσωπεύει την ίδια την ουσία του σχήματος, με το hittin’ σκληρότερο και πιο Hard Rockin’, χωρίς ημίμετρα και με πολλές γροθιές στα μούτρα των αδαών ακροατών.
Όταν οι AC/DC των αδελφών Young σταματήσουν και καταθέσουν τα όπλα, ε, τότε οι Airbourne των αδελφών O'Keeffe είναι έτοιμοι να αναλάβουν τη βαριά κληρονομία του σκληρού High Voltage ήχου. Η επιθετικότητα τους είναι γρήγορη, αλλά και κατευθείαν από την κόλαση, ένας πλήρης σεβασμός στους πρώτους διδάξαντες AC/DC.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το γεγονός ότι οι Airbourne είναι μέσα με τα μπούνια στο ηχητικό σχέδιο των αδελφών Young, είναι το πρώτο σχήμα που κλίνει σκληρά προς αυτόν το ήχο και βέβαιος ο κολασμένος αυτός ήχος είναι εδώ.
Οι Airbourne δεν έχουν φύγει από τον κολασμένο Boogie ούτε στο ελάχιστο όπως και στα προηγούμενα τρία album τους, ισχυρά δυνατά κιθαριστικά riff, τα τραγούδια χτίστηκαν γύρω από νεανικούς στίχους, αλλά η παντοδύναμη δύναμη τους, είναι τα χαοτικά riffs. Αλλά το χάος αυξάνεται από την φωνητική απόδοση του Joel O'Keeffe, που ωθεί το group προς την επίδειξη μια εκρηκτικής σαν βόμβα δυναμικής παγκόσμιας επιτυχίας.
Το συγκρότημα με το “Breakin’ Outta Hell”, έχουν κάνει ένα σημαντικό βήμα προς την καταξίωση, μας χαιρετούν με Hard Boogie πυροβολισμούς υψηλών οκτανίων, δυνατά και περήφανα όπως όλα τα κακά αγόρια του Boogie Hard Rock.
Απλά θα ήθελα να μην δούμε τους Airbourne μόνο απλώς ως μια μίμηση των AC/DC, εντάξει είναι μια μίμηση αλλά όχι όμως μια κακή μίμηση όπως τόσα και τόσα άλλα, αλλά θα έλεγα πως είναι ένας φόρος τιμής και μόνο.
Τώρα το πόσο μπορεί ένα συγκρότημα σαν τους Airbourne να συνεχίσει να κάνει το ίδιο ήχο ή να ξεφύγει από αυτό και ενδεχομένως μια ολόκληρη καριέρα να χαθεί, δεν ξέρω; Μερικά σχήματα εξελίσσονται, τώρα να ρισκάρουν μετά από τέσσερα album και ν’ αλλάξουν τον ήχο τους, δεν το νομίζω, γιατί θα εξαφανιστούν αθόρυβα από την ιστορία του Hard Rock.
Πιστεύω πως οι επόμενες γενιές ή για όσο διάστημα το συγκρότημα θα είναι εν ενέργεια, να τους ακούν, τώρα αν ένα άλλο σχήμα θα πάρει τη θέση τους... ε, αυτό μόνο η ιστορία θα το δείξει.
Το “Breakin’ Outta Hell”, δεν είναι τίποτα περισσότερο ή τίποτα λιγότερο από ένας διασκεδαστικός Airbourne καλός δίσκος. Δεν έχει τις τρομερές εκπλήξεις, αλλά δεν είναι και κακός ακούγετε πολύ ευχάριστα, αν είστε fan τους αγοράστε τον, στην πραγματικότητα όμως έχουν τραγούδια που είναι τόσο καλά και πιασάρικα όπως και στα προηγούμενα album τους.
Τέλος να πω, πως πολύ το χάρηκα και το διασκέδασα αυτό το album των τρελών Αυστραλών, το οποίο δεν είναι καθόλου μα καθόλου απογοητευτικό στα δικά μου αυτιά, για τα δικά σας δεν ξέρω...
 
 
BREAKIN’ OUTA HELL: “Breakin' Outta Hell”, “Rivalry”, “Get Back Up”, “It's Never Too Loud For Me”, “Thin The Blood”, “I'm Going To Hell For This”, “Down On You”, “Never Been Rocked Like This”, “When I Drink I Go Crazy”, “Do Me Like You Do Yourself”, “It's All For Rock 'N' Roll”.
AIRBOURNE: Joel O'Keefe – Vocals/ Guitar, David Roads – Guitar, Justin Street – Bass and Ryan O'Keefe – Drums.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
DARK FOREST
BEYOND THE VEIL
(2016)
 
 
Το παραδοσιακό Ηeavy Μetal, είναι το είδος, όπου όλοι εμείς αγαπάμε σε τούτη τη μουσική, γιατί όλα ξεκίνησαν και εξελίχθηκαν από αυτό. Πολλά είναι τα συγκροτήματα που εξακολουθούν να φέρουν τη σημαία του παραδοσικού Heavy Metal ψηλά, γι’ αυτό δεν έχει καμία σημασία πόσο πολλά νέα είδη και υπό-είδη αναδεικνύονται όσο περνούν τα χρόνια στο χώρο του Metal. Ευτυχώς που τα τελευταία χρόνια είμαστε σε θέση ν’ ακούμε όλο και πιο πολλά σχήματα που αναβιώνουν τον 80’s old-school ήχο, (προς τιμή τους). Θεωρώ λοιπόν, ότι μερικά από αυτά τα νέα (κυρίως) σχήματα, καταφέρνουν να παράγουν με συνέπεια με το δισκογραφικό έργο τους, μια ποιότητα που μπορεί πραγματικά να σταθεί ψηλά, αφού κοιτά στα ίσια τη δεκαετία του ’70 και του ’80. Ιδιαίτερα για εκείνα τα συγκροτήματα που προέρχονται από το Ηνωμένο Βασίλειο, για πολλούς η γενέτειρα του Heavy Metal με Black Sabbath, Judas Priest και Iron Maiden.
Σκόνταψα πάνω στον ήχο των Dark Forest φέτος το 2016, οι νεαροί αυτοί Βρετανοί (έχουν τέσσερα albums στην πλάτη τους μέχρι στιγμής), παίζουν ένα είδος Μεσαιωνικού fantasy Heavy Metal, με θέματα και από NWOBHM που δεν ακούγεται και πολύ παλιό, είναι επίσης πολύ έξυπνοι με τις μελωδίες τους, οι οποίες φαίνεται να είναι πλημμυρισμένες από την μητρική Αγγλική κουλτούρα και κληρονομιά τους.
Πολλοί συνθέτες θα ζήλευαν την φανταστικό riff της κιθάρας που ανοίγει το album στο “On The Edge Of Twilight”, ο άνθρωπος έγραψε μελωδία και τι μια μελωδία. Ενώ και τα instrumental κομμάτια “Men-An-Tol” και “Lunantishee”, είναι εκπληκτικές μελωδίες που σου μένουν και σε αγγίζουν, είναι δηλαδή ένα παράδειγμα ότι το Ηeavy Μetal δεν χρειάζεται πάντα να στηρίζεται στα φωνητικά… σε οδηγεί η κιθάρα και σε πάει μακριά.
Αλλά ολόκληρο το “Beyond The Veil”, θεωρώ πως κορυφώνεται τελικά με το 14 λεπτών επικό τραγούδι “The Lore Of The Land”, που κλείνει τον δίσκο, αυτό είναι το μόνο τραγούδι που είναι πολύ μεγάλο, τα υπόλοιπα κυμαίνονται μεταξύ των 4 και 7 λεπτών.
Θα έλεγα ψέματα, αν έλεγα ότι τα τραγούδι δεν μου θυμίζουν τους σύγχρονους Iron Maiden, αλλά με τα ιδιαίτερα μελωδικά φωνητικά του Michael Kiske και του Bruce Dickinson.
Αν και δεν υπάρχουν κακά τραγούδια στο album, η πρώτη μου επιλογή θα ήταν να σας προτείνω τα “Earthbound”, “Where The Arrow Falls”, “Blackthorn” και “The Undying Flame”. Παρόλα αυτά εύχομαι ότι καλύτερο στο μέλλον για τους Dark Forest, ελπίζω ότι θα κρατήσουν ψηλά τη σημαία του καλού Heavy Metal, να βελτιώσουν και να ανατινάξουν την κοιμισμένη Αγγλικη Μetal σκηνή και με το επόμενο album τους.
Τα περισσότερα νέα Ηeavy Μetal συγκροτήματα δεν έρχονται κοντά σε δισκογραφικές πράξεις αυτού του διαμετρήματος και κατά πάσα πιθανότητα δεν πρόκειται ποτέ, ή και δεν μπορούν να κάνουν ένα-δύο πραγματικά καλά album. Αλλά υπάρχουν και μερικοί που αποδεικνύουν ξανά και ξανά ότι είναι μια εξαίρεση στον κανόνα.
Έχω την αίσθηση ότι η μουσική των Dark Forest, είναι σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένη από το New Wave Οf British Heavy Metal, αλλά έχουν και δικά τους στοιχεία στη μουσική τους, που τους δίνει μια επιπλέον ισορροπία και τους επιτρέπει να λάμψουν. Το μελωδικό Ρower Μetal έχει παίξει πάνω απ' όλα κι αυτό ένα μεγάλο ρόλο στον ήχο τους και αυτό είναι πέρα για πέρα αληθινό.
Νομίζω ότι αυτά τα παιδιά είναι μέσα στα καλύτερα νέα Metal σχήματα από το Ηνωμένο Βασίλειο, στο παραδοσιακό Μetal την τελευταία δεκαετία. Μην αγνοήσετε το νέο αίμα που στέκεται πάνω στις παραδοσιακές Ηeavy Μetal αξίες και είναι πάνω απ’ όλα τίμιο.
Ξέρετε ότι δεν βαθμολογώ τα albums στα οποία κάνω κριτική (για λογούς αρχής), απλά θα πω, πως είναι μέσα στα 25 καλύτερα που άκουσα φέτος. Είναι πολύ καλοί σε αυτό που κάνουν, ακούστε τους άμεσα, μην τους αφήσετε να σας ξεφύγουν ούτε στο ελάχιστο.
Έτσι το θέλω εγώ το Heavy Metal... αυτό μπορεί να ενδιαφέρει πολύ λίγους, ή και κανέναν… άλλα δεν έχει καμία σημασία… αφού στην σημερινή εποχή χανόμαστε κυρίως μέσα σε χαζοηλίθιους ήχους...
Το Heavy Metal, για περισσότερα από 45 χρόνια είναι στο διεθνές μουσικό στερέωμα-προσκήνιο, έτσι λοιπόν αγαπητοί μου, προστίθενται συνέχεια και νέα σχήματα δίπλα στα παλιότερα. Η σκληρή μας μουσική πάντα έψαχνε, ψάχνει και θα ψάχνει για τους επομένους καλλιτέχνες που θα την αναζωογονήσουν μέσα από την μουσική τους. Αυτή είναι η μαγεία του να ακούς ξανά τη μουσική με την οποία ανδρώθηκες, από νέα συγκροτήματα. Τώρα που δυστυχώς όμως, χανόμαστε στο κυκεώνα νέων ηλίθιων ακουσμάτων, η οικειότητα και η απόλαυση της ακρόασης ενός παλιού αγαπημένου σκληρού ήχου, από νεαρούς Heavy Metal καλλιτέχνες, απλά δε συγκρίνεται. Όλα αυτά τα καινούργια συγκροτήματα που έχουν ακούσματα από το ένδοξο 80’s παρελθόν της σκληρής μουσικής μας, καθώς κοιτούν και πατούν πίσω στον κλασικό-γνήσιο ήχο, ενώ αναπαράγουν εκπληκτικά αυτό το εκρηκτικό μουσικό μοτίβο.
 
