Παρασκευή, 3 Μαΐου 2024, 19:02:27

ΑΛΛΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

ALAN LANCASTER (STATUS QUO) RIP

ALAN LANCASTER (1949-2021)

 

Γράφει ο Σ.Ρομποτής.

 

Ο Alan Lancaster υπήρξε η Hard Rock ψυχή των Status Quo.

Θέλεις λίγο πίσω από το macho παρουσιαστικό – του άρεσε πολύ να το «πουλάει» αυτό το στυλ – και πολύ περισσότερο από το ύφος των εξαιρετικών τραγουδιών που πρόσφερε ο ίδιος στο συγκρότημα μέχρι και την αποχώρησή του από αυτό, το 1985. Ο τρόπος που τραγουδούσε όταν ερχόταν η σειρά του, ήταν γεμάτος από πάθος και Rock συμπεριφορά. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε και το γεγονός ότι το σκληρότερο άλμπουμ των Status Quo, το "Quo" του 1974, χαρακτηρίζεται από τους φίλους του συγκροτήματος ως το “Alan Album” αφού σε αυτό υπογράφει αλλά και ερμηνεύει τα μισά του κομμάτια. Ήταν πάντα ο «νταής» του συγκροτήματος. Εξαιτίας του το γκρουπ πέρασε μία μέρα στο κρατητήριο μετά από επίθεσή του σε αστυνομικούς στο αεροδρόμιο της Βιέννης το 1976.

Πίσω από το προσωπείο του σκληρού τύπου, κρύβοταν όμως μια πολύ ευαίσθητη ψυχή. Ο Alan αποχώρησε παρά τη θέλησή του από το συγκρότημα το 1985, όμως και μέχρι το τέλος φαινόταν ότι αυτή του την αποχώρηση δεν την ξεπέρασε ποτέ. Όλοι όσοι τον γνώρισαν και τον συναναστράφηκαν μιλάνε για έναν άνθρωπο πάντα πρόσχαρο, χαμογελαστό και με πολύ χιούμορ.

Το 1973 σε μια περιοδεία στην Αυστραλία, ο Alan γνώρισε την Dayle. Από το 1976 ο χρόνος του μοιράζοταν μεταξύ Αγγλίας και Αυστραλίας. Το 1978 παντρεύτηκε τελικά τη γυναίκα της ζωής του. Θέλοντας και μη, η απόσταση συνέβαλε στο να μην είναι τόσο κοντά όσο θα ήθελε στο συγκρότημα. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 και μετά την αποχώρηση του John Coghlan το 1981, οι Status Quo άρχισαν να μαλακώνουν τον ήχο τους, κάτι που ο Alan ήταν εντελώς αντίθετος. Έτσι, μέσα από πολλές διαφωνίες, τα πρώτα σύννεφα στη σχέση τους, ειδικά με τον Francis Rossi, άρχισαν να φαίνονται. Ο Alan ήθελε το συγκρότημα να προσανατολίζεται σε έναν πιο σκληρό ήχο ενώ ο Rossi σε έναν εμπορικότερο, όχι απαραίτητα τόσο σκληρό.

Το 1984 ο Alan περιόδευσε για τελευταία φορά με το συγκρότημα στην τουρνέ του "End Of The Road", αφού τότε το γκρουπ ανακοίνωνε ότι θα σταματούσε τις ζωντανές εμφανίσεις.

Η τελευταία του εμφάνιση σαν επίσημο μέλος των Status Quo ήταν το 1985 στο Live Aid του Λονδίνου, όταν ένας επίμονος Bob Geldof μάζευε ένα διαλυμένο συγκρότημα για να ανοίξει το festival.

Όταν το 1986 οι Status Quo επέστρεψαν δισκογραφικά και συναυλιακά, ο Alan έμεινε απ’ έξω. Αυτό τον πίκρανε πολύ. Έσυρε τους παλιούς του φίλους στα δικαστήρια προκειμένου να μην χρησιμοποιούν το όνομα Status Quo. Ο Alan έχασε και τελικά το 1987 αποποιήθηκε των δικαιωμάτων του.

