Σάββατο, 18 Μαΐου 2024, 23:50:47

ΜΟΥΣΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

AC/DC - "70’s ALBUMS ONE-BY-ONE"

 

70’s ALBUMS ONE-BY-ONE

 
Οι Young, αποτελούν μια τυπική και καθ’ όλα συνηθισμένη περίπτωση Σκωτσέζικης οικογένειας που μέσα στη δεκαετία του ’60, μετανάστευσε (το 1963) στην μακρινή Αυστραλία, σε αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης.
Όμως οι Angus και Malcolm, δεν είναι διόλου συνηθισμένες περιπτώσεις, ή όχι μάλλον γράψτε λάθος, δεν είχαν τίποτε το ιδιαίτερο, τίποτα που να τους ξεχωρίζει ριζικά από τα άλλα παιδία της ηλικίας τους. Αν εξαιρέσουμε το ύψος και το βάρος τους, που μόλις ξεπερνούσε... το ενάμιση μέτρο για τον καθένα, φυσικά και τα εκατό κιλά και για τους δύο μαζί… Τίποτε πέρα από μια παθολογική αγάπη για το Rock, καθώς και μια αίσθηση για τις συναισθηματικές υποδομές του, που οδηγούσε και ακόμη οδηγεί, στην πλέον εξωστρεφή και εκρηκτική έκφραση του…
Όλα αυτά, ήταν οι δύο αδέλφια Young, που είδαν το φως της ημέρας στη Γλασκώβη (Σκωτία), διάνυαν ακόμη τη σχολική περίοδο της ζωής τους. Ο Malcolm
γεννημένος το 1953 τελείωνε το Γυμνάσιο, ενώ ο Angus ήταν γεννημένος το 1955. Όταν οι καθηγητές τους στα πρόθυρα νευρικής κρίσης και κατάπτωσης, έστελναν στους γονείς τους επιστολές με τις οποίες τους εκλιπαρούσαν να βοηθήσουν στην αναμόρφωση των δύο θηρίων και στην μετατροπή τους, σε «υπεύθυνους πολίτες». Προηγουμένως, ο ταλαίπωρος γυμνασιάρχης παρέθετε ένα μικρό μέρος από τις σχολικές δραστηριότητες τους, που περιλάμβαναν… χρησιμοποίηση «υβριστικής φρασεολογίας» και «πρόστυχων χειρονομιών», απείθαρχη συμπεριφορά που άγγιζε τα όρια της βίας, συγγραφή ποιημάτων (από τον Malcolm) με «χυδαίο περιεχόμενο», μονίμως «ρυπαρή ενδυμασία», «μαυρισμένα μάτια», «πληγιασμένα γόνατα»» και «μύτη που τρέχει» (όλα του Angus) και πολλά ακόμη. Εκτός, από τη μελέτη των μαθημάτων τους.
Τα στοιχεία αυτά, βρίσκονται στο πίσω μέρος του εξώφυλλου του πρώτου album των AD/DC του “High Voltage”, όπου φιγουράρει η αυθεντική επιστολή του γυμνασιάρχη προς την μητέρα των αδελφών Young. Μαζί με άλλων ειδών, αλλά εξίσου χαρακτηριστικές επιστολές, από διάφορους αποστολείς, προς τα υπόλοιπα μέλη του group.
Έχουμε λοιπόν, να κάνουμε με δύο (σχεδόν) κλασικές περιπτώσεις «ατίθασων παλιόπαιδων» που μέσα από αβίαστες, καθαρά εσωτερικές παρορμήσεις, αρνούνταν να παίξουν το ρόλο του πειθήνιου, μελετηρού σχολιαρόπαιδου. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, με την αποφοίτηση του Malcolm, ο τύπος τους παύει να είναι τόσο κλασικός. Το ενδιαφέρον τους για το Rock παίρνει τέτοιες διαστάσεις, που ζητά μια άμεση διέξοδο, που να είναι συγχρόνως, πιο αποτελεσματική από τη θέση του απλού ακροατή, ή την παθητική ταύτιση του οπαδού με κάποιο μακρινό Rock είδωλο. Η μόνη πιθανή διέξοδος της εφηβικής ενεργητικότητας των αδελφών Young, δεν μπορούσε παρά να είναι κι αυτή ενεργητική και μάλιστα σε βαθμό που να τους φέρει και τους ίδιους στη θέση του «ειδώλου». Με δύο λόγια, έπρεπε πάση θυσία να σχηματίσουν ένα Rock group. Τα αδέρφια Young αποφασίσανε να παρατήσουν το σχολείο και να ασχοληθούν με την μουσική, ο Malcolm ξεκίνησε να παίζει με τους Velvet Underground, ενώ ο Angus με τους Kentuckee. Βρίσκονται ακόμη στο Sydney (όπου και θα παραμείνουν για ακόμη τρία χρόνια), όταν οι δύο τους, σχημάτισαν τον πρώτο πυρήνα των AC/DC, σύντομα όμως θα φύγουν για την Melbourne. Το όνομα τους σημαίνει εναλλασσόμενο και συνεχές ρεύμα (Alternating Current/ Direct Current), το εμπνεύστηκε η αδερφή τους από την ετικέτα της ραπτομηχανής της.
 