 
BEYOND THE VEIL: “On The Edge Of Twilight”, “Where The Arrow Falls”, “Autumn's Crown”, “Blackthorn”, “Lunantishee”, “The Wild Hunt”, “Earthbound”, “The Undying Flame”, “Mên-An-Tol”, “Beyond The Veil”, “Ellylldan”, “The Lore Of The Land”.
DARK FOREST: Josh Winnard – Vocals, Christian Horton – Guitar, Pat Jenkins – Guitar, Paul Thompson – Bass and Adam Sidaway – Drums.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
LAST IN LINE
HEAVY CROWN
(2016)
 
 
Οι Last In Line είναι το σχήμα που δημιουργήθηκε το 2012 από τα πρώην μέλη του αρχικού line-up του Ronnie James Dio, τ’ όνομα του συγκροτήματος προέρχεται από το album “The Last In Line” του 1984, ενώ η παραγωγή στο δίσκο έγινε από τον πρώην μπασίστα του RJD, τον Jeff Pilson.
Για κάποιους αυτό το album ήταν μια ευχάριστη έκπληξη, για κάποιους άλλους ήταν μια απογοήτευση που θυμίζει σε πολλά σημεία αρπαχτή και δεν έχει κανένα λόγο ύπαρξης.
Σε τούτο τον δίσκο δεν υπάρχει σε καμία περίπτωση το majestic Ηeavy Μetal των πρώτων δίσκων του Dio, με την dungeons and dragons θεματολογία των στίχων του. Επίσης να θυμίσω ότι πριν από μερικά χρόνια, (τον κύριο εμπνευστή αυτής της κίνησης), τον κιθαρίστα Vivian Campbell να ειρωνεύεται σε συνεντεύξεις του τον RJD και το μουσικό είδος που υπηρετούσε ο Ronnie.
Δεν είναι ένα Dio album για όσους νομίζουν κάτι τέτοιο, αλλά αν το ακούσετε να το ακούσετε μόνο ως ένα παραδοσιακό Hard Rock album, τότε έχει καλώς.
Το πιο σημαντικό είναι ότι στο “Heavy Crown” τα τραγούδια είναι απλά και η παραγωγή καλή, θεωρώ επίσης ότι είναι μια συναισθηματική απελευθέρωση δίσκου. Έχει κάποια ποιοτική μουσική, με στέρεα μουσικότητα λόγω τον μελών που έχουν πολλά χρόνια εμπειρίας στην πλάτη τους. Άλλα σχήματα έρχονται και παρέρχονται, ενώ κάποια από αυτά γνωρίζουν την επιτυχία, αλλά τώρα αν θα κάνουν επιτυχία οι Last In Line, αυτό πραγματικά δεν μπορώ να το γνωρίζω.
Το “Heavy Crown”, έχει καλό μουσικό επίπεδο, ισορροπία και κάποια λάμψη από τα 80’s, ως εκ τούτου θα προσεγγίσουμε αυτό το album για το τι μπορεί να κάνει μόνο του, αν σκεφτεί κανείς ότι μέσα σε αυτό παίζουν οι Vivian Campbell, Jimmy Bain (RIP), Vinny Appice, αλλά και ο τραγουδιστής Andrew Freeman.
Οι αναφορές στο παρελθόν είναι αναπόφευκτες, τα τραγούδια θυμίζουν σε μεγάλο βαθμό αρχές ’83-’84 (εποχή Dio), όχι στιχουργικά όπως προ-είπαμε αλλά μόνο μουσικά, ναι, έχουν ένα κάποιο μαγευτικό αποτέλεσμα όπως έχουν αναπαραχθεί και παιχτεί, ακόμη και αν όλοι οι εμπλεκόμενοι στη δημιουργία αυτού του album, είναι γύρω από έναν νέο τραγουδιστή, το τελικό αποτέλεσμα είναι καλό.
Τελικά, αυτό το album είναι αξιοπρεπές και κάπως ήπια δελεαστικό, η παρουσίαση των τραγουδιών είναι απλή, κυρίως αντλώντας στοιχεία από τα πρώιμα 80’s, που σου φέρνουν μια γεύση από τον ήχο του Dio του 1983-’84, με έναν εξαιρετικά ξηρό-δυνατό ήχο (ειδικά στα τύμπανα) και με σύγχρονη παραγωγή. Το μουσικό περιεχόμενο είναι σε μεγάλο βαθμό σίγουρα μια ειλικρινή προσπάθεια για να προσεγγίσουν τον παλιό τους ήχο σαν μουσικοί, όπως ο Vivian Campbell που τελικά αποφάσισε να παίξει κιθάρα, όπως έπαιζε περίπου πριν από τρεις δεκαετίες.
Καλός αρκετά είναι και ο τραγουδιστής ο νεοφερμένος Andrew Freeman, όπου η φωνή του φέρνει και θυμίζει εξαιρετικά τον Doogie White και ίσως είναι μια ελαφρύτερη έκδοση εμπνευσμένος από τον Jorn Lande.
Τα τραγούδια εδώ είναι αρκετά εντυπωσιακά, είναι μια συλλογή από τραγούδια που γενικά αντανακλούν ότι αξίζει τουλάχιστον να τα ακούσετε, “Devil In Me”, “Starmaker”, “Curse The Day”, “Blame It On Me”, “Martyr”, “I Am Revolution”, “Heavy Crown”.
Τα τρία πρώην παιδιά του Dio, οι άντρες αυτοί μόνο τυχαίοι Hard Rock μουσικοί δεν είναι, αν σκεφτεί όμως κανείς ότι ο Andrew Freeman λαμβάνει το ρόλο του να μιμηθεί τον RJD στα φωνητικά, αντικαθιστώντας τον αναντικατάστατο με έναν τρόπο, τότε δεν πρέπει ν’ αγοράσει με τίποτα αυτό το album, ξεκάθαρα. Αν το δούμε ως ένα άλλο νέο σχήμα που δεν μιμείτο τον Ronnie (και έτσι πρέπει), τότε και μόνο θα απολαύουμε αυτό το album. Αλλά αν όμως δεν μπορείτε να πάρετε πίσω την γενεαλογία των μελών, αυτό θα είναι μια σχεδόν οδυνηρή εμπειρία.
Γενικά δεν είναι ένας κακός δίσκος, μουσικά και φωνητικά είναι πολύ σταθερός, αν και δεν μεταφράζεται σε «κλασικά» ή «αξέχαστα» τραγούδια, η σύνθεση των τραγουδιών είναι αν μη τι άλλο εξαιρετική. Λαμβάνοντας υπόψη την ποιότητα των μουσικών, αυτό το album είναι ένα μικρό θαύμα και περιέχει τουλάχιστον δύο επικούς ύμνους τα “The Devil In Me” και “Starmaker”.
Συνοψίζοντας θα έλεγα ότι είναι ένα πολύ καλό album, επίσης φαίνονται τα χρόνια, η εμπειρία και η ιστορία των μελών στις συνθέσεις του δίσκου. Πρόκειται για έναν απρόσμενα καλό δίσκο με μια πολύ καλή φωνή και τους τρεις γνωστούς από τα παλιά να είναι σε πολύ καλή-δυνατή φόρμα. Συνοπτικά όμως, είναι μια τίμια και πολύ καλή προσπάθεια που με τίποτα δεν περνά απαρατήρητη. Τα τραγούδια ίσως και να ταίριαζαν στον Dio, ο τραγουδιστής Andrew Freeman όμως δεν να τον μιμείται καθόλου (προς τιμήν του), σωστό παίξιμο από όλους τους μουσικούς, χωρίς φανφάρες και τρελή επίδειξη. Αν είχαν άλλο όνομα σαν σχήμα, τώρα ίσως δεν θα κάναμε καθόλου τις όποιες συγκρίσεις. Από την άλλη όμως, νοστάλγησα τις παλιές καλές ημέρες, το χάρηκα με μέτρο, αν υπάρχει έστω και μια στιγμή που σε κάνει να αναπολήσεις μεγάλες στιγμές του 80’s Μetal παρελθόντος τότε νομίζω ότι αυτό το album κατάφερε μια χαρά το σκοπό του.
Για μένα είναι ένα καλό Ηard/ Ηeavy album και έτσι πρέπει να το δούμε, οι Last In Line μας έδωσαν ένα τίμιο δίσκο, θυμηθήκαμε το παλιό σχήμα του Ronnie και αυτό είναι super, ωραίο δυνατό στακάτο παίξιμο (δεν γινόταν κι αλλιώς άλλωστε), καλές και απλές συνθέσεις χωρίς δαιδαλώδεις μονότονες επιδείξεις.
 
