Κυριακή, 19 Μαΐου 2024, 09:57:13

ΑΛΛΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

RUNNING WILD (Albums One-By-One)

 

... THE PIRATES OF HEAVY METAL…

Η Γερμανική Heavy Metal σκηνή, μας έχει προσφέρει πολλές κι αλησμόνητες στιγμές, μουσικής ευφορίας. Μέσα στην μακροχρόνια παρουσία του Τευτονικού σκληρού ήχου, υπάρχουν συγκροτήματα που μας συνοδεύουν, αλλά και κάποια άλλα ιδιαίτερα συγκροτήματα, που αγαπηθήκαν στην χώρα μας, περισσότερο από κάποια άλλα. Όπως ας πούμε, ο Rolf Kasparek ή αλλιώς Rock N’ Rolf, (όπως θα τον ξέρετε όλοι) και όλη η παρέα του, που την ονόμασε Running Wild.
Αυτό, το Γερμανικό πειρατικό group από την πόλη Hamburg, έπλευσε στην Ευρωπαϊκή σκληρή μουσική σκηνή το 1976, υπό την καθοδήγηση του τραγουδιστή/ καπετάνιου Rolf. Το 1976, είχαν το όνομα Granite Hearts, αλλά το άλλαξαν σε Running Wild το 1979, κι όπως ίσως να ξέρετε, το όνομα τους είναι παρμένο από το ομώνυμο τραγούδι των Judas Priest, από το album “Killing Machine” (1978).
Όλα αυτά τα 48 περίπου χρόνια, ο καπετάνιος Rolf, άλλαξε περισσότερους ναύτες από κάθε άλλο πειρατικό πλοίο. Αν και στην αρχή το group, παρήγαγε ένα κάπως θα λέγαμε μέτριο Heavy Metal, με όμως άγρια ωμά φωνητικά, πάντως είναι αλήθεια ότι τα τραγούδια τους, ήταν αρκετά δομημένα. Η δημοτικότητα του συγκροτήματος, αυξήθηκε μόνον μετά από κάμποσα χρόνια, εκεί κάπου στα τέλη των 80’s και αναγνωρίστηκε η μουσική τους αξία και η αποδοχή τους, στους Heavy Metal κύκλους, ήταν τουλάχιστον καθολική. Όταν αυτοί οι μουσικοί, έπαιξαν το λεγόμενο πειρατικό Metal, έκαναν μουσική που να υπηρετεί έναν και μόνο σκοπό και αυτός ήταν να δηλώσουν την αμέριστη αγάπη, που έτρεφαν για τους πειρατές και τις πειρατικές ιστορίες. Στα album τους, είχαν στίχους που αναφέρονται κυρίως σε ναυτικές-πειρατικές ιστορίες και τα ονόματα που χρησιμοποιούσαν, ήσαν ονόματα γνωστών πειρατών της Καραϊβικής. Σε πολλά σημεία η μουσική τους έχει ή αποκτά έναν εντελώς ιδιόμορφο χαρακτήρα, που σε κάνει να νομίζεις ότι βρίσκεσαι επάνω σε κάποιο πειρατικό πλοίο της μακρινής ηρωικής, εκείνης εποχής και οι στίχοι των τραγουδιών βασίζονται, κυρίως, στις ζωές των πειρατών. Σε πολλά τραγούδια μάλιστα υπάρχουν και κάποια ηχητικά, από μάχες πάνω σε πλοία, τι στιγμή που το χτυπάνε-επιτίθενται οι πειρατές, ενώ, έχουμε κι άλλα τραγούδια που ξεκινούν με διάφορα ηχητικά εφέ και με όλα τα είδη των πειρατικών ηχητικών εφέ, σπαθιά, πυροβόλα, κραυγές, κάτι δηλαδή σαν ένα soundtrack πειρατικής ταινίας.
Η παρακάτω αναφορά στην δισκογραφία και παράλληλα στην ιστορία των Running Wild, προέρχεται από την προσωπική μου σκοπιά και μόνον και ίσως κάποιοι να διαφωνήσετε μαζί μου…
 
 

RUNNING WILD (STUDIO ALBUMS ONE-BY-ONE)

Για πολλοστή φορά ακούω ξανά τα studio albums, που ηχογράφησε το θρυλικό αυτό group, όπου μέσα από μια μοναδική χημεία, αναδύθηκε ο θρύλος που ακούει απλά στο όνομα… Running Wild. Έτσι, επανεκτιμάμε τη μουσική τους καριέρα, ακούγοντας ξανά και ξανά τους studio δίσκους, του ιστορικού αυτού σχήματος. Ένα flash-back λοιπόν, σε όλα τα studio albums των Running Wild, δεν μοιάζει με μια απλή βουτιά στο μουσικό παρελθόν τους, είναι κάτι πολύ περισσότερο, είναι κάτι πολύ-πολύ παραπάνω… Ας δούμε όμως τώρα, ένα προς ένα, όλα τα studio album που έκαναν μέχρι σήμερα, θα προσπαθήσω, να σας δώσω μια ιδέα για το πώς εξελίχθησαν καλλιτεχνικά και ποιο είναι το μουσικό περιεχόμενο καθενός, από τα album. Επανεκτιμάμε λοιπόν, τη μουσική καριέρα τους, ακούγοντας ξανά τα albums τους σε βινύλιο, για την καλύτερη μέγιστη ηχητική απόδοση…

 

GATES TO PURGATORY
(26-December-1984)
SIDE I: “Victim Of States Power”, “Black Demon”, “Preacher”, “Soldiers Of Hell”.
SIDE II: “Diabolic Force”, “Adrian S.O.S.”, “Genghis Khan”, “Prisoner Of Our Time”.
LINE-UP: Rock N’ Rolf – Vocals/ Guitar, Gerald Warnecke – Guitar, Stephan Boriss – Bass & Wolfgang Hagemann – Drums.
Δεν μπορώ να επιλέξω ποιο είναι το καλύτερο, μεταξύ των δύο πρώτων κυκλοφοριών των Running Wild, γιατί και τα δύο είναι κορυφαίες Heavy Metal κυκλοφορίες και τα δύο προφανώς, δημιουργήθηκαν μ’ ένα γνήσιο πάθος και φωτιά. Το Metal ήταν ακόμη τότε παρθένο και αγνό, αλλά ήταν αδιάλυτο και καθαρό, αφού ήταν απαλλαγμένο από τον ελιτισμό που έχει σήμερα, χωρίς προδιάθεση, χωρίς ετικέτες όπως nu metal, deathcore ή post-rock και το σημαντικότερο έφερε, μια νέα πνοή στη μουσική. Εξακολουθώ, να έχω έναν τεράστιο σεβασμό για την παλιά 80’s Heavy Metal σκηνή, για το νεανικό και αχαλίνωτο πάθος, που είχαν τότε και που τόσο έχει χαθεί σήμερα. Πίσω όμως, στην Metal μουσική με αυτή την κυκλοφορία των Running Wild… αυτό είναι ένα σχεδόν άψογο LP που θα ακούσουν τα αυτιά σας,  ήταν το παρθενικό album των Γερμανών, που εκείνη την εποχή προσπαθούσαν να υιοθετήσουν ένα σκοτεινό και κάπως διαβολικό image. Εκτός από τον τίτλο, ο δίσκος αυτός χαρακτηρίζεται κλασικός όχι μόνον για ιστορικούς λόγους, αλλά και λόγω των συνθέσεων που περιέχει, το “Genghis Khan” ας πούμε, είναι το καλύτερο και το πιο επικό τραγούδι εδώ. Αλλά και τα υπόλοιπα τραγούδια όπως τα… “Prisoner Of Our Time”, “Victim Of States Power”, “Wapurgis Night”, “Soldiers Of Hell”, “Black Demon”, αλλά και το “Adrian (Son Of Satan)”, δεν είναι πολύ πίσω από τα να χαρακτηριστούν απλά κλασικά και διαχρονικά. Όλα τους, δίνουν αμέσως το στίγμα της μουσικής αυτού του μουσικού συνόλου, που είναι χαραγμένα στα αυλάκια του βινυλίου, ιδιαίτερα καταιγιστικά τραγούδια. Θα μπορούσα να σας πω, τι κάνει αυτά τα τραγούδια τόσο σπουδαία, είναι τα κιθαριστικά riffs, τα χορωδιακά μέρη που τα τραγουδούν όλοι μαζί, αλλά και το λυρικό περιεχόμενο. Με απλά λόγια, είναι φοβερά τραγούδια που θα σας κάνουν να θέλετε, να κάνετε ατελείωτο headbanging, ένας must-have κλασικός δίσκος.
 
 
BRANDED AND EXILLED
(1-October-1985)
SIDE I: “Branded And Exiled”, “Gods Of Iron”, “Realm Of Shades”, “Mordor”.
SIDE II: “Fight The Oppression”, “Evil Spirit”, “Marching To Die”, “Chains And Leather”.
LINE-UP: Rock N' Rolf – Vocals/ Guitar, Majk Moti – Guitar, Stephan Boriss – Bass & Wolfgang Hagemann – Drums.
Τόσο καλό όσο ήταν και το ντεμπούτο τους, γιατί τότε πολύ απλά ήταν, ένα πολύ διαφορετικό σχήμα κατά την έναρξη της καριέρας τους. Ακόμη, δεν είχαν υιοθετήσει την εικόνα των πειρατών και έτσι δικαιολογημένα θεωρούνται ως ένα από τα πιο καυτά και πιο δαιμονικά εμπνευσμένα Ευρωπαϊκά Heavy Metal συγκροτήματα. Αυτό, το δεύτερο album τους, είναι πραγματικά γεμάτο σκληρό Metal, κινούμενο όπως το γρηγορότερο και πιο άμεσο ντεμπούτο τους “Gates Of Purgatory”. Το “Branded And Exiled”, έχει επιθετικούς ύμνους, ενώ, εξακολουθεί να είναι πολύ αληθινό και άμεσο, κυρίως με τους γρήγορους κιθαριστικούς ρυθμούς, με επικεφαλής τραγουδιστή Rock N’ Rolf (Kasparek). Σκληρός, Ευρωπαϊκός σφυρηλατημένος Heavy Metal ήχος, που τον εγκατέλειψαν προτού να έχει καν ακόμη διαμορφωθεί, που όμως εδώ, θέτουν τις βάσεις γι’ αυτό που θα επακολουθούσε. Λοιπόν, το εν λόγο δισκογραφικο πόνημα δεν ξεπερνά τον προκάτοχο του, αλλά οι πολεμοχαρείς Running Wild ξαναχτυπούν με ύμνους όπως τα… “Fight The Oppression”, “Gods Of Iron”, “Evil Spirit”, “Marching To Die”, “Mordor” και “Chains And Leather”, πάρτε αυτό ως μούσα και προχωράμε για το επόμενο studio album που ήταν το…
 
