Κυριακή, 19 Μαΐου 2024, 09:39:57

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

RUNNING WILD (Albums One-By-One)

 

... THE PIRATES OF HEAVY METAL…

Η Γερμανική Heavy Metal σκηνή, μας έχει προσφέρει πολλές κι αλησμόνητες στιγμές, μουσικής ευφορίας. Μέσα στην μακροχρόνια παρουσία του Τευτονικού σκληρού ήχου, υπάρχουν συγκροτήματα που μας συνοδεύουν, αλλά και κάποια άλλα ιδιαίτερα συγκροτήματα, που αγαπηθήκαν στην χώρα μας, περισσότερο από κάποια άλλα. Όπως ας πούμε, ο Rolf Kasparek ή αλλιώς Rock N’ Rolf, (όπως θα τον ξέρετε όλοι) και όλη η παρέα του, που την ονόμασε Running Wild.
Αυτό, το Γερμανικό πειρατικό group από την πόλη Hamburg, έπλευσε στην Ευρωπαϊκή σκληρή μουσική σκηνή το 1976, υπό την καθοδήγηση του τραγουδιστή/ καπετάνιου Rolf. Το 1976, είχαν το όνομα Granite Hearts, αλλά το άλλαξαν σε Running Wild το 1979, κι όπως ίσως να ξέρετε, το όνομα τους είναι παρμένο από το ομώνυμο τραγούδι των Judas Priest, από το album “Killing Machine” (1978).
Όλα αυτά τα 48 περίπου χρόνια, ο καπετάνιος Rolf, άλλαξε περισσότερους ναύτες από κάθε άλλο πειρατικό πλοίο. Αν και στην αρχή το group, παρήγαγε ένα κάπως θα λέγαμε μέτριο Heavy Metal, με όμως άγρια ωμά φωνητικά, πάντως είναι αλήθεια ότι τα τραγούδια τους, ήταν αρκετά δομημένα. Η δημοτικότητα του συγκροτήματος, αυξήθηκε μόνον μετά από κάμποσα χρόνια, εκεί κάπου στα τέλη των 80’s και αναγνωρίστηκε η μουσική τους αξία και η αποδοχή τους, στους Heavy Metal κύκλους, ήταν τουλάχιστον καθολική. Όταν αυτοί οι μουσικοί, έπαιξαν το λεγόμενο πειρατικό Metal, έκαναν μουσική που να υπηρετεί έναν και μόνο σκοπό και αυτός ήταν να δηλώσουν την αμέριστη αγάπη, που έτρεφαν για τους πειρατές και τις πειρατικές ιστορίες. Στα album τους, είχαν στίχους που αναφέρονται κυρίως σε ναυτικές-πειρατικές ιστορίες και τα ονόματα που χρησιμοποιούσαν, ήσαν ονόματα γνωστών πειρατών της Καραϊβικής. Σε πολλά σημεία η μουσική τους έχει ή αποκτά έναν εντελώς ιδιόμορφο χαρακτήρα, που σε κάνει να νομίζεις ότι βρίσκεσαι επάνω σε κάποιο πειρατικό πλοίο της μακρινής ηρωικής, εκείνης εποχής και οι στίχοι των τραγουδιών βασίζονται, κυρίως, στις ζωές των πειρατών. Σε πολλά τραγούδια μάλιστα υπάρχουν και κάποια ηχητικά, από μάχες πάνω σε πλοία, τι στιγμή που το χτυπάνε-επιτίθενται οι πειρατές, ενώ, έχουμε κι άλλα τραγούδια που ξεκινούν με διάφορα ηχητικά εφέ και με όλα τα είδη των πειρατικών ηχητικών εφέ, σπαθιά, πυροβόλα, κραυγές, κάτι δηλαδή σαν ένα soundtrack πειρατικής ταινίας.
Η παρακάτω αναφορά στην δισκογραφία και παράλληλα στην ιστορία των Running Wild, προέρχεται από την προσωπική μου σκοπιά και μόνον και ίσως κάποιοι να διαφωνήσετε μαζί μου…
 
 

RUNNING WILD (STUDIO ALBUMS ONE-BY-ONE)

Για πολλοστή φορά ακούω ξανά τα studio albums, που ηχογράφησε το θρυλικό αυτό group, όπου μέσα από μια μοναδική χημεία, αναδύθηκε ο θρύλος που ακούει απλά στο όνομα… Running Wild. Έτσι, επανεκτιμάμε τη μουσική τους καριέρα, ακούγοντας ξανά και ξανά τους studio δίσκους, του ιστορικού αυτού σχήματος. Ένα flash-back λοιπόν, σε όλα τα studio albums των Running Wild, δεν μοιάζει με μια απλή βουτιά στο μουσικό παρελθόν τους, είναι κάτι πολύ περισσότερο, είναι κάτι πολύ-πολύ παραπάνω… Ας δούμε όμως τώρα, ένα προς ένα, όλα τα studio album που έκαναν μέχρι σήμερα, θα προσπαθήσω, να σας δώσω μια ιδέα για το πώς εξελίχθησαν καλλιτεχνικά και ποιο είναι το μουσικό περιεχόμενο καθενός, από τα album. Επανεκτιμάμε λοιπόν, τη μουσική καριέρα τους, ακούγοντας ξανά τα albums τους σε βινύλιο, για την καλύτερη μέγιστη ηχητική απόδοση…

 

GATES TO PURGATORY
(26-December-1984)
SIDE I: “Victim Of States Power”, “Black Demon”, “Preacher”, “Soldiers Of Hell”.
SIDE II: “Diabolic Force”, “Adrian S.O.S.”, “Genghis Khan”, “Prisoner Of Our Time”.
LINE-UP: Rock N’ Rolf – Vocals/ Guitar, Gerald Warnecke – Guitar, Stephan Boriss – Bass & Wolfgang Hagemann – Drums.
Δεν μπορώ να επιλέξω ποιο είναι το καλύτερο, μεταξύ των δύο πρώτων κυκλοφοριών των Running Wild, γιατί και τα δύο είναι κορυφαίες Heavy Metal κυκλοφορίες και τα δύο προφανώς, δημιουργήθηκαν μ’ ένα γνήσιο πάθος και φωτιά. Το Metal ήταν ακόμη τότε παρθένο και αγνό, αλλά ήταν αδιάλυτο και καθαρό, αφού ήταν απαλλαγμένο από τον ελιτισμό που έχει σήμερα, χωρίς προδιάθεση, χωρίς ετικέτες όπως nu metal, deathcore ή post-rock και το σημαντικότερο έφερε, μια νέα πνοή στη μουσική. Εξακολουθώ, να έχω έναν τεράστιο σεβασμό για την παλιά 80’s Heavy Metal σκηνή, για το νεανικό και αχαλίνωτο πάθος, που είχαν τότε και που τόσο έχει χαθεί σήμερα. Πίσω όμως, στην Metal μουσική με αυτή την κυκλοφορία των Running Wild… αυτό είναι ένα σχεδόν άψογο LP που θα ακούσουν τα αυτιά σας,  ήταν το παρθενικό album των Γερμανών, που εκείνη την εποχή προσπαθούσαν να υιοθετήσουν ένα σκοτεινό και κάπως διαβολικό image. Εκτός από τον τίτλο, ο δίσκος αυτός χαρακτηρίζεται κλασικός όχι μόνον για ιστορικούς λόγους, αλλά και λόγω των συνθέσεων που περιέχει, το “Genghis Khan” ας πούμε, είναι το καλύτερο και το πιο επικό τραγούδι εδώ. Αλλά και τα υπόλοιπα τραγούδια όπως τα… “Prisoner Of Our Time”, “Victim Of States Power”, “Wapurgis Night”, “Soldiers Of Hell”, “Black Demon”, αλλά και το “Adrian (Son Of Satan)”, δεν είναι πολύ πίσω από τα να χαρακτηριστούν απλά κλασικά και διαχρονικά. Όλα τους, δίνουν αμέσως το στίγμα της μουσικής αυτού του μουσικού συνόλου, που είναι χαραγμένα στα αυλάκια του βινυλίου, ιδιαίτερα καταιγιστικά τραγούδια. Θα μπορούσα να σας πω, τι κάνει αυτά τα τραγούδια τόσο σπουδαία, είναι τα κιθαριστικά riffs, τα χορωδιακά μέρη που τα τραγουδούν όλοι μαζί, αλλά και το λυρικό περιεχόμενο. Με απλά λόγια, είναι φοβερά τραγούδια που θα σας κάνουν να θέλετε, να κάνετε ατελείωτο headbanging, ένας must-have κλασικός δίσκος.
 