 
Ήταν τότε το Νοέμβριο του 1973, όταν ξεκίνησαν μαζί με μερικούς φίλους και όπως συμβαίνει πάντοτε, τριγύριζαν από club σε club, προσπαθώντας να σταθεροποιήσουν, όχι την επαγγελματική τους θέση ή τη μουσική τους, αλλά… τη σύνθεση των μελών που άλλαζε διαρκώς, αλλάζανε συχνά πολλούς μπασίστες και drummer όλο αυτό το διάστημα. Είχαν χάσει το λογαριασμό, αποφάσισαν ν’ αλλάξουν περιβάλλον, αφού προηγουμένως περιόδευαν σε πολλές περιοχές της Αυστραλίας, θέτοντας τις βάσεις για το μελλοντικό κοινό τους. Αργότερα, θα επανέρχονταν περισσότερο οργανωμένοι. Έχουν φύγει από το Sydney, αφήνοντας πίσω τους, γονείς, φίλους, παλιούς συνεργάτες… στην νέα τους βάση (Melbourne), αφού αφιέρωσαν όμως ένα minimum χρονικό περιθώριο μέχρι να εγκλιματιστούν, δεν αργούν να διεισδύσουν, χωρίς δυσκολία στους τοπικούς μουσικούς κύκλους.
Τύποι φύσει ανοιχτοί, δεν άργησαν να βρουν αυτούς ακριβώς που έψαχναν, για να συμπληρώσουν το σε… διαθεσιμότητα group. Σπάνια η τύχη φέρνει σ’ επαφή και δένει με αμοιβαία συμπάθια μουσικούς «ρεμάλια», με τόσα κοινά γνωρίσματα ανάμεσα τους. Κυρίως, όταν το πρώτο και το καλύτερο από αυτά είναι ο εγκεντρισμός.
Η μεγάλη αλλαγή έγινε όμως στην θέση του τραγουδιστή ένα μήνα μετά την κυκλοφορία του πρώτου τους single το 1974, οι αδερφοί Young απέλυσαν τον τραγουδιστή Dave Evans, λόγω του ότι χρησιμοποιούσε make-up, φορούσε πολύχρωμα κασκόλ και ψηλοτάκουνες μπότες και γενικά το στυλ του είχε επιρροές από Glam Rock και όχι από το Rock N’ Roll. H αναζήτηση του νέου τραγουδιστή δεν κράτησε καιρό, πριν ακόμη φύγει ο Evans, οι Young είχαν δοκιμάσει τον μέχρι πρότινος οδηγό τους, τον μάγκα Bon Scott.
Τα υπόλοιπα είναι πια Hard Rock Ιστορία…
 
 
70’s AC/DC ALBUMS ONE-BY-ONE
Τα albums που ακολουθούν παρακάτω, είναι τα επίσημα που κυκλοφόρησαν σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Στην Αυστραλία, πάντως υπάρχουν μερικές κυκλοφορίες με διαφορετικά εξώφυλλα και τραγούδια. Επανεκτιμάμε τη μουσική καριέρα των Αυστραλών, ακούγοντας ξανά όλα τα albums τους σε βινύλιο, που κυκλοφόρησαν όταν είχαν στην σύνθεση τους τον τραγουδιστή Bon Scott, μέχρι το θάνατο του…
 