 
UNDER JOLLY ROGER
(February-1987)
SIDE I: “Under Jolly Roger”, “War In The Gutter”, “Raw Ride”, “Beggar's Night”. SIDE II: “Raise Your Fist”, “Land Of Ice”, “Diamonds Of The Black Chest”, “Merciless Game”.
LINE-UP: Rock N' Rolf – Vocals/ Guitar, Majk Moti – Guitar, Stephan Boriss – Bass & Wolfgang Hagemann – Drums.
Από αυτό το album, ξεκίνησε το Πειρατικό μουσικό και στιχουργικό θέμα των Running Wild και τώρα μετρά αισίως πάνω από 35 χρόνια. Το “Under Jolly Roger”, είναι όμως μια πιο μελωδική προσπάθεια από ότι ήταν τα δύο προηγούμενα album του group, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει αυτός ο απλός γρήγορος Heavy Metal ήχος, που βρέθηκε και στις προηγούμενες κυκλοφορίες. Ο ήχος γενικά είναι ένα μίγμα πρώιμης Metal ταχύτητας και του επικού και μελωδικού ήχου του σχήματος, “Diamonds Of The Black Chest”, “Merciless Game” και “Beggar’s Night”, είναι όλα τους, εξαιρετικές γρήγορες μελωδίες με απόλυτη εγγύηση. Δύο όμως, είναι οι πιο σημαντικές στιγμές αυτού του LP, το ομότιτλο “Under Jolly Roger”, το οποίο ξεκινάει μ’ ένα πειρατικό intro και εξελίσσεται σ’ ένα τρομερό σε ταχύτητα τραγούδι, με λαμπερά κιθαριστικά riffs και πιασάρικη μουσική. Και το καλύτερο τραγούδι μετά το ομώνυμο είναι το “Raise Your Fist”, μ’ ένα κιθαριστικό riff και solo που απλά είναι δολοφονικά και ένα από τα καλύτερα χορωδιακά ρεφρέν που θα ακούσατε και που έγιναν ποτέ… ένα από τα αγαπημένα τραγούδια του group, όλων των εποχών. Ο Rock N' Rolf, επέλεξε μια ηχητική ατμόσφαιρα που θα στιγματίσει το συγκρότημα, αλλά κι αυτόν το ίδιο για πάντα και θα την κρατήσει μέχρι και σήμερα, αφού τη χρησιμοποιεί ως βασικό μουσικό χαρακτηριστικό, ακόμη. Συνολικά, είναι ένα από τα καλύτερα δισκογραφικά έργα των Running Wild, που έγιναν ποτέ μια εξαιρετική προσπάθεια, διαχρονικό και συνάμα κλασικό.
 
PORT ROYAL
(26-September-1988)
SIDE I: “Port Royal”, “Raging Fire”, “Into The Arena”, “Uaschitschun”, “Final Gates”.
SIDE II: “Conquistadores”, “Blown To Kingdom Come”, “Warchild”, “Mutiny”, “Calico Jack”.
LINE-UP: Rock N’ Rolf – Vocals/ Guitar, Majk Moti – Guitar, Jens Becker – Bass & Stefan Schwarzmann – Drums.
Μετά το καλό live album, “Ready For Boarding” του 1987, έχουμε αυτό το εξαιρετικό studio LP, τευτονικού Heavy Μetal με ιστορίες πειρατών. Στην πραγματικότητα οι Running Wild ήταν το πρώτο Ηeavy Μetal συγκρότημα που έχει πραγματικές πειρατικές ιστορίες, σε κάθε τραγούδι του και όχι ένα ή δύο σ’ ένα μόνο album. Μεγάλο συγκρότημα με εξίσου σπουδαία δισκογραφικά έργα, ειδικά στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ήταν η αιχμή του δόρατος γι’ αυτό το θρυλικό Γερμανικό σχήμα. Ήταν όμως και το “Port Royal”, που βοήθησε τα μέγιστα για να γίνουν μεγάλοι ως group. Ένα διάσημο album πάντα βοηθά προς την επιτυχία, προσφέρετε για μια δοκιμή και ακρόαση που αξίζει το κάθε δευτερόλεπτο, μια πραγματικά σημαδιακή κυκλοφορία. Επίσης, η μουσική εδώ, είναι αρκετά περίπλοκη σε κάποια μέρη, για ένα Heavy Metal συγκρότημα, ακούστε το instrumental “Final Gates” καθώς και το ομότιτλο “Port Royal” ή το “Uaschitschun”. Απλά, το “Port Royal” ως δίσκος, ήρθε για να σαρώσει τα πάντα στο πέρασμα του, από την εισαγωγή έως το τελευταίο δευτερόλεπτο, το βινύλιο θα λιώσει στο πικάπ σας. Έχουμε να κάνουμε με μια Heavy Metal πανδαισία, τραγούδια που έμειναν στην ιστορία, όπως τα… “Raging Fire”, “Into The Arena” και τον θρυλικό ύμνο “Conquistadores”. Τώρα ο Rolf, έχει ενσωματώσει πλήρως το πειρατικό ύφος στους Running Wild και οι στίχοι ακολουθούν ανάλογη πορεία. Σίγουρα, είναι ο πιο ώριμος και ο πιο βαρύς και καλοσχηματισμένος δίσκος του group… το “Port Royal” είναι ένα βήμα μπροστά στην καριέρα τους. Ένα σπουδαίο LP, που ονειρεύεται να έχει ο κάθε Ηeavy Μetal fan στην δισκοθήκη του, αν είχαν τα μουσικά όργανα εκείνη την εποχή, αυτόν το ήχο, θα έπαιζαν οι παλιοί πειρατές ενώ, βρισκόταν στη θάλασσα.
 
DEATH OR GLORY
(8-November-1989)
SIDE I: “Riding The Storm”, “Renegade”, “Evilution”, “Running Blood”, “Highland Glory (The Eternal Fight)”.
SIDE II: “Marooned”, “Bad To The Bone”, “Tortuga Bay”, “Death Or Glory”, “Battle Of Waterloo”.
LINE-UP: Rock N’ Rolf – Vocals/ Guitar, Majk Moti – Guitars, Jens Becker – Bass & Ian Finlay – Drums.
Η κυκλοφορία του “Death Or Glory”, από τους Γερμανούς Running Wild, όπου είναι και το πέμπτο τους studio LP, είναι αυτό που τους έκανε ακόμη, πιο πολύ διάσημους. Ήταν το πρώτο album τους, που χτύπησε τα charts και μέχρι σήμερα αναφέρεται συχνά ως η κορυφή του group στους καταλόγους, αλλά και ως ένα ορόσημο του Power Metal. Με αυτό τον δίσκο, έφτασαν στο ζενίθ, ότι άρχισαν με το προηγούμενο studio LP ολοκληρώθηκε εδώ, είναι ένα αμιγές δισκογραφικό έργο, η ωριμότητα του group διαφαίνεται ολοκάθαρα, αφού, έχουν συλλέξει τόσα πολλά και καλά τραγούδια. Μέχρι και σήμερα το “Death Or Glory” είναι το μόνο LP που από πολλούς θεωρείτε ως το magnus opus τους, ο δίσκος παραδίδει πολλά τραγούδια γεμάτα από αστραπή και πιασάρικα ρεφρέν αλλά και μελωδίες. Ίσως το καλύτερο τραγούδι του album να είναι κατά πάσα πιθανότητα το “Riding The Storm”, ένα τραγούδι που δείχνει τι πραγματικά είναι οι Running Wild, έχει σπουδαία κιθαριστικά riffs, σπουδαία solo και ένα πολύ συναρπαστικό και ισχυρό χορωδιακό ήχο. Άλλα σπουδαία τραγούδια είναι τα… “Bad To The Bone”, “The Battle Of Waterloo”, το επικό “Death Or Glory”, το ενδιαφέρον οργανικό “Highland Glory (The Eternal Fight)”, “Marooned”, “Renegade” και το “Running Blood”. Οι Running Wild εδώ, συνεχίζουν και παίζουν το λεγόμενο «Pirate Metal» και μάλιστα μερικά από τα κιθαριστικά riffs και τα solo έχουν ένα πειρατικό ηχητικό vibe, επίσης το τραγούδι “Tortuga Bay”, ασχολείται αποκλειστικά με πειρατικά θέματα. Και δεν είναι μυστικό ότι ο κιθαρίστας και τραγουδιστής του group, Rolf είναι συλλέκτης πειρατικών κοστουμιών και άλλων συναφή πραγμάτων, έτσι, το “Pirate Metal” είναι ένας απόλυτα κατάλληλος όρος για τον ήχο των Running Wild.
 
BLAZON STONE
(4-April-1991)
SIDE I: “Blazon Stone”, “Lonewolf”, “Slavery”, “Fire & Ice”, “Little Big Horn”.
SIDE II: “White Masque”, “Rolling Wheels”, “Bloody Red Rose”, “Straight To Hell”, “Heads Or Tails”.
LINE-UP: Rock N’ Rolf – Vocals/ Guitar, Axel Morgan – Guitar, Jens Becker – Bass & AC – Drums.
Ένα πολύ καλό album, από τους Running Wild, ήταν το αμέσως επόμενο δισκογραφικό έργο, που κυκλοφόρησαν μετά την πιο επιτυχημένη και διάσημη κυκλοφορία τους, “Death Or Glory”. Η παραγωγή, είναι πραγματικά φανταστική εδώ και συνεισφέρει τα μέγιστα, σε μια πολύ μεγάλη και κλασική κυκλοφορία. Τα περισσότερα τραγούδια έχουν μερικά εκπληκτικά κιθαριστικά riffs και οι περισσότερες από τις χορωδίες είναι επίσης, τέλειες. Το “Lonewolf”, το “Blazon Stone”, το “White Masque”, το “Fire & Ice”, αλλά και το “Rolling Wheels” είναι μερικά από τα καλύτερα τραγούδια, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος του υλικού όλου του δίσκου, είναι πραγματικά πολύ δυνατό. Το συγκρότημα, έχει αρχίσει να έχει επιτυχία και είναι εύκολο να ακούσουμε ότι έχει αρχίσει να έχει έναν πιο γυαλισμένο και εμπορικό ήχο, χωρίς να είναι όμως καθόλου μα καθόλου κακός. Όλα τα τραγούδια εξακολουθούν ν’ ακούγονται 100% ως Running Wild, αλλά το πράγμα που κρατάει αυτόν τον σκληρό ήχο, είναι η ακατέργαστη κατά έναν τρόπο, φωνή του Rock N’ Rolf. Ο Kasparek, δεν είναι ευλογημένος και με τη καλύτερη φωνή στη γη και δεν θα με εξέπληττε αν η δισκογραφική εταιρεία, του ζητούσε να πάρει έναν τραγουδιστή, αν όμως το έκανε ποτέ αυτό ο Rolf, δεν θα το συγχωρούσα ποτέ, η ωμή φωνή του, ταιριάζει απόλυτα και τέλεια με την μουσική του συγκροτήματος. Πίσω στη μουσική τώρα, το “Blazon Stone” είναι ένα απίστευτα ισχυρό LP, αδύνατα σημεία δεν υπάρχουν σε τούτο το album, κανένα από τα τραγούδια δεν είναι κακό, όλα τα τραγούδια φαίνονται απαραίτητα σε κάθε best-of album του group. Κορυφαίο… τέτοια LP σίγουρα δεν βγαίνουν κάθε χρόνο, κάθε φορά που το ακούω, σκέπτομαι ότι πρέπει να το συνιστώ σε όλους τους λάτρεις, του κλασσικού Ηeavy Μetal.
 