Στην Αυστραλία όπου διέμενε πλέον μόνιμα, δισκογράφησε ακόμα με δύο δικά του συγκροτήματα, τους Party Boys και τους Bombers, μπάντες πολύ πετυχημένες στο νότιο ημισφαίριο.

Οι σχέσεις του με τους υπόλοιπους Status Quo ήταν ανύπαρκτες, εκτός του John Coghlan ο οποίος συχνά πυκνά ταξίδευε προς τα εκεί για να παίξουν μαζί live.

Αποστασιοποιημένος, απολάμβανε τη ζωή του στην Αυστραλία. Ο Alan απέκτησε τέσσερα παιδιά και πέντε εγγόνια. Απέκτησε όμως και προβλήματα υγείας. Υπέφερε από σκλήρηνση.

Τα επόμενα χρόνια, οι σχέσεις μεταξύ των μελών των Status Quo φάνηκαν να αποκαθίστονται. Έτσι, με μια απόφαση-εξπρέςη θρυλική τετράδα έκανε ακόμα δυο μικρές τουρνέ (το 2013 και το 2014) και οι φίλοι της μπάντας είχαν την ευκαιρία να ξαναδούν ζωντανά την αυθεντική σύνθεση του συγκροτήματος μετά από 30 χρόνια!... (Review του reunion διαβάσατε και μέσα από το SouthernRock.gr).

Παρόλα τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, ο Alan το πάλεψε. Βρέθηκε στο stage και έδωσε 100% ψυχή και σώματι. Εκεί πλέον δεν βλέπαμε έναν σκληρό τύπο όπως παλιά, αλλά ένα μικρό παιδί με τεράστιο χαμόγελο που απολάμβανε το κάθε δευτερόλεπτο της κάθε βραδιάς. Μέχρι και το 2019 ταξίδευε στην Αγγλία για να παρευρίσκεται στα conventions του fan club παίζοντας live και απολαμβάνοντας την αγάλη του κόσμου, ο οποίος δεν τον ξέχασε ποτέ.

Ο Alan Lancaster ηχογράφησε 16 στούντιο άλμπουμ με τους Status Quo και ακόμα 5 live. Μέσα σε αυτά προσέφερε πολλά διαμάντια ("Is There A Better Way", "Backwater", "Just Take Me"). Το πιο σημαντικό απ’ όλα όμως είναι ότι αν δεν υπήρχε αυτός, δεν θα υπήρχαν και οι Status Quo, όντας ιδρυτικό μέλος τους.

Σήμερα ξεκίνησε για το μεγάλο ταξίδι. Ίσως εκεί συναντήσει το φίλο του Rick Parfitt για να συνεχίζουν να παίζουν “Whatever They Want”!

                                                                                                                

Για το SouthernRock.gr: Σπύρος Ρομποτής

Deep Purple - Το μυθικό project Green Bullfrog και η παράξενη ιστορία του "Jam Stew".

Η δεκαετία του 70 ήταν ίσως η καλύτερη για το rock, αλλά και γενικότερα για τη μουσική και ο λόγος είναι ότι τότε αναδείχθηκαν τα περισσότερα συγκροτήματα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στον σκληρό ήχο και όχι μόνο. Οι Deep Purple σίγουρα ήταν από τους βασικές επιρροές των rock/metal συγκροτημάτων.

