Σάββατο, 27 Απριλίου 2024, 01:23:15

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΑΞΙΖΕΙ

Ἐκχριστιανισμὸς τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ ἐξελληνισμὸς τοῦ χριστιανισμοῦ

Ὁ 2ος αἰ. ἦταν κρίσιμος γιὰ τὶς σχέσεις Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ. Εἶχε γίνει πιὰ σαφὲς ὅτι ἡ ἱστορικὴ πορεία τοῦ Χριστιανισμοῦ ἦταν δεμένη ὁριστικὰ μὲ τὸν Ἑλληνισμό. Ὁ δεσμὸς ὅμως αὐτὸς δὲν ἦταν χωρὶς κινδύνους γιὰ τὸν Χριστιανισμό. Ὁ πιὸ μεγάλος κίνδυνος ἦταν νὰ ἐξελληνισθῇ τόσο πολὺ ὁ Χριστιανισμός, ὥστε νὰ ἀποτελέση οὐσιαστικὰ ἕνα παρακλάδι, μίαν «αἵρεση» τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Στὶς αἱρέσεις ὁ κίνδυνος αὐτὸς δὲν ἀποφεύχθηκε. Κοσμοθεωριακὰ στοιχεῖα τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀντικατέστησαν βασικὲς θέσεις τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀλλάξῃ ριζικὰ ὁ χαρακτήρας τοῦ τελευταίου. Στὴν περίπτωση τῶν Ἀπολογητῶν ἡ ἀντικατάσταση αὐτὴ ἦταν μόνο μερική. Χάρη στὴν ἐκλεκτικότητα τῶν χριστιανῶν αὐτῶν στοχαστῶν, πολλὲς ἀπὸ τὶς βασικὲς κοσμοθεωριακὲς θέσεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ δὲν βρῆκαν τὸν δρόμο τους στὸν Χριστιανισμό. Οἱ Ἀπολογητὲς ἐπέμεναν στὴ διατήρηση βασικῶν ἄρθρων τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπέρριπταν κάθε ἑλληνικὴ διδασκαλία ποὺ ἦταν ἀντίθετη σ᾿ αὐτά. Ἀλλὰ ἡ ἑλληνικὴ σκέψη δὲν ἦταν κάτι ποὺ μποροῦσε νὰ περιορισθῇ σὲ συγκεκριμένα «θέματα» ἢ ἄρθρα πίστεως. Διαπερνοῦσε τὰ πάντα καὶ ἀποτελοῦσε σὲ τελευταῖα ἀνάλυση ὑπόθεση μεθοδολογίας, ἀφοροῦσε δηλαδὴ στὴ στάση ποὺ παίρνει ὁ ἄνθρωπος γενικὰ ἀπέναντι στὸν κόσμο καὶ στοὺς θεούς. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτό, ὅπως εἴδαμε, οἱ Ἀπολογητές, στὴν προσπάθειά τους νὰ ἐναρμονίσουν τὸν Χριστιανισμὸ μὲ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ἄφησαν τὸν Ἑλληνισμὸ νὰ διαπεράσῃ τὴ χριστιανικὴ στάση ἀπέναντι στὸν κόσμο κατὰ ἕνα τρόπο ἐπικίνδυνο. Τὸ φαινόμενο αὐτὸ τὸ ὀνομάσαμε ἤπιο ἐξελληνισμὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Οἱ Ἀπολογητὲς δὲν ἦταν οἱ ἴδιοι αἱρετικοὶ - καὶ αὐτὸ χάρη στὴν ἐκλεκτικότητά τους. Ἔριξαν ὅμως τὰ σπέρματα τρομερῶν αἱρέσεων ποὺ ταλαιπώρησαν τὴν Ἐκκλησία στὸν 3ο καὶ τὸν 4ο αἰ.