PILE OF SKULLS
(21-October-1992)
SIDE I: “Whirlwind”, “Sinister Eyes”, “Black Wings Of Death”, “Fistful Of Dynamite”, “Roaring Thunder”.
SIDE II: “Pile Of Skulls”, “Lead Or Gold”, “Jennings' Revenge”, “Treasure Island”. LINE-UP: Rock ‘N’ Rolf – Vocals/ Guitar, Axel Morgan – Guitar, Thomas Smuszynski – Bass & Stefan Schwarzmann – Drums.
Ένα χρόνο πριν το 1991, κυκλοφορούν τη συλλογή “The First Years Of Piracy”, με επαναηχογραφημένο το φοβερό “Prisoner Of Our Time”. Το νέο studio LP ξεκινά με μια εξαιρετική εισαγωγή, που θέτει τις βάσεις για την σωστή διάθεση και έτσι γνωρίζετε ότι αυτό θα είναι, άλλο ένα κλασικό album, πριν ακριβώς αρχίσει. Τα τραγούδια είναι όλα ενεργητικά και πολύ καλά, με το γνωστό κιθαριστικό riffing σήμα κατατεθέν του Rolf Kasparek, ενώ τα φωνητικά του είναι η ίδια η διαπραγμάτευση, για το τόσο μεγάλο album (όσο τα πριν), μπορεί να είναι κι αυτό δεν είναι τίποτα. Οι χορωδίες και τα ρεφρέν είναι τόσο μεγάλα όσο και οι Running Wild, τα τύμπανα όπως μας παραδίδονται εδώ, είναι απλά μοναδικά. Ακόμα, θα μπορούσατε να πείτε ότι αυτό που είναι τόσο μεγάλο εδώ, είναι οι συνθέσεις, ναι ακριβώς αυτό, τα τραγούδια είναι όλα μεγάλα χωρίς κάποιους περίεργους ή ανεπιτυχής πειραματισμούς. Όλα χτύπησαν με το δεξί στο κεφάλι, το LP περιέχει καλές συνθέσεις, που από δω και στο εξής θα καθιερωθούν, επίσης βοηθά και η καλή παραγωγή, αλλά και το τέλειο εξώφυλλο. Θα σας χτυπήσουν στο κεφάλι τα σκληρά τραγούδια “Whirlwind”, “White Buffalo”, το ομώνυμο “Pile Of Skulls”, αλλά και το μακροσκελές έπος “Treasure Island”. Το “Roaring Thunder” είναι λίγο πιο αδύναμο, αλλά τ’ άλλα δεν είναι, έτσι έχετε όλα όσα μπορείτε να περιμένετε από ένα κλασικό Ηeavy Μetal δίσκο, των Running Wild. Λοιπόν, δεν υπάρχει κάτι απόλυτα κακό σε τούτο το δισκογραφικό έργο των Γερμανών πειρατών, καλύψτε ένα από τα μάτια σας, ανοίξτε ένα μπουκάλι ρούμι και πετάξτε πάνω στη θάλασσα, με τον Rock 'Ν' Rolf και τους πειρατές του. Η μουσική τους θέτει την τέλεια διάθεση, χαλαρώστε με την ησυχία σας, οι Running Wild είναι εδώ, κλασικά θα παραμείνει στην μνήμη σας.
 
BLACK HAND INN
(24-March-1994)
SIDE I: “The Curse”, “Black Hand Inn”, “Mr. Deadhead”, “Soulless”, “The Privateer”.
SIDE II: “Fight The Fire Of Hate”, “The Phantom Of Black Hand Hill”, “Freewind Rider”, “Powder & Iron”, “Dragonmen”.
LINE-UP: Rock N’ Rolf – Vocals/ Guitar, Thilo Hermann – Guitar, Thomas Smuszynsky – Bass & Jörg Michael – Drums.
Καλώς ήρθατε στην πειρατική ταβέρνα, ορισμένες από τις μεγαλύτερες και καλύτερες συνθέσεις των Running Wild εμφανίζονται σε αυτό το album. Αρχίζουμε με μια εντυπωσιακή εισαγωγή “The Curce”, που θέτει τη διάθεση για όλο το LP, μερικά μεγάλα υπέροχα κιθαριστικά riffs με το καλημέρα και μπάσο επίθεση του Γερμανικού παραδοσιακού Heavy Μetal. Το “Black Hand Inn”, έχει μέσα του, πολύ ρυθμό και αξέχαστες χορωδίες όλη την ώρα, με μερικές από τις πιο σημαντικότερες στιγμές στον κατάλογο τους και την καριέρα τους. Τα κιθαριστικά riffs του Rolf, απλώς βαδίζουν προς τα εμπρός και ακολουθούν τα δολοφονικά τύμπανα. Ένα από τα πιο λαμπερά albums των Running Wild, που θα πρέπει σίγουρα να το τσεκάρετε. Ο χρόνος μπορεί να έχει αλλάξει πια (90’s), αλλά ο σκληρός και δύστροπος χαρακτήρας του Rock N’ Rolf, δεν φαίνετε να έχει αλλάξει, έχει μείνει πίσω στα 80’s. Έτσι λοιπόν, το “Black Hand Inn” είναι σίγουρα και χωρίς καμία μα καμία αμφιβολία ένα μεστό δισκογραφικό έργο.  Εκτός από το ομότιτλο τραγούδι “Black Hand Inn”, τα… “The Privateer”, “Freewind Rider” και “The Phantom Of The Black Hand Inn”, είναι οι κορυφαίες στιγμές του LP, αλλά το “Genesis (The Making And The Fail Of Man)”, είναι ένα ξεχωριστό και μοναδικό έπος, που υπάρχει μόνον στο CD. Οι Running Wild είχαν πάντα μια αρκετά σταθερή δισκογραφική σταδιοδρομία και τα 80’s και 90’s album τους, ποτέ δεν έπεφταν κάτω του μετρίου, όλα είχαν ένα καλό μουσικό επίπεδο. Δεν έχουν ανταγωνισμό, δεν έχασαν πότε το μουσικό-ηχητικό δρόμο τους, (εκτός από μερικές πρόσφατες περιπτώσεις), αλλά το “Black Hand Inn”, είναι για εκείνους που ψάχνουν για το καλό 80’s old-school Heavy Metal, μέσα στα σαθρά 90’s. Άλλος ένας classic Running Wild δίσκος, τα φωνητικά του Rolf είναι σαφώς καλύτερα, ενώ, οι στίχοι είναι πιο ώριμοι και καλογραμμένοι και τα μεγάλα κιθαριστικά riffs κάνουν αυτό το LP, ένα εξαιρετικό κομμάτι του Ηeavy Μetal. Το “Black Hand Inn” συνοψίζει ακριβώς αυτό το Heavy Metal, που μπορεί να παράγει το group, αυτό το τερατώδες LP, ακολουθεί το καταπληκτικό “Pile Of Skulls”, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο… χωρίς κανένα αδύναμο σημείο.
 
MASQUERADE
(30-October-1995)
SIDE I: “The Contract/ The Crypts Of Hades”, “Masquerade”, “Demonized”, “Black Soul”, “Lions Of The Sea”, “Rebel At Heart”.
SIDE II: “Wheel Of Doom”, “MetalHead”, “Soleil Royal”, “Men In Black”, “Underworld”.
LINE-UP: Rock N’ Rolf – Vocals/ Guitar, Thilo Hermann – Guitar, Thomas Smuszynski – Bass & Jörg Michael – Drums.
Ποιος σας είπε ότι μέσα στην (γελοία μουσικά), δεκαετία του ’90 δεν είχαμε καλά, ή δεν κυκλοφόρησαν σπουδαία Heavy Metal albums; Ιδού η απόδειξη. Οι Γερμανοί συνεχίζουν ακάθεκτοι, με τέλεια χορωδιακά τραγούδια και στο 9ο studio album τους, αλλά έχουν αλλάξει πια δισκογραφική εταιρεία και από την Noise τώρα είναι στην Gun. Οι Running Wild δεν αποτυγχάνουν ποτέ, το “Masquerade”, είναι άλλο ένα πολύ εξαιρετικό album στον μακρύ, πλούσιο και καλό κατάλογο τους. Εδώ, έχουμε και πάλι το κλασικό στυλ της μουσικής των Πειρατών, τα μεγάλα κιθαριστικά riffs και η εξαιρετική αίσθηση του solo, χωρίς, να υπάρχουν κάποιες πραγματικές ή φανταστικές εκπλήξεις, αλλά τους αγαπάμε, γιατί πάντα ήταν συνεπείς και πάντα αξιόπιστοι στον ήχο τους και την μουσική τους. Ο Rock Ν’ Rolf με το “Masquerade”, εδραιώνει τους Running Wild, όπως είχε ήδη κάνει νωρίτερα στη δεκαετία του ’90 με το “Blazon Stone” και το “Black Hand Inn”, αποδεικνύοντας ότι το Heavy Metal, συνεχίζει και θα συνεχίζει να είναι πιο ζωντανό από ποτέ. Το album ξεκινά με την εισαγωγή “The Contract/ The Crypt Of Hades”, δίνοντας έτσι χρόνο για να καταστρέψουν τα πάντα με τα εξαιρετικά γρήγορα κιθαριστικά Riffs.  Το LP συνεχίζει ακάθεκτο, με τρομερά τραγούδια γεμάτα ενέργεια, μερικές δυνατές στιγμές που ξεχωρίζουν από χιλιόμετρα είναι οι… “Black Soul”, “Lions Of The Sea”, “Wheel Of Doom”, “Metalhead” και το ομώνυμο “Masquerade”. Ενώ, και τα “Rebel Heart”, “Demonized” στέκονται πολύ καλά, έχουν την επιθετικότητα που χρειάζεται. Οι στίχοι του Kasparek έχουν πέσει σαν γάντι, όπου αντιπροσωπεύουν τις μάσκες της εξουσίας, της θρησκείας και της πολιτικής, το ύφος της όλης δουλειάς είναι πολύ κοντά στο “Black Hand Inn”. Αυτό το δισκογραφικό έργο αποδεικνύει, ότι ο χρόνος έκανε πολύ καλό στους Running Wild, δείχνοντας για άλλη μια φορά τη σημασία που έχει το Πειρατικό Heavy Metal, στη σκηνή του Metal κόσμου. Μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια καριέρας, δεν έχουν καταφέρει και λίγα, αφού, δεν είναι και λίγα τα συγκροτήματα που τους αναφέρουν ως την κύρια επιρροή τους.
 