 
BRANDED AND EXILLED
(1-October-1985)
SIDE I: “Branded And Exiled”, “Gods Of Iron”, “Realm Of Shades”, “Mordor”.
SIDE II: “Fight The Oppression”, “Evil Spirit”, “Marching To Die”, “Chains And Leather”.
LINE-UP: Rock N' Rolf – Vocals/ Guitar, Majk Moti – Guitar, Stephan Boriss – Bass & Wolfgang Hagemann – Drums.
Τόσο καλό όσο ήταν και το ντεμπούτο τους, γιατί τότε πολύ απλά ήταν, ένα πολύ διαφορετικό σχήμα κατά την έναρξη της καριέρας τους. Ακόμη, δεν είχαν υιοθετήσει την εικόνα των πειρατών και έτσι δικαιολογημένα θεωρούνται ως ένα από τα πιο καυτά και πιο δαιμονικά εμπνευσμένα Ευρωπαϊκά Heavy Metal συγκροτήματα. Αυτό, το δεύτερο album τους, είναι πραγματικά γεμάτο σκληρό Metal, κινούμενο όπως το γρηγορότερο και πιο άμεσο ντεμπούτο τους “Gates Of Purgatory”. Το “Branded And Exiled”, έχει επιθετικούς ύμνους, ενώ, εξακολουθεί να είναι πολύ αληθινό και άμεσο, κυρίως με τους γρήγορους κιθαριστικούς ρυθμούς, με επικεφαλής τραγουδιστή Rock N’ Rolf (Kasparek). Σκληρός, Ευρωπαϊκός σφυρηλατημένος Heavy Metal ήχος, που τον εγκατέλειψαν προτού να έχει καν ακόμη διαμορφωθεί, που όμως εδώ, θέτουν τις βάσεις γι’ αυτό που θα επακολουθούσε. Λοιπόν, το εν λόγο δισκογραφικο πόνημα δεν ξεπερνά τον προκάτοχο του, αλλά οι πολεμοχαρείς Running Wild ξαναχτυπούν με ύμνους όπως τα… “Fight The Oppression”, “Gods Of Iron”, “Evil Spirit”, “Marching To Die”, “Mordor” και “Chains And Leather”, πάρτε αυτό ως μούσα και προχωράμε για το επόμενο studio album που ήταν το…
 
 
UNDER JOLLY ROGER
(February-1987)
SIDE I: “Under Jolly Roger”, “War In The Gutter”, “Raw Ride”, “Beggar's Night”. SIDE II: “Raise Your Fist”, “Land Of Ice”, “Diamonds Of The Black Chest”, “Merciless Game”.
LINE-UP: Rock N' Rolf – Vocals/ Guitar, Majk Moti – Guitar, Stephan Boriss – Bass & Wolfgang Hagemann – Drums.
Από αυτό το album, ξεκίνησε το Πειρατικό μουσικό και στιχουργικό θέμα των Running Wild και τώρα μετρά αισίως πάνω από 35 χρόνια. Το “Under Jolly Roger”, είναι όμως μια πιο μελωδική προσπάθεια από ότι ήταν τα δύο προηγούμενα album του group, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει αυτός ο απλός γρήγορος Heavy Metal ήχος, που βρέθηκε και στις προηγούμενες κυκλοφορίες. Ο ήχος γενικά είναι ένα μίγμα πρώιμης Metal ταχύτητας και του επικού και μελωδικού ήχου του σχήματος, “Diamonds Of The Black Chest”, “Merciless Game” και “Beggar’s Night”, είναι όλα τους, εξαιρετικές γρήγορες μελωδίες με απόλυτη εγγύηση. Δύο όμως, είναι οι πιο σημαντικές στιγμές αυτού του LP, το ομότιτλο “Under Jolly Roger”, το οποίο ξεκινάει μ’ ένα πειρατικό intro και εξελίσσεται σ’ ένα τρομερό σε ταχύτητα τραγούδι, με λαμπερά κιθαριστικά riffs και πιασάρικη μουσική. Και το καλύτερο τραγούδι μετά το ομώνυμο είναι το “Raise Your Fist”, μ’ ένα κιθαριστικό riff και solo που απλά είναι δολοφονικά και ένα από τα καλύτερα χορωδιακά ρεφρέν που θα ακούσατε και που έγιναν ποτέ… ένα από τα αγαπημένα τραγούδια του group, όλων των εποχών. Ο Rock N' Rolf, επέλεξε μια ηχητική ατμόσφαιρα που θα στιγματίσει το συγκρότημα, αλλά κι αυτόν το ίδιο για πάντα και θα την κρατήσει μέχρι και σήμερα, αφού τη χρησιμοποιεί ως βασικό μουσικό χαρακτηριστικό, ακόμη. Συνολικά, είναι ένα από τα καλύτερα δισκογραφικά έργα των Running Wild, που έγιναν ποτέ μια εξαιρετική προσπάθεια, διαχρονικό και συνάμα κλασικό.
 
PORT ROYAL
(26-September-1988)
SIDE I: “Port Royal”, “Raging Fire”, “Into The Arena”, “Uaschitschun”, “Final Gates”.
SIDE II: “Conquistadores”, “Blown To Kingdom Come”, “Warchild”, “Mutiny”, “Calico Jack”.
LINE-UP: Rock N’ Rolf – Vocals/ Guitar, Majk Moti – Guitar, Jens Becker – Bass & Stefan Schwarzmann – Drums.
Μετά το καλό live album, “Ready For Boarding” του 1987, έχουμε αυτό το εξαιρετικό studio LP, τευτονικού Heavy Μetal με ιστορίες πειρατών. Στην πραγματικότητα οι Running Wild ήταν το πρώτο Ηeavy Μetal συγκρότημα που έχει πραγματικές πειρατικές ιστορίες, σε κάθε τραγούδι του και όχι ένα ή δύο σ’ ένα μόνο album. Μεγάλο συγκρότημα με εξίσου σπουδαία δισκογραφικά έργα, ειδικά στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ήταν η αιχμή του δόρατος γι’ αυτό το θρυλικό Γερμανικό σχήμα. Ήταν όμως και το “Port Royal”, που βοήθησε τα μέγιστα για να γίνουν μεγάλοι ως group. Ένα διάσημο album πάντα βοηθά προς την επιτυχία, προσφέρετε για μια δοκιμή και ακρόαση που αξίζει το κάθε δευτερόλεπτο, μια πραγματικά σημαδιακή κυκλοφορία. Επίσης, η μουσική εδώ, είναι αρκετά περίπλοκη σε κάποια μέρη, για ένα Heavy Metal συγκρότημα, ακούστε το instrumental “Final Gates” καθώς και το ομότιτλο “Port Royal” ή το “Uaschitschun”. Απλά, το “Port Royal” ως δίσκος, ήρθε για να σαρώσει τα πάντα στο πέρασμα του, από την εισαγωγή έως το τελευταίο δευτερόλεπτο, το βινύλιο θα λιώσει στο πικάπ σας. Έχουμε να κάνουμε με μια Heavy Metal πανδαισία, τραγούδια που έμειναν στην ιστορία, όπως τα… “Raging Fire”, “Into The Arena” και τον θρυλικό ύμνο “Conquistadores”. Τώρα ο Rolf, έχει ενσωματώσει πλήρως το πειρατικό ύφος στους Running Wild και οι στίχοι ακολουθούν ανάλογη πορεία. Σίγουρα, είναι ο πιο ώριμος και ο πιο βαρύς και καλοσχηματισμένος δίσκος του group… το “Port Royal” είναι ένα βήμα μπροστά στην καριέρα τους. Ένα σπουδαίο LP, που ονειρεύεται να έχει ο κάθε Ηeavy Μetal fan στην δισκοθήκη του, αν είχαν τα μουσικά όργανα εκείνη την εποχή, αυτόν το ήχο, θα έπαιζαν οι παλιοί πειρατές ενώ, βρισκόταν στη θάλασσα.
 
DEATH OR GLORY
(8-November-1989)
SIDE I: “Riding The Storm”, “Renegade”, “Evilution”, “Running Blood”, “Highland Glory (The Eternal Fight)”.
SIDE II: “Marooned”, “Bad To The Bone”, “Tortuga Bay”, “Death Or Glory”, “Battle Of Waterloo”.
LINE-UP: Rock N’ Rolf – Vocals/ Guitar, Majk Moti – Guitars, Jens Becker – Bass & Ian Finlay – Drums.
Η κυκλοφορία του “Death Or Glory”, από τους Γερμανούς Running Wild, όπου είναι και το πέμπτο τους studio LP, είναι αυτό που τους έκανε ακόμη, πιο πολύ διάσημους. Ήταν το πρώτο album τους, που χτύπησε τα charts και μέχρι σήμερα αναφέρεται συχνά ως η κορυφή του group στους καταλόγους, αλλά και ως ένα ορόσημο του Power Metal. Με αυτό τον δίσκο, έφτασαν στο ζενίθ, ότι άρχισαν με το προηγούμενο studio LP ολοκληρώθηκε εδώ, είναι ένα αμιγές δισκογραφικό έργο, η ωριμότητα του group διαφαίνεται ολοκάθαρα, αφού, έχουν συλλέξει τόσα πολλά και καλά τραγούδια. Μέχρι και σήμερα το “Death Or Glory” είναι το μόνο LP που από πολλούς θεωρείτε ως το magnus opus τους, ο δίσκος παραδίδει πολλά τραγούδια γεμάτα από αστραπή και πιασάρικα ρεφρέν αλλά και μελωδίες. Ίσως το καλύτερο τραγούδι του album να είναι κατά πάσα πιθανότητα το “Riding The Storm”, ένα τραγούδι που δείχνει τι πραγματικά είναι οι Running Wild, έχει σπουδαία κιθαριστικά riffs, σπουδαία solo και ένα πολύ συναρπαστικό και ισχυρό χορωδιακό ήχο. Άλλα σπουδαία τραγούδια είναι τα… “Bad To The Bone”, “The Battle Of Waterloo”, το επικό “Death Or Glory”, το ενδιαφέρον οργανικό “Highland Glory (The Eternal Fight)”, “Marooned”, “Renegade” και το “Running Blood”. Οι Running Wild εδώ, συνεχίζουν και παίζουν το λεγόμενο «Pirate Metal» και μάλιστα μερικά από τα κιθαριστικά riffs και τα solo έχουν ένα πειρατικό ηχητικό vibe, επίσης το τραγούδι “Tortuga Bay”, ασχολείται αποκλειστικά με πειρατικά θέματα. Και δεν είναι μυστικό ότι ο κιθαρίστας και τραγουδιστής του group, Rolf είναι συλλέκτης πειρατικών κοστουμιών και άλλων συναφή πραγμάτων, έτσι, το “Pirate Metal” είναι ένας απόλυτα κατάλληλος όρος για τον ήχο των Running Wild.
 