Η ιστορία τους, η οποία γράφεται ακόμα, είναι τεράστια και συνεχώς βγαίνουν καινούργιες πτυχές της κατά καιρούς. Τώρα που ταιριάζουν όλα αυτά με τους Green Bullfrog που οι περισσότεροι αγνοούν την ύπαρξη τους? Είναι απλό… σε αυτούς συμμετέχουν δύο βασικά μέλη τους, ο Ritchie Blackmore και ο Ian Paice. Το συγκεκριμένο project ξεκίνησε σαν ιδέα του μουσικού παραγωγού Derek Lawrence ο οποίος ήθελε να συνεργαστεί με τον μπασίστα Tony Dangerfield των Screaming Lord Sutch και να κάνουν ένα δίσκο οι δύο τους. Τελικά δεν πέτυχε η ιδέα τους και αποφάσισαν να πάρουν session μουσικούς για να ολοκληρωθεί. Ο Lawrence κάλεσε τον Blackmore ο οποίος με τη σειρά του κάλεσε τον Paice. Υπήρχε μία φήμη ότι συμμετείχε και ο Roger Glover, αλλά αυτό δεν ισχύει. Το επιχείρημα ολοκληρώθηκε και με άλλους μουσικούς όπως Jim Sullivan, Albert Lee, Tony Ashton. Όλοι τους είχαν ψευδώνυμα, τα οποία βγήκαν από κάποιο χαρακτηριστικό των μελών, κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων. Για παράδειγμα ο Blackmore γράφτηκε στα credits σαν Boots, λόγω των καουμπόικων μποτών που φορούσε και ο Paice σε Speedy, λόγω του πολύ γρήγορου παιξίματος του. Δεν χρησιμοποιήθηκαν τα κανονικά ονόματα των καλλιτεχνών, γιατί όλοι είχαν συμβόλαια με άλλες δισκογραφικές εταιρείες. Επίσης οι συμμετέχοντες συμφώνησαν να βρεθούν όλοι μαζί, γιατί όλοι είχαν πολύ βαρύ πρόγραμμα.

Οι ηχογραφήσεις του δίσκου ολοκληρώθηκαν μέσα σε δύο ήμερες, τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1970. Τον Ιανουάριο του 1971 έγιναν οι τελευταίες προσθήκες και όλα ήταν έτοιμα. Την παραγωγή του δίσκου την ανέλαβε ο Lawrence και μηχανικός ήχου ήταν ο Martin Birch. Ο δίσκος κυκλοφόρησε το ίδιο έτος. Παρόλο το εντυπωσιακό επιτελείο συντελεστών που πλαισιώνει το δίσκο, δεν είχε σχεδόν καθόλου απήχηση και χάθηκε τότε, μαζί με άλλους αφανείς ήρωες της εποχής του. Ίσως φταίει η έλλειψη προώθησης της δισκογραφικής λόγω διαφόρων θεμάτων που προέκυψαν μεταξύ της και του Lawrence, ίσως ότι δεν γράφτηκαν ξεκάθαρα τα ονόματα των μουσικών που συμμετείχαν και λόγω του τεράστιου αριθμου σπουδαίων κυκλοφοριών που υπήρχαν τη συγκεκριμένη εποχή,το όλο επιχείρημα πήγε άπατο.

Το 1980 κυκλοφόρησε ξανά και αυτοί τη φορά είχε μια συνέντευξη του Blackmore από το περιοδικό Guitar Player που ανάφερε μερικά στοιχεία για το project. Εκεί άρχισε να αναγνωρίζεται λίγο καλύτερα το όλο έργο. Τη μεγάλη αναγνώριση τη πήρε το 1991,αν και δύσκολη εποχή για το rock τότε, όταν o Lawrence του έκανε remix του μαζί με τον Peter Vince το κυκλοφόρησαν ξανά με επιπλέον κομμάτια,με καλύτερο ήχο και με τα σωστά ονόματα των συμμετεχόντων. Περισσότερες πληροφορίες για αυτόν τον σπουδαίο δίσκο θα βρείτε στο φοβερό αφιέρωμα εδώ.

1971 15237813971 ed3226c425 b 768x764

 Τώρα που κολλάει το “Jam Stew”(ή αλλιώς John’s Stew) των Deep Purple. Για τους φανατικούς ακροατές τους έχει άμεση σχέση, για τους υπόλοιπους που πιθανόν να αγνοούν ακόμα και την ύπαρξη του εν λόγο κομματιού, πουθενά πέρα του ότι δύο από τα μέλη τους συμμετείχαν στο Green Bullfrog project. To “Jam Stew” έγινε ευρέως γνωστό κυρίως από την anniversary έκδοση του “In Rock” τη δεκαετία του 90. Εκεί ακούμε σχεδόν ένα τρίλεπτο instrumental κομμάτι, με αρκετά γρήγορο tempo και με πολύ ωραία μέρη κιθάρας. Όχι όμως κάτι ιδιαίτερο μουσικά σε σχέση με τα υπόλοιπα κομμάτια του θρυλικού αυτού δίσκου. Για τους γνώστες όμως δεν είναι απλά ένα κομμάτι. Το “Jam Stew” πρώτη φορά ακούστηκε το στο BBC to 1969 και είχε κάποια αυτοσχέδια φωνητικά και ήταν μεγαλύτερο σε διάρκεια.

