Παρασκευή, 3 Μαΐου 2024, 22:53:37

ΑΛΛΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Αφιέρωμα "Judas Priest"

Image

Δύο κολλητοί σχολικοί φίλοι, με κοινές μουσικές ανησυχίες, από το West Bromwich της Μεγάλης Βρετανίας, περί το 1967 αποφασίζουν να φτιάξουν ένα συγκρότημα με στόχο όχι κάτι παραπάνω από το να κάνουν απλά αυτό που αγαπάνε, δηλαδή να παίξουν μουσική. Αυτοί οι δύο φίλοι, ο Ian Hill και ο Ken Downing, είναι οπαδοί των ήχων του Hendrix, των Who, των Cream, των Yarbirds και του Bob Dylan και με βάση αυτά τα ακούσματα συνθέτουν μουσική.

 

Image

Η Αρχή

Δύο κολλητοί σχολικοί φίλοι, με κοινές μουσικές ανησυχίες, από το West Bromwich της Μεγάλης Βρετανίας, περί το 1967 αποφασίζουν να φτιάξουν ένα συγκρότημα με στόχο όχι κάτι παραπάνω από το να κάνουν απλά αυτό που αγαπάνε, δηλαδή να παίξουν μουσική. Αυτοί οι δύο φίλοι, ο Ian Hill και ο Ken Downing, είναι οπαδοί των ήχων του Hendrix, των Who, των Cream, των Yarbirds και του Bob Dylan και με βάση αυτά τα ακούσματα συνθέτουν μουσική. Ο Ian παίζει μπάσο και ο Ken κιθάρα. Στο συγκρότημα τους θα προστεθούν στα φωνητικά ο Al Atkins και στα ντραμς ο John Ellis. Τα δεκαεφτάχρονα παιδιά παίζουν είτε επανεκτελέσεις τραγουδιών είτε δικές του συνθέσεις, οι οποίες παραπέμπουν κυρίως σε electric blues. Ένα από τα τραγούδια που παρουσιάζεται και συζητιέται μουσικά εκείνη την εποχή, είναι το "The balland of Frankie Lee and Judas Priest" του Bob Dylan. Από αυτό το τραγούδι ο Ken και ο Ian, αντλούν το όνομα του νεοσύστατου συγκροτήματος τους. Judas Priest.

Η πρώτη εμφάνιση του συγκροτήματος γίνεται σε μια pub στο Essington, το St. John's Hall στις 16/3/1971, μπροστά σε 7 θεατές! Το συγκρότημα από τότε έπαιζε μουσική όπου μπορούσε. Από τις μικρές pub της ευρύτερης περιοχής και έφτανε να συμμετέχει μέχρι σε μικρές συναυλίες σε άλλες περιοχές της Βρετανίας. Όμως η δύσκολη ζωή ενός περιοδεύοντος συγκροτήματος και τα χρήματα που δεν ερχόντουσαν, ώθησαν τον τραγουδιστή Al Atkins στην αποχώρηση και έτσι ορφάνεψε η θέση του τραγουδιστή. Η λύση σε αυτό το γεγονός δεν άργησε να δοθεί. Η τότε κοπέλα του Ian, η Sue Halford, πρότεινε να δοκιμάσουν τον αδελφό της Rob, ο οποίος ασχολιόταν με το τραγούδι και μάλιστα συμμετείχε σε ένα μικρό συγκρότημα, τους Hiroshima. Έτσι και έγινε. Ο Ken παρακολουθεί μία ηχογράφηση που έκανε ο Rob και θαμπώνεται από τις φωνητικές του ικανότητες. Κάπως έτσι, από ένα τυχαίο γεγονός, οι Priest αποκτήσανε τη φωνή ή πιο σωστά την κραυγή, που θα τους έκανε διάσημους. Μαζί με τον Rob, ακολουθεί και ο ντράμερ των Hiroshima ο John Hinch που θα αντικαταστήσει τον John Ellis.