 

Ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετώπισε ἢ Ἐκκλησία τόσο τὶς πρῶτες αἱρέσεις ποὺ ἐξετάσαμε ὅσο καὶ αὐτὲς ποὺ προέκυψαν ἀργότερα ἀπὸ τὸν «ἤπιο ἐξελληνισμὸ» τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπὸ τοὺς Ἀπολογητές, συνδέεται οὐσιαστικὰ μὲ τὸ ὅλο πρόβλημα τῆς σχέσεως Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ τὸν 2ο αἰ. Παράλληλα μὲ τὴν κίνηση τόσο τοῦ ἀκραίου ὅσο καὶ τοῦ ἤπιου ἐξελληνισμοῦ τοῦ Χριστιανισμοῦ, γιὰ τοὺς ὁποίους ἀναφέραμε παραπάνω, ἀναπτυσσόταν τὸν 2ο αἰ. καὶ μία ἀντίστροφη πορεία στὴ σχέση Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ. Ἦταν ἡ προσπάθεια τοῦ Χριστιανισμοῦ νὰ κατακτήσῃ αὐτὸς οὐσιαστικὰ τὸν Ἑλληνισμό, νὰ γίνῃ δηλαδὴ ἕνας ἐκχριστιανισμὸς τοῦ Ἑλληνισμοῦ ὄχι στὴν ἐπιφάνεια ἀλλὰ στὴν οὐσία.

Τὸ ἐνδιαφέρον στὴν ἱστορία τῆς ἐποχῆς ποὺ ἐξετάζουμε εἶναι ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ ἔκαναν τὴν πρώτη αὐτὴ προσπάθεια ἐκχριστιανισμοῦ τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἦταν οἱ ἴδιοι οἱ Ἕλληνες. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ ἐκχριστιανισμὸς αὐτὸς δὲν ἦταν μία ἄρνηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἦταν μία μεταμόρφωση, στὴν ὁποία τὰ βασικὰ ἐρωτήματα καὶ ἐνδιαφέροντα τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος ἱκανοποιήθηκαν μὲ ἀπαντήσεις ποὺ δὲν ἦταν πιὰ «ἑλληνικές». Ἔτσι ἡ μεγάλη αὐτὴ μεταμόρφωση ἀπέδειξε ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς μπόρεσε νὰ κάνῃ μία βαθιὰ διάκριση ἀνάμεσα στὰ ἐρωτήματα καὶ στὶς ἀπαντήσεις τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Γιατὶ ὑπῆρχαν πραγματικὰ ἐρωτήματα ὄχι μόνο βέβαια διανοητικά, ἀλλὰ κυρίως ὑπαρξιακὰ ποὺ μόνον οἱ Ἕλληνες μὲ τὸν τρόπο τῆς σκέψεώς τους ἦταν σὲ θέση νὰ προβάλουν. Μερικὰ ἀπὸ αὐτά, ὅπως τὸ κοσμολογικό, τὸ Ὀντολογικὸ κλπ. Ἀλλὰ ἀκριβῶς τὸ ὅτι τέτοια ἐρωτήματα καὶ ἀγωνίες τυπικά, καὶ ἀποκλειστικά, ἑλληνικές, βρῆκαν ἱκανοποίηση σὲ μία κοσμοθεωρία ποὺ στὴ βάση της τὴν ἰουδαϊκὴ δὲν ἔθετε ποτὲ τέτοιου εἴδους ἐρωτήματα, αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ θαῦμα ποὺ ἐπιτέλεσαν οἱ Ἕλληνες Πατέρες. Τὸ θαῦμα αὐτό, ποὺ ἀπαιτοῦσε δημιουργικὴ σκέψη σπάνια, ὁλοκληρώθηκε βέβαια καὶ ἔδειξε τὸ μεγαλεῖο τοῦ τὸν 4ο αἰ., στὴ «χρυσὴ» αὐτὴ περίοδο τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ ἡ ἀρχή του, χωρὶς τὴν ὁποία ποτὲ δὲν θὰ ὑπῆρχε ἡ «χρυσὴ» ἐκείνη περίοδος, βρίσκεται στὸν 2ο αἰ.