Το 1970 εμφανίζεται ένα κομμάτι instrumental, πάλι στο BBC, το οποίο ονομάζεται “Grabsplatter” και μοιάζει πολύ στο “Jam Stew”. To 1971 κυκλοφορεί το τραγούδι “I’m alone” σαν b-side του “Strange kind of woman” από το “Fireball”. To συγκεκριμένο κομμάτι βασίζεται επίσης στο “Jam Stew”. Επίσης στην επανέκδοση του “Fireball” τη δεκαετία του 90, υπάρχει ένα τραγούδι που λέγεται “Slow Train” που είναι επίσης παρόμοιο. Ωραία που ταιριάζουν όλα αυτά με το “Green Bullfrog”. Είναι απλό. Το κομμάτι “Bullfrog” του δίσκου είναι ένα instrumental που βασίζεται και αυτό στη μουσική του “Jam Stew”. Όταν έπαιξε το συγκεκριμένο riff ο Blackmore μπροστά στους Sullivan και Lee, τους άρεσε και αποφάσισαν να συμμετέχουν. Αξίζει να σημειωθεί ότι και το κομμάτι “Makin’ Time” του δίσκου αυτού, ήταν βασισμένο σε μια ιδέα του Lawrence και του Blackmore που την είχαν από το ξεκίνημα των Deep Purple.

Εν κατακλείδι, για άλλη μια φορά βλέπουμε τη μουσική ευφυΐα του Ritchie Blackmore, όπου με το riff και τη βασική δομή ενός κομματιού, δεν δημιουργεί άλλο ένα αλλά στο σύνολο τους πέντε κομμάτια, τα οποία έχουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά, αλλά ακούγονται το ίδιο ευχάριστα. Τη τακτική αυτή την είχε κάνει πάλι με άλλα τραγούδια όπως το “One man’s meat”(αρχική ονομασία “Stroke of midnight”) από το “The Battle Rages On” των Deep Purple που κυκλοφόρησε το 1993 και είχε παρόμοιο riff με το “L.A. Connection” των Rainbow που κυκλοφόρησε το 1978. Η τεχνική της επαναχρησιμοποίησης ιδεών έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές από πολλούς μουσικούς, αλλά δεν είχε πάντα την ίδια επιτυχία. Για περισσότερα σχετικά με το “Jam Stew” δείτε το παρακάτω πολύ ωραίο αφιέρωμα.

 

25 ΕΞΩΦΥΛΛΑ HEAVY METAL ΔΙΣΚΩΝ ΠΟΥ ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΗΚΑΝ

Περισσότερα...