THE RIVARLY
(9-February-1998)
CD: “March of the Final Battle (The End of All Evil)”, “The Rivalry”, “Kiss Of Death”, “Firebreather”, “Return Of The Dragon”, “Resurrection”, “Ballad Of William Kidd”, “Agents Of Black”, “Fire & Thunder”, “The Poison”, “Adventure Galley”, “Man On The Moon”, “War & Peace”.
LINE-UP: Rock N’ Rolf – Vocals/ Guitar, Thilo Hermann – Guitar, Thomas Smuszynski – Bass & Jörg Michael – Drums.
Τι πω, απλά αυτοί οι τύποι συνεχίζουν να κάνουν όλο και πιο φανταστικές κυκλοφορίες. Η αντιπαλότητα δεν αποτελεί εξαίρεση και αυτή τη φορά οι Γερμανοί πραγματικά ξεπερνούν τους εαυτούς τους, για άλλη μια φορά ο Rolf και οι Running Wild έκαναν μια έξυπνη κίνηση. Ο καπετάνιος Kasparek, κατάφερε να σηκώσει για άλλη μια φορά τη Πειρατική σημαία ψηλά στον ιστό της και χρησιμοποιείται με εξαιρετικό τρόπο. Μετά την γνωστή εισαγωγή με το “March Of The Final Battle (The End Of All Evil)”, ακολουθεί το ομότιτλο τραγούδι το “The Rivarly”, που δείχνει απλά πόσο εκπληκτικό είναι αυτό το συγκρότημα. Θεωρώ, ότι είναι φανταστικό το πώς οι Running Wild είναι αρκετά ικανοί όσον αφορά την τεχνική της κιθάρας, αν και τείνουν να επαναλαμβάνουν λίγο τον εαυτό τους, σε μια σχετικά μικρή κλίμακα, αν και ποτέ ο Rolf δεν ήταν ένας μεγάλος ήρωας της κιθάρας μας έδωσε όμως μερικά απίστευτα κιθαριστικά riffs, που άφησαν ιστορία. Αυτό ωστόσο, ξεπερνιέται εύκολα από την καθαρή ποιότητα των τραγουδιών τους όπως τα… “Kiss Of Death”, “Return Of The Dragon” και “Ballad Of William Kidd”. Ο Rolf Kasparek, παρουσιάζει για άλλη μια φορά το απίστευτο ταλέντο του σε αυτό το album, καθιστώντας ως άλλο ένα κλασικό στην μακρόχρονη ιστορία του, πάντως, τούτο το album είναι μια άξια προσθήκη σε οποιαδήποτε Metal συλλογή. Αν και ο ήχος τους, έχει αλλάξει δεν είναι όπως ήταν ας πούμε στα ’88-΄89, πάντως, ήταν πολύ καλύτερος από πολλά Ρower Μetal albums της εποχής και στην πραγματικότητα είναι ένα πολύ ωραίο, δυναμικό και δυνατό album. Υπάρχει μια καλή ισορροπία σε όλα τα τραγούδια του δίσκου, οι μελωδίες είναι καλές και πολύ καλά μελετημένες και το συγκρότημα μπορεί ακόμη να σου προσφέρει ένα σφίξιμο, όταν πρόκειται ν’ ακούσεις δυνατά το “The Rivarly”. Θα έλεγα, ότι αυτό το album, έχει αρκετή δημιουργικότητα και καινοτόμες στιγμές όταν πρόκειται για το λεγόμενο Power Metal, γενικότερα και σε καμία περίπτωση τούτο το album, δεν το έχω βαρεθεί. Πολύ συμπαγές, που ακούγεται το ίδιο καλά ακόμα και τώρα, ύστερα από 26 χρόνια μετά την κυκλοφορία του. Είναι το μόνο τους album, που δεν έχει κυκλοφορήσει σε κανονικό βινύλιο, (παρά μόνον, σε limited edition picture disc, με 4 τραγούδια, όμως).
 
VICTORY
(10-January-2000)
SIDE I: “Fall Of Dorkas”, “When Time Runs Out”, “Timeriders”, “Into The Fire”, “Revolution”, “The Final Waltz”, “Tsar”.
SIDE II: “The Hussar”, “The Guardian”, “Return Of The Gods”, “Silent Killer”, “Victory”.
LINE-UP: Rock N’ Rolf – Vocals/ Guitar, Thilo Hermann – Guitar, Thomas Smuszynski – Bass & Angelo Sasso – Drums.
Η νέα χιλιετία για τους Running Wild μπαίνει νομίζω παραγωγικά, με άλλο ένα κλασσικό, ηχητικά Γερμανικό Heavy Metal LP. Ήχος ξανά, για όλα τα Πειρατικά πράγματα και θέματα που αρέσουν, αλλά κι άλλο ένα σχετικά ξεχασμένο κόσμημα του μακρινού παρελθόντος του Metal. Φυσικά, το πόσοι το αγόρασαν όταν βγήκε ούτε λόγος, τέλος πάντων, δεν είναι ένα κακό album, ειδικά για τους παλιότερους οπαδούς του σχήματος, ενώ, οι πιο νεώτεροι είχαν ήδη φύγει ή είχαν ξεπουλήσει την αγάπη τους, στη σύγχρονη Metal μουσική μόδα. Όμως, για τους οπαδούς των Running Wild που ήταν για πάντα δίπλα τους και τους στήριζαν, αυτή η δισκογραφική δουλειά, ήταν μια βαριά κυκλοφορία, με ταχύτητα και δύναμη. Αυτό που κάνει αυτό το album να ξεχωρίσει, είναι το νέο μυθιστόρημα των Πειρατών σε μερικούς από τους στίχους, αλλά και το μείγμα των τραγουδιών με mid-tempo τραγούδια, με ωραίες μελωδίες και πιασάρικες χορωδίες. Έτσι, μετά από πολλά δισκογραφικά έργα υψηλής ποιότητας, με τραγούδια με σχεδόν στο ίδιο ύφος, κάποιο από τα υλικά αυτού του album είναι κάπως διαφορετικό. Σε μερικούς ίσως, ν’ ακούγεται κουρασμένο και επαναλαμβανόμενο, το οποίο συνέβη σε κάποια albums, αλλά οι Γερμανοί αυτόν το ήχο έχουν, είτε το θέλουμε είτε όχι, πάει και τέλος. Στην αρχή της νέας χιλιετίας, ο Rolf ήρθε με μια συνέχεια ενός εξαιρετικού album, αν και τα φωνητικά του ακούγονται λιγότερο ενεργητικά, αλλά προσθέστε ότι δεν έχει αλλάξει πραγματικά τη φωνητική του φόρμουλα, από το “Port Royal” και αυτό θεωρείται, ως ένας άθλος. Υπάρχουν ακόμη, μερικά πιασάρικα κιθαριστικά riffs και χορωδιακά μέρη διασκέδασης για να τραγουδήσουμε όλοι μαζί, όπως γίνετε με τα τρία πρώτα τραγούδια τα… “Fall Of Dorkas”, “When Time Runs Out”, “Timeriders”. Υπάρχουν όμως και οι άγριοι ρυθμοί που θα αγαπήσουν οι οπαδοί του group, όπως γίνετε στο “Return Of The Gods”, άλλα σπουδαία τραγούδια είναι τα… “Into The Fire” και “The Guardian”, που αρκούν για να σε τραβήξουν στο ν’ αγοράσεις τούτο το LP. Στο album, υπάρχει πάντως μια πραγματική βρωμιά και μια επανάσταση, το “Victory” ξεχωρίζει, ως η αρχή μιας κατάβασης των Running Wild σε περισσότερο Hard Rock, προσανατολισμένο υλικό. Οι παλιοί οπαδοί σίγουρα θα βρουν κάποιο καλό συνθετικό υλικό εδώ και θα τους δώσουν μια ευκαιρία, αλλά, οι πιο νεοφερμένοι στο συγκρότημα, τους συνιστώ να ξεκινήσουν καλύτερα από τα πιο παλιά 80’s και 90’s albums των Running Wild, που είναι πολύ καλύτερες ως επιλογές.
 
THE BROTHERHOOD
(25-February-2002)
SIDE I: “Welcome To Hell”, “Soulstrippers”, “The Brotherhood”, “Crossfire”, “Siberian Winter”, “Detonator”.
SIDE II: “Pirate Song”, “Unation”, “Dr. Horror”, “The Ghost”.
LINE-UP: Rock N’ Rolf – Vocals/ Guitar, Peter Pichl – Bass & Angelo Sasso – Drums.
Δεν καταλαβαίνω γιατί αυτό το album, δεν παίρνει καλές κριτικές σε σχέση με τα περισσότερα albums των Running Wild. Σίγουρα, το προηγούμενο “Victory”, ίσως να ήταν το πιο αδύναμο της καριέρας του Rolf και της παρέας του, αλλά το “The Brotherhood”, δεν σημαίνει ότι έχει αδύναμα τραγούδια. Δεν υπάρχει τίποτα που να διαφέρει από τα περισσότερα δισκογραφικά πονήματα των Γερμανών, έχει ακριβώς το ίδιο groovy, φορτωμένο με διασκέδαση που έκαναν οι Running Wild τόσο ευχάριστα όλα αυτά τα χρόνια. Υπάρχει μόνον ένα τραγούδι, που προτιμώ να παραλείψω, το σχετικά ανόητο “Unation”. Ωστόσο, το υπόλοιπο LP, πατάει εκεί ακριβώς που θα περιμένατε να πατήσει ο Rolf, συμπεριλαμβανομένου ενός επικού ήχου, ας πούμε το “The Ghost”, είναι ένα από τα καλύτερα τους, έπος, όσες φορές κι αν το ακούσεις, ποτέ δεν θα σε απογοητεύσει, πραγματικά. Φυσικά, υπάρχει και ο υποχρεωτικός ύμνος στους Πειρατές, το “Pirate Song”, καθώς και τα καλύτερα για μένα, που είναι τα… “Siberian Winter” και “Welcome To Hell”. Το ομότιτλο “The Brotherhood” είναι ένα εξαιρετικό τραγούδι, ίσως, το δεύτερο καλύτερο σε όλο το album, αλλά και το “Dr. Horror” που συναντάει μουσικά τους, συναδέλφους τους Γερμανούς Helloween.
 