“HIGH VOLTAGE”
(30-April-1976)
LINE-UP: Bon Scott – Vocals, Angus Young – Guitar, Malcolm Young – Guitar, Mark Evans – Bass and Phil Rudd – Drums.
SIDE I: “It's A Long Way To The Top (If You Wanna Rock 'N' Roll)”, “Rock 'N' Roll Singer”, “The Jack”, “Live Wire”. 
SIDE II: “T.N.T.”, “Can I Sit Next To You Girl”, “Little Lover”, “She's Got Balls”, “High Voltage”.
Αυτό είναι το tour-de-force των παραγωγών Vanda/ Young, σαν πρώτη επαφή με την Ευρωπαϊκή-Αμερικανική αγορά. Καθαρό Heavy Metal. Κανένας συμβιβασμός προς τη μεριά μεσοβέζικων λύσεων, καμιά θέση σε μελωδικά σχήματα ή λυρισμούς. Ακόμη και τα δύο ασήκωτα, μεταλλικά Blues “The Jack” και “Little Lover”, μοιάζουν να υπάρχουν σχεδόν αναγκαστικά, σαν μια αναγνώριση της έμμεσης αλλά θεμελιακής σχέσης της μουσικής τους με το ιδίωμα. Κυρίως, όμως σαν μια δυνητική υπόθεση, σαν απόδειξη μιας πιθανής μορφικής κατεύθυνσης που βρίσκετε στο άμεσο πεδίο των δυνατοτήτων τους αλλά δεν την ακολουθούν γιατί έχουν άλλα πράγματα να κάνουν. Η τακτική αυτή μονιμοποιήθηκε από υλικό τους, στα χρόνια που θα ακολούθησουν. Οι ίδιες πάνω-κάτω αναλογίες χαρακτηρίζουν όλα τα albums των AC/DC, με περισσότερη ή λιγότερη έμφαση στην οξύτητα του μεταλλικού τους ήχου και με σταθερή βελτίωση της παραγωγής.
Στο “High Voltage”, ανοίγουν αρχής εξ αρχής τα χαρτιά τους, τρεις πιθανές παραλλαγές ενός από τα πιο σκληρά και πιο μανιακά (κυρίως εξ αιτίας της παραληρητικής ερμηνείας του Bon), Metallic Rock που έχουν πότε περάσει από τη Hard Rock σκηνή των 70’s. Metallic Rock Ν’ Roll, με πλούσια ηχητική στο “It's A Long Way To The Top (If You Wanna Rock 'N' Roll)”, (στ’ οργανικό mid-section τα τραβήγματα της κιθάρας θυμίζουν σκωτσέζικη γκάιντα), απλούστερη στο “Rock 'N' Roll Singer” βασισμένο σ’ ένα επίμονο κιθαριστικό riff, ενώ στο “High Voltage” τα κοφτά ακόρντα ηχούν σαν τσεκουριές πανό σε λαμαρίνα. Καθαρόαιμο Heavy Metal, στο κλασικό rocking “Live Wire” και το γεμάτο riff “T.N.T.”. Τραχύ Metallic Boogie στο συγκριτικά συντηρητικό “Can I Sit Next to You Girl” και στο στακάτο, οξύτατο “She's Got Balls” και υπάρχουν φυσικά και τα δύο Blues, που ηχούν κάπως έξω από τα νερά τους.
Το “High Voltage” είναι μια εξαιρετική δυνατή αντρική χειραψία πρώτης γνωριμίας.
Στο mixing του δίσκου, όλες οι γωνίες του ήχου, όλες οι αιχμές των solo και των riff έχουν διατηρηθεί στο ακέραιο ή και υπέρ-τονιστεί με αποτέλεσμα να μην ξεγελιέται κανείς για το ότι ο πραγματικός ήρωας της υπόθεσης είναι ο κιθαρίστας Angus Young και αν εδώ η παρουσία του είναι βασική, στο επόμενο album αποδεικνύετε σωτήρια.
 
“DIRTY DEEDS DONE DIRT CHEAP”
(20-September-1976)
LINE-UP: Bon Scott – Vocals, Angus Young – Guitar, Malcolm Young – Guitar, Mark Evans – Bass and Phil Rudd – Drums.
SIDE I: “Dirty Deeds Done Dirt Cheap”, “Love At First Feel”, “Big Balls”, “Rocker”, “Problem Child”.
SIDE II: “There's Gonna Be Some Rockin'”, “Ain't No Fun (Waiting Round To Be A Millionaire)”, “Ride On”, “Squealer”.
Σε αυτό το album, κυριαρχεί ένα σχετικά λίγο από μούδιασμα θα λέγαμε, ένα κάπως χαλάρωμα του rhythm section του group. Μια άμβλυνση του (συνήθως) γεμάτου επικίνδυνα με αιχμηρές γωνίες ήχου των δύο κιθαρίστων και μια κάποια ατονία στη συνθετική πλευρά. Δεν είναι όμως ο κανόνας για όλα (σχεδόν) τα τραγούδια του δίσκου, μ’ εξαιρέσεις το ομώνυμο “Dirty Deeds Done Dirt Cheap”, το φοβερά σκληρό και επίμονο “Problem Child”. Ενώ, το τελευταίο τραγούδι του δίσκου το “Squealer”, είναι μια από τις πολύ μεγάλες συνθέσεις του group, γεμάτη ένταση και σασπένς, με τον Angus στις μεγάλες του στιγμές στον χώρο του αυτοσχεδιασμού. Καθώς και το “Ride On”, η πιο ήπια σχεδόν κλασική Rock μπαλάντα που έγραψαν ποτέ, που ο νωχελικός blues χαρακτήρας και η σαφέστατα μελωδική χωρίς σοβαρές οργανικές εκρήξεις δομή, αντλούν ότι θετικό θα μπορούσε να δώσει ποτέ αυτή η αναπάντεχη διάθεση του Bon Scott και των αδελφών Young, για λιγότερο ακραίες αισθητικές καταστάσεις. Πάντως αυτή η σύνθεση το “Ride On”, θα διαπίστωσε το ποσό καλά τους πάει, αν και ο Bon δεν πολύ κάνει για τέτοια ήρεμα, κάπως κουρασμένα θέματα. Κατά τ’ άλλα, μια ηρεμία διακατέχει το εκτελεστικό μέρος των τραγουδιών, ακόμη και του ταχύτατου και υπέρ-ενεργητικού “Rocker”.
Τα ρυθμικά ακόρντα του Malcolm προβάλουν με εξομαλυμένες τις γωνίες τους, τα solo του Angus είναι κάπως συναρτημένα και η ρυθμική/ σχηματική των συνθέσεων, αποτελεσματική συνήθως στην ενστικτώδη αποχαλίνωση της, στερεί τους AC/DC από πολύτιμο έδαφος. Έπειτα, είναι και αυτή η βρώμικη άτονη παραγωγή… λες και μια υπνηλία κυριαρχούσε στο studio, την ώρα που οι Vanda και Young έκαναν το mixing του album. Το λάθος αυτό, τους συγχωρέθηκε για πρώτη και τελευταία φορά... κακό album δεν το λες ούτε άτονο, αλλά κάπως αδύναμο ναι. Αυτό είναι το δεύτερο album των AC/DC (εκτός Αυστραλίας) και έχουμε να κάνουμε με 9 πολύ Rock 'N' Roll, συνθέσεις ως συνήθως. Έτσι, αυτό το album, είναι για τα κακά αγόρια σχετικά καλό για να τους ανακαλύψετε, η φωνή Bon βρωμάει αλκοόλ και τα ανθυγιεινά riff των αδελφών Young, δίνουν και παίρνουν.  Η χορωδία είναι ασταμάτητη, Βoogie έκσταση που τρέχει με 300 την ώρα, το μπάσο θέτει ένα πλαίσιο πιο αισθητό από ότι αλλού και είναι περισσότερο τοποθετημένο. Το “Dirty Deeds Done Dirt Cheap” είναι ένα αν μη τι άλλο, καλό AC/DC album, πολύ αντιπροσωπευτικό της περιόδου με τον Bon και είναι σίγουρα ένα ιδανικό album για να ανακαλύψετε το group.
 