Αφιέρωμα στο "Dissident Alliance" των Jag Panzer

Οι Jag Panzer σίγουρα είναι μία θρυλική μπάντα του αμερικάνικου heavy metal.Μπορεί να μην έγιναν ιδιαίτερα διάσημοι από το ευρύ κοινό, αλλά για τους μυημένους μεταλλάδες αποτελούν από τους κορυφαίους στο χώρο. Έχοντας 40 χρόνια πορείας στο χώρο, ξεκινώντας σαν Tyrant, έχουν κυκλοφορήσει δίσκους διαμάντια που έχουν εκτιμηθεί δεόντως από τους metal funs.Όμως όπως ισχύει , σε όλες σχεδόν τις μπάντες, είχαν και αυτές τις δυσκολίες τους και τις αμφιλεγόμενες κυκλοφορίες τους. Στη προκειμένη οι Jag Panzer είχαν μόνο μία, το περιβόητο με την κακή έννοια “Dissident Alliance”. Η περίπτωση του ήταν κάτι αντίστοιχο των Destruction και των κυκλοφοριών τους στις αρχές προς μέσα των 90s, δηλαδή μετά του “Cracked Brain” και της επανένωσης με τον Schmier, δηλαδή των Neo-Destruction κυκλοφοριών όπως αποκαλούν οι ίδιοι. Οι Jag Panzer μπορεί να μην αποκήρυξαν εκείνη την εποχή όπως οι Destruction,αλλά στην ουσία την έχουν κλείσει στο χρονοντούλαπο για τα καλά. Οι οπαδοί τους δε, στην καλύτερη των περιπτώσεων, την αγνοούν. Δύσκολα θα ακούσεις κάτι καλό για αυτό το δίσκο. Το ωραίο στη φάση αυτή για μένα είναι ότι αυτός ο δίσκος αποτέλεσε το πρώτο μου άκουσμα από εκείνους. Τον είχα αποκτήσει σαν συνοδευτικό ενός περιοδικού στα τέλη του 90 με αρχές του 2000. Θυμάμαι δεν μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση και μπορώ να πω ότι δεν με ενθουσίασε στην αρχή. Μετά όμως από μερικές ακροάσεις και μελέτης της ιστορίας τους και της μουσικής, άρχισε να μου αρέσει. Δεν είπα ότι είναι από τα αγαπημένα μου αλλά σίγουρα δεν το θεωρώ τόσο άσχημο όσο η φήμη του. Πιστεύω ότι σε αυτή τη περίπτωση, όπως και σε αντίστοιχες άλλες, καλό να ακούς τέτοιους δίσκους σαν αυτόνομα κεφάλαια και όχι σαν συνέχεια των προηγούμενων, απομονώνοντας οποιαδήποτε άλλη επιρροή αφήνεις μόνο τη μουσική να μιλήσει μόνη της. Καλό είναι να δεις και λίγο τις καταστάσεις που κυριαρχούσαν τότε στο συγκρότημα και γενικότερα στη μουσική, προτού προβείς στο οποιοδήποτε συμπέρασμα. Εδώ βρισκόμαστε στο 1994, με τα διάφορα κινήματα μουσικής που ήταν τότε στην ακμή τους. Το κλασσικό metal σίγουρα δεν ήταν πάντως. Μια μπάντα που σίγουρα καθόρησε των ήχο τότε των περισσότερων συγκροτημάτων, ήταν Pantera. Ο ήχος τους όπως διαμορφώθηκε τα 90s, επηρέασε πάμπολους, μερικοί κιόλας ήταν ήδη μεγάλα ονόματα και προγενέστεροι τους κιόλας, διαμορφώνοντας ένα παρακλάδι του metal που ονομάστηκε groove metal. Οι Jag Panzer στα τέλη του 80 είχαν διαλυθεί. Έχοντας κυκλοφορήσει ένα EP,μερικά demos, το θρυλικό “Ample of Destruction” και έχοντας ένα ακυκλοφόρητο δίσκο το “Chain of command” που κυκλοφόρησε πολύ αργότερα επίσημα. Το 1994 ξαναδημιουργήθηκαν με διαφορετική σύνθεση και με τους Briody και Tetley μόνο από τους παλιούς, αποφάσισαν να ηχογραφήσουν καινούργιο δίσκο. Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Ο νέος δίσκος θα αποτελούσε συνέχεια του “Ample of destruction” το οποίο είχε δοξαστεί από τους οπαδούς και είχε ανεβάσει πολύ ψηλά το πήχη των προσδοκιών τους. Η αλλαγή του τραγουδιστή επίσης ήταν μεγάλο θέμα, γιατί ένα τα χαρακτηριστικά του ήχου τους ήταν η φωνή του Conklin, o οποίος είχε αποθεωθεί και ενώ έφυγε από τη μπάντα το 1986 και αντικαταστάθηκε, όμως δεν υπήρξε κάποια επίσημη κυκλοφορία τους χωρίς αυτόν. Επίσης ο Tafolla και ο χαρακτηριστικός ήχος της κιθάρας του έλλειπε από τη νέα εκδοχή της μπάντας. Όλα αυτά μαζί σε συνδυασμό με τη κατάσταση που επικρατούσε στο metal τότε, αύξαναν το βάρος στις πλάτες των μελών και ιδιαίτερα των παλαιοτέρων, καθώς έπρεπα να ηχογραφήσουν κάτι αντάξιο του ονόματος τους και τις ιστορίας του. Θα μπορούσαν να ακολουθήσουν τον ήχο που είχαν το 80 και ο