ROGUES EN VOGUE
(21-February-2005)
SIDE I: “Draw The Line”, “Angel Of Mercy”, “Skeleton Dance”, “Skull & Bones”, “Born Bad, Dying Worse”, “Black Gold”.
SIDE II: “Soul Vampires”, “Rogues En Vogue”, “Winged & Feathered”, “Dead Man's Road”, “The War”.
LINE-UP: Rock N’ Rolf – Vocals/ Guitar, Peter Pichl – Bass & Mattias Liebetruth – Drums.
Μια πολύ καλή δισκογραφική κυκλοφορία για τους Running Wild, μια στέρεα απόδοση Πειρατικού Ηeavy Μetal, που σίγουρα αξίζει ν’ αγοράσετε. Το “Rogues En Vogue”, είναι ένα αγαπημένο LP από την εποχή του “The Rivalry” και νομίζω πως περιέχει μερικά από τα καλύτερα τραγούδια τους, μέχρι σήμερα. Παρόλο, που το album δεν ταιριάζει απόλυτα με το “Black Hand Inn”, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο ακροατής θα απογοητευτεί, όταν θα το ακούσει, το αντίθετο μάλιστα θα το λατρέψει. Εγώ, για άλλη μια φορά, απόλαυσα όλα τα τραγούδια του album, εσείς;… Ωστόσο, το “Angel Of Mercy”, έχει ένα κλασικό κιθαριστικό riff που δεν είναι κατώτερο, από όλα τα κλασικά τραγούδια του group, είναι απλά εξαιρετικό. Τα “Black Gold” και “The War”, πρέπει επίσης να σημειώσω ότι είναι απολύτως επικά, το τελευταίο ειδικά είναι η προσπάθεια, ενός επικού τραγουδιού και για άλλη μια φορά είναι σε πολύ μεγάλο ύφος και διάρκεια. Θα έλεγα, ότι το “Rogues En Vogue”, δείχνει μια μουσική ποικιλομορφία που οι Running Wild σπάνια εμφανίζουν στη μουσική τους και αυτό είναι εξαιρετικό, ως νέο στοιχείο. Για άλλη μια φορά, οι Γερμανοί του original Πειρατικού Heavy Metal κυκλοφορούν, ένα θαυμάσιο album για τους οπαδούς τους, αλλά και για όσους θέλουν να τους ανακαλύψουν. Ενθαρρυντικά, φανταστικά και πιασάρικα, είναι μόνον τρία λόγια που θα χρησιμοποιούσα για να περιγράψω τα τραγούδια, του εν λόγο δίσκου.
 
SHADOWMAKER
(20-April-2012)
SIDE I: “Piece Of The Action”, “Riding On The Tide”, “I Am Who I Am”.
SIDE II: “Black Shadow”, “Locomotive”, “Me & The Boys”.       
SIDE III: “Shadowmaker”, “Sailing Fire”, “Into The Black”.
SIDE IV: “Dracula”.
LINE-UP: Rock N' Rolf – Vocals/ Guitar & Peter Jordan – Guitar.
Το μπάσο και τα τύμπανα, ηχογραφήθηκαν από ανώνυμους μουσικούς-επισκέπτες, που δεν αναφέρονται καν, στον δίσκο. Το “Shadowmaker”, είναι κάπως απογοητευτικό ως album, δεν υπάρχει κάποια ταχύτητα και ένταση μέσα στα τραγούδια, απλά υπάρχει μόνον, μια αργή μουσική κατεύθυνση. Δεν υπάρχουν τραγούδια δράσης, έτσι δεν μπορώ, να ξεχωρίσω, κάποιο ως το καλύτερο τραγούδι, του εν λόγο LP. Αλλά και η φωνή δε, του Rolf έχει χάσει πολλά από την παλιά της αίγλη, ίσως, να είναι ότι χειρότερο έχουν καταγράψει, σε όλη την μουσική τους διαδρομή. Αυτό το album είναι κακό, είναι λίγο περισσότερο σαν Hard Rock, προσανατολισμένο μουσικά, πολύ έξω από την προηγούμενη κυκλοφορία του συγκροτήματος. Αν σας αρέσουν οι Running Wild, σίγουρα θα το έχετε ελέγξει ήδη, εγώ, δεν περίμενα τίποτα καλύτερο να έρθει και φαίνεται ότι το comeback album του group (μετά από 7 χρόνια), είναι μακράν το χειρότερο album των Running Wild. Δεν τιμούν έτσι την ιστορία τους, ούτε το εξώφυλλο του LP, δεν είναι καλύτερο (ας πούμε), από τη μουσική του album, εγώ, δεν νιώθω ότι ήμουν πραγματικά, καν πάνω σε κάποιο πειρατικό πλοίο. Αισθανόμουν μερικές φορές, σαν να έκανα ειρηνικά, μια ήρεμη και χαλαρή κωπηλασία σε κάποιο canoe, σε μια παρθένα λίμνη, χωρίς καθόλου κύματα κατά το ηλιοβασίλεμα. Βλέποντας, έτσι τη φύση να προετοιμάζεται πολύ ήρεμα για τη επερχόμενη νύχτα, πίνοντας ένα ποτήρι κρασί και όχι ρούμι.
 
RESILIENT
(4-October-2013)
SIDE I: “Soldiers Of Fortune”, “Resilient”, “Adventure Highway”.
SIDE II: “The Drift”, “Desert Rose”, “Fireheart”.
SIDE III: “Run Riot”, “Down To The Wire”, “Crystal Gold”.
SIDE IV: “Bloody Island”.
LINE-UP: Rock N' Rolf – Vocals/ Guitar & Peter Jordan – Guitar.
Πάλι το μπάσο και τα τύμπανα ηχογραφήθηκαν από ανώνυμους μουσικούς-επισκέπτες, που δεν αναφέρονται καν, στον δίσκο. Όσο περισσότερο, ακούω όμως το “Resilient”, τόσο περισσότερο αρχίζει, να μου αρέσει. Λοιπόν, για να είμαι ειλικρινής, τα δύο πρώτα τραγούδια του album, είναι που το κάνουν τόσο σπουδαίο. Θέλω όμως να πω, ότι υπάρχουν κάποια τραγούδια, που είναι πολύ καλά και εξαιρετικά σε αυτόν το δίσκο, αλλά τα… “Soldiers Of Fortune” και “Resilient” είναι δύο tracks, που είναι σχεδόν τόσο καλά, όσο και το κλασσικό τους “Conquistadores”. Έχουν επίσης, εξαιρετικές και πιασάρικες χορωδίες, πολύ καλά κιθαριστικά riffs, που είναι με κάθε τρόπο, απλά τέλεια και παραδοσιακά Heavy Metal τραγούδια. Εν τω μεταξύ και το “Adventure Highway”, είναι ένα αξιοπρεπές τραγούδι, που είναι ίσως, λίγο πολύ παρόμοιο με τα δύο πρώτα τραγούδια. Τα υπόλοιπα τραγούδια δεν είναι βαρετά και η φωνή του Rolf είναι πραγματικά καλή, υπάρχουν κάποια ξεχωριστά, ωραία και ενεργητικά τραγούδια, τα riff είναι αρκετά ενοχλητικά με την καλή έννοια κι αυτό αρέσει. Όμως, το σχεδόν 10-λεπτό τελικό τραγούδι του album, το “Bloody Island”, είναι σίγουρα ένα εξαιρετικό τραγούδι και είναι ο τέλειος τρόπος, για να τελειώσει το “Resilient”. Έτσι λοιπόν, τι έχετε να περιμένετε από τους Running Wild εδώ;… Κλασικό, απλό κατανοητό old-school Heavy Metal, που μερικές φορές θυμίζει, λίγο από το “Port Royal”. Αν σας αρέσουν τα album τους, όπως τα… “Under Jolly Roger” και “Black Hand Inn”, θα πρέπει να δώσετε αν δεν έχετε δώσει, στο “Resilient”, σίγουρα μια ευκαιρία. Έχουμε ένα σταθερό LP, με μερικά πολύ καλά τραγούδια, η φωνή του Rolf είναι ακόμη καλή και μεγάλη όπως παλιά, αλλά και τα κιθαριστικά riffs είναι ακόμη, απλά υπέροχα.
 
RAPID FORAY
(26-August-2016)
SIDE I: “Black Skies, Red Flag”, “Warmongers”, “Stick To Your Guns”.
SIDE II: “Rapid Foray”, “By The Blood In Your Heart”, “The Depth Of The Sea (Nautilus)”.   
SIDE III: “Black Bart”, “Hellectrified”, “Blood Moon Rising”.
SIDE IV: “Into The West”.
LINE-UP: Rock N' Rolf – Vocals/ Guitar, Peter Jordan – Guitar, Ole Hempelmann – Bass & Michael Wolpers – Drums.
Αυτή είναι η πραγματική, αυτή είναι η καλύτερη και η πιο συνεπής επιστροφή των Running Wild τα τελευταία 25 χρόνια. Κάποιος, πρέπει να έχει πει τελικά, στον συμπαθή και αγαπητό Rolf, αντί να φτιάχνει ένα LP με δύο πραγματικά ή εκπληκτικά τραγούδια, να κάνει ένα ολόκληρο album από μεγάλα Running Wild τραγούδια, γιατί αυτό ακριβώς έκανε, εδώ. Ναι, εδώ υπάρχουν πραγματικά μεγαλειώδη και τρομακτικά τραγούδια πραγματικού και αληθινού Πειρατικού Heavy Metal, όπως ας πούμε, το “Black Skies, Red Flag”. Αλλά ακόμη και η φωνή του Rolf, είναι τόσο εκπληκτική και έντονη, όσο ήταν στις παλιές καλές δισκογραφικές διαδρομές του group, όπως στο “Port Royal”, στο “Pile Of Skulls” ή στο “Black Hand Inn”. Το κιθαριστικό riffing είναι πραγματικά πολύ καλό κι έχει αυτό το κλασικό Running Wild ήχο, όπως στο “Warmongers” που θυμίζει “Black Hand Inn”, ή στο “Black Bart” και ούτω καθεξής. Το όλο καλό πράγμα, σε τούτο το LP, είναι ότι τα τραγούδια έχουν κάποιες πολύ καλές προσπάθειες για την ανάκτηση, από την πρώην-παλιά δόξα και στην ουσία προσπαθούν, να είναι στην ίδια ευθεία με τα κλασικά τραγούδια τους. Όλοι οι ακρογωνιαίοι λίθοι ενός κλασικού Running Wild album είναι εδώ, οι πειρατές και οι ιστορικοί εμπνευσμένοι στίχοι, το κλασικό κιθαριστικό μοντέλο, το κλασικό tremolo. Το εμβληματικό κιθαριστικό σήμα κατατεθέν του Rolf, το οποίο χρησιμοποίει σε σχεδόν κάθε τραγούδι, από το 1984 έως το 1994. Πάλι επικεντρώθηκε, εκ νέου στο κλασικό instrumental και στο κλείσιμο του album, μ’ ένα επικό τραγούδι όπως έγινε με το “Last Of The Mohicans”. Σοβαρά τώρα, αν είστε fan του κλασσικού Running Wild ήχου, θα πρέπει να τον έχετε ήδη στην δισκοθήκη σας. Έτοιμοι λοιπόν, για να ανεβείτε επάνω στα πειρατικά πλοία, αυτή, ήταν μια απροσδόκητα καλή και θριαμβευτική επιστροφή, από τους πειρατές του Ηeavy Μetal. Όλα τα κλασικά στοιχεία τους, είναι εδώ και με μια πολύ αριστοκρατική και εκλεπτυσμένη προσέγγιση, ο Rolf τελικά, έγραψε υπερβολικά πιασάρικες μελωδίες, που (επιτρέψτε μου να πω), θα σας στείλουν σ’ ένα ατελείωτο headbanging.
 