 
HEAVY CROWN: “Devil In Me”, “Martyr”, “Starmaker”, “Burn This House Down”, “I Am Revolution”, “Blame It On Me”, “Already Dead”, “Curse The Day”, “Orange Glow”, “Heavy Crown”, “The Sickness”.
LAST IN LINE: Andrew Freeman – Vocals, Vivian Campbell – Guitar, Jimmy Bain – Bass and Vinny Appice – Drums.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
HERMAN FRANK
THE DEVIL RIDES OUT
(2016)
 
 
Ο Γερμανός βιρτουόζος κιθαρίστας Herman Frank (σχετικά ψιλό-άγνωστος στη χώρα μας), κυκλοφορεί την 3η προσωπική του δισκογραφική δουλειά. Για όσους δεν γνωρίζουν τον κύριο αυτό, να πω, πως μεταξύ άλλων έχει παίξει στους 3 τελευταίους δίσκους των Accept, αλλά και στο ιστορικό “Balls To The Wall”, στους Sinner στο “Touch Οf Sin”, στους Panzer στο “Send Τhem Αll Τo Hell”, στο ομώνυμο των Hazzard, αλλά και σε 8 δίσκους των Victory.
Ο Herman Frank είναι λοιπόν, για το Γερμανικό Heavy Metal ένας μουσικός θρύλος. Ίδρυσε στα 1993 το δικό του συγκρότημα τους Moon ’Doc, ενώ το 2009 κυκλοφορεί το πρώτο του solo δίσκο.
Ο Herman και το προσωπικό του σχήμα επιστρέφουν με ένα ολοκαίνουργιο δίσκο με τίτλο “The Devil Rides Out”. Το album συνδυάζει αριστοτεχνική κιθαριστική δουλειά από τον Frank, που σε συνδυασμό με την raspy φωνή του Rick Altzi (Masterplan), έχουμε έναν δυναμικό Heavy Metal δίσκο. Το σχήμα συμπληρώνουν οι Andre Hilgers (ex-Rage) στα τύμπανα και ο Michael Müller (Jaded Heart) στο μπάσο, την παραγωγή την έχει κάνει ο Herman Frank, ενώ την μίξη του ήχου ο γνωστός Charlie Bauerfeind (Blind Guardian, HammerFall, Helloween).
Ο Herman Frank δεν είναι ένα άγνωστο όνομα στην Heavy Metal μουσική βιομηχανία, αν και έχει διατελέσει στους Accept με την συμβολή του στο καλύτερο και πιο κλασικό album τους, το “Balls To The Wall” το 1983, αλήθεια όμως ποιος τον θυμάται πραγματικά στη χώρα μας;
Σε αντίθεση με άλλους καλλιτέχνες που κάνουν solo album και λειτουργούν σαν μονάδες, όπου το μεγαλύτερο μέρος της καλλιτεχνικής/ δημιουργικής ελευθερίας είναι στα χέρια του προσώπου στο οποίο ανήκει το group, εδώ δεν έχουν έτσι τα πράγματα. Ο Frank δίνοντας τη δημιουργική ελευθερία σε όλους στο σχήμα, έτσι ώστε να μπορούν να εργαστούν μαζί σαν ένα σύνολο, έτσι η προκύπτουσα μουσική του δίσκου αυτού, είναι η συνέργεια και των τεσσάρων μουσικών, γεγονός που καθιστά τη μουσική τους ανίκητη.
Για παράδειγμα ο Herman, δίνει πλήρη ελευθερία στον Rick Altzi όταν γράφει στίχους, επειδή είναι εκείνος που θα πρέπει να τους τραγουδήσει και αν ο Rick δεν είναι πλήρως εκφραστικός μέσα από αυτούς ή δεν αισθάνονται ικανοποιημένος, τότε πολύ απλά η μουσική δεν θα είναι αρκετά καλά.
Ας πάμε τώρα στην γνωριμία με το “The Devil Rides Out”, αυτό που μου αρέσει προσωπικά στην Heavy Metal μουσική είναι πως σήμερα μπορεί κανείς να πάρει, αρκετή ποικιλία γεύσεων. Από Ρrogressive Μetal τις δεκαετίας του ’70, Ηeavy Μetal που τα έχει όλα, Metal μουσική που έχει εξελιχθεί προς το καλύτερο με την πάροδο του χρόνου, καθώς υπάρχουν μουσικοί οι οποίοι εξακολουθούν να συνδέονται με τις ρίζες τους και εξακολουθούν να απελευθερώνουν ακόμη δυναμικά αντρικά σκληρά Metal album. Το “The Devil Rides Out” είναι ένα Ηeavy Μetal album με την αγριότητα των 80’s, αλλά και μερικές Γερμανικές Ρower Μetal επιρροές.
Σχετικά με τη μουσική του δίσκου τώρα, 12 τραγούδια που κινούνται γύρω από την γνωστή-κλασική Γερμανική Heavy Metal σχολή, με πολλές επιρροές από τα συγκροτήματα που έχει συμμετάσχει ο κάθε μουσικός, αλλά και Judas Priest, Primal Fear, HammerFall. Τον πρώτο λόγο στο “The Devil Rides Out”, έχουν τα υπέροχα κιθαριστικά solo του Herman, τα φωνητικά του Rick δίνουν την κατάλληλη αγριάδα και τραχύτητα που πρέπει να έχει ο δίσκος, ενώ σε πολλά σημεία η φωνή του μου θυμίζει τον δικό μας R.D. Liapaki (Mystic Prophecy).
Οι υπόλοιποι δύο μουσικοί που πλαισιώνουν το group… ο Michael σταθερός στο μπάσο που δε χάνεται στην παραγωγή και ο Andre στα drums κάνει πολύ καλά την δουλειά του, σε αυτό το σφιχτοδεμένο στιβαρό αντρικό rhythm section.
Μη περιμένετε φίλοι μου ν’ ακούσετε τίποτα πρωτοτυπίες, καινοτομίες και καινούργια πράγματα, είναι ένας δίσκος όμως απλού κλασικού Metal που κυρίως θυμίζει τις τελευταίες δουλειές των Accept. Ο δίσκος περιέχει πολλά (το ξανά λέω) κιθαριστικά solos και τραγούδια που εύκολα σουν μένουν στο μυαλό. Όλο το “The Devil Rides Out”, ακούγεται πολύ ευχάριστα δε γίνεται καθόλου βαρετό αφού τα τραγούδια του album είναι σε έναν μέσο όρο 4,5-5 λεπτών και δε ξεφεύγουν από τα όρια του φυσιολογικού.
Ειλικρινά δε γνωρίζω πόσους οπαδούς έχει το εν λόγω σχήμα στη χώρα μας, για όσους όμως δε τους ξέρουν, αυτή η κυκλοφορία είναι μια ευκαιρία να τους γνωρίσετε και δε θα χάσετε. Άλλωστε η Γερμανική Heavy Metal σχολή στις περισσότερες των περιπτώσεων δίνει άριστα δείγματα Heavy Metal, πολύ πάνω του μετρίου τόσες δεκαετίες τώρα.
Το album στον μεγαλύτερο βαθμό του, είναι ένα knock out χτύπημα. Κάποιοι μπορεί να πουν ότι ο Herman παίζει την ίδια Metal μουσική για πάνω από τρεις δεκαετίες, αλλά πρόκειται για μουσικό που βρίσκει τον εαυτό του, μέσα από αυτό που κάνει. Ειδικά στο Μetal, σπάνια υπάρχουν σχήματα που θα κυκλοφορήσουν ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής μόνο για να ευχαριστήσουν τους οπαδούς ή να προσεγγίσουν ένα ευρύτερο κοινό. Συγκροτήματα από την άλλη, όπως οι Metallica έχουν πειραματιστεί με τη μουσική τους, αλλά αυτό δεν τους εμποδίζει από το να κάνουν ότι θέλουν.
Αν σας αρέσει το κλασικό 80’s Ηeavy Μetal, τότε δεν πρέπει να χάσετε αυτόν το δίσκο, φίλοι μου, το “The Devil Rides Out” έρχεται κατευθείαν από την καρδιά των τεσσάρων μουσικών και πάει απευθείας στην καρδιά του ακροατή.
 
 
THE DEVIL RIDES OUT: “Running Back”, “Shout”, “Can't Take It”, “No Tears In Heaven”, “Ballhog Zone”, “Run Boy Run”, “Thunder Of Madness”, “License To Kill”, “Stone Cold”, “Dead Or Alive”, “Run For Cover”, “I Want It All”.
HERMAN FRANK: Rick Altzi – Vocals, Herman Frank – Guitar, Michael Müller – Bass and Andre Hilgers – Drums.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
SUMERLANDS
SUMERLANDS
(2016)
 