Συμπεράσματα

Ὁ Χριστιανισμὸς ἔκανε πλήρη χρήση τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ στὰ μέσα της ἐκφράσεώς του. Πῆρε ἀπὸ τὸν Ἑλληνισμὸ τὴ γλώσσα καὶ τὶς μορφὲς ἐκφράσεως, ὅπως ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς οἰκουμένης στὰ χρόνια αὐτά, χωρὶς ὅμως νὰ ἐπιδοθῇ στὴν καλλιέργεια τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων. Ἡ Ὁμιλητικὴ καὶ τὸ κήρυγμα μόνο πρὸς τὸ τέλος τοῦ 2ου αἰ., καὶ αὐτὸ πολὺ δειλά, ἀρχίζουν νὰ καλλιεργοῦνται μὲ βάση τὰ ἑλληνικὰ πρότυπα. Ἡ ὑμνογραφία δὲν παρουσιάζει καὶ αὐτὴ ἀνάπτυξη σὲ σημεῖο ποὺ νὰ θεωρηθῆ συμβολὴ στὴν ἐξέλιξη τῆς ἑλληνικῆς φιλολογίας. Μόνον ἡ ἑλληνικὴ πολιτικὴ ζωὴ φαίνεται νὰ ἔχῃ κάποια σχέση μὲ τὴν ὀργάνωση τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἔχει καίρια σημασία στὴ σχέση Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ στὰ χρόνια αὐτὰ εἶναι ἡ συνάντηση δυὸ κοσμοθεωριῶν καὶ ἡ γέννηση ἀπὸ τὴ συνάντηση αὐτὴ ἑνὸς νέου κόσμου. Ἀπὸ τὸ πρίσμα αὐτὸ προπαντὸς εἴδαμε τὴν ἱστορικὴ ἐξέλιξη τοῦ Χριστιανισμοῦ στὸν χῶρο τοῦ Ἑλληνισμοῦ, γιατὶ αὐτὸ κυρίως ἔκρινε καὶ κρίνει καὶ σήμερα ἀκόμη τὴν ἱστορικὴ πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ.

Ἡ συνάντηση Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ στὸ ἐπίπεδο τῆς κοσμοθεωρίας δημιούργησε συγκρούσεις, ἀλληλοεπιδράσεις, ἀλλὰ καὶ ἱστορικῆς σημασίας μεταμορφώσεις τόσο στὸν Ἑλληνισμὸ ὅσο καὶ στὸν Χριστιανισμό. Ὁ Χριστιανισμός, ἔχοντας τὶς ἱστορικὲς καταβολές του στὸν Ἰουδαϊσμό, ἔφερε μαζί του μιὰ θεώρηση τοῦ κόσμου ποὺ ἐπικράτησε νὰ τὴν λέμε βιβλική. Σύμφωνα μὲ τὴ θεώρηση, αὐτὴ ὁ κόσμος δὲν εἶναι αὐθυπόστατος, οὔτε αὐτεξήγητος. Γιὰ νὰ τὸν κατανοήσῃς καὶ νὰ ζήσῃς σωστὰ σ᾿ αὐτόν, πρέπει νὰ πᾶς πίσω ἀπὸ αὐτόν, νὰ προϋποθέτῃς ἕνα ὂν ἐντελῶς ἐλεύθερο ἀπὸ τὸν κόσμο, τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος δὲν ἑρμηνεύεται ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ ἑρμηνεύει αὐτὸς ὡς προϋπόθεση τὸν κόσμο. Τόσο ἐλεύθερος εἶναι ὁ Θεὸς αὐτὸς ἀπὸ τὸν κόσμο, ὥστε ἡ ἐλευθερία Του, ἡ θέληση καὶ ἡ ἐνέργειά Του νὰ δημιουργοῦν ὄντα. Ὁτιδήποτε δηλαδὴ μπορεῖ νὰ λεχθῇ ὅτι ὑπάρχει εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐλευθερίας καὶ τῶν ἐπεμβάσεων τοῦ ἐλευθέρου αὐτοῦ Ὄντος στὸν χῶρο καὶ στὸν χρόνο. Ἔτσι ἡ βιβλικὴ σκέψη ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ βλέπη τὰ πάντα ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τῆς Ἱστορίας. Τὸ ρῆμα «εἶναι» στὴ βιβλικὴ (τὴν ἑβραϊκή) γλώσσα δὲν ἀντιστοιχεῖ παρὰ στὸ «δρᾶν», «συμβαίνειν» κλπ.