“LET THERE BE ROCK”
(25-July-1977)
LINE-UP: Bon Scott – Vocals, Angus Young – Guitar, Malcolm Young – Guitar, Mark Evans – Bass and Phil Rudd – Drums.
SIDE I: “Go Down”, “Dog Eat Dog”, “Let There Be Rock”, “Bad Boy Boogie”.
SIDE II: “Overdose”, “Crabsody In Blue”, “Hell Ain't A Bad Place To Be”, “Whole Lotta Rosie”.
Επιστροφή στο Heavy Metal, με τρόπο καταλυτικό, χωρίς αμφιβολία ίσως το πιο ακατέργαστα δυναμικό 70’s studio album των AC/DC και ένα από τα καλύτερα τους. Εδώ, ήθελαν να γίνουν ταχύτεροι και βαρύτεροι από τα προηγούμενα album που είχαν κάνει. Επιπλέον, το συγκρότημα ήθελε επίσης να δημιουργήσει ένα δίσκο που να κυριαρχούσε η κιθάρα, έτσι ώστε να αναμιγνύουν τον σκληρό ήχο, όπως ήταν οι πρώτες ημέρες των αδελφών Young. Έξω από το στιλιζαρισμένο εκτελεστικά Boogie τραγούδι το “Bad Boy Boogie”, που πρέπει να πάρει την θέση στο live album, για να αγγίξει την πραγματική του διάσταση και μερικούς τυπικά Metallic δρόμους σε τραγούδια όπως το “Dog Eat Dog” και το “Go Down”, εδώ, έχουμε τον καλύτερο εαυτό του συγκροτήματος από κάθε πλευρά. Η τεχνική του Angus κυριαρχεί σε όλη την έκταση του album, δοκιμάζοντας τα νεύρα πολλών μη μυημένων με την επίμονη στατικότατα γύρω από το οξύτατο ηχητικά θέμα, όπως στην περίπτωση του εξάλεπτου, μανιακού Hard Rock τραγουδιού “Let There Be Rock”. Του πλούσιου, επιβλητικού οργανικά Heavy Metal “Overdose”, ή του τραχύτατου Hard Rock “Hell Ain't A Bad Place To Be”, μ’ ένα καρφωτικό διπλό riff από τις δύο κιθάρες που κόβουν σαν ξυράφια. Σ’ ένα άλλο τραγούδι τώρα και συγκεκριμένα στο “Whole Lotta Rosie”, ο Angus επιδίδεται σε πραγματικά καθαριστικά όργια, πάνω σ’ ένα blues riff. Το rhythm section με πρώτη δύναμη τον Mark Evans αντιπαραθέτει το μόνο μπαράζ που μπορεί ν’ αντέξει τον όγκο των μελωδικών οργάνων (αν και ο όρος αυτός στα χέρια των AC/DC, τείνει ν’ αναθεωρήσει τις συνηθισμένες του σημασίες. Το συγκρότημα πέτυχε το στόχο τους και κυκλοφόρησε ένα βαρύ, βρώμικο, με την κιθάρα να κυριαρχεί απόλυτα. Εάν δεν σας αρέσουν οι AC/DC, τότε δεν σας αρέσει το Rock 'N' Roll. Είναι τόσο απλό, όταν πρόκειται για αυτό το σχήμα, δεν υπάρχει κάτι περισσότερο. Το “Let There Be Rock” είναι τελείως απογυμνωμένο από κάθε τι προσποιητό, στα γυμνά αυτιά σας, βαρύς Blues Raunch 'N' Roll ήχος, όλα αυτά είναι χάρις στην κιθάρα του διαβολικού Angus, όπου μαζί με τα μοναδικά φωνητικά από τον γοητευτικό πρωταγωνιστή Bon, κάνουν απλά… θαύματα. Δεν υπάρχει ούτε μια μαχαιριά από εμπορικά τραγούδια εδώ, καθώς τα αγόρια παραμένουν τα όπλα τους και κρατούν μακριά την καταγραφή μιας μπαλάντας. Είναι αχαλίνωτοι καθώς ο ήχος τους, σε χτυπάει σαν σφυρί στο κεφάλι, με ανελέητη δύναμη όπως ακριβώς έπρεπε να είναι. Είναι το τελευταίο album με τον Evans στο μπάσο, λίγους μήνες μετά την ηχογράφηση του, που έγινε στα “Albert Studios” στο Sydney τους δύο πρώτους μήνες του 1977, παραχώρησε την θέση του στον Cliff Williams.
 