BLAZON STONE
(4-April-1991)
SIDE I: “Blazon Stone”, “Lonewolf”, “Slavery”, “Fire & Ice”, “Little Big Horn”.
SIDE II: “White Masque”, “Rolling Wheels”, “Bloody Red Rose”, “Straight To Hell”, “Heads Or Tails”.
LINE-UP: Rock N’ Rolf – Vocals/ Guitar, Axel Morgan – Guitar, Jens Becker – Bass & AC – Drums.
Ένα πολύ καλό album, από τους Running Wild, ήταν το αμέσως επόμενο δισκογραφικό έργο, που κυκλοφόρησαν μετά την πιο επιτυχημένη και διάσημη κυκλοφορία τους, “Death Or Glory”. Η παραγωγή, είναι πραγματικά φανταστική εδώ και συνεισφέρει τα μέγιστα, σε μια πολύ μεγάλη και κλασική κυκλοφορία. Τα περισσότερα τραγούδια έχουν μερικά εκπληκτικά κιθαριστικά riffs και οι περισσότερες από τις χορωδίες είναι επίσης, τέλειες. Το “Lonewolf”, το “Blazon Stone”, το “White Masque”, το “Fire & Ice”, αλλά και το “Rolling Wheels” είναι μερικά από τα καλύτερα τραγούδια, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος του υλικού όλου του δίσκου, είναι πραγματικά πολύ δυνατό. Το συγκρότημα, έχει αρχίσει να έχει επιτυχία και είναι εύκολο να ακούσουμε ότι έχει αρχίσει να έχει έναν πιο γυαλισμένο και εμπορικό ήχο, χωρίς να είναι όμως καθόλου μα καθόλου κακός. Όλα τα τραγούδια εξακολουθούν ν’ ακούγονται 100% ως Running Wild, αλλά το πράγμα που κρατάει αυτόν τον σκληρό ήχο, είναι η ακατέργαστη κατά έναν τρόπο, φωνή του Rock N’ Rolf. Ο Kasparek, δεν είναι ευλογημένος και με τη καλύτερη φωνή στη γη και δεν θα με εξέπληττε αν η δισκογραφική εταιρεία, του ζητούσε να πάρει έναν τραγουδιστή, αν όμως το έκανε ποτέ αυτό ο Rolf, δεν θα το συγχωρούσα ποτέ, η ωμή φωνή του, ταιριάζει απόλυτα και τέλεια με την μουσική του συγκροτήματος. Πίσω στη μουσική τώρα, το “Blazon Stone” είναι ένα απίστευτα ισχυρό LP, αδύνατα σημεία δεν υπάρχουν σε τούτο το album, κανένα από τα τραγούδια δεν είναι κακό, όλα τα τραγούδια φαίνονται απαραίτητα σε κάθε best-of album του group. Κορυφαίο… τέτοια LP σίγουρα δεν βγαίνουν κάθε χρόνο, κάθε φορά που το ακούω, σκέπτομαι ότι πρέπει να το συνιστώ σε όλους τους λάτρεις, του κλασσικού Ηeavy Μetal.
 
PILE OF SKULLS
(21-October-1992)
SIDE I: “Whirlwind”, “Sinister Eyes”, “Black Wings Of Death”, “Fistful Of Dynamite”, “Roaring Thunder”.
SIDE II: “Pile Of Skulls”, “Lead Or Gold”, “Jennings' Revenge”, “Treasure Island”. LINE-UP: Rock ‘N’ Rolf – Vocals/ Guitar, Axel Morgan – Guitar, Thomas Smuszynski – Bass & Stefan Schwarzmann – Drums.
Ένα χρόνο πριν το 1991, κυκλοφορούν τη συλλογή “The First Years Of Piracy”, με επαναηχογραφημένο το φοβερό “Prisoner Of Our Time”. Το νέο studio LP ξεκινά με μια εξαιρετική εισαγωγή, που θέτει τις βάσεις για την σωστή διάθεση και έτσι γνωρίζετε ότι αυτό θα είναι, άλλο ένα κλασικό album, πριν ακριβώς αρχίσει. Τα τραγούδια είναι όλα ενεργητικά και πολύ καλά, με το γνωστό κιθαριστικό riffing σήμα κατατεθέν του Rolf Kasparek, ενώ τα φωνητικά του είναι η ίδια η διαπραγμάτευση, για το τόσο μεγάλο album (όσο τα πριν), μπορεί να είναι κι αυτό δεν είναι τίποτα. Οι χορωδίες και τα ρεφρέν είναι τόσο μεγάλα όσο και οι Running Wild, τα τύμπανα όπως μας παραδίδονται εδώ, είναι απλά μοναδικά. Ακόμα, θα μπορούσατε να πείτε ότι αυτό που είναι τόσο μεγάλο εδώ, είναι οι συνθέσεις, ναι ακριβώς αυτό, τα τραγούδια είναι όλα μεγάλα χωρίς κάποιους περίεργους ή ανεπιτυχής πειραματισμούς. Όλα χτύπησαν με το δεξί στο κεφάλι, το LP περιέχει καλές συνθέσεις, που από δω και στο εξής θα καθιερωθούν, επίσης βοηθά και η καλή παραγωγή, αλλά και το τέλειο εξώφυλλο. Θα σας χτυπήσουν στο κεφάλι τα σκληρά τραγούδια “Whirlwind”, “White Buffalo”, το ομώνυμο “Pile Of Skulls”, αλλά και το μακροσκελές έπος “Treasure Island”. Το “Roaring Thunder” είναι λίγο πιο αδύναμο, αλλά τ’ άλλα δεν είναι, έτσι έχετε όλα όσα μπορείτε να περιμένετε από ένα κλασικό Ηeavy Μetal δίσκο, των Running Wild. Λοιπόν, δεν υπάρχει κάτι απόλυτα κακό σε τούτο το δισκογραφικό έργο των Γερμανών πειρατών, καλύψτε ένα από τα μάτια σας, ανοίξτε ένα μπουκάλι ρούμι και πετάξτε πάνω στη θάλασσα, με τον Rock 'Ν' Rolf και τους πειρατές του. Η μουσική τους θέτει την τέλεια διάθεση, χαλαρώστε με την ησυχία σας, οι Running Wild είναι εδώ, κλασικά θα παραμείνει στην μνήμη σας.
 