 
Tο λεγόμενο New Wave Of Traditional Heavy Metal ή Retro-Metal ή κλασικό Metal ή όπως αλλιώς θέλετε να τ’ ονομάσετε, είναι σε πλήρη ισχύ εδώ και κάμποσα χρόνια. Έτσι έχουμε στα χέρια μας μερικά από τα καλύτερα album, που έχουν ιστορική αναδρομή στα 80’s, όπου τα νέα αυτά συγκροτήματα παίζουν απλά και κατανοητά super-fast κιθαριστικά riffs με στίχους για τη θανάτωση των εχθρών, ενώ σε κάνει να κάνεις ατέλειωτο head banging.
Το ομότιτλο ντεμπούτο album των Sumerlands, αντιμετωπίστηκε από κοινό και κριτικούς πολύ καλά μέχρι στιγμής, ηχούν σαν ένα εξαγριωμένο μείγμα από early Fates Warning, Savatage, Queensrÿche, Manilla Road, Ozzy Osbourne (εποχής Jake E Lee), κλπ.
Δεν είναι μόνο αυτά όλα όσα θα θέλατε από ένα κλασικό Heavy Metal album του 2016, συμπληρώνεται και από την κατάλληλη παραγωγή που του έχει δώσει ένα vintage ήχο - συναίσθημα, ενώ εξακολουθεί να ηχεί μοντέρνος.
Το “Seven Seal” ανοίγει εκρηκτικά το album σε στυλ a-la Van Halen, όπου μια περιχαρής κιθάρα οδηγεί όλο το τραγούδι. Μελωδίες όπως το επικό “The Guardian” ή το “Spiral Infinite” θα αιχμαλωτίσουν τη φαντασία σας, ενώ τα βροντερά “Timeleash” και “Blind”, θα σας θυμίσουν τις ημέρες δόξας του Geoff Tate (Queensrÿche).
Έτσι σας καλώ λοιπόν, αν είστε με καθ' οιονδήποτε τρόπο οπαδός του κλασικού γνήσιου 80’s Heavy Metal ήχου, να τους ακούσετε, είναι από τα καλύτερα album της χρονιάς (2016), απλά έξοχο. Μια πολύ καλή ιστορική αναδρομή στο 80’s Metal που αγαπήσαμε, που το μεταφέρουν στην εποχή μας, χωρίς πολλές-πολλές φανφάρες, με καλά ηχογραφημένο υλικό. Πραγματικά καλοπαιγμένη μουσική, παραδοσιακό Heavy Metal, με μουσική που δεν ακούγεται απρόσωπη. Τουλάχιστον το ρετρό Heavy Metal στοιχείο είναι πολύ καλύτερο, από ότι όλη στο σύνολο της η παιδική Τhrash σκηνή που νομίζουν κάποιοι στις μέρες μας, ότι έχει αναγεννηθεί.
Οι Sumerlands έσκασαν σαν έκρηξη στην Μεταλλική σκηνή εν έτη 2016, μ’ ένα απίστευτα καυτό ομότιτλο ντεμπούτο album, κλασικού Heavy Metal, μ’ εμπνευσμένο από το διαχρονικό κιθαριστικό ήχο των δεκαετιών του ’70 και του ’80. Στους Sumerlands βρίσκουμε τον πρώην τραγουδιστή των Atlantean Kodex, Hour Οf 13, Phil Swanson και τον διάσημο παραγωγό Arthur Rizk στις κιθάρες και στα keyboards, ενώ τα group συμπληρώνουν οι Justin DeTore (drums), John Powers (κιθάρα), Brad Raub (μπάσο).
Ισχυρά κιθαριστικά riffs και καλπάζοντες ρυθμούς έχουν συγχωνευτεί άψογα μαζί με τα φωνητικά και την παρθένα παραγωγή, έτσι έχουμε τη δημιουργία ισχυρών, γεμάτων, τραγουδιών ύμνων. Πρόκειται για ένα πολύ καλό πόνημα, στο νέο κύμα του Αμερικανικού Heavy Metal σε όλο του το μεγαλείο. Οι Sumerlands είναι από τα πιο αξιοσημείωτα σχήματα που κατανοούν πώς η μελωδία μπορεί να κάνει την επιθετικότητα του ήχου πληρέστερη. Αυτός είναι ο λόγος που στις μελωδίες στις κιθάρες, αντλούνται κυρίως από τον κιθαρίστα Jake E. Lee, οπού γεφυρώνουν το χάσμα μεταξύ δεξιοτεχνίας και τις πιο σκληρής προσέγγισης.
Άκουσα αυτόν τον δίσκο καμπόσες φορές τις τελευταίες ήμερες και μάλιστα πολύ ευχάριστα. Πιστεύω πως... χωρίς να είναι και ιδιαίτερα πρωτοποριακοί, υπάρχει στον ήχο τους ένα συνονθύλευμα στοιχείων από αγαπημένα Heavy Metal group της μουσικής μας. Εμποτισμένο με μια 70's & 80's διάθεση, δημιουργεί μια όμορφη νοσταλγία που κεντρίζει το ενδιαφέρον, για να το ακούσεις.
Το Heavy Metal, για περισσότερα από 45 χρόνια είναι στο διεθνές μουσικό στερέωμα-προσκήνιο, έτσι λοιπόν αγαπητοί μου, προστίθενται συνέχεια και νέα σχήματα δίπλα στα παλιότερα. Η σκληρή μας μουσική πάντα έψαχνε, ψάχνει και θα ψάχνει για τους επομένους καλλιτέχνες που θα την αναζωογονήσουν μέσα από την μουσική τους. Αυτή είναι η μαγεία του να ακούς ξανά τη μουσική με την οποία ανδρώθηκες, από νέα συγκροτήματα. Τώρα που δυστυχώς όμως, χανόμαστε στο κυκεώνα νέων ηλίθιων ακουσμάτων, η οικειότητα και η απόλαυση της ακρόασης ενός παλιού αγαπημένου σκληρού ήχου, από νεαρούς Heavy Metal καλλιτέχνες, απλά δε συγκρίνεται. Όλα αυτά τα καινούργια συγκροτήματα που έχουν ακούσματα από το ένδοξο 80’s παρελθόν της σκληρής μουσικής μας, καθώς κοιτούν και πατούν πίσω στον κλασικό-γνήσιο ήχο, ενώ αναπαράγουν εκπληκτικά αυτό το εκρηκτικό μουσικό μοτίβο.
 
 
SUMERLANDS: “The Seventh Seal”, “The Guardian”, “Timelash”, “Blind”, “Haunted Forever”, “Spiral Infinite”, “Lost My Mind”, “Sumerlands”.
SUMERLANDS: Phil Swanson – Vocals, Arthur Rizk – Guitar/ keyboards, John Powers – Guitar, Brad Raub – Bass & Justin DeTore – Drums.
 
 
Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
PRETTY MAIDS
KINGMAKER
(2016)
 
 
Εδώ έχουμε το νέο δισκογραφικό πόνημα των Δανών Pretty Maids, με την μακροχρόνια πορεία στο Ευρωπαϊκό Heavy Metal.
Πάντα οι δίσκοι των Pretty Maids περιείχαν περισσότερο ή λιγότερο ένα μείγμα από καλό και ποιοτικό Hard Rock που φλέρταρε με το Ηeavy Μetal, δυνατά δυναμικά τραγούδια, είχαν πάντα στο ρεπερτόριο τους. Ως εκ τούτου, είναι λίγο δύσκολο να τους ταξινομήσουμε σε ένα ενιαίο μουσικό ύφος, αλλά τι σημασία έχει αυτό; όταν γράφεις πραγματικά καλή μουσική που μείνει… και μνημονεύεται από πολλούς.
Έτσι και αυτό το 15ο studio album, στην πραγματικότητα έρχεται πιο κοντά προς την πλευρά του Hard Rock που φλέρταρε με το Ηeavy Μetal, ένα αξιοπρεπές album, από ένα τίμιο αν μη τι άλλο συγκρότημα. Από τ’ αρχικά μέλη μόνο οι Ronnie Atkins (τραγούδι) και Ken Hammer (κιθάρα) έχουν μένει.
Το “Kingmaker” είναι στο γνώριμο ήχο του σχήματος, που απογειώνεται από την άψογη παραγωγή, αλλά και τα εντυπωσιακά τραγούδια, που εδώ είναι αρκετά και το τελικό αποτέλεσμα είναι καθόλα εντυπωσιακό.
Δεν υπάρχει σχεδόν κάτι νέο στο “Kingmaker”, όλα κυλούν ομαλά στο καλό ποιοτικό ήχο των Pretty Maids και το νέο υλικό των δύο αρχικών μελών είναι εντυπωσιακό (όπως είναι άλλωστε εδώ και 35 περίπου χρόνια). Οι Atkins και Hammer ξέρουν ακριβώς τι ψάχνουν με το συγκρότημα και δεν βλέπουν τους οπαδούς τους να διαμαρτύρονται καθόλου, οποτε συνεχίζουν ακάθεκτοι, είτε αρέσει σε κάποιους είτε δεν αρέσει.
Θα έλεγα λοιπόν, ότι το “Kingmaker” είναι στο ίδιο επίπεδο με σχεδόν οτιδήποτε άλλο έχει το σχήμα κυκλοφορήσει τουλάχιστον από τη δεκαετία του 2000 και μετά μέχρι σήμερα. Το “Kingmaker” είναι η πολύ αναμενόμενη εμπορική συνέχεια στην επιτυχημένη πορεία που έχουν όλα αυτά τα χρόνια.
Οι Pretty Maids είναι ακόμη φρέσκοι στις ιδέες τους και από ζωτικής σημασίας είναι μια χαρά στην σταδιοδρομία τους από τις αρχές των 90’s. Κάθε τραγούδι σε αυτό το album έχει την ομορφιά του και είναι άξιο προσοχής, άριστα είναι τα… “When God Took A Day Off”, “Bulls Eye”, “Face The World”, “King Of The Right Here And Now”, “Humanize Me”, “Heavens Little Devil” και “Last Beauty On Earth”. Αν και αυτός ο δίσκος έχει τα πάντα που θα μπορούσε ενδεχομένως να ζητήσει ένας οπαδός των Pretty Maids.
Έκρηξη των Δανών, δυναμίτης, ηγετικός γνήσιος αντρικός ήχος βγαίνει από τα ηχεία, χωρίς πολλές-πολλές φανφάρες και πολλά φρου-φρου φτασίδια, παντελονάτο Hard Rock έτσι όπως πρέπει πραγματικά πρέπει να είναι.
Ο Atkins με τα τυπικά σκληρά κάπως βράχνα φωνητικά του, τα κιθαριστικά riffs του Hammer είναι καλά και πολύ αιχμηρά σαν ξυράφια, στακάτο και στιβαρό το rhythm section, γεμίζει πραγματικά όλο τον δίσκο από την αρχή μέχρι το τέλος.
Δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια οι Pretty Maids, εργάζονται και πάλι με πλήρη ταχύτητα το κάνουν με πολλή διασκέδαση, μας προσφέρουν αλησμόνητα καλούς δίσκους σκληρούς και μπράβο τους. Το μίγμα της βαρύτητα και της μελωδίας είναι σε καλή δόση, χωρίς να κουράζει καθόλου, κάτι που κάνει το σχήμα θέλω να πιστεύω, ενδιαφέρον για ένα ευρύτερο Heavy Metal κοινό.
Σε γενικές γραμμές μπορώ να πω ότι μας απελευθέρωσαν ένα πολύ βαρύ με πάθος ισχυρό μελωδικό Hard Rock album, 100% Pretty Maids, must-have για όλους τους γνησίους Hard Rock/ Metal οπαδούς. Οι Pretty Maids από τη μακρινή και παγωμένη Δανία, μας προσφέρουν καυτό σκληρό Rock, για σχεδόν 30 χρόνια τώρα. Ποτέ δεν έχουν ξεφεύγει πραγματικά από το Hard Rock τους, που εγγυάται μελωδικό Ηeavy Μetal, κατά συνέπεια κάθε ένα τραγούδι είναι μεγάλο σε αρμονία και μελωδία, είτε με γρήγορα κιθαριστικά solo ή αργά riffs. O Hammer μπορεί ακόμα να ορίσει μερικά ενεργητικά riffs, ενώ ο Atkins ακόμα τραγουδάει καθαρά και μελωδικά, αλλά και δυναμικά όταν χρειάζεται.
Συμπέρασμα; Για μια ακόμη φορά οι Pretty Maids μας παραδώσαν ένα album υψηλής ενέργειας, μελωδικό Ηeavy Μetal εμποτισμένο με Ηard Rock groove. Δηλαδή μελωδία και αρμονία, μια ουσία που δεν συναντάται εύκολα πια στις μέρες μας.
 