Οι περιοδείες στην Βρετανία για το συγκρότημα συνεχίζονται. Το 1974, μια μικρή ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία, η Gull, τους ζητάει να υπογράψουν συμβόλαιο και κατευθείαν μπαίνουν στο στούντιο για την ηχογράφηση του πρώτου τους LP. Κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων, η δισκογραφική προτείνει να προστεθεί και ένας δεύτερος κιθαρίστας. Την ιδέα την ασπάζεται το συγκρότημα, καθώς για εκείνη την εποχή είναι κάτι πρωτοποριακό. Έτσι μετά από οντισιόν, επιλέγεται σαν δεύτερος κιθαρίστας ο Glenn Tipton, μέχρι πρότινος κιθαρίστας σε μία μικρή μπάντα, τους The Flying Hat Band. Με αυτή την προσθήκη οι Judas Priest γίνονται το πρώτο hard rock - heavy metal συγκρότημα που παίζει με δύο κιθάρες. Σταδιακά ο Ken και ο Glenn θα αναπτύξουν μία ιδιαίτερη χημεία και μεταξύ τους θα υπάρχει μία ευγενής άμυλα που σαν αποτέλεσμα θα έχει να τους κάνει και τους δύο καλύτερους κιθαρίστες. Τα συνεχώς εναλλασσόμενα riffs, τα διπλά σόλο, ο hard rock ήχος και η μελωδία που μπορούν και ακούγονται την ίδια στιγμή, αποτελούν την τέλεια συνοδεία στη χαρισματική φωνή του Rob Halford. Όλα τα προηγούμενα επηρέασαν την μετέπειτα εξέλιξη της εν λόγω μουσικής σκηνής.

Image

Το Σεπτέμβριο του 1974 το πρώτο άλμπουμ των Judas Priest είναι γεγονός. Τιτλοφορείται "Rocka Rolla" και κρίνεται από τον τύπο σαν μία σχετικά καλή προσπάθεια. Οι ήχοι του LP είναι ανάλογοι της τάσης της εποχής. Η παραγωγή είναι μέτρια και βέβαια δεν προμηνύει σε τίποτα την μετέπειτα εξέλιξη του συγκροτήματος.

Η δεύτερη δουλειά του συγκροτήματος παρουσιάζεται την άνοιξη του 1976 και έχει τίτλο "Sad Wings of Destiny". Η παρούσα δουλειά προσεγγίζει περισσότερο το ύφος των Judas Priest σε σχέση με το πρώτο LP. Ένα εντυπωσιακό εξώφυλλο (από τα πιο επιτυχημένα του συγκροτήματος), που παρουσιάζει τον έκπτωτο άγγελο και προμηνύει απόλυτα το ύφος του δίσκου και ο ατμοσφαιρικός - hard rock ήχος συνθέτουν τα πρώτα αληθινά γονίδια των Judas Priest. Το άλμπουμ κατάφερε και έκανε αισθητή την παρουσία του στην αγορά και το μόνο που απουσίαζε κατά γενική ομολογία, ήταν μία σοβαρότερη παραγωγή ώστε να μπορούσε να δοθεί με απόλυτο τρόπο ό, τι είχε να δώσει το συγκρότημα. Πρέπει να σημειωθεί ότι κάπου εδώ εγκαταλείπει από το συγκρότημα ο ντράμερ John Hinch και ακολουθεί μια πληθώρα αλλαγών στους ντράμερ μέχρι να γίνει μια προσωρινή κατάληξη στον -πρώην Trapeze- Dave Holland στο πιο μετέπειτα άλμπουμ "British Steel".

 Image

Η Πορεία προς την Επιτυχία Ξεκινάει

Κάπου εδώ, στη ζωή του συγκροτήματος θα εμφανιστεί και θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη του, η δισκογραφική εταιρεία κολοσσός η CBS/Columbia που θα δώσει την απαιτούμενη ώθηση για να εδραιωθεί η φήμη του συγκροτήματος. Το ημερολόγιο δείχνει τον Ιανουάριο του 1977 και το συγκρότημα μπαίνει στο στούντιο για να ηχογραφήσει το τρίτο του LP, το "Sin After Sin" με παραγωγό τον μπασίστα των Deep Purple και θρύλο της εποχής Roger Glover. Σπουδαία κομμάτια (όπως το Starbreaker, το Dessident Aggressor, το Sinner και η διασκευή στο τραγούδι της Joan Baez το Diamonds and Rust) συνθέτουν το άλμπουμ και γίνονται διαχρονικές επιτυχίες των Judas Priest. Η αποδοχή πλέον από τον κόσμο είναι ευρύτερη και οι πωλήσεις των άλμπουμ τους αυξάνονται.