BLACK HAND INN
(24-March-1994)
SIDE I: “The Curse”, “Black Hand Inn”, “Mr. Deadhead”, “Soulless”, “The Privateer”.
SIDE II: “Fight The Fire Of Hate”, “The Phantom Of Black Hand Hill”, “Freewind Rider”, “Powder & Iron”, “Dragonmen”.
LINE-UP: Rock N’ Rolf – Vocals/ Guitar, Thilo Hermann – Guitar, Thomas Smuszynsky – Bass & Jörg Michael – Drums.
Καλώς ήρθατε στην πειρατική ταβέρνα, ορισμένες από τις μεγαλύτερες και καλύτερες συνθέσεις των Running Wild εμφανίζονται σε αυτό το album. Αρχίζουμε με μια εντυπωσιακή εισαγωγή “The Curce”, που θέτει τη διάθεση για όλο το LP, μερικά μεγάλα υπέροχα κιθαριστικά riffs με το καλημέρα και μπάσο επίθεση του Γερμανικού παραδοσιακού Heavy Μetal. Το “Black Hand Inn”, έχει μέσα του, πολύ ρυθμό και αξέχαστες χορωδίες όλη την ώρα, με μερικές από τις πιο σημαντικότερες στιγμές στον κατάλογο τους και την καριέρα τους. Τα κιθαριστικά riffs του Rolf, απλώς βαδίζουν προς τα εμπρός και ακολουθούν τα δολοφονικά τύμπανα. Ένα από τα πιο λαμπερά albums των Running Wild, που θα πρέπει σίγουρα να το τσεκάρετε. Ο χρόνος μπορεί να έχει αλλάξει πια (90’s), αλλά ο σκληρός και δύστροπος χαρακτήρας του Rock N’ Rolf, δεν φαίνετε να έχει αλλάξει, έχει μείνει πίσω στα 80’s. Έτσι λοιπόν, το “Black Hand Inn” είναι σίγουρα και χωρίς καμία μα καμία αμφιβολία ένα μεστό δισκογραφικό έργο.  Εκτός από το ομότιτλο τραγούδι “Black Hand Inn”, τα… “The Privateer”, “Freewind Rider” και “The Phantom Of The Black Hand Inn”, είναι οι κορυφαίες στιγμές του LP, αλλά το “Genesis (The Making And The Fail Of Man)”, είναι ένα ξεχωριστό και μοναδικό έπος, που υπάρχει μόνον στο CD. Οι Running Wild είχαν πάντα μια αρκετά σταθερή δισκογραφική σταδιοδρομία και τα 80’s και 90’s album τους, ποτέ δεν έπεφταν κάτω του μετρίου, όλα είχαν ένα καλό μουσικό επίπεδο. Δεν έχουν ανταγωνισμό, δεν έχασαν πότε το μουσικό-ηχητικό δρόμο τους, (εκτός από μερικές πρόσφατες περιπτώσεις), αλλά το “Black Hand Inn”, είναι για εκείνους που ψάχνουν για το καλό 80’s old-school Heavy Metal, μέσα στα σαθρά 90’s. Άλλος ένας classic Running Wild δίσκος, τα φωνητικά του Rolf είναι σαφώς καλύτερα, ενώ, οι στίχοι είναι πιο ώριμοι και καλογραμμένοι και τα μεγάλα κιθαριστικά riffs κάνουν αυτό το LP, ένα εξαιρετικό κομμάτι του Ηeavy Μetal. Το “Black Hand Inn” συνοψίζει ακριβώς αυτό το Heavy Metal, που μπορεί να παράγει το group, αυτό το τερατώδες LP, ακολουθεί το καταπληκτικό “Pile Of Skulls”, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο… χωρίς κανένα αδύναμο σημείο.
 
MASQUERADE
(30-October-1995)
SIDE I: “The Contract/ The Crypts Of Hades”, “Masquerade”, “Demonized”, “Black Soul”, “Lions Of The Sea”, “Rebel At Heart”.
SIDE II: “Wheel Of Doom”, “MetalHead”, “Soleil Royal”, “Men In Black”, “Underworld”.
LINE-UP: Rock N’ Rolf – Vocals/ Guitar, Thilo Hermann – Guitar, Thomas Smuszynski – Bass & Jörg Michael – Drums.
Ποιος σας είπε ότι μέσα στην (γελοία μουσικά), δεκαετία του ’90 δεν είχαμε καλά, ή δεν κυκλοφόρησαν σπουδαία Heavy Metal albums; Ιδού η απόδειξη. Οι Γερμανοί συνεχίζουν ακάθεκτοι, με τέλεια χορωδιακά τραγούδια και στο 9ο studio album τους, αλλά έχουν αλλάξει πια δισκογραφική εταιρεία και από την Noise τώρα είναι στην Gun. Οι Running Wild δεν αποτυγχάνουν ποτέ, το “Masquerade”, είναι άλλο ένα πολύ εξαιρετικό album στον μακρύ, πλούσιο και καλό κατάλογο τους. Εδώ, έχουμε και πάλι το κλασικό στυλ της μουσικής των Πειρατών, τα μεγάλα κιθαριστικά riffs και η εξαιρετική αίσθηση του solo, χωρίς, να υπάρχουν κάποιες πραγματικές ή φανταστικές εκπλήξεις, αλλά τους αγαπάμε, γιατί πάντα ήταν συνεπείς και πάντα αξιόπιστοι στον ήχο τους και την μουσική τους. Ο Rock Ν’ Rolf με το “Masquerade”, εδραιώνει τους Running Wild, όπως είχε ήδη κάνει νωρίτερα στη δεκαετία του ’90 με το “Blazon Stone” και το “Black Hand Inn”, αποδεικνύοντας ότι το Heavy Metal, συνεχίζει και θα συνεχίζει να είναι πιο ζωντανό από ποτέ. Το album ξεκινά με την εισαγωγή “The Contract/ The Crypt Of Hades”, δίνοντας έτσι χρόνο για να καταστρέψουν τα πάντα με τα εξαιρετικά γρήγορα κιθαριστικά Riffs.  Το LP συνεχίζει ακάθεκτο, με τρομερά τραγούδια γεμάτα ενέργεια, μερικές δυνατές στιγμές που ξεχωρίζουν από χιλιόμετρα είναι οι… “Black Soul”, “Lions Of The Sea”, “Wheel Of Doom”, “Metalhead” και το ομώνυμο “Masquerade”. Ενώ, και τα “Rebel Heart”, “Demonized” στέκονται πολύ καλά, έχουν την επιθετικότητα που χρειάζεται. Οι στίχοι του Kasparek έχουν πέσει σαν γάντι, όπου αντιπροσωπεύουν τις μάσκες της εξουσίας, της θρησκείας και της πολιτικής, το ύφος της όλης δουλειάς είναι πολύ κοντά στο “Black Hand Inn”. Αυτό το δισκογραφικό έργο αποδεικνύει, ότι ο χρόνος έκανε πολύ καλό στους Running Wild, δείχνοντας για άλλη μια φορά τη σημασία που έχει το Πειρατικό Heavy Metal, στη σκηνή του Metal κόσμου. Μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια καριέρας, δεν έχουν καταφέρει και λίγα, αφού, δεν είναι και λίγα τα συγκροτήματα που τους αναφέρουν ως την κύρια επιρροή τους.
 
THE RIVARLY
(9-February-1998)
CD: “March of the Final Battle (The End of All Evil)”, “The Rivalry”, “Kiss Of Death”, “Firebreather”, “Return Of The Dragon”, “Resurrection”, “Ballad Of William Kidd”, “Agents Of Black”, “Fire & Thunder”, “The Poison”, “Adventure Galley”, “Man On The Moon”, “War & Peace”.
LINE-UP: Rock N’ Rolf – Vocals/ Guitar, Thilo Hermann – Guitar, Thomas Smuszynski – Bass & Jörg Michael – Drums.
Τι πω, απλά αυτοί οι τύποι συνεχίζουν να κάνουν όλο και πιο φανταστικές κυκλοφορίες. Η αντιπαλότητα δεν αποτελεί εξαίρεση και αυτή τη φορά οι Γερμανοί πραγματικά ξεπερνούν τους εαυτούς τους, για άλλη μια φορά ο Rolf και οι Running Wild έκαναν μια έξυπνη κίνηση. Ο καπετάνιος Kasparek, κατάφερε να σηκώσει για άλλη μια φορά τη Πειρατική σημαία ψηλά στον ιστό της και χρησιμοποιείται με εξαιρετικό τρόπο. Μετά την γνωστή εισαγωγή με το “March Of The Final Battle (The End Of All Evil)”, ακολουθεί το ομότιτλο τραγούδι το “The Rivarly”, που δείχνει απλά πόσο εκπληκτικό είναι αυτό το συγκρότημα. Θεωρώ, ότι είναι φανταστικό το πώς οι Running Wild είναι αρκετά ικανοί όσον αφορά την τεχνική της κιθάρας, αν και τείνουν να επαναλαμβάνουν λίγο τον εαυτό τους, σε μια σχετικά μικρή κλίμακα, αν και ποτέ ο Rolf δεν ήταν ένας μεγάλος ήρωας της κιθάρας μας έδωσε όμως μερικά απίστευτα κιθαριστικά riffs, που άφησαν ιστορία. Αυτό ωστόσο, ξεπερνιέται εύκολα από την καθαρή ποιότητα των τραγουδιών τους όπως τα… “Kiss Of Death”, “Return Of The Dragon” και “Ballad Of William Kidd”. Ο Rolf Kasparek, παρουσιάζει για άλλη μια φορά το απίστευτο ταλέντο του σε αυτό το album, καθιστώντας ως άλλο ένα κλασικό στην μακρόχρονη ιστορία του, πάντως, τούτο το album είναι μια άξια προσθήκη σε οποιαδήποτε Metal συλλογή. Αν και ο ήχος τους, έχει αλλάξει δεν είναι όπως ήταν ας πούμε στα ’88-΄89, πάντως, ήταν πολύ καλύτερος από πολλά Ρower Μetal albums της εποχής και στην πραγματικότητα είναι ένα πολύ ωραίο, δυναμικό και δυνατό album. Υπάρχει μια καλή ισορροπία σε όλα τα τραγούδια του δίσκου, οι μελωδίες είναι καλές και πολύ καλά μελετημένες και το συγκρότημα μπορεί ακόμη να σου προσφέρει ένα σφίξιμο, όταν πρόκειται ν’ ακούσεις δυνατά το “The Rivarly”. Θα έλεγα, ότι αυτό το album, έχει αρκετή δημιουργικότητα και καινοτόμες στιγμές όταν πρόκειται για το λεγόμενο Power Metal, γενικότερα και σε καμία περίπτωση τούτο το album, δεν το έχω βαρεθεί. Πολύ συμπαγές, που ακούγεται το ίδιο καλά ακόμα και τώρα, ύστερα από 26 χρόνια μετά την κυκλοφορία του. Είναι το μόνο τους album, που δεν έχει κυκλοφορήσει σε κανονικό βινύλιο, (παρά μόνον, σε limited edition picture disc, με 4 τραγούδια, όμως).
 