 
KINGMAKER: “When God Took A Day Off”, “Kingmaker”, “Face The World”, “Humanize Me”, “Last Beauty On Earth”, “Bull’s Eye”, “King Of The Right Here And Now”, “Heavens Little Devil”, “Civilized Monsters”, “Sickening”, “Was That What You Wanted (Look What You’ve Got)”.
PRETTY MAIDS: Ronnie Atkins – Vocals, Ken Hammer – Guitar, Rene Shades – Bass and Allan Tschicaja – Drums.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
Q5
NEW WORLD ORDER
(2016)
 
 
Η επιστροφή των Q5 με το 3ους album τους, 31 χρόνια μετά το “When The Mirrors Crack”. Οι Hard Rockers από το Seatle (USA), αποφάσισαν να δοκιμάσουν ξανά με ένα νέο δίσκο, κράτησαν τρία από τα αρχικά μέλη, με νέο drummer και νέο δεύτερο κιθαρίστα.
Το “New World Order” έχει μια οριστική αλλαγή στον ρυθμό, οι Q5 του 2016 δεν έχουν και πολλά κοινά μουσικά στοιχεία με τους Q5 των 80’s, θα περίγραφα καλύτερα αυτό το album ως ένα Hard Rock μείγμα τύπου AC/DC και Krokus. Πραγματικά δεν υπάρχει τίποτα εδώ που να έχει σαφείς επιρροές από τα “Steel The Light” και “When The Mirrors Crack”.
Υπάρχουν κάποια Heavy Metal σχήματα που έχουν αποκτήσει με το πέρασμα των χρονών, καλώς ή κακώς ένα cult status και οι Q5 σίγουρα συγκαταλέγονται σε αυτά τα συγκροτήματα. Το 1983 είχαν προκαλέσει τρομερή αίσθηση με το πρώτο τους πολύ-αγαπημένο album τους, ενώ κατάφεραν να παρουσιάσουν άλλο ένα καλό δίσκο το 1985.
Φέτος (2016) επιχείρησαν να επανέλθουν στο μουσικό προσκήνιο, μ’ ένα νέο δισκογραφικό πόνημα, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν θυμίζουν αρκετά εκείνο το σχήμα που έγραφε τότε στα 80’s ύμνους. Είναι δύσκολο ένα τέτοιο εγχείρημα, καθώς η φωνή του Jonathan K. έχει αλλάξει θα έλεγα σε αρκετά σημεία, θυμίζει κάτι ανάμεσα σε Brian Johnson και Marc Storace.
Η πραγματικότητα είναι ότι το album “New World Order”, είναι εντάξει για αυτό που είναι, ένα ακατέργαστο, βρώμικο Rock ‘N’ Roll album με χαλικώδη φωνητικά και κιθαριστικά riff, που κυριαρχούν στο ήχο, αλλά αυτό είναι αυτό που οπαδοί τους ανέμεναν, ή όχι; Είναι σίγουρα ένα κλασικό Hard Rock album, αλλά αν δεν υπήρχαν κάποιες AC/DC επιρροές θα ήταν σίγουρα καλύτερα τα πράγματα. Υπάρχουν όντως μερικά καλά τραγούδι, αλλά όχι αρκετά για να κάνουν την ουσιαστική διαφορά, όπου θα λέγαμε για το μεγάλο come back των θρυλικών Q5.
Αλήθεια τώρα, τα τραγούδια που μου αρέσουν περισσότερο είναι αυτά που δεν θυμίζουν καθόλου τους AC/DC ή τους Krokus και έχουν κάτι ας πούμε από τον παλιό ήχο τους. Είναι ένα αρκετά απλό Βoogie Rock bar album, όπου κάποιοι παλιοί Hard Rockers το διασκεδάζουν. Τα τραγούδια είναι κάπως ωμά λόγω παραγωγής, έτσι δεν δίνει στη μουσική των Q5 την πολυπλοκότητα που είχε το πρώτο τους album ή έστω το απλό δεύτερο.
Οι Q5 είναι πίσω, σαν είδηση και μόνο αυτό μετράει πολύ, αρχικά είχαν επιστρέψει το 2014 για ένα show στο “Sweden Rock Festival”. Αλλά ενώ είναι ακόμα αναγνωρίσιμοι σαν ένα ιστορικό όνομα που πρόσφεραν πολλά στην δεκαετία του ’80, τώρα οι Q5 ακούγονται πιο βρώμικοι και από τους AC/DC, δεν ξέρω εάν αυτό είναι κάτι που οι οπαδοί θα το αγκαλιάσουν; Έχω τις κάποιες αμφιβολίες μου, εξαρτάται, όμως πάντα με τις προτιμήσεις σας. Όσοι λαχταράτε ν’ ακούσετε κάτι σαν “Steel The Light” ή το δεύτερο δίσκο τους, ψιλό-ξεχάστε το δεν θα βρείτε κάτι τέτοιο εδώ σε τούο το album.
Η παραγωγή που είναι ένα βασικό στοιχείο επιτυχίας ενός σχήματος, εδώ δεν είναι πάρα πολύ high-end, αλλά οι κιθάρες και τα τύμπανα είναι μπροστά, όπως θα έπρεπε να είναι άλλωστε. Οι Q5 ακούγονται βαρύτεροι από πριν, αλλά αυτό ήταν αναμενόμενο, το όλο πακέτο ακούγετε καλά σε αυτές τις υπέρ-παραγωγές στην ψηφιακή εποχή που ζούμε.
Οι Q5 μπορεί να μην θυμίζουν τώρα πια τους παλιούς καλούς εαυτούς τους των 80’s, αλλά τα τραγούδια που ξεχώρισα από το “New World Order”, είναι τα… “One Night In Hellas”, “New World Order”, “Prisoner Of Mind”, “Unrequited (A Woman Of Darkness And Steel)”, “Just One Kiss”, “Land Of The Setting Sun” και το instrumental “Mach Opus 206”.
Το ότι λείπει πια ο Floyd Rose απο τις τάξεις των Q5, φαίνετε πολύ στην κιθάρα... Οι φίλοι του group ας ακούσουν τους Nightshade στο "Dead Of Night" του 1991.
 
 
NEW WORLD ORDER: “We Came Here To Rock”, “One Night In Hellas”, “The Right Way”, “New World Order”, “Tear Up The Night”, “Halfway To Hell”, “A Prisoner Of Mind”, “Unrequited (A Woman Of Darkness And Steel)”, “Just One Kiss”, “Fear Is The Killer”, “Land Of The Setting Sun”, “A Warrior’s Song”, “Mach Opus 206 (Instrumental)”, “Get Next To You”.
Q5: Jonathan Scott K. – Vocals, Rick Pierce – Guitar, Dennis Turner – Guitar, Evan Sheeley – Bass and Jeffry McCormack – Drums.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
GRAHAM BONNET BAND
THE BOOK
(2016)
 