Image 

Το 1977 οι Judas Priest κάνουν την πρώτη τους Αμερικανική περιοδεία γνωρίζοντας επιτυχία και αναγνωρισιμότητα πέρα των Βρετανικών συνόρων. Αυτή η εξέλιξη θα τους οδηγήσει να ηχογραφήσουν το 1978 όχι ένα αλλά δύο άλμπουμ. Το "Stained Glass" και το "Killing Machine" ("Hell Bent for Leather" για τους Ευρωπαίους). Τα δύο αυτά άλμπουμ σημειώνουν αξιοσημείωτες πωλήσεις και θεωρούνται εξίσου επιτυχημένα εδραιώνοντας τους Judas Priest σαν έναν από τους σημαντικότερους πρεσβευτές της Βρετανικής Heavy Metal μουσικής.

 Image  Image

Οι περιοδείες για τους Judas Priest συνεχίζονται με ολοένα και αυξανόμενο ρυθμό και το συγκρότημα θα φτάσει μέχρι το Τόκιο της Ιαπωνίας όπου θα δώσει μια από τις καλύτερες συναυλίες του. Το κοινό εκστασιάζεται βλέποντας την ιδιαίτερη ενέργεια που έβγαζε αυτό το συγκρότημα επί σκηνής. Είναι η εποχή όπου οι Priest λανσάρουν πρώτοι το heavy metal look με τα δερμάτινα μπουφάν, τις αλυσίδες, τα κολλητά παντελόνια - σωλήνες- και τα άρβυλα, επηρεάζοντας όλο το μετέπειτα στιλιστικό "γίγνεσθαι" της rock σκηνής. Στηριζόμενοι στην επιτυχημένη αυτή συναυλία στην Ιαπωνία, οι Priest εκδίδουν το πρώτο τους live άλμπουμ το "Unleashed in the East" το 1979, όπου γίνεται διπλά πλατινένιο.

Η Δεκαετία του ‘80

Το συγκρότημα περνάει το κατώφλι της δεκαετίας του ΄80 έχοντας ακόμα νωπή την επιτυχία από τους τελευταίους δίσκους και εμφανίσεις του και μπαίνει στο στούντιο για να ηχογραφήσει το άλμπουμ που σήμανε την κορύφωση του ονόματος του, το "British Steel". Παραγωγός είναι ο Tom Allom που πλέον θα συνοδεύει τους Judas Priest σε όλη αυτή τη χρυσή εποχή που ακολουθεί.

Image

Σαν στούντιο χρησιμοποιείται η παλιά έπαυλη που έμενε ο John Lenon με τη γυναίκα του Yoko Ono, το ξακουστό Tittenhurst studio στο Λονδίνο. Ο δίσκος αυτός απλά ήταν και εξακολουθεί να είναι ο καλύτερος δίσκος των Judas Priest και ένας από τους καλύτερους heavy metal δίσκους που έχουν κυκλοφορήσει ποτέ. Απλός, ρυθμικός, αντιδραστικός με τραγούδια πραγματικά "άσματα" για την metal σκηνή, όπως το Breaking the Law, Metal Gods, Grinder, United, Living After Midnight. Το Living After Midnight αγαπήθηκε ιδιαίτερα από το Αμερικάνικο κοινό και σαν CD single πούλησε μόνο στις Η.Π.Α. 500.000 αντίτυπα. Ο δίσκος γίνεται πλατινένιος σε χρόνο ρεκόρ και οι Judas Priest γνωρίζουν την παγκόσμια αναγνώριση και καταξίωση. Ιστορικά πρέπει να σημειωθεί ότι το όνομα "British Steel" το εμπνεύστηκε ο Ian Hill, από τους απεργούς διαδηλωτές των Βρετανικών μεταλλείων, όπου σαν κεντρικό τους σύνθημα στους δρόμους φώναζαν British Steel!

Στις live συναυλίες τους, σε όποιο μέρος του κόσμου και να βρεθούν, δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου τους αποθεώνει. Πλέον βρίσκονται στο απόγειο της επιτυχίας τους.