“POWERAGE”
(5-May-1978)
LINE-UP: Bon Scott – Vocals, Angus Young – Guitar, Malcolm Young – Guitar, Cliff Williams – Bass and Phil Rudd – Drums.
SIDE I: “Rock 'N' Roll Damnation”, “Down Payment Blues”, “Gimme A Bullet”, “Riff Raff”.
SIDE II: “Sin City”, “What's Next To The Moon”, “Gone Shootin'”, “Up To My Neck In You”, “Kicked In The Teeth”.
Ίδιο studio, με παραγωγούς πάντοτε τους Vanda/ Young, ένα χρόνο (περίπου) μετά το προηγούμενο studio album, αυτό το βινύλιο των AC/DC έρχεται να δημιουργήσει κάποια μικρά προβλήματα. Όχι δεν είναι ο καινούργιος μπασίστας Cliff Williams, που είναι ικανότατος και ευπροσάρμοστος (και με το παραπάνω), στην ασυνήθιστα δυναμική του group, που μπορεί να θεωρηθεί κι αυτός συνυπεύθυνος. Αντίθετα, είναι αυτή ακριβώς η άποψη που φταίει, όχι επειδή εξάντλησαν σαν σχήμα τα ενεργητικά τους αποθέματα. Αλλά επειδή δείχνει τάσεις εξευγενισμού των συστημάτων τους, τα riff παίζονται πιο στρωτά και τα σχήματα του rhythm section δεν κολλάνε σαν βδέλλες πάνω στους χτύπους των κρουστών του Phil Rudd, όπως πριν, αλλά κυλούν δίπλα τους, λες και περνούν από κάποιο φίλτρο που τους λιμάρει τις αιχμές. Απ’ την άλλη μεριά, οι φόρμες της μουσικής τους παραμένουν αμετάβλητες, πλησιάζοντας πότε το Rock N’ Roll, πότε το Hard Rock και πότε το Boogie, όμως το Hard Rock τους δεν είναι και τόσο Metal, το Heavy Metal σε σημεία δεν ηχεί και τόσο βαρύ και το Blues, χάνει ένα μεγάλο μέρος από το εκφραστικό του πάθος. Ακόμη και σε τραγούδια με τις σχηματικές τάσεις του δωδεκάμερου Hard Rock, όπως το “Up To My Neck In You”, ή ακόμη και με το πρόσθετο ατού μιας τόσο προχωρημένης, άψογης ήχο-ρυθμικής σχέσης ανάμεσα στις κιθάρες και στα ρυθμικά όργανα όπως στο “Sin City” όπου ακούγεται σαν αμαρτία, ή της εκτελεστικής παρεκτροπής του “Riff Raff”, οι AC/DC προσπαθούν να κατορθώσουν να μας ξυπνήσουν παρά την χαλαρή αίσθηση. Η μόνη ίσως, φορά που πετυχαίνουν κάτι τέτοιο, είναι στο σκληρό “Kicked In The Teeth”, όπου το συγκρότημα μέσα από ένα τραχύ, επαναληπτικό riff αγγίζει το ενεργητικό του ζενίθ. Στα υπόλοιπα τραγούδια, δεν καταφέρνουν να πείσουν και πολύ ότι προσπαθούν πραγματικά να προχωρήσουν σαν group. Αλλά ούτε και να δώσουν, πάνω στις δεδομένες αισθητικές τους βάσεις, τον πιο εκρηκτικό εαυτό τους (που συνεπάγετε στον καλύτερο τους). Σίγουρα, έπαιξε εδώ τον ύποπτο της ρόλο η τάση των Vanda/ Young να «εξομαλύνουν» την παραγωγή τους και να δώσουν στο τελικό αποτέλεσμα μια διαυγέστερη πιο γεμάτη, ηχητικά χροιά. Όμως, αυτή η «βελτίωση» του ηχητικού τους επιπέδου χρειαζόταν πραγματικά στο group; Οι AC/DC δείχνουν να έχουν χάσει ένα μέρος από την επιθετικότητα τους, αλλά το κερδίζουν σε επαγγελματισμό, αποτελεί όμως κάτι τέτοιο γι’ αυτούς πραγματικό «κέρδος»; Είναι ένα κάπως μαλακό LP, χωρίς πολύ τσαμπουκά, αλλά το επόμενο θα μας αποζημιώσει στο έπακρο. Τελικά, τίποτα δεν είναι τόσο μοντέρνο ή επιθετικό, απλά απλό. Το ηλεκτροκίνητο “Powerage”, έχει ένα σύνολο από εννέα σκληρά καρκινοειδή τραγούδια, με το άγγιγμα όμως από κάπως λιτούς στίχους από τον Bon. Βρώμικα, είναι πάντως τα “Rock 'N’ Roll Damnation" και το κοφτερό “Gimme A Bullet” που σε δαγκώνει σκληρά. Το “Powerage”, ήταν το album που εισήγαγε τον μπασίστα Cliff Williams στις μάζες και είναι κάπως ένα εξαιρετικά υποτιμημένο βινύλιο από ολόκληρο τον κατάλογο των AC/DC.
 