 
Ο θρυλικός-μυθικός-διαχρονικός-αειθαλής Hard Rock τραγουδιστής Graham Bonnet, είναι πίσω μ' ένα νέο σχήμα και μ’ ένα συναρπαστικό νέο album με τίτλο “The Book”. Στους Graham Bonnet Band, χαρακτηριστικά και φυσικά πίσω από το μικρόφωνο είναι ο Bonnet, το υπόλοιπο line-up αποτελείτε από την Beth-Ami Heavenstone στο μπάσο, αλλά και τον νέο ήρωα της κιθάρας Conrado Pesinato. Για το τέλος άφησα επίτηδες, τους δύο μυθικούς μουσικούς που κλείνουν το group, τον Jimmy Waldo (Alcatrazz, New England, Quiet Riot, Blackthrone) στα πλήκτρα, αλλά και τον μοναδικό drummer μαέστρο Mark Zonder, γνωστός για την διεθνώς αναγνωρισμένη δουλειά του, στους Warlord και τους Fates Warning.
Ο Graham Bonnet έχει ηχογραφήσει και περιοδεύσει με ένα ευρύ φάσμα καλλιτεχνών, κυκλοφόρησε δίσκους σταθμούς στην ιστορία του Hard Rock/ Metal, με τους Rainbow, MSG, Alcatrazz, Impellitteri, Forcefield, Blackthorne. Ο Bonnet έχει ένα ισχυρό και διακριτικό φωνητικό στυλ και πράγματι μια χαρακτηριστική εικόνα πάνω στη σκηνή, προτιμώντας να αφήσει να μιλήσει η μουσική παρά η συμβατική Ηeavy Μetal εμφάνιση και πολύ καλά κάνει, φίλοι μου… Metal Is Passion, Not Fashion.
Ο Bonnet είναι ένας Hard Rock θρύλος, μ’ ένα γεονολογικό δέντρο που θα το ζήλευαν πολλοί, είναι ένας από τους καλύτερους τραγουδιστές της γενιάς του. Εχει μια αναγνωρίσιμη και μοναδική φωνή, σε μια σειρά από κλασικά Hard Rock albums, συμπεριλαμβανομένων των Rainbow στο “Down To Earth” (1979), Michael Schenker Group στο “Nuclear Attack” (1982), Alcatrazz στο “No Parole For Rock ‘N’ Roll” και στο “Disturbing The Peace” (1985), Impellitteri στο “Stand In Line” (1988) καθώς και στους Blackthorne στο “Afterlife” (1993). Αν δεν έχετε κάποιο από αυτά στην κατοχή σας, σας παρακαλώ μην διαβάζετε άλλο και να πάτε να τ’ αγοράσετε ή να τ’ ακούσετε αμέσως.
Εδώ έχουμε το ντεμπούτο σαν Graham Bonnet Band, το album “The Book” βλέπει τον Graham να επιστροφή σε καλή φόρμα, με ένα studio δίσκο που έχει τον καλύτερο εαυτό του, εδώ και χρόνια. Τα 11 τραγούδια θα φυσήξουν γερά και δυνατά τον βαρύ τους ήχο στους οπαδούς του Hard Rock. Το νέο album προσφέρει νέα τραγούδια, όπου ο Bonnet καθορίζει με τη θρυλική φωνή του, πάνω σε μια επιλογή από καλές Hard Rock μελωδίες που είναι ασφυκτικά γεμάτες από την μεγάλη φωνή του. Τα τραγούδια του δίσκου, θα έλεγα ότι είναι παρόμοια με αυτό που έχει κάνει στο παρελθόν, μουσικά είναι κοντά σε Rainbow, Alcatrazz, MSG και όπως λέει και ο ίδιος «…Νομίζω ότι αυτό είναι που θέλουν ν’ ακούσουν οι οπαδοί από μένα και δεν θα μείνουν απογοητευμένοι…».
Ο Graham Bonnet είναι σε πολύ καλή φόρμα, και το album είναι εύκολα από τα καλύτερα του εδώ και χρόνια, ολος ο δίσκος σφύζει από γνήσιο Hard Rock, οι fans θα το χαρούν σίγουρα. Εξαιρετικός Rocker ο 69χρόνος Graham Bonnet έχει μια στέρεα φωνή και το group είναι πολύ εντυπωσιακό και ευχάριστο στο να το ακούς.
Στην πραγματικότητα, έχουμε έναν δίσκο που σας διασκεδάσει, μια εντυπωσιακή μουσική ιστορία με Classic Hard Rock στα καλύτερα του, επικός ήχος που φαίνεται να επηρεάζεται όχι μόνο από την μεγάλη εμπειρία και τον επαγγελματισμό των μουσικών που παίρνουν μέρος, αλλά αντλεί και πολλά στοιχεία από διάφορα είδη μουσικής, μέσα από το φάσμα του Hard Rock όμως.
Μερικοί από εσάς μπορεί να μην είναι εξοικειωμένοι με την φωνή του Graham Bonnet, επιτρέψτε μου να σας την παρουσιάσω, τέλειο στυλ, μελωδική γεμάτη χαρακτήρα, αρκετά αφηγηματική, εκθαμβωτική με θεατρικούς καλλωπισμούς. Αυτή είναι η μοναδική φωνή του Graham Bonnet.
Επίσης, μια ειδική έκδοση σε CD περιλαμβάνονται μαζί με το νέο δίσκο και ένα bonus CD με 16 κλασικά επαναηχογραφημένα τραγούδια τις καριέρας του Graham, μερικά από τα πιο γνωστά που έχει τραγουδήσει στην solo καριέρα του, αλλά και με Rainbow, Alcatrazz, MSG και Impellitteri.
 
 
THE BOOK: “Into The Night”, “Welcome To My Home”, “Earth’s Child (I Am Your Son)”, “Rider”, “Dead Man Walking”, “Strangest Day”, “The Dance”, “Where Were You?”, “The Book”, “Everybody Wants To Go There”, “California Air”.
LP Bonus: “Here Comes The Night (Down Without A Knight)”.
GRAHAM BONNET BAND: Graham Bonnet – Vocals, Beth-Ami Heavenstone – Bass, Conrado Pesinato – Guitar, Mark Zonder – Drums and Jimmy Waldo – Keyboards.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
GLENN HUGHES
RESONATE
(2016)
 
 
Ο τραγουδιστής/ μπασίστας και συνθέτης Glenn Hughes, είναι ένας πραγματικός Rock μύθος, δεν υπάρχει ούτε μια αμφιβολία γι’ αυτό. Κανένας άλλος Rock μουσικός δεν είναι χαραγμένος τόσο πολύ στη μνήμη μας, για το διακριτικό του στυλ, συνδυάζοντας τα καλύτερα στοιχεία του Hard Rock, Blues, Soul, Funk και αυτή η εκπληκτική φωνή του… μα τι φωνή. Με μια καριέρα που ξεκίνησε στα 1970 με τους Trapeze, ο Glenn άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του σε διάφορα μουσικά συγκροτήματα, συμπεριλαμβανομένων των Deep Purple, Hughes/ Thrall, αλλά και τις συνεργασίες του με Gary Moore, Black Sabbath και πιο πρόσφατα με τους Black Country Communion, για να αναφέρουμε μερικά μόνο. Με έντεκα solo album στο ενεργητικό του και αμέτρητες συνεργασίες με τα μεγαλύτερα ονόματα του Rock, ο Glenn Hughes είναι η μουσική Hard Rock εικόνα της εποχής μας και όχι μόνο.
Ο Glenn Hughes έχει ονομαστεί ως «Voice Of Rock», λόγω του εξαιρετικού φωνητικού ταλέντου του, έχει μια διαφορετική ερμηνεία όσο κανένας άλλος τραγουδιστής της γενιάς του. Κατά τη διάρκεια μιας καριέρας που διαρκεί σχεδόν πενήντα χρόνια, ο Glenn έχει ενσωματωθεί πλήρως στο Rock 'N' Roll/ Hard Rock πνεύμα, όσο κανείς.
Όχι όμως ότι όλα τα solo albums που έχει βγάλει να είναι τέλεια (για μένα τουλάχιστον), το ξέρω ότι ο καλλιτέχνης μπορεί και θέλει με κάθε ειλικρίνεια να βγάλει ότι τον εκφράζει εκείνη τη στιγμή. Ας το πούμε διαφορετικά, το προσωπικό δισκογραφικό έργο που έχει κυκλοφορήσει είναι πολύ ποικιλόμορφο, κοινό στοιχείο είναι όμως η τίμια εκφραστική φωνή του, γιατί μουσικά δεν μου αρέσουν όλα όσα έχει κάνει. Ανεξαρτήτως της solo δουλειά του, τα τελευταία χρόνια ο Glenn μας έχει ευλογήσει με τη γέννηση ενός μεγάλου Hard Rock συγκροτήματος των Black Country Communion. Χωρίς να είναι καθόλου απογοητευτικά αυτά τα album, αποδεικνύεται απόλυτα το γεγονός ότι όταν ο Glenn, θέλει να τραγουδήσει Hard Rock, μπορεί να βάλει φωτιά όσο λίγοι καλλιτέχνες.
Έχουν περάσει οκτώ ολόκληρα χρόνια από την τελευταίο solo album του Glenn Hughes, το 2008. Έτσι λοιπόν θα δείτε περήφανα να φιγουράρει το όνομα του Glenn Hughes στο εξώφυλλο του “Resonate”.
Το “Resonate” περιέχει τεράστια riff, ενώ η παρουσία του drummer Chad Smith των Chickenfoot, Red Hot Chili Peppers (σε δύο τραγούδια), κάνει τον δίσκο αρκετά καλύτερο. Δεν είναι τυχαίο ότι και στα δύο τραγούδια όπου παίζει drums ο Chad στα “Heavy” και “Long Time Gone”, κυκλοφόρησαν και σαν video-clip, τυχαίο δε νομίζω.
Φυσικά, η δυναμική μεν, αλλά και ευαίσθητη φωνή του Glenn Hughes, είναι το απόλυτο highlight του δίσκου, που κάνει τούτο το δισκογραφικό έργο του, ν’ ακούγετε με ευχαρίστηση σε κάθε αυλάκι του βινυλίου. Το Hard Rock είναι ακαταμάχητα σφοδρό με βομβαρδισμό που δεν σταματά καθόλου, τα πράγματα σε μερικά τραγούδια είναι γρήγορα με καλές κιθάρες και μπάσο που σφύζει από ένταση, καρφωμένο κάτω στο πάτωμα από αμείλικτες βαριές μπάσο-γραμμές.
Ωστόσο, συναρπαστική ακούγεται και η φωνή του Glenn, ρίχνει κάποιο ψυχεδελικό στοιχείο στο “Resonate”, αυτό που πραγματικά ξεχωρίζει είναι η φωνή του. Μια φωνή που ξεχωρίζει όσο λίγες αλήθεια, από τους πολύ μεγάλους τις γενιάς του, ο Glenn εξακολουθεί να έχει ακόμη ένα φωνητικό φάσμα, που σίγουρα θα είναι φθόνος για πολλούς τραγουδιστές σε όλο τον κόσμο του Rock και εδώ είναι σε πλήρη αποδεικτικά στοιχεία. Δύσκολο να το πιστέψει κανείς, αλλά ο 65-χρόνος πια Glenn βάζει κάτω, πολλούς από τους επίδοξους τραγουδιστές σε όλο το φάσμα του Rock, αφού τραγουδά σαν30-άρης.
Το “Resonate” είναι χτισμένο γύρω από ωραία κιθαριστικά riff, μερικά από τα οποία ηχούν μια 70’s βαρβαρότητα που απειλούν να τεμαχίσουν σε πολλά κομμάτια τα ηχεία σας, το riffing είναι απάνθρωπα παραμορφωμένο στο μπάσο του Glenn.
Ο Glenn μπορεί να ονόμασε το album του “Resonate”, αλλά πιστεύω πως θα ήταν καλύτερα αν το ονόμαζε «σεισμό», όπου μπορούσε κάλλιστα να ήταν πιο εύστοχος τίτλος.
 