            Μετά το πέρας του κύκλου συναυλιών, οι Priest κλείνονται σε ένα στούντιο στην Ίμπιζα της Ισπανίας, για τις ανάγκες της ηχογράφησης του νέου τους άλμπουμ, του "Point of Entry" που κυκλοφορεί στην αγορά τις αρχές της άνοιξης του 1981. Ο συγκεκριμένος δίσκος βαδίζει σε κάπως διαφορετικές μουσικές φόρμες από ότι είχαν συνηθίσει έως τώρα οι οπαδοί του συγκροτήματος, χωρίς όμως να αναιρείται η metal ταυτότητα του γκρουπ. Εννοείται ότι γίνεται επιτυχία, χάρη και στη κεκτημένη ταχύτητα από την μεγάλη επιτυχία των προηγούμενων δίσκων του.

Αφού ολοκληρώνεται η περιοδεία προώθησης του δίσκου τους, οι Judas Priest συγκεντρώνονται πάλι στην Ίμπιζα για να ετοιμάσουν το επόμενο τους άλμπουμ, το "Screaming for Vengeance", όπου κάνει το ντεμπούτο του το καλοκαίρι του 1982. Πολλοί υποστηρίζουν ότι αποτελεί την ωριμότερη δουλειά του συγκροτήματος και αυτό το γεγονός αποδεικνύεται και έμπρακτα καθώς ο δίσκος γίνεται διπλά πλατινένιος και μένει πάνω από ένα χρόνο στις κορυφαίες θέσεις των Βρετανικών charts. Τραγούδια όπως το The Helion, το Electric Eye, το You ‘ve Got Another Thing Comin και το ομώνυμο Screaming for Vengeance, παίζουν συνέχεια σε όλα τα Ευρωπαϊκά και Αμερικάνικα ραδιόφωνα.

Image 

Το προσωνύμιο πλέον που συνοδεύει τους Judas Priest είναι "Metal Gods", εμπνευσμένο κιόλας από το ομώνυμο τραγούδι που συμπεριλαμβάνεται στο British Steel και αποδίδεται σαν φόρος τιμής από τους απανταχού metal οπαδούς, ενδεικτικό του ενθουσιασμού και του ντελίριου που προκαλούσε το συγκρότημα.

Τα χρόνια περνάνε γεμάτες επιτυχία και αναγνώριση μέχρι που εμφανίζεται το πρώτο σοβαρό πρόβλημα στη ζωή του συγκροτήματος και που θα το κλονίσει δυνατά. Το 1985 κυλάει ήσυχα, από την άποψη μουσικών δραστηριοτήτων, όμως δεν είναι εξίσου ήρεμο για τον frontman των Judas Priest, τον Rob Halford. Όντας ο ίδιος ομοφυλόφιλος, έπρεπε να κρατάει τη ζωή του μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας καθώς έπρεπε να διατηρηθεί το προφίλ της heavy metal μπάντας. Το υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος γνώριζαν για αυτή του την "ιδιαιτερότητα" και τον στήριζαν ανέκαθεν, καθώς για οποιονδήποτε είναι μεγάλο το ψυχολογικό βάρος της καταπίεσης της προσωπικότητας του. Ο Rob, υπό αυτό το βάρος, κατέφευγε στα ναρκωτικά, τα βαρβιτουρικά και το αλκοόλ και καθώς μεγάλωνε η φήμη του συγκροτήματος τόσο μεγαλύτερα γινόντουσαν και τα αδιέξοδα που βίωνε. Η ψυχολογική και η σωματική κατάρρευση του, ήρθαν κατά την διάρκεια μίας πρόβας το 1986 και αμέσως μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και από εκεί σε ένα κέντρο αποτοξίνωσης στο Φοίνιξ. Λόγω της θεραπείας, ο Rob βρισκόταν αρκετές φορές σε ένταση με τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος, όμως εκείνοι συνέχιζαν να τον στηρίζουν στην δύσκολη εκείνη προσωπική του στιγμή.

Αρχές του 1987 ο Rob Halford επανέρχεται στο συγκρότημα και οι Judas Priest ηχογραφούν ένα δυνατό come-back, το άλμπουμ "Turbo", όπου γίνεται τεράστια επιτυχία στην Αμερική ενώ στην Ευρώπη έχει μια χλιαρή αντιμετώπιση. Μάλιστα ο Βρετανικός τύπος το κατακρίνει σε υπερβολικό βαθμό. Παρόλα αυτά, καταφέρνει και γίνεται πλατινένιο. Οι ήχοι του είναι κάτι νέο, αποτέλεσμα των πειραματισμών που έκαναν ο Tipton με τον Downing όσο ανάρρωνε ο Rob, με βάση τις synth κιθάρες και έναν πιο δυναμικό ήχο.