Briody να επιβάλλει στους υπόλοιπους, μιας και ήταν βασικός συνθέτης της μπάντας και ιδρυτικό μέλος, τον ήχο που ήθελε εκείνος. Όμως όπως είχε πει πολύ σωστά σε συνέντευξη του, υπερασπιζόμενος την τότε εποχή τους, οι Jag Panzer είναι συγκρότημα και όλα τα μέλη συμμετέχουν στη σύνθεση των κομματιών, δεν είναι solo μπάντα. Τα καινούργια μέλη έφεραν νέες ιδέες και ο ήχος αποφασίστηκε να οδηγηθεί σε πιο μοντέρνα μονοπάτια, ακολουθώντας της τότε προτιμήσεις του κοινού. Οπότε εδώ αν περιμένετε τον ήχο που είχαν τα 80s, ξεχάστε το. Το μόνο που έχει μείνει από τότε είναι κάποια κιθαριστικά μέρη που υπάρχουν εδώ και εκεί. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα δίσκο που έχει επηρεαστεί πολύ από Pantera. Από τα φωνητικά μέχρι το ήχο στις κιθάρες και τις συνθέσεις. Η προετοιμασία για το τι θα ακολουθήσει, ξεκινά από το εξώφυλλο, το οποίο από ότι φαίνεται έχει φτιαχτεί εξολοκλήρου στον υπολογιστή και δεν έχει καμιά σχέση με τα επικά εξώφυλλα του παρελθόντος. Με το που ξεκινά το πρώτο riff του πρώτου κομματιού, πλέον ξέρεις τι θα επακολουθήσει. Καθαρό groove metal, με φωνητικά σε στυλ Anselmo με λίγο από Hetfield σε κάποια σημεία, κιθαριστικά μέρη που ταιριάζουν με το ύφος των κομματιών, αλλά και με κάποια σημεία να θυμίζουν το παρελθόν και συνθέσεις που κινούνται όλες στο ίδιο ύφος, με εξαίρεση τη μπαλάντα “Forsaken Child”. Κύριο αίτιο κατακραυγής του δίσκου ήταν τα φωνητικά του Conca, τα οποία πέραν ότι δεν είχαν καμία σχέση με τον Conklin, θεωρήθηκαν πολύ αδύναμα και όχι τόσο καλά. Προσωπικά θεωρώ ότι δεν ήταν τόσο άσχημα. Πιστεύω ότι ταίριαζαν με τον τότε ήχο τους και έδεναν αρμονικά με τα κομμάτια του δίσκου. Δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο αλλά δεν ήταν και άσχημα. Ήταν τα κλασσικά για το συγκεκριμένο ήχο. Δεύτερο αίτιο ήταν οι συνθέσεις η οποίες θεωρήθηκαν κακιές και πρόχειρες. Δεν συμφωνώ καθόλου σε αυτό. Πιστεύω ότι τα κομμάτια είναι καλά, έχουν ωραία riff και solos και ακούγονται πολύ ευχάριστα και υπάρχουν μερικές πολύ καλές στιγμές σε αυτά. Τρίτο αίτιο ήταν ο ήχος του. Πολύ τον χαρακτήρισαν σαν “αδύναμοι Pantera”. Θεωρώ ότι ο ήχος σε όλα τα σημεία ήταν πολύ καλός για τα groove metal δεδομένα. Οι κιθάρες είχαν ωραίο τόνο, η παραγωγή αν και ξερή, όχι τόσο εντυπωσιακή, είναι αρκετά καλή και όλα τα όργανα και τα φωνητικά ακούγονται αρκετά καθαρά . Για μένα παίζει μεγάλο ρόλο να ακούω καθαρά όλα τα μέλη της μπάντας και εδώ πέρα τα ακούω μια χαρά. Το εξώφυλλο δεν είναι και το πιο εντυπωσιακό που έχω δει, αλλά δεν κρίνω ένα δώρο από το περιτύλιγμα. Η κυκλοφορία του χαρακτηρίστηκε από παταγώδη αποτυχία και κάκιστες κριτικές. Ακολούθησε μια μικρή περιοδεία και μετά στην ουσία μια διάλυση της μπάντας, με την επαναφορά τους το 1996 με επιστροφή παλαιών μελών και με τον κλασσικό metal ήχο που είχαν τα 80s. Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα τα μέλη της μπάντας που ηχογράφησε το "Dissident Alliance", εκτός του Conca και με τη Karen Kenedy στα φωνητικά, ηχογράφησαν το πρώτο demo των Karen Kenedy το 1995. Στην επόμενη και τελευταία κυκλοφορία των Karen Kenedy, η σύνθεση είχε αλλάξει τελείως και μόνο η τραγουδίστρια ήταν ίδια.To “Dissident Alliance” για μένα είναι ένας καλός groove metal δίσκος, φτιαγμένος από καλούς μουσικούς, με καλές συνθέσεις και ήχο, που απλά έπεσε σε ατυχής συγκυρίες. Αν είχε κυκλοφορήσει κάτω από άλλο όνομα και ίσως από άλλους μουσικούς, μπορεί να είχε πάει αλλιώς. Πάντως αν και δεν είμαι ιδιαίτερος fan του groove metal ήχου, δύσκολα μπορώ να ακούσω ένα ολόκληρο δίσκο τέτοιου είδους, γιατί από ένα σημείο και μετά τον θεωρώ μονότονο, αυτόν εδώ τον δίσκο τον άκουσα πολύ ευχάριστα. Προτείνεται η ακρόαση του…αμερόληπτα όμως.