“IF YOU WANT BLOOD… YOU GOT IT”
(13-October-1978)
LINE-UP: Bon Scott – Vocals, Angus Young – Guitar, Malcolm Young – Guitar, Cliff Williams – Bass and Phil Rudd – Drums.
SIDE I: “Riff Raff”, “Hell Ain't A Bad Place To Be”, “Bad Boy Boogie”, “The Jack”, “Problem Child”.
SIDE II: “Whole Lotta Rosie”, “Rock 'N' Roll Damnation”, “High Voltage”, “Let There Be Rock”, “Rocker”.
Τώρα, ξέρουμε με τι ακριβώς έχουμε να κάνουμε… live, οι AC/DC καταλύουν τα ίδια τα ενεργητικά τους taboo. Αδύνατον να ελέγξεις σε ποιο ακριβώς πλαίσιο κινείται το κάθε όργανο, πια συγκεκριμένη πορεία ακολουθεί. Ακόμη και ο θέση μετρημένος Malcolm Young, δείχνει να έχει αποδεσμευτεί από τον μονότονο του ρόλο (κάτι που έχει προ πολλού συμβεί τόσο στα drums του Phil Rudd, όσο και με το μπάσο του Cliff Williams).
Το επίκεντρο όμως, της προσοχής συγκεντρώνεται αναγκαστικά πλέον στους δύο πυρήνες του ενδιαφέροντος, τον Bon Scott και τον Angus Young. Δύο γεννήτριες ενέργειας και σκηνικής έξαρσης, ο Bon δικαιολογεί απόλυτα τη συνήθεια του να ξεφεύγει από τα όρια της ερμηνευτικής «ευπρέπειας», όταν είναι στο studio δεν κάνει κάτι άλλο από το επαναλαμβάνει τον «ζωντανό» του εαυτό. Έναν εαυτό πέρα για πέρα ειλικρινή στον οργασμικό του ντελίριο και αληθινό στην «ξεσαστρημένη» σεξουαλικά προκλητική σκηνική του εικόνα. Γνήσιος τύπος Σκωτσέζου μάγκα, περνούσε στη σκηνή  την πιο έντονη πλευρά της έξω από τις κοινωνικές συμβάσεις ζωή του. Μια από τις πλευρές αυτές, η αδυναμία του για το αλκοόλ, (όχι δεν ήταν αρρωστημένα αλκοολικός, απλώς ήταν Σκωτσέζος), που τον σκότωσε. Όσο για τον Angus Young… αυτός δεν προσπαθεί να δικαιολογήσει απολύτως τίποτα, όπως και με υπόλοιπα μέλη του group, αλλά τα στοιχεία που απαρτίζουν το παίξιμο του… Αιχμηρές γωνίες, ενεργητικότητα, αδιάκοπη ταχύτατη κίνηση, ευρηματικότητα, ακαριαία προσαρμογή στις εναλλαγές της ατμόσφαιρας, ολοένα αυξανόμενη ένταση, ηχητική οξύτητα σε σημείο οδυνηρό για τον μη μυημένο ακροατή, αισθητική και σχηματική παρεκτροπή, βρίσκονται εδώ σε τούτο το live, πολλαπλασιαζόμενα επ’ άπειρον. Μόνο που ο Angus, ούτος ή άλλως δύσκολος να παρακολουθηθεί στις ηχογραφικές του επιδόσεις, μεταμορφώνεται εδώ σε δύναμη της φύσης, σπρώχνοντας τον οργανισμό του στα απώτατα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Μετά απ’ όλα αυτά, γίνεται απόλυτα πιστευτό το ότι, στο τέλος του κάθε show, μια συσκευή οξυγόνου είναι πάντα σε θέση άμεσης χρήσης, τις πιο πολλές φορές του είναι απαραίτητη.
Ακόμα και όταν κάνουν studio δίσκους λιγότερο από ικανοποιητικούς, οι AC/DC παραμένουν ένα από τα καλύτερα live συγκροτήματα, πάνω στην σκηνή φαίνονται οι πραγματικές διαστάσεις αυτού του group. Το “If You Want Blood… You’ve Got It” είναι η μοναδική ζωντανή ηχογράφηση τους, που εξακολουθεί να είναι από τα καλύτερα live τους (αν ήταν διπλό live LP θα ήταν πολύ καλύτερα). Ηχογραφήθηκε στην παγκοσμία περιοδεία του 1978 και είναι εντελώς ακατέργαστο, τυπωμένο στο βινύλιο καυτό, όπως παίχτηκε. Η πρώτη πλευρά περιέχει το γνωστό σύμπαγες boogie του group, με το κλασσικό “Hell Ain’t A Bad Place” και το “The Jack” με τους αυθεντικούς στίχους του μακαρίτη Bon Scott. Στην δεύτερη πλευρά όμως τα πράγματα ζωντανεύουν αληθινά, με το εκρηκτικό “Whole Lotta Rosie” και τις γνωστές πια κραυγές του κοινού «An-gus, An-gus». Ο δίσκος καταλήγει σ’ ένα θριαμβευτικό κλείσιμο, με το “High Voltage”, το “Let There Be Rock” (η καλύτερη στιγμή του live, με τον Angus να δίνει ρεσιτάλ) και ένα μανιακό “Rocker”, παιγμένο σε ασύλληπτη ταχύτητα. Από τα λίγα live album που σ’ αφήνουν εξουθενωμένο.
 