Μιὰ τέτοια νοοτροπία ἦταν φυσικὸ νὰ συναντήση δυσκολίες στὸν ἑλληνικὸ χῶρο. Ὄχι γιατί ἡ ἑλληνικὴ σκέψη ἦταν «ἄθεη», κάθε ἄλλο. Ἀπὸ τὴν κλασικὴ ἀκόμη ἐποχὴ οἱ Ἕλληνες καλοῦσαν τὴ φιλοσοφία τοὺς "θεολογία", ἐνῶ στὰ χρόνια ποὺ ἐξετάσαμε ἐδῶ εἶχαν καλλιεργήσει ἀκόμη περισσότερο τὶς θεολογικὲς πλευρὲς τῆς σκέψεώς τους. Ἀλλὰ ὁ θεὸς τῶν Ἑλλήνων ἦταν πάντοτε δεμένος μὲ τὸν κόσμο. Οὐσιαστικὰ δὲν ἦταν αὐτὸς ἡ προϋπόθεση ποὺ ἑρμηνεύει τὸν κόσμο, ἀλλὰ τὸ συμπέρασμα, στὸ ὁποῖο φθάνουμε ἐξετάζοντας τὸν κόσμο (Πλάτων). Καὶ ὅταν ἀκόμη ὁ Θεὸς δημιουργῇ τὸν κόσμο ἀπὸ τὴ θέλησή του, ὅπως στὸν «Τίμαιο» τοῦ Πλάτωνος, τὸν δημιουργεῖ ἀπὸ ὕλη ποὺ προϋπάρχει. Εἶναι ἤδη γνωστὸ πὼς δημιουργὸς σημαίνει στὴν οὐσία διακοσμητής. Εἶναι ἀδιανόητο γιὰ τὸν ἀρχαῖο Ἕλληνα νὰ προϋποθέσης ἕνα Θεὸ ποὺ δὲν δεσμεύεται ἀπὸ τὸ Εἶναι. Τὸ Εἶναι εἶναι ἡ προϋπόθεση τῆς δράσεως καὶ τῆς ἐλευθερίας - ὄχι τὸ ἀντίστροφο ποὺ ὑποδηλώνει ἡ βιβλικὴ νοοτροπία. Πρῶτα ὑπάρχεις καὶ ὕστερα δρᾶς ἐλεύθερα. Ἡ ἐλευθερία ποὺ αὐθαιρετεῖ ἀπέναντι τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἁρμονίας του εἶναι ὕβρις ποὺ τιμωρεῖται ἀκριβά. Αὐτὸ διδάσκει μὲ συνέπεια ἡ ἀρχαία τραγωδία.

Τὸ πρόβλημα λοιπὸν ποὺ δημιούργησε ἡ εἴσοδος τοῦ Χριστιανισμοῦ στὸν χῶρο τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἦταν βαθύτατο. Ἦταν πρόβλημα ἑρμηνείας. Γιὰ νὰ καταλάβῃ ἕνας Ἕλληνας, σύμφωνα μὲ ὅσα εἴπαμε παραπάνω, τὸ κήρυγμα περὶ Χριστοῦ, ἔπρεπε πρῶτα νὰ θέσῃ τὸ ἐρώτημα: τί εἶναι ὁ Χριστός. Γιὰ τὸν Ἰουδαῖο ποὺ γινόταν Χριστιανὸς τέτοιο ἐρώτημα ἢ δὲν ὑπῆρχε ἢ ἔπαιρνε τὴν ἀπάντησή του ἀπὸ τὴν Ἱστορία: ὁ Χριστὸς ἀντιπροσωπεύει μία ὁρισμένη ἐπέμβαση καὶ πράξη τοῦ Θεοῦ στὸν Κόσμο αὐτὸ εἶναι τὸ Εἶναι του, δηλαδὴ μία θεία πράξη καὶ συνεπῶς ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος. Ἔτσι τὸ πρόβλημα τῆς ἑρμηνείας μεταβαλλόταν σὲ θέμα ἀλλαγῆς νοοτροπίας. Ὁ Ἕλληνας ἔπρεπε νὰ μάθῃ νὰ σκέπτεται ἱστορικὰ καὶ νὰ ἀνάγη τὸ Εἶναι στὴν ἐλευθερία, νὰ ἀναστρέψῃ δηλαδὴ τὴν κοσμοθεωρία του. Ἀλλὰ τὸ πρόβλημα εἶχε καὶ τὴν ἀντίθετη πλευρά. Μὲ τὸ νὰ θέτῃ τὸ ἐρώτημα περὶ Χριστοῦ περὶ κόσμου ὀντολογικὰ καὶ ὄχι ἱστορικὰ (μὲ τὸ νὰ ἐρωτᾷ δηλαδὴ τί εἶναι ὁ Χριστὸς ἢ κάποιο ὄν) ὁ Ἕλληνας ὑποχρέωνε τοὺς κήρυκες τοῦ Χριστιανισμοῦ νὰ βροῦν τρόπους νὰ ἐκφράσουν τὴν πίστη τους μὲ ὀντολογικὲς κατηγορίες, χωρὶς ὅμως νὰ δεχθοῦν τὴν ἑλληνικὴ νοοτροπία, ὅπως τὴν περιγράψαμε παραπάνω (χωρὶς δηλαδὴ νὰ δεσμεύσουν τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἐλευθερία στὴν ὀντολογία). Ἐδῶ ἀκριβῶς ἀρχίζει ἡ μεγάλη δυσκολία, ἀλλὰ καὶ ἡ μεγάλη δυνατότητα. Ἐδῶ γεννιέται ὁ ἐκχριστιανισμένος Ἑλληνισμός.