Line Up:

Daniel J. Conca (R.I.P.) – φωνητικά
Mark Briody – κιθάρες
Chris Kostka – κιθάρες
John Tetley – μπάσο
Rikard Stjernquist – ντράμς

Tracklist :

1. Jeffrey – Behind the gate
2. The clown
3. Forsaken child
4. Edge of blindness
5. Eve of penance
6. Last dying breath
7. Psycho next door
8. Spirit suicide
9. GMV 407
10. The church
11. Whisper god

80’s GUITAR HEROES

 

Περισσότερα...

Αφιέρωμα στο "The Battle Rages On" των Deep Purple

Πάντοτε είχα μια αδυναμία να ασχολούμαι με της δύσκολες περιόδους μιας μπάντας, με τα χρόνια της παρακμής τους και τους αμφιλεγόμενους δίσκους τους. Θεωρώ ότι σε εκείνη τη φάση οι καλλιτέχνες κυκλοφορούν μερικές από τις καλύτερες δουλειές τους και βρίσκεις κομμάτια διαμάντια, τα οποία όμως καταλήγουν να είναι απίστευτα υποτιμημένα.

Περισσότερα...

Αφιέρωμα στο "Forbidden" των Black Sabbath

Όλοι μας έχουμε ακούσει κάποιους δίσκους που μας έχουν στιγματίσει και μας έχουν μείνει αξέχαστοι. Μπορεί να είναι κλασσικοί δίσκοι ή και δίσκοι οι πέρασαν απαρατήρητοι για τους περισσότερους, αλλά για εμάς σίγουρα όχι. Όταν ακούς το όνομα Black Sabbath σίγουρα σου έρχονται πολλά κομμάτια και δίσκοι, αλλά προφανώς σπάνια θα σου έρθει στο νου το “Forbidden”. Για τους περισσότερους αποτελεί τη χειρότερη στιγμή τους, για άλλους το κλείσιμο μιας ιδιαίτερης περιόδου για αυτούς και άλλοι το λατρεύουν.

Περισσότερα...

70’s GUITAR HEROES

70’s GUITAR HEROES

&

AXEMEN GODS OF GUITAR

 

Περισσότερα...

20+1 KISS CLASSIC SONGS BY... PAUL STANLEY

 

Περισσότερα...

12 BEST AUSTRALIAN ΗΑRD ROCK & HEAVY METAL GROUPS

Περισσότερα...