HIGHWAY TO HELL
(27-July-1979)
LINE-UP: Bon Scott – Vocals, Angus Young – Guitar, Malcolm Young – Guitar, Cliff Williams – Bass and Phil Rudd – Drums.
SIDE I: “Highway To Hell”, “Girls Got Rhythm”, “Walk All Over You”, “Touch Too Much”, “Beating Around The Bush”.
SIDE II: “Shot Down In Flames”, “Get It Hot”, “If You Want Blood (You've Got It)”, “Love Hungry Man”, “Night Prowler”.
Μετά την προσωρινή προσήλωση του group στο υλικό των τεσσάρων πρώτων albums για τις ανάγκες του live “If You Want Blood… You’ve Got It”, επιστροφή στην σύνθεση καινούργιων τραγουδιών. Οι AC/DC είναι πια έτοιμοι να κάνουν τη διεθνή επανάσταση, αυτό τελικά το πέτυχαν με το “Highway To Hell”. Που δυστυχώς, αυτό έμελλε να ήταν και το τελευταίο με τον τραγουδιστή Bon Scott, ο οποίος απεβίωσε λίγο μετά την κυκλοφορία του. Σε τούτο το βινύλιο, που είναι ίσως το πιο δύσκολο, οι Young και τα υπόλοιπα μέλη του group δεν ξεχνούν καθόλου τις ρίζες τους (Blues και Rock ‘N’ Roll). Οι τρεις συνθέτες του σχήματος, Angus/ Malcolm στη μουσική και Bon στους στίχους, αγγίζουν το πιο ολοκληρωμένο 70’s επίπεδο τους, ενώ κρατιούνται στο ύψος της ωριμότητας τους. Αντλούν το maximum της έντασης, της τεχνικής και της ενέργειας απ’ όλα τα όργανα. Το LP ξεκινάει, όπως ο καθένας θα αναγνωρίσει μετά από 3 δευτερόλεπτα, με το κλασικό riff του “Highway To Hell”, τι να πει κανείς για αυτό το τραγούδι; Είναι ένα διαχρονικό και κλασικό γιατί πολύ σωστά δεν γερνάει ακόμα και μετά από αμέτρητες ακροάσεις, ετών. Μετά το “Girls Got Rhytm”, το επόμενο κλασικό.
Το υπόλοιπο album ρέει μέσα στην ένταση, με τραγούδια που κινούνται σε κάτι παραπάνω από τα συνηθισμένα πλαίσια, “Get It Hot”, “Touch To Much”, “Shoot Down The Flames” και “Love Hungry Man”, ενώ, στο αφηνιασμένο “Beating Around The Bush”, ερευνούν μια ιδέα που ηχεί ενδιαφέρουσα.
Τραβούν το ρυθμό και ο Bon δείχνει εδώ εντυπωσιακά, ότι είναι ο καλύτερος, αλλά και ο πιο αυθεντικός τραγουδιστής που είχαν, χτυπά την κάθε νότα, αυτή είναι και η ιδιαίτερη γοητεία της φωνής του. Αυτό είναι ένα γνήσιο Hard Rock στην πιο αγνή του μορφή, είναι επίσης αλήθεια πως σε ολόκληρο το album, η αλληλεπίδραση μεταξύ Angus και Malcolm Young, είναι μοναδική, οι δύο αδελφοί εναρμονίζονται τέλεια, όπως σε κανένα άλλο ντουέτο κιθάρας στον Hard Rock κόσμο. Τα τραγούδια έχουν μεγάλα κιθαριστικά riffs, αυτό φυσικά οφείλεται στην τέλεια αλληλεπίδραση μεταξύ των αδελφών Young.
Τέλος, αυτό το album είναι ένα πραγματικό χτύπημα στον αυχενα μας, ενα από τα καλύτερα των AC/DC όλων των εποχών, ενώ τα φωνητικά του Bon δεν γίνετε να μη τα αγαπάς. Συνολικά, το “Highway To Hell” είναι ένα αγαπημένο album από όλους τους οπαδούς του Heavy Metal, εδώ, ο Bon δείχνει ότι ήταν ο μόνος αληθινός τραγουδιστής του συγκροτήματος. Πάντως, είναι λυπηρό το γεγονός ότι ένα από τα καλύτερα album, να είναι και το τελευταίο album με τον Bon ταυτόχρονα. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πόσα σπουδαία albums θα μπορούσαν να κάνουν ακόμα οι Αυστραλοί, αν ζούσε ο Bon, δυστυχώς δεν θα το μάθουμε ποτέ…
 

