Σάββατο, 27 Απριλίου 2024, 17:48:09

ΑΛΛΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Αφιέρωμα στο "The Battle Rages On" των Deep Purple

Πάντοτε είχα μια αδυναμία να ασχολούμαι με της δύσκολες περιόδους μιας μπάντας, με τα χρόνια της παρακμής τους και τους αμφιλεγόμενους δίσκους τους. Θεωρώ ότι σε εκείνη τη φάση οι καλλιτέχνες κυκλοφορούν μερικές από τις καλύτερες δουλειές τους και βρίσκεις κομμάτια διαμάντια, τα οποία όμως καταλήγουν να είναι απίστευτα υποτιμημένα.

Εδώ έχουμε άλλη μία τέτοια περίπτωση. Άλλος ένας δίσκος που θάφτηκε από τις άσχημες συνθήκες που επικρατούσαν στο συγκρότημα, αλλά και από τις συνθήκες που επικρατούσαν την τότε εποχή στη μουσική βιομηχανία και τις προτιμήσεις του κόσμου. Τα 90s ήταν μια δύσκολη εποχή για το κλασσικό rock/hard rock. Τα μεγαθήρια του παρελθόντος άρχισαν να ξεπέφτουν και έπρεπε να βρουν μια λύση για να επιβιώσουν. Οι επιλογές που είχαν ήταν να παραμείνουν πιστοί στον ήχο τους, αλλά με κίνδυνο να παραμείνουν μόνο οι φανατικοί οπαδοί τους ή να αλλάξουν τον ήχο τους ώστε να εκμοντερνιστούνε και να πάνε με το κύμα της εποχής, ώστε να αποκτήσουν καινούργιους. Όμως η δεύτερη επιλογή ήταν δίκοπο μαχαίρι γιατί μπορεί να μην άρεσε αυτή η αλλαγή σε κανέναν και έτσι να έχαναν και τους παλαιούς και τους νέους οπαδούς. Λίγοι επέλεξαν το πρώτο, οι περισσότεροι επέλεξαν τη δεύτερη επιλογή και είχε καταστροφικά για εκείνους αποτελέσματα. Όμως μπορεί εμπορικά να μην πήγαν καλά, αλλά οι δίσκοι που κυκλοφόρησαν τότε είχαν αρκετές καλές στιγμές και άμα κάποιος τους ακούσει τώρα αμερόληπτα θα τους εκτιμήσει πολύ περισσότερο από τότε.

Οι Deep Purple το 1992 ήταν σε πολύ δύσκολο στάδιο. Ο Blackmore που ήταν ο βασικός συνθέτης της μπάντας τα τελευταία χρόνια, ήθελε να ακολουθήσει τη δική του γραμμή το συγκρότημα κάτι που έβρισκε αρνητικούς τους υπόλοιπους. Η απομάκρυνση του Gillan το 1988 και οι επιλογή του Turner (ex Rainbow) στη θέση του είχαν προκαλέσει μεγάλες προστριβές μεταξύ των μελλών. Η επιλογή του νέου τραγουδιστή και η νέα κατεύθυνση του ήχου τους που θύμιζε περισσότερο Rainbow και ήταν πιο εμπορική, προκάλεσε μεγάλα προβλήματα και στα μέλη και στην αποδοχή του κόσμου. Είχε ήδη προηγηθεί η κυκλοφορία του “The house of the blue light” το 1987 που είχε διχάσει τη κοινή γνώμη και με τη κυκλοφορία του “Slaves and masters” το 1990 τα πράγματα έγιναν χειρότερα.