Λόγω της αρνητικής στάσης που κράτησαν οι Βρετανοί στο νέο αυτό άλμπουμ, οι Judas Priest δεν συμπεριλαμβάνουν τη Μεγάλη Βρετανία στους σταθμούς των συναυλιών τους εκείνη την εποχή, μία απόφαση που θα ταράξει πολύ τους θαυμαστές των Priest στο μεγάλο νησί.

Στα μέσα του 1987 κυκλοφορεί στην αγορά το 2ο live άλμπουμ του συγκροτήματος, το "Priest...live", το οποίο αν και είναι μία πολύ καλή παραγωγή, καλύτερη κατά γενική ομολογία από το "Unleashed In the East", δεν κατάφερε να κάνει τις πωλήσεις που όλοι ευελπιστούσαν και απλά κατάφερε να γίνει χρυσό στην αμερικάνικη αγορά. Όμως, πρέπει να

αναφερθεί ότι, αυτή η εποχή είναι εκείνη που γεννιέται το thrash metal στην Αμερική και κάνει την εισβολή του σιγά-σιγά και στην Ευρώπη και οι οπαδοί της metal μουσικής στρέφουν το ενδιαφέρον τους προς το νέο αυτό άκουσμα.

Ο Tipton και ο Downing, οι κατεξοχήν υπεύθυνοι για την μουσική του συγκροτήματος, καταλαβαίνουν ότι τα νέα μουσικά μονοπάτια που βάδιζαν δεν ήταν το προσδοκώμενα από τους θαυμαστές τους και αποφασίζουν να κάνουν στροφή στο παλιό γνώριμο τους ύφος με την προσθήκη κάποιων λίγων νέων στοιχείων που έφερνε η thrash metal. Αυτή τους η στροφή, αντανακλάται στο άλμπουμ "Ram It Down", όπου και κρίνεται σαν μια καλή ανάμειξη παλιών και νέων στοιχείων του συγκροτήματος.

Το 1989 και ενώ οι Judas Priest ετοιμάζονται να παίξουν live στο Ντάλας των Η.Π.Α., η εκεί τοπική αστυνομία τους συλλαμβάνει θεωρώντας τους ως βασικούς υπεύθυνους για την αυτοκτονία δύο νέων παιδιών, είκοσι και δεκαοχτώ χρονών, το 1985. Οι γονείς και οι δικηγόροι των δύο οικογενειών τους θεωρούν ηθικούς αυτουργούς, βασιζόμενοι στο γεγονός ότι ο ένας νεαρός είχε αφήσει ένα επιθανάτιο γράμμα που έλεγε ότι "η μουσική μας δημιούργησε την εντύπωση πως η απάντηση στη ζωή είναι ο θάνατος". Επίσης, οι γονείς και οι δικηγόροι, επικαλέστηκαν ότι στους δίσκους των Priest υπάρχουν ανάποδα ηχογραφημένα μηνύματα τα οποία προτρέπουν τους νέους προς την αυτοκτονία. Οι Priest υπερασπίζονται τη μουσική τους και τους εαυτούς τους λέγοντας το αυτονόητο. Πως αν προτρέπανε τους ακροατές και τους οπαδούς τους στο θάνατο, οι δίσκοι τους θα έμεναν απούλητοι και οι συναυλίες τους θα γινόντουσαν χωρίς κοινό, πράγμα που θα σήμαινε την οικονομική καταστροφή του συγκροτήματος! Καταλήγοντας αναφέρουν ότι είναι άτοποι αυτοί οι ισχυρισμοί και απλά αποσκοπούν στο να ωφεληθούν οικονομικά οι οικογένειες των δύο αυτών νέων. Τελικά, ύστερα από έναν δικαστικό μαραθώνιο, που ζημιώνει το προφίλ του συγκροτήματος, βγαίνει η απόφαση ότι το συγκρότημα είναι αθώο στις κατηγορίες. Μετά το πέρας της δίκης ο ντράμερ Dave Holland παίρνει την απόφαση να αποσυρθεί από το συγκρότημα, επηρεασμένος βέβαια από την όλη περιπέτεια.