BLOOD ON BLOOD
(29-October-2021)
SIDE I: “Blood On Blood”, “Wings Of Fire”, “Say Your Prayers”.
SIDE II: “Diamonds & Pearls”, “Wild & Free”, “Crossing The Blades”.
SIDE III: “One Night, One Day”, “The Shellback”, “Wild, Wild Nights”.
SIDE IV: “The Iron Times (1618-1648)”.
LINE-UP: Rock 'N' Rolf – Vocals/ Guitar, Peter Jordan – Guitar, Ole Hemplemann – Bass and Michael Wolpers – Drums.
Μετά από 5 χρόνια, επιστρέφουν με το 16ο studio album τους, όπου είναι η συνέχεια του πολύ καλού τους, “Rapid Foray” του 2016. Η αποστολή δεν ήταν εύκολη για τον πειρατή Kasparek, ο πήχης είχε τεθεί αρκετά ψηλά με αυτό που αναμφίβολα ήταν η καλύτερη δουλειά του, τα τελευταία 20 χρόνια. Το “Blood On Blood”, για άλλη μια φορά αναδεικνύεται στο ύψος των περιστάσεων, το υλικό που κατέγραψε ο Rolf, είναι από την περίοδο 2005-2015. Η αλήθεια πάντως είναι, ότι είναι λίγο, πιο κάτω ως προς την ποιότητα, από το προηγούμενο album τους. Αλλά το αντιμετωπίζουμε, ως ένα έργο με κλασικό ήχο και αρώματα, πάνω στο Heavy/ Power Metal, με μελωδικές ατμόσφαιρες και επικές αποχρώσεις. Στη γραμμή της μουσικής σχολής της οποίας ήταν μέντορας ο ίδιος, ο Kasparek, με τα συνηθισμένα, νεύματα του προς στον κλασικό Hard Rock ήχο. Το album, βγάζει ρίζες και προσπαθεί να μας πάει πίσω στο χρόνο 30 χρόνια, με ένα καλό “Blood On Blood” για αρχή, μ’ ένα εξαιρετικό “Wings Of Fire” στην συνέχεια. Καθαρό, αιχμηρό και πολύ Power Metal, στις μελωδίες, ένα αποτελεσματικό “Say Your Prayers”, ένα “Diamond & Pearls” και τα δύο με ξεκάθαρο κλασικό αποτύπωμα σε όλες τους τις δομές. Το “Wild & Free” είναι στο νεύμα του κλασικού Hard Rock, μ’ ένα πιασάρικο ρεφρέν, το “Crossing The Blades” πιο κλασικό Running Wild, με βραχώδες Heavy/ Power Metal, σε όλη του τη δυναμική. Με το “Wild, Wild Nights” (κατά τη γνώμη μου), γυρίζουν μουσικά 180 μοίρες, υπέρ ενός Hard Rock ήχου, με σαφείς επιρροές από KISS. Και τελειώνουμε με το “The Iron Times (1618-1648)”, με περισσότερα από 10 λεπτά επικού Power Metal με υποδειγματική μελωδική επεξεργασία, πολύ αποτελεσματικό σε δομή, ανακτώντας το καλύτερο συνθετικό επίπεδο του group, ένα φανταστικό τραγούδι, το καλύτερο δυνατό τέλος για αυτό το “Blood On Blood”. Αλλά το αδύναμο εξώφυλλο με το φτωχό artwork, μας τα χαλάει λίγο, με μια εταιρεία όπως η SPV πίσω τους, σίγουρα θα μπορούσαν να είχαν βάλει, λίγα περισσότερα χρήματα στο τραπέζι. Μετά παραπονιούνται, ότι δεν πουλάνε δίσκους…
 
 
LIVE ALBUMS
Ready For Boarding (1988)
Death Or Glory Tour–Live (1989)
Live (2002)
The Final Jolly Roger (2011)
 
 
TRIVIA:
Το “Death Metal”, είναι μια split συλλογή, στην οποία συμμετέχουν οι Γερμανοί Running Wild, Helloween, Dark Avenger και οι Ελβετοί Hellhammer. Το split κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1984 μέσω της Noise Records. Κάθε καλλιτέχνης παρουσιάζεται εδώ, με δύο τραγούδια, το album, ανοίγει με δύο των Running Wild, τα “Iron Heads” και “Bones To Ashes”. Τα οποία έχουν παρθεί, από το “Demo 4” του group το 1984, είναι καλά αλλά όχι και πολύ ιδιαίτερα, σ’ ένα πρώιμο ωμό Heavy Metal/ Speed Metal ήχο.
 
 
Κείμενο: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η παρουσίαση των δίσκων, έγινε κατόπιν ακρόασης στο φυσικό τους προϊόν (LP-CD) και όχι σε mp3, digital, download και λοιπές αηδίες, που μας (σας) γεμίζουν με αέρα κοπανιστό.

ALAN LANCASTER (STATUS QUO) RIP

ALAN LANCASTER (1949-2021)

 

Γράφει ο Σ.Ρομποτής.

 

Ο Alan Lancaster υπήρξε η Hard Rock ψυχή των Status Quo.

Θέλεις λίγο πίσω από το macho παρουσιαστικό – του άρεσε πολύ να το «πουλάει» αυτό το στυλ – και πολύ περισσότερο από το ύφος των εξαιρετικών τραγουδιών που πρόσφερε ο ίδιος στο συγκρότημα μέχρι και την αποχώρησή του από αυτό, το 1985. Ο τρόπος που τραγουδούσε όταν ερχόταν η σειρά του, ήταν γεμάτος από πάθος και Rock συμπεριφορά. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε και το γεγονός ότι το σκληρότερο άλμπουμ των Status Quo, το "Quo" του 1974, χαρακτηρίζεται από τους φίλους του συγκροτήματος ως το “Alan Album” αφού σε αυτό υπογράφει αλλά και ερμηνεύει τα μισά του κομμάτια. Ήταν πάντα ο «νταής» του συγκροτήματος. Εξαιτίας του το γκρουπ πέρασε μία μέρα στο κρατητήριο μετά από επίθεσή του σε αστυνομικούς στο αεροδρόμιο της Βιέννης το 1976.

Πίσω από το προσωπείο του σκληρού τύπου, κρύβοταν όμως μια πολύ ευαίσθητη ψυχή. Ο Alan αποχώρησε παρά τη θέλησή του από το συγκρότημα το 1985, όμως και μέχρι το τέλος φαινόταν ότι αυτή του την αποχώρηση δεν την ξεπέρασε ποτέ. Όλοι όσοι τον γνώρισαν και τον συναναστράφηκαν μιλάνε για έναν άνθρωπο πάντα πρόσχαρο, χαμογελαστό και με πολύ χιούμορ.

Το 1973 σε μια περιοδεία στην Αυστραλία, ο Alan γνώρισε την Dayle. Από το 1976 ο χρόνος του μοιράζοταν μεταξύ Αγγλίας και Αυστραλίας. Το 1978 παντρεύτηκε τελικά τη γυναίκα της ζωής του. Θέλοντας και μη, η απόσταση συνέβαλε στο να μην είναι τόσο κοντά όσο θα ήθελε στο συγκρότημα. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 και μετά την αποχώρηση του John Coghlan το 1981, οι Status Quo άρχισαν να μαλακώνουν τον ήχο τους, κάτι που ο Alan ήταν εντελώς αντίθετος. Έτσι, μέσα από πολλές διαφωνίες, τα πρώτα σύννεφα στη σχέση τους, ειδικά με τον Francis Rossi, άρχισαν να φαίνονται. Ο Alan ήθελε το συγκρότημα να προσανατολίζεται σε έναν πιο σκληρό ήχο ενώ ο Rossi σε έναν εμπορικότερο, όχι απαραίτητα τόσο σκληρό.

Το 1984 ο Alan περιόδευσε για τελευταία φορά με το συγκρότημα στην τουρνέ του "End Of The Road", αφού τότε το γκρουπ ανακοίνωνε ότι θα σταματούσε τις ζωντανές εμφανίσεις.

Η τελευταία του εμφάνιση σαν επίσημο μέλος των Status Quo ήταν το 1985 στο Live Aid του Λονδίνου, όταν ένας επίμονος Bob Geldof μάζευε ένα διαλυμένο συγκρότημα για να ανοίξει το festival.

Όταν το 1986 οι Status Quo επέστρεψαν δισκογραφικά και συναυλιακά, ο Alan έμεινε απ’ έξω. Αυτό τον πίκρανε πολύ. Έσυρε τους παλιούς του φίλους στα δικαστήρια προκειμένου να μην χρησιμοποιούν το όνομα Status Quo. Ο Alan έχασε και τελικά το 1987 αποποιήθηκε των δικαιωμάτων του.

Στην Αυστραλία όπου διέμενε πλέον μόνιμα, δισκογράφησε ακόμα με δύο δικά του συγκροτήματα, τους Party Boys και τους Bombers, μπάντες πολύ πετυχημένες στο νότιο ημισφαίριο.

Οι σχέσεις του με τους υπόλοιπους Status Quo ήταν ανύπαρκτες, εκτός του John Coghlan ο οποίος συχνά πυκνά ταξίδευε προς τα εκεί για να παίξουν μαζί live.

Αποστασιοποιημένος, απολάμβανε τη ζωή του στην Αυστραλία. Ο Alan απέκτησε τέσσερα παιδιά και πέντε εγγόνια. Απέκτησε όμως και προβλήματα υγείας. Υπέφερε από σκλήρηνση.

Τα επόμενα χρόνια, οι σχέσεις μεταξύ των μελών των Status Quo φάνηκαν να αποκαθίστονται. Έτσι, με μια απόφαση-εξπρέςη θρυλική τετράδα έκανε ακόμα δυο μικρές τουρνέ (το 2013 και το 2014) και οι φίλοι της μπάντας είχαν την ευκαιρία να ξαναδούν ζωντανά την αυθεντική σύνθεση του συγκροτήματος μετά από 30 χρόνια!... (Review του reunion διαβάσατε και μέσα από το SouthernRock.gr).

Παρόλα τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, ο Alan το πάλεψε. Βρέθηκε στο stage και έδωσε 100% ψυχή και σώματι. Εκεί πλέον δεν βλέπαμε έναν σκληρό τύπο όπως παλιά, αλλά ένα μικρό παιδί με τεράστιο χαμόγελο που απολάμβανε το κάθε δευτερόλεπτο της κάθε βραδιάς. Μέχρι και το 2019 ταξίδευε στην Αγγλία για να παρευρίσκεται στα conventions του fan club παίζοντας live και απολαμβάνοντας την αγάλη του κόσμου, ο οποίος δεν τον ξέχασε ποτέ.

Ο Alan Lancaster ηχογράφησε 16 στούντιο άλμπουμ με τους Status Quo και ακόμα 5 live. Μέσα σε αυτά προσέφερε πολλά διαμάντια ("Is There A Better Way", "Backwater", "Just Take Me"). Το πιο σημαντικό απ’ όλα όμως είναι ότι αν δεν υπήρχε αυτός, δεν θα υπήρχαν και οι Status Quo, όντας ιδρυτικό μέλος τους.