B O N U S

 
“LIVE FROM THE ATLANTIC STUDIOS”
(1978)
LINE-UP: Bon Scott – Vocals, Angus Young – Guitar, Malcolm Young – Guitar, Cliff Williams – Bass and Phil Rudd – Drums.
SIDE I: “Live Wire”, “Problem Child”, “High Voltage”, “Hell Ain't A Bad Place To Be”, “Dog Eat Dog”.
SIDE II: “The Jack”, “Whole Lotta Rosie”, “Rocker”.
Αυτό το ανεπίσημο ζωντανό album ηχογραφήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου του 1977, όταν έδωσαν μια συναυλία στα Atlantic Studios στη ΝΥ. Ποτέ δεν κυκλοφόρησε επίσημα, περίεργο όμως αυτό το γεγονός, πάντως η συναυλία αυτή εκείνο το βράδυ ήταν πολύ ενεργητική και καυτή. Υποθέτω ότι την παρακολούθησαν από 25 έως 50 άτομα, οι AC/DC έδωσαν το καλύτερο τους εαυτό και είχαν μια αρκετά ενεργητική απόδοση. Κατά τη διάρκεια του “The Jack” όλο το ακροατήριο τραγουδά μαζί με τον Bon Scott, επίσης ο Bon ακούγεται πολύ καλός αυτή τη νύχτα και κάνει αστεία όπως πάντα. Με μπροστάρη τον Bon, το σφιχτό αυτό set-list χαρακτηρίζεται από έναν άθικτο σκληρό ήχο, που δεν συγκρατεί τους άκαυστους Hard Rockers που βασίζονται κάπως στα Blues, εκείνο το βράδυ μοιάζουν μ’ ένα βρώμικο Raunch 'N' Roll group, όπως έκαναν από την πρώτη τους ημέρα. Μέσα σε σαράντα πέντε λεπτά και με οκτώ τραγούδια, έχουμε κατ’ ευθείαν ένα kick-ass από ηλεκτρικές κιθάρες που δημιουργούν χάος.
Τα κορυφαία στιγμιότυπα αυτής της ζωντανής ηχογράφησης είναι τα… “Live Wire”, “The Jack”, “Problem Child”, “Whole Lotta Rosie”, “Rocker”, “Dog Eat Dog” “Hell Ain’t a Bad Place to Be”. Το “Live From The Atlantic Studios” κυκλοφόρησε μόνο ως promo σε 5.000 αντίτυπα βινυλίου και προορίστηκε μόνο για διαφημιστικούς σκοπούς, η διανομή έγινε μόνο σε ραδιοφωνικούς σταθμούς των ΗΠΑ. Γιατί ήταν ακόμη, βασικά άγνωστοι στην Αμερική το 1977, καθώς αυτό το promo ήταν μια καλή ευκαιρία για να προωθήσουν το “Let There Be Rock” album τους. Έως ότου να βγει το πρώτο επίσημο live album τους, το λιωμένο “If You Want Blood… You've Got It” το 1978.
 
 
 
Κείμενο: Ηλίας Κωστόπουλος.