Χαμηλές πωλήσεις, μέτριες κριτικές και άσχημο κλίμα στο συγκρότημα. Η περιοδεία που ακολούθησε όμως θεωρείτε πετυχημένη από πλευράς προσέλευσης. Έπαιξαν σε χώρες που δεν είχαν πάει πριν, όπως η Ελλάδα και έπαιξαν τραγούδια που είχαν πολύ καιρό να ακουστούν live όπως το “Burn” και το “Hey Joe”. Ο Turner μπορεί να είχε καλή φωνή, ο δίσκος που κυκλοφόρησαν μαζί του να ήταν καλός και η απόδοση του στα live να είναι μια χαρά, αλλά ,εκτός του Blackmore, δεν τον ήθελε κανείς άλλος στο συγκρότημα , αλλά ούτε έτυχε αποδοχής από τους περισσότερους fan.Όλοι ήθελαν το Gillan πίσω, ο οποίος ακολουθούσε μια πετυχημένη solo καριέρα. O Blackmore κάτω από πιέσεις απέλυσε τον Turner, αλλά δεν ήθελε να επιστρέψει πίσω ο Gillan. Προσπάθησε να βρει άλλον τραγουδιστή. Ένας από αυτούς που δοκιμάστηκε σε ορισμένα τραγούδια ,που είχαν ήδη γραφτεί από την εποχή Turner για το νέο δίσκο, ήταν ο Mike Dimeo (ex Riot, Master Plan). Όμως όλοι πίεζαν για την επιστροφή του Gillan και την κυκλοφορία ενός δίσκου για την επέτειο των 25 χρόνων από την ίδρυση τους. O Blackmore ήθελε να αποχωρήσει, αλλά έπειτα από συμφωνία με τη BMG που είχε αναλάβει τη διανομή των δίσκων των Purple, παρέμεινε για άλλον ένα δίσκο. Δύο κομμάτια ήταν ήδη έτοιμα και τα υπόλοιπα σχεδόν έτοιμα από την εποχή του Turner.Τα ολοκληρωμένα  ήταν οι demo εκδόσεις των “One man’s meat” και “Time to kill”, τα οποία ονομάζονταν αρχικά “Stroke of midnight” και “Lonely for you” αντίστοιχα. O Gillan έρχεται πάλι πίσω και έχουμε για τρίτη φορά την επανένωση της MK2 περιόδου. Με τον ερχομό του αλλάζει δραστικά τη δομή και τελείως τους στίχους των ήδη υπαρχόντων κομματιών. Αυτό ήταν κάτι που τσάντισε ακόμα περισσότερο τον Blackmore. Οι ηχογραφήσεις του νέου δίσκου συνεχίστηκαν, όπως και οι εντάσεις. Στο δίσκο αυτόν ο Blackmore κάνει χρήση μερικών παλαιών του riff όπως του “LA Connection”(Rainbow “Long Live Rock’N’Roll” album 1977),του “Stranded” (Rainbow “Bent out of shape” album 1983) και του “Fire Dance”( Rainbow “Bent out of shape” album 1983) στο “One man’s meat” , στο “Anya” και στο ομώνυμο κομμάτι(αρχικά ονομαζόταν "Vicius Circle") αντίστοιχα. Το πρώτο αρχικά είχε ονομαστεί “Stroke of midnight” και με αυτό το όνομα ηχογραφήθηκε για το solo album του Turner “Second hand life”, όπου σύμφωνα με τον ίδιο τον Turner αυτή η έκδοση είναι πιο κοντά στη πρότυπη. Μάλιστα στη αρχική έκδοση του κομματιού συμμετείχε στη σύνθεση του και ο Jim Peterik των Survivor. Το ομώνυμο κομμάτι από το δίσκο αυτό του Turner είχε επίσης γραφτεί την εποχή που αυτός ήταν στους Purple. Οπότε όπως καταλαβαίνει κανείς από το ύφος των κομματιών αυτών που είχαν γράψει την εποχή του Turner, το πλάνο του Blackmore ήταν οι Deep Purple να συνεχίσουν το ύφος του “Slaves and Masters”, με ακόμα πιο μελωδικά και εμπορικά rock κομμάτια.