Σήμερα ξεκίνησε για το μεγάλο ταξίδι. Ίσως εκεί συναντήσει το φίλο του Rick Parfitt για να συνεχίζουν να παίζουν “Whatever They Want”!

                                                                                                                

Για το SouthernRock.gr: Σπύρος Ρομποτής

Deep Purple - Το μυθικό project Green Bullfrog και η παράξενη ιστορία του "Jam Stew".

Η δεκαετία του 70 ήταν ίσως η καλύτερη για το rock, αλλά και γενικότερα για τη μουσική και ο λόγος είναι ότι τότε αναδείχθηκαν τα περισσότερα συγκροτήματα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στον σκληρό ήχο και όχι μόνο. Οι Deep Purple σίγουρα ήταν από τους βασικές επιρροές των rock/metal συγκροτημάτων.

Η ιστορία τους, η οποία γράφεται ακόμα, είναι τεράστια και συνεχώς βγαίνουν καινούργιες πτυχές της κατά καιρούς. Τώρα που ταιριάζουν όλα αυτά με τους Green Bullfrog που οι περισσότεροι αγνοούν την ύπαρξη τους? Είναι απλό… σε αυτούς συμμετέχουν δύο βασικά μέλη τους, ο Ritchie Blackmore και ο Ian Paice. Το συγκεκριμένο project ξεκίνησε σαν ιδέα του μουσικού παραγωγού Derek Lawrence ο οποίος ήθελε να συνεργαστεί με τον μπασίστα Tony Dangerfield των Screaming Lord Sutch και να κάνουν ένα δίσκο οι δύο τους. Τελικά δεν πέτυχε η ιδέα τους και αποφάσισαν να πάρουν session μουσικούς για να ολοκληρωθεί. Ο Lawrence κάλεσε τον Blackmore ο οποίος με τη σειρά του κάλεσε τον Paice. Υπήρχε μία φήμη ότι συμμετείχε και ο Roger Glover, αλλά αυτό δεν ισχύει. Το επιχείρημα ολοκληρώθηκε και με άλλους μουσικούς όπως Jim Sullivan, Albert Lee, Tony Ashton. Όλοι τους είχαν ψευδώνυμα, τα οποία βγήκαν από κάποιο χαρακτηριστικό των μελών, κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων. Για παράδειγμα ο Blackmore γράφτηκε στα credits σαν Boots, λόγω των καουμπόικων μποτών που φορούσε και ο Paice σε Speedy, λόγω του πολύ γρήγορου παιξίματος του. Δεν χρησιμοποιήθηκαν τα κανονικά ονόματα των καλλιτεχνών, γιατί όλοι είχαν συμβόλαια με άλλες δισκογραφικές εταιρείες. Επίσης οι συμμετέχοντες συμφώνησαν να βρεθούν όλοι μαζί, γιατί όλοι είχαν πολύ βαρύ πρόγραμμα.

Οι ηχογραφήσεις του δίσκου ολοκληρώθηκαν μέσα σε δύο ήμερες, τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1970. Τον Ιανουάριο του 1971 έγιναν οι τελευταίες προσθήκες και όλα ήταν έτοιμα. Την παραγωγή του δίσκου την ανέλαβε ο Lawrence και μηχανικός ήχου ήταν ο Martin Birch. Ο δίσκος κυκλοφόρησε το ίδιο έτος. Παρόλο το εντυπωσιακό επιτελείο συντελεστών που πλαισιώνει το δίσκο, δεν είχε σχεδόν καθόλου απήχηση και χάθηκε τότε, μαζί με άλλους αφανείς ήρωες της εποχής του. Ίσως φταίει η έλλειψη προώθησης της δισκογραφικής λόγω διαφόρων θεμάτων που προέκυψαν μεταξύ της και του Lawrence, ίσως ότι δεν γράφτηκαν ξεκάθαρα τα ονόματα των μουσικών που συμμετείχαν και λόγω του τεράστιου αριθμου σπουδαίων κυκλοφοριών που υπήρχαν τη συγκεκριμένη εποχή,το όλο επιχείρημα πήγε άπατο.

Το 1980 κυκλοφόρησε ξανά και αυτοί τη φορά είχε μια συνέντευξη του Blackmore από το περιοδικό Guitar Player που ανάφερε μερικά στοιχεία για το project. Εκεί άρχισε να αναγνωρίζεται λίγο καλύτερα το όλο έργο. Τη μεγάλη αναγνώριση τη πήρε το 1991,αν και δύσκολη εποχή για το rock τότε, όταν o Lawrence του έκανε remix του μαζί με τον Peter Vince το κυκλοφόρησαν ξανά με επιπλέον κομμάτια,με καλύτερο ήχο και με τα σωστά ονόματα των συμμετεχόντων. Περισσότερες πληροφορίες για αυτόν τον σπουδαίο δίσκο θα βρείτε στο φοβερό αφιέρωμα εδώ.

1971 15237813971 ed3226c425 b 768x764

 Τώρα που κολλάει το “Jam Stew”(ή αλλιώς John’s Stew) των Deep Purple. Για τους φανατικούς ακροατές τους έχει άμεση σχέση, για τους υπόλοιπους που πιθανόν να αγνοούν ακόμα και την ύπαρξη του εν λόγο κομματιού, πουθενά πέρα του ότι δύο από τα μέλη τους συμμετείχαν στο Green Bullfrog project. To “Jam Stew” έγινε ευρέως γνωστό κυρίως από την anniversary έκδοση του “In Rock” τη δεκαετία του 90. Εκεί ακούμε σχεδόν ένα τρίλεπτο instrumental κομμάτι, με αρκετά γρήγορο tempo και με πολύ ωραία μέρη κιθάρας. Όχι όμως κάτι ιδιαίτερο μουσικά σε σχέση με τα υπόλοιπα κομμάτια του θρυλικού αυτού δίσκου. Για τους γνώστες όμως δεν είναι απλά ένα κομμάτι. Το “Jam Stew” πρώτη φορά ακούστηκε το στο BBC to 1969 και είχε κάποια αυτοσχέδια φωνητικά και ήταν μεγαλύτερο σε διάρκεια.

Το 1970 εμφανίζεται ένα κομμάτι instrumental, πάλι στο BBC, το οποίο ονομάζεται “Grabsplatter” και μοιάζει πολύ στο “Jam Stew”. To 1971 κυκλοφορεί το τραγούδι “I’m alone” σαν b-side του “Strange kind of woman” από το “Fireball”. To συγκεκριμένο κομμάτι βασίζεται επίσης στο “Jam Stew”. Επίσης στην επανέκδοση του “Fireball” τη δεκαετία του 90, υπάρχει ένα τραγούδι που λέγεται “Slow Train” που είναι επίσης παρόμοιο. Ωραία που ταιριάζουν όλα αυτά με το “Green Bullfrog”. Είναι απλό. Το κομμάτι “Bullfrog” του δίσκου είναι ένα instrumental που βασίζεται και αυτό στη μουσική του “Jam Stew”. Όταν έπαιξε το συγκεκριμένο riff ο Blackmore μπροστά στους Sullivan και Lee, τους άρεσε και αποφάσισαν να συμμετέχουν. Αξίζει να σημειωθεί ότι και το κομμάτι “Makin’ Time” του δίσκου αυτού, ήταν βασισμένο σε μια ιδέα του Lawrence και του Blackmore που την είχαν από το ξεκίνημα των Deep Purple.

Εν κατακλείδι, για άλλη μια φορά βλέπουμε τη μουσική ευφυΐα του Ritchie Blackmore, όπου με το riff και τη βασική δομή ενός κομματιού, δεν δημιουργεί άλλο ένα αλλά στο σύνολο τους πέντε κομμάτια, τα οποία έχουν αρκετά κοινά χαρακτηριστικά, αλλά ακούγονται το ίδιο ευχάριστα. Τη τακτική αυτή την είχε κάνει πάλι με άλλα τραγούδια όπως το “One man’s meat”(αρχική ονομασία “Stroke of midnight”) από το “The Battle Rages On” των Deep Purple που κυκλοφόρησε το 1993 και είχε παρόμοιο riff με το “L.A. Connection” των Rainbow που κυκλοφόρησε το 1978. Η τεχνική της επαναχρησιμοποίησης ιδεών έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές από πολλούς μουσικούς, αλλά δεν είχε πάντα την ίδια επιτυχία. Για περισσότερα σχετικά με το “Jam Stew” δείτε το παρακάτω πολύ ωραίο αφιέρωμα.

 

25 ΕΞΩΦΥΛΛΑ HEAVY METAL ΔΙΣΚΩΝ ΠΟΥ ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΗΚΑΝ

Περισσότερα...