 
RESONATE: “Heavy”, “My Town”, “Flow”, “Let It Shine”, “Steady”, “God Of Money”, “How Long”, “Landmines”, “When I Fall”, “Stumble & Go”, “Long Time Gone”.
GLENN HUGHES: Glenn Hughes – Vocals/ Bass, Soren Andersen – Guitar, Pontus Engborg – Drums and Lachy Doley – Keyboards.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
INGLORIOUS
INGLORIOUS
(2016)
 
 
Οι Inglorious ιδρύθηκαν στην Αγγλία τον Φεβρουάριο του 2014, από τον τραγουδιστή Nathan James (Trans-Siberian Orchestra, Uli Jon Roth) και αμέσως έλαβαν πολλούς επαίνους από τη μουσική βιομηχανία στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το όραμα του τραγουδιστή Nathan James, ήταν ότι ήθελε να είναι σ’ ένα συγκρότημα, που να ακουγόταν σαν τα κλασικά Hard Rock του παρελθόντος. Σε αυτό το ντεμπούτο των Inglorious έχει κάνει ακριβώς αυτό που ήθελε πάντα.
Οι πρώτες εντυπώσεις είναι πως αυτό το σχήμα είναι μέσα στο κλασικό ήχο του Hard Rock από τα 70’s και αυτό είναι ιδιαίτερα αξιόλογο, από μόνο του. Όταν άκουσα το πρώτο τραγούδι του δίσκου, είπα αμέσως «εδώ έχουμε κάτι καλό».
Ήχος από παλιό Hammond, τι να περιμένετε δηλαδή; Οι Inglorious ηχούν κάπως σαν παλιούς Deep Purple, Whitesnake, Bad Company, ενώ επίσης ακούω πολλά κιθαριστικά riffs στην μουσική τους που μου ακούγονται σαν Led Zeppelin.
Σε γενικές γραμμές τα τραγούδια του album “Inglorious”, είναι βαριά με μια παλιά old-school αίσθηση, ενώ περιέχουν κιθαριστικά riffs, που ακμάζουν πάνω σ’ έναν καμβά που κινείται πίσω στο Hard Rock της δεκαετίας του ’70. Όπως θα λέγαμε αλλιώς και ως proto-Heavy Metal. Στη συνέχεια όμως υπάρχουν και τα φωνητικά του Nathan James, παθιασμένα, βαθιά 70’s soulful, μα εντελώς ωραία και κυρίως αφοπλιστικά. Οι κιθάρες είναι μόνιμα σε βρυχηθμό, μερικά solo λες και έχουν βγει από δίσκους των 70’s, ενώ ρίχνουν κάτω μαζικά riffs σε όλα τ’ αυλάκια του album.
Ακόμη όσο περισσότερο ακούς το δίσκο, νομίζεις ότι η μουσική του συγκροτήματος βγαίνει πολύ ζωντανή, σαν να παίζουν ζωντανά μέσα στο δωμάτιο σου. Ευτυχώς που δεν υπάρχουν καθόλου overdubs. Τα 11 τραγούδια του δίσκου που συνθέτουν αυτό το ντεμπούτο καταγράφηκαν ζωντανά με όλα και τα πέντε μέλη του group, μέσα στο ίδιο studio.
Στην πραγματικότητα υπάρχουν πολλοί λόγοι για να πάρετε αυτόν το δίσκο, εκτός του ότι πολύ απλά είναι θαυμάσια τα τραγούδια (δύο από αυτά τα έχει συν-γράψει ο Al Pitrelli), αλλά και ότι όλος ο δίσκος έχει έναν εκπληκτικό ήχο που σου κολλάει αμέσως.
Τα “Breakaway”, “High Flying Gypsy” και “Holy Water”, θα μπορούσαν να είναι ας πούμε σε μια συλλογή των Whitesnake, πραγματικά εντυπωσιακά τραγούδια. Προσθέτοντας κάποια Βluesy, αργή free αίσθηση, μερικά τραγούδια πραγματικά λάμπουν εδώ, όπως το “Warning”, “Until I Die” ή το “Wake”. Αρκετό ενδιαφέρον έχει και η μπαλάντα “Bleed For You”, αλλά και το “You’re Mine”.
Μόνο ο χρόνος θα δείξει τι θα απογίνουν οι Inglorious, στα επόμενα χρόνια που έρχονται, αλλά αν θέλετε να γίνουν καλύτεροι και μεγαλύτεροι επενδύστε άφοβα. Μην έχετε καμία υποψία ότι θα χαθούν σύντομα, βοηθήστε τους και εσείς και να είστε σίγουροι ότι στο μέλλον θα τους δούμε σε μεγάλα στάδια.
 
 
INGLORIOUS: “Until I Die”, “Breakaway”, “High Flying Gypsy”, “Holy Water”, “Warning”, “Bleed For You”, “Girl Got A Gun”, “You're Mine”, “Inglorious”, “Wake”, “Unaware”.
INGLORIOUS: Nathan James – Vocals, Wil Taylor – Guitar, Andreas Zäta Eriksson – Guitar, Colin Parkinson – Bass and Phil Beaver – Drums.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
QUARTZ
FEAR NO EVIL
(2016)
 
 
Αν είστε Metalhead, θα πρέπει να ξέρετε σίγουρα την πόλη του Birmingham στο Ηνωμένο Βασίλειο, μια πόλη που γέννησε τους Black Sabbath και τους Judas Priest. Μεταξύ αυτών ήταν και μια πληθώρα άλλων σχημάτων όπως οι Quartz, που ιδρύθηκαν στην πόλη το 1977 κατά τις πρώτες ημέρες του ένδοξου NWOBHM κινήματος, οι Quartz έπαιξαν τότε πρωταγωνιστικό ρόλο στην Heavy Metal σκηνή του Birmingham. Κυκλοφόρησαν δίσκους μέχρι το 1983 όπου διαλύθηκαν, άλλα το 2011 ξανά επανήλθαν, το 2015 βγάζουν μια συλλογή με αρχειακό υλικό και φέτος νέο studio album, το “Fear No Evil” μετά από 33 ολόκληρα χρόνια.
Μουσικά οι σημερινοί Quartz παίζουν παραδοσιακό Ηeavy Μetal στο ύφος των Judas Priest των Black Sabbath και των Saxon θα λέγαμε για να πάρουμε μια ιδέα, έτσι το “Fear No Evil” έχει μια χαρακτηριστική παλιά 80’s γεύση. Τα πάντα σε αυτό το album μυρίζουν 80’s, από τις μελωδίες, αλλά και την ζεστή απλή παραγωγή που ακούγεται σαν να είχε έρθει κατευθείαν από τις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Οι πρώτες εντυπώσεις είναι θετικές, το “Fear No Evil” που ανοίγει τον δίσκο είναι ένα καλό ξεκίνημα, επιδεικνύοντας στέρεα κιθαριστικά riffs, σφιχτή μουσικότητα και πιασάρικο ρεφρέν, αλλά και όλο το album κινείτε σε αυτά τα καλά μουσικά επίπεδα. Γρήγορα, σκληρά και τα… “Dangerous Game”, “Born To Rock The Nation”, “The Stalker”, “Zombie Resurrection”, τα οποία όμως όλα έχουν όμορφα ενεργητικά νόστιμα solo κιθάρας.
Παραδοσιακός Ηeavy Μetal δίσκος, έχει ποιότητα υλικού, είναι διασκεδαστικός, σύγχρονος αλλά με έναν παραδοσιακό ήχο, έναν ήχο φόρος τιμής σε μια NWOBHM εποχή, που έχει περάσει αλλά ανήκει στην ιστορία του Βρετανικού Heavy Metal.
Αν είστε απλά ένας από τους ντεμοντέ, αλλά από την άλλη, γνήσιος τύπος της 80’s old-school Heavy Metal εποχής (όπως εγώ), τότε αγοράστε αυτό τον δίσκο, αξίζει τον κόπο. Μην δίνετε τα χρήματα σας σε διάφορα σκατά που βουλιάζουν κάθε μέρα τη μουσική μας, όλο και πιο κάτω.
Μόλις εμπλακείς με τη μουσική του ένδοξου New Wave Of British Heavy Metal, θα ’ναι για πάντα μέσα στη ζωή σου, αυτό δεν είναι απόλυτα αληθές… δεν ξεφεύγεις έτσι εύκολα.
Οι Quartz του 2016 λοιπόν, ήταν πραγματική έκπληξη για μένα, το group είναι και πάλι μαζί, με ένα νέο τραγουδιστή τον David Garner αυτή τη φορά, ενώ από τα αρχικά μέλη είναι οι Mick Hopkins (κιθάρα), Malcom Cope (τύμπανα), Derek Arnold (μπάσο) και Geoff Nicholls (τραγούδι/ κιθάρα/ keys). Ναι, πολύ καλά διαβάσατε ο Geoff Nicholls, που πέρασε και από τους Black Sabbath, αυτοί οι «παππούδες» λοιπόν φίλοι μου, μας προσφέρουν ένα ευθύ Heavy Metal/ Rock album, με πολύ ενθουσιασμό.
Σε γενικές γραμμές είναι πολύ βαρύτερο και καλύτερο album από τον προκάτοχο του, 33 χρόνια πίσω το “Against All Odds”.
Συνολικά το “Fear No Evil”, είναι ένα ισχυρό album και είναι αρκετά διαχρονικό όσον αφορά τον ήχο του, καλός διαχρονικός NWOBHM ήχος, που εκτελείται από εξαιρετικούς έμπειρους μουσικούς.
Μπορεί να είχαμε ν’ ακούσουμε τους Quartz 33 ολόκληρα χρόνια, αλλά σίγουρα αξίζει τον κόπο και την αναμονή.
 