VICTORY
(10-January-2000)
SIDE I: “Fall Of Dorkas”, “When Time Runs Out”, “Timeriders”, “Into The Fire”, “Revolution”, “The Final Waltz”, “Tsar”.
SIDE II: “The Hussar”, “The Guardian”, “Return Of The Gods”, “Silent Killer”, “Victory”.
LINE-UP: Rock N’ Rolf – Vocals/ Guitar, Thilo Hermann – Guitar, Thomas Smuszynski – Bass & Angelo Sasso – Drums.
Η νέα χιλιετία για τους Running Wild μπαίνει νομίζω παραγωγικά, με άλλο ένα κλασσικό, ηχητικά Γερμανικό Heavy Metal LP. Ήχος ξανά, για όλα τα Πειρατικά πράγματα και θέματα που αρέσουν, αλλά κι άλλο ένα σχετικά ξεχασμένο κόσμημα του μακρινού παρελθόντος του Metal. Φυσικά, το πόσοι το αγόρασαν όταν βγήκε ούτε λόγος, τέλος πάντων, δεν είναι ένα κακό album, ειδικά για τους παλιότερους οπαδούς του σχήματος, ενώ, οι πιο νεώτεροι είχαν ήδη φύγει ή είχαν ξεπουλήσει την αγάπη τους, στη σύγχρονη Metal μουσική μόδα. Όμως, για τους οπαδούς των Running Wild που ήταν για πάντα δίπλα τους και τους στήριζαν, αυτή η δισκογραφική δουλειά, ήταν μια βαριά κυκλοφορία, με ταχύτητα και δύναμη. Αυτό που κάνει αυτό το album να ξεχωρίσει, είναι το νέο μυθιστόρημα των Πειρατών σε μερικούς από τους στίχους, αλλά και το μείγμα των τραγουδιών με mid-tempo τραγούδια, με ωραίες μελωδίες και πιασάρικες χορωδίες. Έτσι, μετά από πολλά δισκογραφικά έργα υψηλής ποιότητας, με τραγούδια με σχεδόν στο ίδιο ύφος, κάποιο από τα υλικά αυτού του album είναι κάπως διαφορετικό. Σε μερικούς ίσως, ν’ ακούγεται κουρασμένο και επαναλαμβανόμενο, το οποίο συνέβη σε κάποια albums, αλλά οι Γερμανοί αυτόν το ήχο έχουν, είτε το θέλουμε είτε όχι, πάει και τέλος. Στην αρχή της νέας χιλιετίας, ο Rolf ήρθε με μια συνέχεια ενός εξαιρετικού album, αν και τα φωνητικά του ακούγονται λιγότερο ενεργητικά, αλλά προσθέστε ότι δεν έχει αλλάξει πραγματικά τη φωνητική του φόρμουλα, από το “Port Royal” και αυτό θεωρείται, ως ένας άθλος. Υπάρχουν ακόμη, μερικά πιασάρικα κιθαριστικά riffs και χορωδιακά μέρη διασκέδασης για να τραγουδήσουμε όλοι μαζί, όπως γίνετε με τα τρία πρώτα τραγούδια τα… “Fall Of Dorkas”, “When Time Runs Out”, “Timeriders”. Υπάρχουν όμως και οι άγριοι ρυθμοί που θα αγαπήσουν οι οπαδοί του group, όπως γίνετε στο “Return Of The Gods”, άλλα σπουδαία τραγούδια είναι τα… “Into The Fire” και “The Guardian”, που αρκούν για να σε τραβήξουν στο ν’ αγοράσεις τούτο το LP. Στο album, υπάρχει πάντως μια πραγματική βρωμιά και μια επανάσταση, το “Victory” ξεχωρίζει, ως η αρχή μιας κατάβασης των Running Wild σε περισσότερο Hard Rock, προσανατολισμένο υλικό. Οι παλιοί οπαδοί σίγουρα θα βρουν κάποιο καλό συνθετικό υλικό εδώ και θα τους δώσουν μια ευκαιρία, αλλά, οι πιο νεοφερμένοι στο συγκρότημα, τους συνιστώ να ξεκινήσουν καλύτερα από τα πιο παλιά 80’s και 90’s albums των Running Wild, που είναι πολύ καλύτερες ως επιλογές.
 
THE BROTHERHOOD
(25-February-2002)
SIDE I: “Welcome To Hell”, “Soulstrippers”, “The Brotherhood”, “Crossfire”, “Siberian Winter”, “Detonator”.
SIDE II: “Pirate Song”, “Unation”, “Dr. Horror”, “The Ghost”.
LINE-UP: Rock N’ Rolf – Vocals/ Guitar, Peter Pichl – Bass & Angelo Sasso – Drums.
Δεν καταλαβαίνω γιατί αυτό το album, δεν παίρνει καλές κριτικές σε σχέση με τα περισσότερα albums των Running Wild. Σίγουρα, το προηγούμενο “Victory”, ίσως να ήταν το πιο αδύναμο της καριέρας του Rolf και της παρέας του, αλλά το “The Brotherhood”, δεν σημαίνει ότι έχει αδύναμα τραγούδια. Δεν υπάρχει τίποτα που να διαφέρει από τα περισσότερα δισκογραφικά πονήματα των Γερμανών, έχει ακριβώς το ίδιο groovy, φορτωμένο με διασκέδαση που έκαναν οι Running Wild τόσο ευχάριστα όλα αυτά τα χρόνια. Υπάρχει μόνον ένα τραγούδι, που προτιμώ να παραλείψω, το σχετικά ανόητο “Unation”. Ωστόσο, το υπόλοιπο LP, πατάει εκεί ακριβώς που θα περιμένατε να πατήσει ο Rolf, συμπεριλαμβανομένου ενός επικού ήχου, ας πούμε το “The Ghost”, είναι ένα από τα καλύτερα τους, έπος, όσες φορές κι αν το ακούσεις, ποτέ δεν θα σε απογοητεύσει, πραγματικά. Φυσικά, υπάρχει και ο υποχρεωτικός ύμνος στους Πειρατές, το “Pirate Song”, καθώς και τα καλύτερα για μένα, που είναι τα… “Siberian Winter” και “Welcome To Hell”. Το ομότιτλο “The Brotherhood” είναι ένα εξαιρετικό τραγούδι, ίσως, το δεύτερο καλύτερο σε όλο το album, αλλά και το “Dr. Horror” που συναντάει μουσικά τους, συναδέλφους τους Γερμανούς Helloween.
 
ROGUES EN VOGUE
(21-February-2005)
SIDE I: “Draw The Line”, “Angel Of Mercy”, “Skeleton Dance”, “Skull & Bones”, “Born Bad, Dying Worse”, “Black Gold”.
SIDE II: “Soul Vampires”, “Rogues En Vogue”, “Winged & Feathered”, “Dead Man's Road”, “The War”.
LINE-UP: Rock N’ Rolf – Vocals/ Guitar, Peter Pichl – Bass & Mattias Liebetruth – Drums.
Μια πολύ καλή δισκογραφική κυκλοφορία για τους Running Wild, μια στέρεα απόδοση Πειρατικού Ηeavy Μetal, που σίγουρα αξίζει ν’ αγοράσετε. Το “Rogues En Vogue”, είναι ένα αγαπημένο LP από την εποχή του “The Rivalry” και νομίζω πως περιέχει μερικά από τα καλύτερα τραγούδια τους, μέχρι σήμερα. Παρόλο, που το album δεν ταιριάζει απόλυτα με το “Black Hand Inn”, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο ακροατής θα απογοητευτεί, όταν θα το ακούσει, το αντίθετο μάλιστα θα το λατρέψει. Εγώ, για άλλη μια φορά, απόλαυσα όλα τα τραγούδια του album, εσείς;… Ωστόσο, το “Angel Of Mercy”, έχει ένα κλασικό κιθαριστικό riff που δεν είναι κατώτερο, από όλα τα κλασικά τραγούδια του group, είναι απλά εξαιρετικό. Τα “Black Gold” και “The War”, πρέπει επίσης να σημειώσω ότι είναι απολύτως επικά, το τελευταίο ειδικά είναι η προσπάθεια, ενός επικού τραγουδιού και για άλλη μια φορά είναι σε πολύ μεγάλο ύφος και διάρκεια. Θα έλεγα, ότι το “Rogues En Vogue”, δείχνει μια μουσική ποικιλομορφία που οι Running Wild σπάνια εμφανίζουν στη μουσική τους και αυτό είναι εξαιρετικό, ως νέο στοιχείο. Για άλλη μια φορά, οι Γερμανοί του original Πειρατικού Heavy Metal κυκλοφορούν, ένα θαυμάσιο album για τους οπαδούς τους, αλλά και για όσους θέλουν να τους ανακαλύψουν. Ενθαρρυντικά, φανταστικά και πιασάρικα, είναι μόνον τρία λόγια που θα χρησιμοποιούσα για να περιγράψω τα τραγούδια, του εν λόγο δίσκου.
 