Αφιέρωμα στο "Dissident Alliance" των Jag Panzer

Οι Jag Panzer σίγουρα είναι μία θρυλική μπάντα του αμερικάνικου heavy metal.Μπορεί να μην έγιναν ιδιαίτερα διάσημοι από το ευρύ κοινό, αλλά για τους μυημένους μεταλλάδες αποτελούν από τους κορυφαίους στο χώρο. Έχοντας 40 χρόνια πορείας στο χώρο, ξεκινώντας σαν Tyrant, έχουν κυκλοφορήσει δίσκους διαμάντια που έχουν εκτιμηθεί δεόντως από τους metal funs.Όμως όπως ισχύει , σε όλες σχεδόν τις μπάντες, είχαν και αυτές τις δυσκολίες τους και τις αμφιλεγόμενες κυκλοφορίες τους. Στη προκειμένη οι Jag Panzer είχαν μόνο μία, το περιβόητο με την κακή έννοια “Dissident Alliance”. Η περίπτωση του ήταν κάτι αντίστοιχο των Destruction και των κυκλοφοριών τους στις αρχές προς μέσα των 90s, δηλαδή μετά του “Cracked Brain” και της επανένωσης με τον Schmier, δηλαδή των Neo-Destruction κυκλοφοριών όπως αποκαλούν οι ίδιοι. Οι Jag Panzer μπορεί να μην αποκήρυξαν εκείνη την εποχή όπως οι Destruction,αλλά στην ουσία την έχουν κλείσει στο χρονοντούλαπο για τα καλά. Οι οπαδοί τους δε, στην καλύτερη των περιπτώσεων, την αγνοούν. Δύσκολα θα ακούσεις κάτι καλό για αυτό το δίσκο. Το ωραίο στη φάση αυτή για μένα είναι ότι αυτός ο δίσκος αποτέλεσε το πρώτο μου άκουσμα από εκείνους. Τον είχα αποκτήσει σαν συνοδευτικό ενός περιοδικού στα τέλη του 90 με αρχές του 2000. Θυμάμαι δεν μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση και μπορώ να πω ότι δεν με ενθουσίασε στην αρχή. Μετά όμως από μερικές ακροάσεις και μελέτης της ιστορίας τους και της μουσικής, άρχισε να μου αρέσει. Δεν είπα ότι είναι από τα αγαπημένα μου αλλά σίγουρα δεν το θεωρώ τόσο άσχημο όσο η φήμη του. Πιστεύω ότι σε αυτή τη περίπτωση, όπως και σε αντίστοιχες άλλες, καλό να ακούς τέτοιους δίσκους σαν αυτόνομα κεφάλαια και όχι σαν συνέχεια των προηγούμενων, απομονώνοντας οποιαδήποτε άλλη επιρροή αφήνεις μόνο τη μουσική να μιλήσει μόνη της. Καλό είναι να δεις και λίγο τις καταστάσεις που κυριαρχούσαν τότε στο συγκρότημα και γενικότερα στη μουσική, προτού προβείς στο οποιοδήποτε συμπέρασμα. Εδώ βρισκόμαστε στο 1994, με τα διάφορα κινήματα μουσικής που ήταν τότε στην ακμή τους. Το κλασσικό metal σίγουρα δεν ήταν πάντως. Μια μπάντα που σίγουρα καθόρησε των ήχο τότε των περισσότερων συγκροτημάτων, ήταν Pantera. Ο ήχος τους όπως διαμορφώθηκε τα 90s, επηρέασε πάμπολους, μερικοί κιόλας ήταν ήδη μεγάλα ονόματα και προγενέστεροι τους κιόλας, διαμορφώνοντας ένα παρακλάδι του metal που ονομάστηκε groove metal. Οι Jag Panzer στα τέλη του 80 είχαν διαλυθεί. Έχοντας κυκλοφορήσει ένα EP,μερικά demos, το θρυλικό “Ample of Destruction” και έχοντας ένα ακυκλοφόρητο δίσκο το “Chain of command” που κυκλοφόρησε πολύ αργότερα επίσημα. Το 1994 ξαναδημιουργήθηκαν με διαφορετική σύνθεση και με τους Briody και Tetley μόνο από τους παλιούς, αποφάσισαν να ηχογραφήσουν καινούργιο δίσκο. Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Ο νέος δίσκος θα αποτελούσε συνέχεια του “Ample of destruction” το οποίο είχε δοξαστεί από τους οπαδούς και είχε ανεβάσει πολύ ψηλά το πήχη των προσδοκιών τους. Η αλλαγή του τραγουδιστή επίσης ήταν μεγάλο θέμα, γιατί ένα τα χαρακτηριστικά του ήχου τους ήταν η φωνή του Conklin, o οποίος είχε αποθεωθεί και ενώ έφυγε από τη μπάντα το 1986 και αντικαταστάθηκε, όμως δεν υπήρξε κάποια επίσημη κυκλοφορία τους χωρίς αυτόν. Επίσης ο Tafolla και ο χαρακτηριστικός ήχος της κιθάρας του έλλειπε από τη νέα εκδοχή της μπάντας. Όλα αυτά μαζί σε συνδυασμό με τη κατάσταση που επικρατούσε στο metal τότε, αύξαναν το βάρος στις πλάτες των μελών και ιδιαίτερα των παλαιοτέρων, καθώς έπρεπα να ηχογραφήσουν κάτι αντάξιο του ονόματος τους και τις ιστορίας του. Θα μπορούσαν να ακολουθήσουν τον ήχο που είχαν το 80 και ο Briody να επιβάλλει στους υπόλοιπους, μιας και ήταν βασικός συνθέτης της μπάντας και ιδρυτικό μέλος, τον ήχο που ήθελε εκείνος. Όμως όπως είχε πει πολύ σωστά σε συνέντευξη του, υπερασπιζόμενος την τότε εποχή τους, οι Jag Panzer είναι συγκρότημα και όλα τα μέλη συμμετέχουν στη σύνθεση των κομματιών, δεν είναι solo μπάντα. Τα καινούργια μέλη έφεραν νέες ιδέες και ο ήχος αποφασίστηκε να οδηγηθεί σε πιο μοντέρνα μονοπάτια, ακολουθώντας της τότε προτιμήσεις του κοινού. Οπότε εδώ αν περιμένετε τον ήχο που είχαν τα 80s, ξεχάστε το. Το μόνο που έχει μείνει από τότε είναι κάποια κιθαριστικά μέρη που υπάρχουν εδώ και εκεί. Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα δίσκο που έχει επηρεαστεί πολύ από Pantera. Από τα φωνητικά μέχρι το ήχο στις κιθάρες και τις συνθέσεις. Η προετοιμασία για το τι θα ακολουθήσει, ξεκινά από το εξώφυλλο, το οποίο από ότι φαίνεται έχει φτιαχτεί εξολοκλήρου στον υπολογιστή και δεν έχει καμιά σχέση με τα επικά εξώφυλλα του παρελθόντος. Με το που ξεκινά το πρώτο riff του πρώτου κομματιού, πλέον ξέρεις τι θα επακολουθήσει. Καθαρό groove metal, με φωνητικά σε στυλ Anselmo με λίγο από Hetfield σε κάποια σημεία, κιθαριστικά μέρη που ταιριάζουν με το ύφος των κομματιών, αλλά και με κάποια σημεία να θυμίζουν το παρελθόν και συνθέσεις που κινούνται όλες στο ίδιο ύφος, με εξαίρεση τη μπαλάντα “Forsaken Child”. Κύριο αίτιο κατακραυγής του δίσκου ήταν τα φωνητικά του Conca, τα οποία πέραν ότι δεν είχαν καμία σχέση με τον Conklin, θεωρήθηκαν πολύ αδύναμα και όχι τόσο καλά. Προσωπικά θεωρώ ότι δεν ήταν τόσο άσχημα. Πιστεύω ότι ταίριαζαν με τον τότε ήχο τους και έδεναν αρμονικά με τα κομμάτια του δίσκου. Δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο αλλά δεν ήταν και άσχημα. Ήταν τα κλασσικά για το συγκεκριμένο ήχο. Δεύτερο αίτιο ήταν οι συνθέσεις η οποίες θεωρήθηκαν κακιές και πρόχειρες. Δεν συμφωνώ καθόλου σε αυτό. Πιστεύω ότι τα κομμάτια είναι καλά, έχουν ωραία riff και solos και ακούγονται πολύ ευχάριστα και υπάρχουν μερικές πολύ καλές στιγμές σε αυτά. Τρίτο αίτιο ήταν ο ήχος του. Πολύ τον χαρακτήρισαν σαν “αδύναμοι Pantera”. Θεωρώ ότι ο ήχος σε όλα τα σημεία ήταν πολύ καλός για τα groove metal δεδομένα. Οι κιθάρες είχαν ωραίο τόνο, η παραγωγή αν και ξερή, όχι τόσο εντυπωσιακή, είναι αρκετά καλή και όλα τα όργανα και τα φωνητικά ακούγονται αρκετά καθαρά . Για μένα παίζει μεγάλο ρόλο να ακούω καθαρά όλα τα μέλη της μπάντας και εδώ πέρα τα ακούω μια χαρά. Το εξώφυλλο δεν είναι και το πιο εντυπωσιακό που έχω δει, αλλά δεν κρίνω ένα δώρο από το περιτύλιγμα. Η κυκλοφορία του χαρακτηρίστηκε από παταγώδη αποτυχία και κάκιστες κριτικές. Ακολούθησε μια μικρή περιοδεία και μετά στην ουσία μια διάλυση της μπάντας, με την επαναφορά τους το 1996 με επιστροφή παλαιών μελών και με τον κλασσικό metal ήχο που είχαν τα 80s. Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα τα μέλη της μπάντας που ηχογράφησε το "Dissident Alliance", εκτός του Conca και με τη Karen Kenedy στα φωνητικά, ηχογράφησαν το πρώτο demo των Karen Kenedy το 1995. Στην επόμενη και τελευταία κυκλοφορία των Karen Kenedy, η σύνθεση είχε αλλάξει τελείως και μόνο η τραγουδίστρια ήταν ίδια.To “Dissident Alliance” για μένα είναι ένας καλός groove metal δίσκος, φτιαγμένος από καλούς μουσικούς, με καλές συνθέσεις και ήχο, που απλά έπεσε σε ατυχής συγκυρίες. Αν είχε κυκλοφορήσει κάτω από άλλο όνομα και ίσως από άλλους μουσικούς, μπορεί να είχε πάει αλλιώς. Πάντως αν και δεν είμαι ιδιαίτερος fan του groove metal ήχου, δύσκολα μπορώ να ακούσω ένα ολόκληρο δίσκο τέτοιου είδους, γιατί από ένα σημείο και μετά τον θεωρώ μονότονο, αυτόν εδώ τον δίσκο τον άκουσα πολύ ευχάριστα. Προτείνεται η ακρόαση του…αμερόληπτα όμως.

Line Up:

Daniel J. Conca (R.I.P.) – φωνητικά
Mark Briody – κιθάρες
Chris Kostka – κιθάρες
John Tetley – μπάσο
Rikard Stjernquist – ντράμς

Tracklist :

1. Jeffrey – Behind the gate
2. The clown
3. Forsaken child
4. Edge of blindness
5. Eve of penance
6. Last dying breath
7. Psycho next door
8. Spirit suicide
9. GMV 407
10. The church
11. Whisper god

80’s GUITAR HEROES

 

Περισσότερα...

Αφιέρωμα στο "The Battle Rages On" των Deep Purple

Πάντοτε είχα μια αδυναμία να ασχολούμαι με της δύσκολες περιόδους μιας μπάντας, με τα χρόνια της παρακμής τους και τους αμφιλεγόμενους δίσκους τους. Θεωρώ ότι σε εκείνη τη φάση οι καλλιτέχνες κυκλοφορούν μερικές από τις καλύτερες δουλειές τους και βρίσκεις κομμάτια διαμάντια, τα οποία όμως καταλήγουν να είναι απίστευτα υποτιμημένα.

Περισσότερα...

Αφιέρωμα στο "Forbidden" των Black Sabbath

Όλοι μας έχουμε ακούσει κάποιους δίσκους που μας έχουν στιγματίσει και μας έχουν μείνει αξέχαστοι. Μπορεί να είναι κλασσικοί δίσκοι ή και δίσκοι οι πέρασαν απαρατήρητοι για τους περισσότερους, αλλά για εμάς σίγουρα όχι. Όταν ακούς το όνομα Black Sabbath σίγουρα σου έρχονται πολλά κομμάτια και δίσκοι, αλλά προφανώς σπάνια θα σου έρθει στο νου το “Forbidden”. Για τους περισσότερους αποτελεί τη χειρότερη στιγμή τους, για άλλους το κλείσιμο μιας ιδιαίτερης περιόδου για αυτούς και άλλοι το λατρεύουν.

Περισσότερα...

70’s GUITAR HEROES

70’s GUITAR HEROES

&

AXEMEN GODS OF GUITAR

 

Περισσότερα...

20+1 KISS CLASSIC SONGS BY... PAUL STANLEY

 

Περισσότερα...