 

Η δεκαετία του ‘90

 

Οι Judas Priest φτάνουν στην νέα δεκαετία έχοντας ξεπεράσει έναν τεράστιο ύφαλο, αλλά με απώλειες όπως αυτή του ντράμερ τους Dave Holland, έχοντας μείνει πίσω στις ηχογραφήσεις τους και με ένα προφίλ τσαλακωμένο όσο ποτέ. Άρα δείχνει επιτακτικότερη από ποτέ η ανάγκη να παρουσιάσουν έναν νέο δίσκο που θα επαναφέρει το συγκρότημα στο προσκήνιο. Αρχικά καλύπτεται το κενό στα ντράμς με τον φέρελπι Scott Travis, έναν νεαρό Αμερικάνο, παθιασμένο οπαδό του συγκροτήματος. Στη συνέχεια μπαίνουν αποφασισμένοι στο στούντιο και το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι το "Painkiller". Αντικειμενικά, πρόκειται για ένα πολύ δυνατό άλμπουμ, με καταιγιστικό ρυθμό, άγριο και πολύ metal! Όλα τα κομμάτια έχουν να δώσουν κάτι και όλο το άλμπουμ αξίζει να τοποθετηθεί μέσα στα κορυφαία του συγκροτήματος. Μάλιστα κερδίζει και βραβείο Grammy! Αξίζει να σημειωθεί ότι μετά από πολύ καιρό, στην παραγωγή του δίσκου δεν βρίσκεται ο Tom Allom, αλλά ο ελληνικής καταγωγής Chris Tsangarides. Το μεγαλύτερο μέρος του 1991 περνάει με συναυλίες και τότε γίνεται και το ανεπανάληπτο live στο Rio της Βραζιλίας (Rock in Rio), όπου το συγκρότημα παίζει μπροστά σε εκατοντάδες χιλιάδες οπαδούς του!

Το 1992 ο Rob Halford ανακοινώνει την αποχώρηση του από το συγκρότημα για να ακολουθήσει solo καριέρα. Όλοι οι φίλοι της metal σκηνής σοκάρονται με αυτήν την ξαφνική απόφαση. Ο Rob φτιάχνει το δικό του συγκρότημα τους Fight, όπου στα ντραμς συμμετέχει ο ντράμερ των Judas Priest ο Scott Travis, χωρίς όμως να αποχωριστεί το αγαπημένο του συγκρότημα.

Η περίοδος 1992-1996 χαρακτηρίζεται από αδράνεια για το συγκρότημα που το μόνο του μέλημα είναι να βρεθεί τραγουδιστής αντάξιος να καλύψει το μεγάλο κενό που άφησε ο Rob Halford. Η αποστολή αυτή είναι δύσκολη καθώς ο Rob είναι ένας τραγουδιστής που έχει βάλει την υπογραφή του στην εξέλιξη της metal σκηνής και με βάση αυτόν έχει ιδρυθεί μουσική σχολή με πρότυπο τα φωνητικά του προσόντα. Η λύση όπως φαινόταν μόνο μέσα από την σχολή του Halford θα μπορούσε να δοθεί, όπως και έγινε... Κάπου εκεί στη ζωή του συγκροτήματος μπαίνει ο Tim Owens.

Ο Scott Travis παρότι συμμετείχε στους Fight, παρέμενε ενεργό μέλος των Priest άρα συμμετείχε και αυτός στην διαδικασία ανεύρεσης νέου τραγουδιστή. Γι' αυτό το λόγο βρέθηκε στη συναυλία ενός tribute συγκροτήματος στους Priest των British Steel, τραγουδιστής του οποίου ήταν ένας νεαρός Αμερικανός με εντυπωσιακές φωνητικές ικανότητες. Ο Travis ενθουσιασμένος με τον νεαρό, τον ηχογραφεί και παρουσιάζει την κασέτα στα άλλα μέλη του συγκροτήματος. Ο Ian Hill, ο K.K. Downing και ο Glen Tipton τον ακούν έκθαμβοι και πιστεύουν πως οι ικανότητες του νεαρού βασίζονται σε άλλες μεθόδους. Όμως παρόλα αυτά τον καλούν για οντισιόν για να εξακριβώσουν "ιδίοις όμασοι" περί τίνος πρόκειται.