SHADOWMAKER
(20-April-2012)
SIDE I: “Piece Of The Action”, “Riding On The Tide”, “I Am Who I Am”.
SIDE II: “Black Shadow”, “Locomotive”, “Me & The Boys”.       
SIDE III: “Shadowmaker”, “Sailing Fire”, “Into The Black”.
SIDE IV: “Dracula”.
LINE-UP: Rock N' Rolf – Vocals/ Guitar & Peter Jordan – Guitar.
Το μπάσο και τα τύμπανα, ηχογραφήθηκαν από ανώνυμους μουσικούς-επισκέπτες, που δεν αναφέρονται καν, στον δίσκο. Το “Shadowmaker”, είναι κάπως απογοητευτικό ως album, δεν υπάρχει κάποια ταχύτητα και ένταση μέσα στα τραγούδια, απλά υπάρχει μόνον, μια αργή μουσική κατεύθυνση. Δεν υπάρχουν τραγούδια δράσης, έτσι δεν μπορώ, να ξεχωρίσω, κάποιο ως το καλύτερο τραγούδι, του εν λόγο LP. Αλλά και η φωνή δε, του Rolf έχει χάσει πολλά από την παλιά της αίγλη, ίσως, να είναι ότι χειρότερο έχουν καταγράψει, σε όλη την μουσική τους διαδρομή. Αυτό το album είναι κακό, είναι λίγο περισσότερο σαν Hard Rock, προσανατολισμένο μουσικά, πολύ έξω από την προηγούμενη κυκλοφορία του συγκροτήματος. Αν σας αρέσουν οι Running Wild, σίγουρα θα το έχετε ελέγξει ήδη, εγώ, δεν περίμενα τίποτα καλύτερο να έρθει και φαίνεται ότι το comeback album του group (μετά από 7 χρόνια), είναι μακράν το χειρότερο album των Running Wild. Δεν τιμούν έτσι την ιστορία τους, ούτε το εξώφυλλο του LP, δεν είναι καλύτερο (ας πούμε), από τη μουσική του album, εγώ, δεν νιώθω ότι ήμουν πραγματικά, καν πάνω σε κάποιο πειρατικό πλοίο. Αισθανόμουν μερικές φορές, σαν να έκανα ειρηνικά, μια ήρεμη και χαλαρή κωπηλασία σε κάποιο canoe, σε μια παρθένα λίμνη, χωρίς καθόλου κύματα κατά το ηλιοβασίλεμα. Βλέποντας, έτσι τη φύση να προετοιμάζεται πολύ ήρεμα για τη επερχόμενη νύχτα, πίνοντας ένα ποτήρι κρασί και όχι ρούμι.
 
RESILIENT
(4-October-2013)
SIDE I: “Soldiers Of Fortune”, “Resilient”, “Adventure Highway”.
SIDE II: “The Drift”, “Desert Rose”, “Fireheart”.
SIDE III: “Run Riot”, “Down To The Wire”, “Crystal Gold”.
SIDE IV: “Bloody Island”.
LINE-UP: Rock N' Rolf – Vocals/ Guitar & Peter Jordan – Guitar.
Πάλι το μπάσο και τα τύμπανα ηχογραφήθηκαν από ανώνυμους μουσικούς-επισκέπτες, που δεν αναφέρονται καν, στον δίσκο. Όσο περισσότερο, ακούω όμως το “Resilient”, τόσο περισσότερο αρχίζει, να μου αρέσει. Λοιπόν, για να είμαι ειλικρινής, τα δύο πρώτα τραγούδια του album, είναι που το κάνουν τόσο σπουδαίο. Θέλω όμως να πω, ότι υπάρχουν κάποια τραγούδια, που είναι πολύ καλά και εξαιρετικά σε αυτόν το δίσκο, αλλά τα… “Soldiers Of Fortune” και “Resilient” είναι δύο tracks, που είναι σχεδόν τόσο καλά, όσο και το κλασσικό τους “Conquistadores”. Έχουν επίσης, εξαιρετικές και πιασάρικες χορωδίες, πολύ καλά κιθαριστικά riffs, που είναι με κάθε τρόπο, απλά τέλεια και παραδοσιακά Heavy Metal τραγούδια. Εν τω μεταξύ και το “Adventure Highway”, είναι ένα αξιοπρεπές τραγούδι, που είναι ίσως, λίγο πολύ παρόμοιο με τα δύο πρώτα τραγούδια. Τα υπόλοιπα τραγούδια δεν είναι βαρετά και η φωνή του Rolf είναι πραγματικά καλή, υπάρχουν κάποια ξεχωριστά, ωραία και ενεργητικά τραγούδια, τα riff είναι αρκετά ενοχλητικά με την καλή έννοια κι αυτό αρέσει. Όμως, το σχεδόν 10-λεπτό τελικό τραγούδι του album, το “Bloody Island”, είναι σίγουρα ένα εξαιρετικό τραγούδι και είναι ο τέλειος τρόπος, για να τελειώσει το “Resilient”. Έτσι λοιπόν, τι έχετε να περιμένετε από τους Running Wild εδώ;… Κλασικό, απλό κατανοητό old-school Heavy Metal, που μερικές φορές θυμίζει, λίγο από το “Port Royal”. Αν σας αρέσουν τα album τους, όπως τα… “Under Jolly Roger” και “Black Hand Inn”, θα πρέπει να δώσετε αν δεν έχετε δώσει, στο “Resilient”, σίγουρα μια ευκαιρία. Έχουμε ένα σταθερό LP, με μερικά πολύ καλά τραγούδια, η φωνή του Rolf είναι ακόμη καλή και μεγάλη όπως παλιά, αλλά και τα κιθαριστικά riffs είναι ακόμη, απλά υπέροχα.
 
RAPID FORAY
(26-August-2016)
SIDE I: “Black Skies, Red Flag”, “Warmongers”, “Stick To Your Guns”.
SIDE II: “Rapid Foray”, “By The Blood In Your Heart”, “The Depth Of The Sea (Nautilus)”.   
SIDE III: “Black Bart”, “Hellectrified”, “Blood Moon Rising”.
SIDE IV: “Into The West”.
LINE-UP: Rock N' Rolf – Vocals/ Guitar, Peter Jordan – Guitar, Ole Hempelmann – Bass & Michael Wolpers – Drums.
Αυτή είναι η πραγματική, αυτή είναι η καλύτερη και η πιο συνεπής επιστροφή των Running Wild τα τελευταία 25 χρόνια. Κάποιος, πρέπει να έχει πει τελικά, στον συμπαθή και αγαπητό Rolf, αντί να φτιάχνει ένα LP με δύο πραγματικά ή εκπληκτικά τραγούδια, να κάνει ένα ολόκληρο album από μεγάλα Running Wild τραγούδια, γιατί αυτό ακριβώς έκανε, εδώ. Ναι, εδώ υπάρχουν πραγματικά μεγαλειώδη και τρομακτικά τραγούδια πραγματικού και αληθινού Πειρατικού Heavy Metal, όπως ας πούμε, το “Black Skies, Red Flag”. Αλλά ακόμη και η φωνή του Rolf, είναι τόσο εκπληκτική και έντονη, όσο ήταν στις παλιές καλές δισκογραφικές διαδρομές του group, όπως στο “Port Royal”, στο “Pile Of Skulls” ή στο “Black Hand Inn”. Το κιθαριστικό riffing είναι πραγματικά πολύ καλό κι έχει αυτό το κλασικό Running Wild ήχο, όπως στο “Warmongers” που θυμίζει “Black Hand Inn”, ή στο “Black Bart” και ούτω καθεξής. Το όλο καλό πράγμα, σε τούτο το LP, είναι ότι τα τραγούδια έχουν κάποιες πολύ καλές προσπάθειες για την ανάκτηση, από την πρώην-παλιά δόξα και στην ουσία προσπαθούν, να είναι στην ίδια ευθεία με τα κλασικά τραγούδια τους. Όλοι οι ακρογωνιαίοι λίθοι ενός κλασικού Running Wild album είναι εδώ, οι πειρατές και οι ιστορικοί εμπνευσμένοι στίχοι, το κλασικό κιθαριστικό μοντέλο, το κλασικό tremolo. Το εμβληματικό κιθαριστικό σήμα κατατεθέν του Rolf, το οποίο χρησιμοποίει σε σχεδόν κάθε τραγούδι, από το 1984 έως το 1994. Πάλι επικεντρώθηκε, εκ νέου στο κλασικό instrumental και στο κλείσιμο του album, μ’ ένα επικό τραγούδι όπως έγινε με το “Last Of The Mohicans”. Σοβαρά τώρα, αν είστε fan του κλασσικού Running Wild ήχου, θα πρέπει να τον έχετε ήδη στην δισκοθήκη σας. Έτοιμοι λοιπόν, για να ανεβείτε επάνω στα πειρατικά πλοία, αυτή, ήταν μια απροσδόκητα καλή και θριαμβευτική επιστροφή, από τους πειρατές του Ηeavy Μetal. Όλα τα κλασικά στοιχεία τους, είναι εδώ και με μια πολύ αριστοκρατική και εκλεπτυσμένη προσέγγιση, ο Rolf τελικά, έγραψε υπερβολικά πιασάρικες μελωδίες, που (επιτρέψτε μου να πω), θα σας στείλουν σ’ ένα ατελείωτο headbanging.
 