Στὴν ἱστορικὴ ἀναδρομὴ ποὺ κάμαμε, εἴδαμε τὶς ἀποτυχίες καὶ τὶς ἐπιτυχίες τοῦ Χριστιανισμοῦ στὸ μεγάλο αὐτὸ θέμα. Πολλοὶ χριστιανοὶ στοχαστές, στὴ συνάντηση αὐτὴ τῶν δυὸ κοσμοθεωριῶν, ἔκλιναν ὁλοκληρωτικὰ ἢ μερικὰ πρὸς τὴν πλευρὰ τῆς ἑλληνικῆς κοσμοθεωρίας. Ἄλλοι ὅμως μετέτρεψαν τὸν κίνδυνο σὲ δυνατότητα. Παρέμειναν Ἕλληνες ἐπιμένοντες νὰ ρωτοῦν γιὰ τὸ Εἶναι τοῦ κόσμου, τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Θεοῦ· ἀλλὰ καὶ βιβλικοὶ μὲ τὸ νὰ ἀνάγουν τὸ Εἶναι τοῦ κόσμου στὴν ἐλευθερία καὶ νὰ κρίνουν τὴν ὕπαρξη τοῦ κόσμου μὲ τὸ κριτήριο τῆς Ἱστορίας, καὶ τῶν ἐσχάτων. Καὶ ἔτσι ἔγινε τὸ θαῦμα. Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Ἱστορία ὁ Ἑλληνισμὸς ἔμαθε νὰ ταυτίζη τὸ Εἶναι μὲ τὴν ἐλευθερία καὶ μὲ τὴν πράξη καὶ νὰ κάνη τὴν προσωπικὴ σχέση καὶ τὴν ἀγάπη ὄχι ἀποτέλεσμα τοῦ Εἶναι ἀλλὰ ταυτόσημη μὲ αὐτό. Συγχρόνως ἔμαθε καὶ ὁ κόσμος ὅλος ὅτι οἱ δυὸ πολιτισμοὶ ποὺ ἐπὶ αἰῶνες ἀντιμάχονταν ἀλλήλους, ὁ Ἀνατολικὸς Συριακὸς καὶ ὁ Ἑλληνικός, καὶ ποὺ ὑποχρεώθηκαν νὰ ζήσουν κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη στὶς ἑλληνιστικὲς καὶ ρωμαϊκὲς πραγματικότητες τῆς Ἱστορίας, μποροῦσαν πιὰ ἐλεύθερα καὶ σὰν ἀποτέλεσμα μιᾶς βαθιᾶς ἐσωτερικῆς συνθετικῆς διεργασίας νὰ ζοῦν ὡς ἕνας ἄνθρωπος. Τὸ «οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος» ποὺ διεκήρυξε ὁ Παῦλος δὲν ἦταν εὔκολο νὰ γίνη ἱστορικὴ πραγματικότητα. Σήμαινε μία βαθύτατη ἀλλαγὴ στὴν Ἱστορία, τῆς ὁποίας δημιουργοὶ ἦσαν οἱ Ἕλληνες Πατέρες. Ἡ δημιουργικὴ συνάντηση Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ στὰ πρόσωπα τῶν πρώτων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἔκρινε ἔτσι ὁριστικὰ καὶ εὐεργετικὰ τὴν πορεία ὄχι μόνο της ἑλληνικῆς ἀλλὰ καὶ τῆς Παγκόσμιας Ἱστορίας.

Ιωάννης Ζηζιούλας - Ελληνισμός - Χριστιανισμός: Η συνάντηση των δύο κόσμων

Ἰωάννης Ζηζιούλας, Μητροπολίτης Περγάμου καὶ Πρόεδρος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἑλληνισμὸς – Χριστιανισμός»