 
QUARTZ: David Garner – Vocals, Geoff Nicholls – Vocals/ Guitar/ Keyboards, Mick Hopkins – Guitar, Derek Arnold – Bass and Malcolm Cope – Drums.
FEAR NO EVIL: “Fear No Evil”, “Rock Bottom”, “Stalker”, “Rapture”, “Zombie Resurrection”, “Barren Land”, “Walkin’ On Holy Water”, “Dangerous Game”, “Born To Rock The Nation”, “Riot In The City”, “Dead Man’s World (Apocalypse)”, “Scream At The Devil”.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
TYKETTO
REACH
(2016)
 
 
Ένα νέο δισκογραφικό έργο των Tyketto, με τον μυθικό και πάλι Danny Vaughn πίσω στα φωνητικά.
Το “Reach” φέρνει μια καινοτομία, αφού βρισκόμαστε αντιμέτωποι μ’ ένα πολύ καλό, γνήσιο μελωδικό Hard Rock album, με πολύ μεράκι και επαγγελματισμό όπου κυμαίνεται με ασφάλεια ανάμεσα στο κλασικό Hard Rock και στο πιο πομπώδη AOR ήχο, ακόμα και με νεύματα μέσα από το συμφωνικό Rock προφίλ.
Μιλώντας για τραγούδια, ν’ αναφέρουμε μερικά όπως πχ τα… “Big Money”, “Circle The Wagons” και “Tearing Down The Sky”, που έχουν μια λαμπρή μελωδική γραμμή, ανάμεσα σε ένα γλυκό Αμερικανικό AOR και με ένα εξαιρετικό ήχο, που ακούγονται με μια φινέτσα και με ορισμένες επιρροές από Kansas, που δείχνει μια συμφωνική ωραία ατμόσφαιρα. Ενώ τα “I Need It Now”, “The Faster Man Alive”, ανακτούν τον κλασικό ήχο των Tyketto, δίνοντας τους εαυτούς μας έναν γλυκό ήχο της κιθάρας με ένα μελωδικό υπόβαθρο, που σε γυρίζει πίσω σε ένα πολύ καλό επίπεδο, από το πρώτο ιστορικό τους album.
Συγκλονιστικός, για άλλη μια φορά ο κύριος Danny Vaughn στα φωνητικά άψογος, με πολύ παρουσία φυσικά και ο θρυλικός Michael Clayton Arbeeny όπου στα τύμπανα κάνει σπουδαία δουλειά, ενώ το ντεμπούτο κάνει ο Chris Creen στις κιθάρες, εκπληρώνοντας απόλυτα το πολύ δύσκολο έργο της αντικατάστασης του αρχικού Brooke Saint James.
Οι Tyketto μας προσφέρουν έναν νέο δίσκο, στο οποίο έγινε μια πολύ καλή διασταύρωση του AOR και του Hard Rock. Πήραν αρκετή αναζωογόνηση και ενέργεια μέσα στο studio την άνοιξη του 2016, οι συνεδριάσεις έλαβαν χώρα στο θρυλικό “Rockfield Studios” στην Ουαλία.
Μουσικά το σχήμα είναι πραγματικά σε με μια πολύ καλή φάση στην καριέρα του, το παιχνίδι τους περιέχει μυϊκό εμπορικό ήχο, μελωδικού Rock και παραδίδεται με τα καλύτερα μέσα.
Ακολουθώντας τα βήματα των παλιών εικόνων, οι μουσικές του group εισαγάγουν τους νέους οπαδούς από όλο τον κόσμο για το τι εστί Tyketto του 2016. Να είστε βέβαιοι ότι όλα τα τραγούδια από το “Reach”, εξακολουθούν ακόμη να φέρνουν στο νου, τις όμορφες μελωδίες του εμπορικού ήχου που είχαν στην αρχή της καριέρας τους.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών το σχήμα δεν ήταν και στα καλύτερα του, άλλα τώρα αισθάνονται ισχυρότεροι και καλύτεροι στην απόδοση από ότι ever και έτσι θα αυξήσουν τους οπαδούς τους ανά τον κόσμο. ’Ιδωμεν.
Το “Reach” είναι ένα Hard Rock album υψηλής λαμπρής εκτέλεσης, όταν δηλαδή η κομψότητα γίνεται μουσική. Συγχαρητήρια στους Tyketto, που συνεχίσουν να ποντάρουν στην ποιότητα της μουσικής τους.
Οι πιο ψαγμένοι ας κοιτάξουν να βρουν από τους Waysted το "Save Your Prayers" του 1986, εκεί θ' ακούσουν έναν πιο σκληρό (φωνητικά) Danny Vaughn.
 
 
REACH: “Reach”, “Big Money”, “Kick Like A Mule”, “Circle The Wagons”, “I Need It Now”, “Tearing Down The Sky”, “Letting Go”, “The Faster Man Alive”, “Remember My Name”, “Sparks Will Fly”, “Scream”, “The Run”.
TYCKETTO: Danny Vaughn – Vocals, Chris Green – Guitar, Chris Childs – Bass, Michael Clayton Arbeeny – Drums and Ged Rylands – Keyboards.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.
HARDLINE
HUMAN NATURE
(2016)
 
 
Μετά την αναγέννηση του σχήματος το 2012, οι Hardline έχουν ομαδοποιηθεί γύρω από τον τραγουδιστή Johnny Gioeli, οπότε μιλάμε θα έλεγα για ένα προσωπικό σχήμα του τραγουδιστή που λειτούργει κατά παραγγελία.
Στα πλήκτρα ο Alessandro Del Vecchio (Rated X, Resurrection Kings, Revolution Saints), ο ταλαντούχος κιθαρίστας Josh Ramos (The Storm), η μπασίστρια Anna Portalupi (Tarja Turunen) και drummer ο Francesco Jovino (Primal Fear, Jorn), όλοι αυτοί οι μουσικοί έχουν εντυπωσιακή γενεαλογία από άλλα σχήματα, ξεχωριστό είναι και το διαφορετικό ταλέντο τους να δένουν όλοι μαζί. Αλλά ο στόχος του νέου τους album αλήθεια ποιος είναι; Το να κάνεις ξανά το “Double Eclipse” απλά δεν γίνετε.
Αν και είναι σκληρό album, αυτό που λείπει είναι η κιθάρα του Neal Schon, αλλά και τα τύμπανα του Dean Castronovo, ναι εδώ έχουν ένα βαρύτερο σε ήχο δίσκο και από τον αρχικό Hardline ήχο, αλλά αυτό από μόνο του δεν είναι αρκετό. Σύγκριση με το “Double Eclipse” του 1992 δεν μπορεί να γίνει σε καμιά περίπτωση, το “Double Eclipse” ήταν και εξακολουθεί να είναι ένα από τα αγαπημένα όλων μας και νομίζω ότι θα είναι για τον καθένα που αγαπά τον ήχο του καλού Hard Rock.
Τώρα το “Human Nature” είναι ένα νέο Hardline album και αυτό είναι μια πραγματικότητα, έτοιμο να μας παραδώσει κάποιο εξαιρετικό Hard Rock με καλές μελωδίες και ωραίες επιδόσεις.
Όσοι γνωρίζουν την φωνή του Johnny Gioeli μέσα από τις δουλειές του με τον Axel Rudi Pell, ξέρουν πως πρόκειται για έναν εκπληκτικό αν μη τι άλλο τραγουδιστή.
Στα του δίσκου τώρα, το “Where Will We Go From Here” που ανοίγει το album, είναι ένα γρήγορο, κιθαριστικό βαρύ Rock τραγούδι, πιασάρικο και με τα ισχυρά φωνητικά του Gioeli στην πρώτη γραμμή. Άλλα τραγούδια που ξεχωρίζουν είναι τα εξής… “Nobody’s Fool”, “Running On Empty”, αλλά και η μπαλάντα “Human Nature”, που προσφέρουν ένα κλασικό Hardline ήχο και μελωδία. Εντυπωσιακό και το “Take You Home”, αλλά και το “Where The North Winds Blows”.
Συνολικά, αυτό είναι ένα καλό album, σίγουρα δεν είναι ένα νέο “Double Eclipse” και ούτε πρόκειται να γίνει ποτέ. Tώρα το “Human Nature” είναι ένα κάπως ώριμο album, ένας Hard Rock δίσκος που περιλαμβάνει λίγο από τη μαγεία, ή από τον αρχικό ήχο του group που γεμίζει με ένα πιο ενημερωμένο ήχο όπου κάνει το τελικό αποτέλεσμα να είναι ενδιαφέρον, για τους λάτρεις του μελωδικού Hard Rock.
Ας ξεκαθαρίσουμε όμως και λίγο τα πράγματα, οι σημερινοί Hardline δεν έχουν καμία σχέση με το group των 90’s, που κυκλοφόρησαν τότε το ανεπανάληπτο αλλά και θρυλικό “Double Eclipse”. Θα έλεγα ότι οι σημερινοί Hardline είναι καθαρά ένα προϊόν της δισκογραφικής τους εταιρείας, η οποία τους έχει ανασύρει από την αφάνεια σε συμφωνία με τον Gioeli. Δυστυχώς πια ο Gioeli δεν έχει καμία ανάμιξη στην σύνθεση των τραγουδιών, αυτό το έχουν αναλάβει επαγγελματίες συνθέτες, οι οποίοι γράφουν κατά παραγγελία.
Εν κατακλείδι, το album έχει αρκετά καλά σημεία, τα οποία όμως θα μπορούσαν (όπως είναι φυσικό) να βρίσκονται σε οποιαδήποτε άλλο group, της εν λόγο δισκογραφικής εταιρείας.
Τελικά άσχημο album δε το λες, αν σας αρέσει η φωνή του Gioeli που ομολογουμένως είναι πολύ εκφραστική, θα το ακούσετε όλο πολύ ευχάριστα, θα μπορούμε όμως να έχει κυκλοφορήσει και θα ήταν καλύτερα ας πούμε, ως solo album. Και όχι κάτω από το βαρύ όνομα Hardline.
 
 
HUMAN NATURE: “Where Will We Go From Here”, “Nobody's Fool”, “Human Nature”, “Trapped in Muddy Waters”, “Running on Empty”, “The World Is Falling Down”, “Take You Home”, “Where the North Wind Blows”, “In the Dead of the Night”, “United We Stand”, “Fighting the Battle”.
HARDLINE: Johnny Gioeli – Vocals, Alessandro Del Vecchio – Keyboards, Josh Ramos – Guitar, Anna Portalupi – Bass and Francesco Jovino – Drums.
 
 
Κριτική: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η κριτική του album αυτού έγινε κατόπιν αγοράς του, σε φυσικό προϊόν (LP), έτσι ώστε να υποστηρίξουμε όχι μόνο το group αλλά και το Hard Rock/ HeavyMetal εν γένει, αν θέλουμε να μείνει ζωντανό και να μην πεθάνει.