Ο Tim Owens ενημερώνεται ότι οι Judas Priest θέλουν να τον περάσουν από οντισιόν και σοκάρεται. Το γεγονός ότι το αγαπημένο του συγκρότημα του κάνει μία τέτοια πρόταση και ακόμα περισσότερο πως υπάρχει έστω και μία πιθανότητα να γίνει ο frontman τους, τον γεμίζει από χαρά και από άγχος. Έτσι ταξιδεύει από τις Η.Π.Α. στο Λονδίνο και άυπνος και κουρασμένος όπως είναι, μπαίνει στο στούντιο να ερμηνεύσει σαν πρώτο κομμάτι το Victim of Changes και εν συνεχεία το The Ripper. Όλοι μένουν μαγεμένοι από τις ερμηνείες και ειδικά από το The Ripper, τόσο ώστε του δίνουν το παρατσούκλι "Ripper".

Ο Glenn και ο K.K. κουρδίζουν τις κιθάρες τους για την νέα εποχή των Priest. Με τραγουδιστή τον Tim "Ripper" Ownes οι Judas Priest κυκλοφορούν δύο στούντιο άλμπουμ, το "Jugulator" το 1997 και το Demolition το 2000 και δύο live το " '98 live Meltdown" το 1998 και το "Live in London" to 2002.

Η υποδοχή του κόσμου στον Ripper είναι ζεστή, βλέποντας τον κάθε φορά στα live να δίνει τον καλύτερο του εαυτό και σεβόμενος όλα τα κομμάτια των Priest. Όμως ένας διχασμός έχει ξεκινήσει. Η σύγκριση με τον προκάτοχο του είναι αναπόφευκτη...

Η Επανασύνδεση

 Image

Η σόλο καριέρα του Rob Halford κινείται στα ρηχά νερά. Και ο ίδιος, όπως και οι Judas Priest, ένιωθαν πως οι μοίρες τους είναι αλληλένδετες. Έτσι το καλοκαίρι του 2003 και ενώ έχουν προηγηθεί κάποιες συζητήσεις, ανακοινώνεται η επανασύνδεση του γκρουπ με τον τραγουδιστή, χωρίζοντας μέσα σε καλό κλίμα με τον Tim Owens.

Το 2005 κυκλοφορούν το "Angel of Retribution", όπου είναι ένα άλμπουμ "επιστροφή στις ρίζες" με τα χαρακτηριστικά γρήγορα και δυνατά riffs και ήχους που τους έκαναν παγκοσμίως γνωστούς, να στολίζουν αυτό το εγχείρημα τους. Ο κόσμος αγκάλιασε το πρώτο άλμπουμ μετά την επανασύνδεση τους κάνοντας το πλατινένιο και κρατώντας το για πολύ καιρό στις κορυφαίες θέσεις των απανταχούcharts.

Τελευταίο τους άλμπουμ είναι το "Nostradamus", που κυκλοφόρησε το 2008 και στέκεται αντάξιο των απαιτήσεων των θαυμαστών του συγκροτήματος. Άλλωστε η συνταγή τόσα χρόνια κρίνεται σαν επιτυχημένη!

Η ελπίδα όλων είναι αυτή η metal μπάντα να συνεχίσει να είναι Heavy, κοφτερή και να χαρίζει συγκινήσεις όπου εμφανίζεται. Μπορεί να μην απαρτίζεται πλέον από πιτσιρίκια που κάθε χρόνο κυκλοφορούσαν και ένα νέο άλμπουμ - επιτυχία, άλλωστε δεν έχουν ανάγκη πλέον την επιτυχία. Οι Judas Priest έχουν επίγνωση και του ονόματος τους και της ηλικίας τους και κινούνται με προσεκτικές κινήσεις διατηρώντας τον θρύλο τους ζωντανό. Μέσα από την διαχρονική τους πορεία έχει αποδείξει ότι το μέταλλο τους έχει σφυρηλατηθεί από πολύ καυτές φωτιές.

 Image

Δισκογραφία

§                     Rocka Rolla (1974)

§                     Sad Wings of Destiny (1976)

§                     Sin After Sin (1977)

§                     Stained Class (1978)

§                     Killing Machine/Hell Bent for Leather (1978)

§                     British Steel (1980)

§                     Point of Entry (1981)

§                     Screaming for Vengeance (1982)

§                     Defenders of the Faith (1984)

§                     Turbo (1986)

§                     Ram It Down (1988)

§                     Painkiller (1990)

§                     Jugulator (1997)

§                     Demolition (2001)

§                     Angel of Retribution (2005)

§                     Nostradamus (2008)

 

Γιάννης Τσακαλάκης