Το οξύμωρο όμως είναι ότι μετά τη φυγή του Blackmore από τους Purple και την επαναδημιουργία των Rainbow με νέους συνεργάτες και τον Doogie White στα φωνητικά, δεν ακολουθήθηκε τέτοια πορεία, αλλά ο ήχος ήταν πιο σκληρός στο “Strangers in us all” του 1995. Επιστροφή λοιπόν στους Purple. Οι ηχογραφήσεις του δίσκου είχαν τελειώσει και παρόλο που ο Blackmore έπαιξε με το ζόρι, έδειχνε ικανοποιημένος με τη μουσική των κομματιών. Όταν όμως μπήκαν οι στίχοι και τα φωνητικά του Gillan, εκεί τον απέρριψε το δίσκο. Την παραγωγή του την ανέλαβε ο Thom Panounzio, ο οποίος ήταν επιλογή του Blackmore, όταν εκείνος είχε ακούσει τη δουλειά που είχε κάνει με την Joan Jett. Ο δίσκος πήρε μέτριες προς άσχημε κριτικές, πήγε καλά στις πωλήσεις στην Ευρώπη και Ιαπωνία, αλλά όχι στις Η.Π.Α. Μουσικά ο δίσκος περιέχει διαμάντια και μέχρι στιγμής είναι ο πιο σκληρός και επιθετικός δίσκος που έχουν βγάλει. Κομμάτια σαν το ομώνυμο και το “Anya” αποτελούν all time classics, αλλά και κομμάτια σαν το “Solitaire”(το μόνο κομμάτι που δεν υπάρχει σόλο του Blackmore αλλά μόνο του Lord) και το “One man’s meat” είναι πολύ καλά, αλλά και γενικότερα τα υπόλοιπα κομμάτια του δίσκου ακούγονται πολύ ευχάριστα. Η περιοδεία για τη προώθηση του άρχισε με δυσκολίες και πολλές κόντρες. Ο Blackmore προσπαθούσε να κοντράρει τον Gillan με οποιοδήποτε τρόπο. Έβαλε το “Child in time” στη playlist, ενώ ήξερε ότι είναι πολύ απαιτητικό κομμάτι και θα ήταν πολύ δύσκολο για τον Gillan να το τραγουδήσει πλέον. Όλες οι συναυλίες που έγιναν τότε διακατέχονταν από ένα άσχημο κλίμα μεταξύ των μελών. Είχαν χωριστεί πλέον σε στρατόπεδα, με τον Blackmore να παραμένει μόνος του και οι άλλοι ενωμένοι. Παρόλο αυτά οι περισσότερες συναυλίες ήταν πολύ καλές, όπως και η απόδοση της μπάντας, με τον Blackmore να κάνει εντυπωσιακό παίξιμο τις περισσότερες φόρες, σαν ένα είδος κύκνειου άσματος και φοβερά εφέ με laser να προκαλούν ένα φοβερό οπτικοακουστικό θέαμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι back vocals στις τότε συναυλίες τους έκανε η Candice Night, η οποία ήταν πίσω από την σκηνή και επειδή πολύ δεν την έβλεπαν νόμιζαν ότι οι γυναικείες φωνές ακούγονται από το keyboard του Jon Lord.Υπήρχαν όμως και συναυλίες που δεν πήγαν τόσο καλά όπως αυτή που κυκλοφόρησε σαν “Come hell or high water” και αποτυπώνει μια μπάντα πλέον που κρέμεται σε τεντωμένο σχοινί και με τις υπάρχουσες συνθήκες να μη μπορεί να σταθεί άλλο. Ο Blackmore εκεί δείχνει αρκετά εκνευρισμένος, αργώντας αρχικά να βγει στη σκηνή, αφήνοντας την μπάντα να παίζει μόνη της το “Highway Star” και εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια του solo του, συνεχίζοντας μετά να ξεσπά πάνω στις κάμερες της σκηνής. Το τέλος για τον Blackmore θα έρθει πολύ σύντομα, με την τελευταία συναυλία μαζί τους στην Φιλανδία το Νοέμβριο του 1993. Εκεί τους αποχαιρετάει στα μέσα της περιοδείας, αφήνοντας τους να βρουν μόνοι τους την άκρη. Το συγκρότημα δεν σταμάτησε όμως και έψαξαν άμεσα για αντικαταστάτη. Οι επιλογές που είχαν ήταν ο Jeff Beck και Joe Satriani. Επιλέχθηκε ο δεύτερος. Ο Satriani έμαθε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα τα κομμάτια της περιοδείας και με το εντυπωσιακό του παίξιμο κάλυψε επάξια το κενό του Blackmore, σηκώνοντας ένα τεράστιο βάρος και με το φάντασμα του τελευταίου να πλανάτε από πάνω του. Στη συγκεκριμένη περιοδεία παίχτηκαν και κομμάτια που είχαν χρόνια να παιχτούν όπως το “Maybe I am Leo” και το “When a blind man cry”. Το δεύτερο το σιχαινόταν ο Blackmore και το είχαν παίξει μία φορά μόνο το 1972 με τον Randy California στη κιθάρα. Ο Satriani ήθελε να παραμείνει στο συγκρότημα, αλλά λόγω γραφειοκρατίας δεν γινόταν και αντικαταστάθηκε από τον Steve Morse στα τέλη του 1994. Ο Morse παραμένει μέχρι και τώρα, αποτελώντας τον πιο μακροχρόνιο κιθαρίστα τους. Ακόμα κατά καιρούς παίζουν κομμάτια από εκείνο το δίσκο σε συναυλίες τους.O Blackmore συνέχισε επαναδημιουργώντας αρχικά τους Rainbow και μετά δημιουργώντας τους Blackmore’s Night με την νυν σύζυγο του Candice Night, αλλάζοντας τελείως τον ήχο του σε ακουστική αναγεννησιακή μουσική. Αν θέλετε πάντως περισσότερες πληροφορίες για την συγκεκριμένη εποχή και γενικά τους Purple τσεκάρετε το www.thehighwaystar.com. Πάντως ένα είναι σίγουρο ότι το “The Battle Rages On” αξίζει κάποιος να το ακούσει, είναι καλός δίσκος και αν έβγαινε με άλλες συνθήκες τα πράγματα θα ήταν πολύ διαφορετικά.

Line Up:

Ritchie Blackmore – κιθάρες
Ian Gillan – Φωνητικά
Jon Lord (R.I.P.) – πλήκτρα
Roger Glover – μπάσο
Ian Paice – ντράμς
Candice Night – δεύτερα φωνητικά (μόνο στις συναυλίες)

Tracklist :

1. The battle rages on
2. Lick it up
3. Anya
4. Talk about love
5. Time to kill
6. Ramshackle man
7. A twist in the tale
8. Nasty piece of work
9. Solitaire
10. One man’s meat

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ

No any anniversary today

flashback

Φιλικά sites

Facebook