BLOOD ON BLOOD
(29-October-2021)
SIDE I: “Blood On Blood”, “Wings Of Fire”, “Say Your Prayers”.
SIDE II: “Diamonds & Pearls”, “Wild & Free”, “Crossing The Blades”.
SIDE III: “One Night, One Day”, “The Shellback”, “Wild, Wild Nights”.
SIDE IV: “The Iron Times (1618-1648)”.
LINE-UP: Rock 'N' Rolf – Vocals/ Guitar, Peter Jordan – Guitar, Ole Hemplemann – Bass and Michael Wolpers – Drums.
Μετά από 5 χρόνια, επιστρέφουν με το 16ο studio album τους, όπου είναι η συνέχεια του πολύ καλού τους, “Rapid Foray” του 2016. Η αποστολή δεν ήταν εύκολη για τον πειρατή Kasparek, ο πήχης είχε τεθεί αρκετά ψηλά με αυτό που αναμφίβολα ήταν η καλύτερη δουλειά του, τα τελευταία 20 χρόνια. Το “Blood On Blood”, για άλλη μια φορά αναδεικνύεται στο ύψος των περιστάσεων, το υλικό που κατέγραψε ο Rolf, είναι από την περίοδο 2005-2015. Η αλήθεια πάντως είναι, ότι είναι λίγο, πιο κάτω ως προς την ποιότητα, από το προηγούμενο album τους. Αλλά το αντιμετωπίζουμε, ως ένα έργο με κλασικό ήχο και αρώματα, πάνω στο Heavy/ Power Metal, με μελωδικές ατμόσφαιρες και επικές αποχρώσεις. Στη γραμμή της μουσικής σχολής της οποίας ήταν μέντορας ο ίδιος, ο Kasparek, με τα συνηθισμένα, νεύματα του προς στον κλασικό Hard Rock ήχο. Το album, βγάζει ρίζες και προσπαθεί να μας πάει πίσω στο χρόνο 30 χρόνια, με ένα καλό “Blood On Blood” για αρχή, μ’ ένα εξαιρετικό “Wings Of Fire” στην συνέχεια. Καθαρό, αιχμηρό και πολύ Power Metal, στις μελωδίες, ένα αποτελεσματικό “Say Your Prayers”, ένα “Diamond & Pearls” και τα δύο με ξεκάθαρο κλασικό αποτύπωμα σε όλες τους τις δομές. Το “Wild & Free” είναι στο νεύμα του κλασικού Hard Rock, μ’ ένα πιασάρικο ρεφρέν, το “Crossing The Blades” πιο κλασικό Running Wild, με βραχώδες Heavy/ Power Metal, σε όλη του τη δυναμική. Με το “Wild, Wild Nights” (κατά τη γνώμη μου), γυρίζουν μουσικά 180 μοίρες, υπέρ ενός Hard Rock ήχου, με σαφείς επιρροές από KISS. Και τελειώνουμε με το “The Iron Times (1618-1648)”, με περισσότερα από 10 λεπτά επικού Power Metal με υποδειγματική μελωδική επεξεργασία, πολύ αποτελεσματικό σε δομή, ανακτώντας το καλύτερο συνθετικό επίπεδο του group, ένα φανταστικό τραγούδι, το καλύτερο δυνατό τέλος για αυτό το “Blood On Blood”. Αλλά το αδύναμο εξώφυλλο με το φτωχό artwork, μας τα χαλάει λίγο, με μια εταιρεία όπως η SPV πίσω τους, σίγουρα θα μπορούσαν να είχαν βάλει, λίγα περισσότερα χρήματα στο τραπέζι. Μετά παραπονιούνται, ότι δεν πουλάνε δίσκους…
 
 
LIVE ALBUMS
Ready For Boarding (1988)
Death Or Glory Tour–Live (1989)
Live (2002)
The Final Jolly Roger (2011)
 
 
TRIVIA:
Το “Death Metal”, είναι μια split συλλογή, στην οποία συμμετέχουν οι Γερμανοί Running Wild, Helloween, Dark Avenger και οι Ελβετοί Hellhammer. Το split κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1984 μέσω της Noise Records. Κάθε καλλιτέχνης παρουσιάζεται εδώ, με δύο τραγούδια, το album, ανοίγει με δύο των Running Wild, τα “Iron Heads” και “Bones To Ashes”. Τα οποία έχουν παρθεί, από το “Demo 4” του group το 1984, είναι καλά αλλά όχι και πολύ ιδιαίτερα, σ’ ένα πρώιμο ωμό Heavy Metal/ Speed Metal ήχο.
 
 
Κείμενο: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η παρουσίαση των δίσκων, έγινε κατόπιν ακρόασης στο φυσικό τους προϊόν (LP-CD) και όχι σε mp3, digital, download και λοιπές αηδίες, που μας (σας) γεμίζουν με αέρα κοπανιστό.

Black Sabbath, 70's Albums...

 

Οι Frank Anthony Iommi, Terence Michael Butler, William Thomas Ward και John Michael Osbourne έμειναν μαζί (αρχικά), μέχρι το 1978 και αποτέλεσαν όχι μόνο το σχήμα που τελειοποίησε την αισθητική του συμπαγούς, σκληρού, καθαριστικού Rock ήχου, αλλά και το συγκρότημα σύμβολο του HEAVY METAL.
Ίσως χωρίς τους Black Sabbath το Heavy Metal να μην υπήρχε...
 
Στις απαρχές μια νέας δεκαετίας αυτής του 1970, οι Black Sabbath άνοιξαν ένα τεράστιο κεφάλαιο στον χώρο του Hard/ Heavy Rock, που ως βασικά του χαρακτηριστικά είχε τον υπέρβαρο μεταλλικό ήχο της κιθάρας, σκοτεινές κι απρόσμενες γέφυρες και συνθέσεις, έντονα αργόσυρτους ρυθμούς και «βέβηλα» φωνητικά, στα όρια της σχιζοφρένειας. Η θεματολογία των επιβλητικών στίχων έσερνε στην επιφάνεια νοήματα και εικόνες από των χώρο του μυστήριου. Το ενδιαφέρον το Butler, για τον αποκρυφισμό και οι στίχοι του που θύμιζαν τις ταινίες τρόμου της Hammer, προσέδωσαν στο σχήμα ένα σατανικό προφίλ. Με βάση τα τύμπανα του Ward και το μπάσο του Butler, οδηγούμενοι από την παραμορφωμένη κιθάρα του Iommi, τους συμπαγείς τοίχους του βαρύτονου rhythm section και τα φωνητικά του Ozzy, που γίνονταν άλλοτε απόλυτα σκοτεινά, άλλοτε απόλυτα παθιασμένα και μερικές φορές εντελώς γκραν-γκινιόλ. Ο ήχος των Black Sabbath οδηγείτο από τα τερατώδη μονολιθικά κοφτά τρομακτικά riffs, που ίσως δεν θα υπήρχαν αν ο αριστερόχειρας κιθαρίστας δεν είχε ένα ατύχημα στα δύο δάχτυλα του δεξιού του χεριού, που του στέρησε τουλάχιστον την γρηγοράδα.
Τότε, όλοι μιλούσαν για ένα σχήμα-φαινόμενο που έπαιζε Heavy Rock, κάποια χρόνια μετά, πρωτοεμφανίστηκε ο όρος Heavy Metal.
Σήμερα, σύσσωμος ο μουσικός κόσμος τους αποδίδει τιμές και τους θεωρεί γεννήτορες του Heavy Metal, αφήνοντας όλους τους μεταγενέστερους δεύτερους και καταϊδρωμένους. Έγιναν σε σύντομο χρονικό διάστημα ένα σχήμα όπου το γνώριζαν και οι πέτρες.
Ο γράφων, αναπολεί την περίοδο εκείνη, ακροάται για πολλοστή φορά τα albums τους σε βινύλιο, που ηχογράφησε η πρώτη 70’s θρυλική σύνθεση του group. Όπου μέσα από μια μοναδική χημεία, αναδύθηκε ο θρύλος που ακούει στο όνομα BLACK SABBATH.
Ένα flash back λοιπόν, στα 70’s βινύλια των Black Sabbath δεν μοιάζει με μια απλή βουτιά στο παρελθόν. Είναι κάτι περισσότερο, είναι κάτι πολύ-πολύ  παραπάνω… είναι απλά, η ανακάλυψη του Heavy Metal...
 

BLACK SABBATH
(13-February-1970)
Οι Sabbath τον Φεβρουάριο του 1970, έμοιαζαν να έχουν έρθει από το πουθενά, κρύβοντας στο σκοτεινό σπίτι του συννεφιασμένου τους εξώφυλλου αργοπαιγμένα βαριά και πρωτάκουστα riffs, αλλά και ο ανάποδος σταυρός που υπήρχε στο εσώφυλλο του δίσκου, προσέδωσε στο σχήμα ένα evil-satanic image. Ηχογραφήθηκε μέσα σ’ ένα εικοσιτετράωρο με ένα πενιχρό οικονομικό προϋπολογισμό (600 λίρες), όμως η επιβλητική παραγωγή του Roger Bain παραμένει έως και σήμερα υποδειγματική. Η ανατριχιαστική εισαγωγή του “Black Sabbath”, με τις απόμακρες καμπάνες πίσω από τον ήχο της βροχής, υποδέχεται αριστοτεχνικά τους ακροατές σε όλο τον κόσμο εδώ και μισό σχεδόν αιώνα, σ’ ένα σαραντάλεπτο ταξίδι στην σκοτεινή πλευρά… στο μεταθανάτιο λυκόφως. Η δεύτερη όψη του αυθεντικού βινυλίου ανοίγει με μια διασκευή του “Evil Woman” των Crow και κλείνει με το “Warning” του Aynsley Dunbar.
 
PARANOID
(18-September-1970)
Ήρθε μόλις επτά μήνες (18 Σεπτεμβρίου) ύστερα από το πρώτο, αποδεικνύοντας ότι το σχήμα είχε ήδη κατακτήσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ένα τεράστιο κοινό, αφού η ζήτηση τους είναι ήδη σε υψηλότερα επίπεδα. Το “Paranoid” περιέχει αρκετές από τις πρώιμες συνθέσεις τους, εκείνες που παρουσίαζαν σε live πριν ακόμη βγάλουν κάποιο LP. Το “War Pigs” για παράδειγμα ήταν τόσο γνωστό, που φτάνει στην κορυφή των charts της Βρετανίας, το LP αντίστοιχα ανεβαίνει έως την τέταρτη θέση. Το “Paranoid” θεωρείται κλασσικός δίσκος στον χώρο του Heavy Rock, τα “Iron Man”, “Electric Funeral”, “War Pigs” και “Paranoid” αποτελούν από τότε ζωτικό και αναπόσπαστο μέρος των ζωντανών εμφανίσεων τους. το τελευταίο άλλωστε, στέκεται ως ορόσημο, ως απόφθεγμα όλων όσων οι Black Sabbath εκπροσωπούσαν. Η παρανοϊκή φυσιογνωμία του Ozzy αποκαλύπτεται μέσα από στίχους που ξεσκεπάζουν μια αβάσταχτη αγωνιά.
 

MASTER OF REALITY
(21-April-1971)
Ο Iommi υποσχόταν ότι το τρίτο τους LP θα ήταν ότι βαρύτερο είχαν κάνει ποτέ και τήρησε την υπόσχεση του. Έχοντας ακόμη τον Roger Bain πίσω από την κονσόλα του ήχου, οι τέσσερις μουσικοί συνεχίζουν να τροφοδοτούν τον θρύλο που τους θέλει εκπροσώπους (αν όχι πρωτεργάτες) μιας παγκόσμιας τάσης «απελευθέρωσης». Τότε ήταν που η Rock φιλοσοφία, μέσα από τη χρήση όλων των υπαρκτών τοξικών ουσιών, ήταν μια σκληρή στάση ζωής που χρησιμοποιούσε κατά κόρων το αλκοόλ, τα ναρκωτικά και το sex. Το “Master Of Reality”, έρχεται να περάσει όμως για πρώτη φορά, τόσο έντονα, κάποια άλλα πρότυπα σκέψης μια προβληματική με οικουμενικό χαρακτήρα φιλοσοφία, που αγγίζει αιώνιες αξίες όπως η ειρήνη “Children Of The Grave”, η πίστη και η αγάπη ως έννοιες μεταφυσικές “After Forever”, “Sweet Leaf” και η αυταπόδεικτη ανάγκη της προστασίας όλων αυτών μαζί, σ’ ένα περιβάλλον βιώσιμο και ανθρώπινο “Into The Void”. Και όλα αυτά, δίχως να χαθεί το ύφος του group που τους ήθελε απίστευτα επιβλητικούς.
 
VOL.4
(22-September-1972)
Ξεπέρασε πολλές αρνητικές καταστάσεις πρόκειται για το πιο πολύμορφο LP που είχαν γράψει, αν και δεν έλειπαν τα σκληρά και βαριά τραγούδια, ο δίσκος αποδείκνυε ότι το group δεν φοβόταν καθόλου τους πειραματισμούς. Πέρα από το εκπληκτικό riff του “Supernaut”, η μεγαλύτερη έκπληξη του LP ήταν το “Snowblind”. Ο παραγωγός Patrick Meehan προσδίδει μια πιο «γήινη» χροιά στον ήχο του σχήματος, σε αντίθεση με τις ατμοσφαιρικές ιδέες του αποχωρήσαντα Bain. Το “Tomorrow’s Dream” γίνεται το πρώτο τους hit-single ύστερα από το “Paranoid”. Για πολλούς το “Vol.4” θεωρείται παραγνωρισμένο, κυκλοφόρησε στις 25 του Σεπτέμβρη του 1972. Εδώ έχουμε τις πρώτες φωτογραφίες των μελών του group, που έως τότε κρυβόταν πίσω από μαύρες εικόνες (στο cover φιγουράρει για πρώτη φορά ο Ozzy).
 
SABBATH BLOODY SABBATH
(1-December-1973)
Ήρθε την 1η Δεκεμβρίου του 1973, να αποζημιώσει τους πάντες, με έκδηλο το σατανικό image (χάρη στο εξώφυλλο), κατάφερε να θεωρείται από τους ακρογωνιαίους λίθους του Heavy Metal. Το πέμπτο τους LP έμελλε να είναι και το τελευταίο στην Vertigo, αφού τον Σεπτέμβριο του ’75 χάνουν το συμβόλαιο τους. Με την βοήθεια του Rick Wakeman (πλήκτρα), το “Sabbath Bloody Sabbath” ανεβαίνει στα charts Αμερικής και Αγγλίας. Εδώ σηματοδοτείται και η διαφοροποίηση του Ozzy από την πορεία των υπολοίπων, αφού ο τρόπος ζωής που ακολουθεί ξεπερνά τα ανεκτά όρια και επιπλέον, εμφανίζεται ως ο μοναδικός που αρνείται οποιαδήποτε απόκλιση των Sabbath από το μουσικό τους ύφος. Η παραγωγή διαφοροποιείται, ο ήχος γίνεται πιο οξύς, στιλπνός και διαυγής όσο ποτέ. Τα “Sabbath Bloody Sabbath”, “National Acrobat” και “Sabbra Cadabra” ξεχωρίζουν, το ανεπανάληπτο εξώφυλλο οριοθετεί άθελα του τη θεματολογία μιας ολόκληρης Heavy Metal γενιάς, που θα ακλουθούσε τα βήματα του group.
 
SABOTAGE
(28-July-1975)
Πειραματικές φόρμες και προοδευτικά στοιχεία… τα πρώτα σημάδια κόπωσης είναι αισθητά σε οποίον ζητά πολλά από τους Sabbath. Το πρώτο τους LP στη NEMS (28 Ιουλίου 1975), ήταν και το πρώτο που φιλοξενούσε φωτογραφία του group στο εξώφυλλο. Η πανέξυπνη ιδέα του καθρέφτη που χωρίζει δύο παράλληλους κόσμους σαμποτάρει κάθε υπόνοια επανάληψης ή στείρας φαντασίας, μονάχα όσον άφορα τη μορφή του προϊόντος. Διότι, ουσιαστικά εδώ αντιλαμβάνεται κανείς μια αδύναμη συνθετική περίοδο που κοπιάρει ασυνείδητα παλιότερες στιγμές, οι τοίχοι του ήχου άρχισαν να χάνουν λίγο από την ένταση τους. Το στοιχείο της έκπληξης, αλλά και της ταχύτητας δεν βρίσκονταν πια στην ίδια υψηλή στάθμη, αντιμετωπίζουν αρκετά εσωτερικά προβλήματα γεγονός που είχε αντανάκλαση και στην μουσική τους ταυτότητα. Η συμπαραγωγή του δίσκου με τον Mike Butcher αφήνει κενό, ο ήχος ξάφνου αποκτά μια χαοτική υφή, κάτι που ουδέποτε χαρακτήριζε τους επιβλητικούς Βρετανούς.
 

TECHNICAL ECSTASY
(25-September-1976)
Ιδιαίτερα τεχνικό, ήρθε να παρουσιάσει τον Iommi σαν τον απόλυτο κυρίαρχο του group. Όπως η φλόγα του κεριού, λίγο πριν σβήσει, λάμπει απότομα, στιγμιαία, έτσι αυτό το παρεξηγημένο LP στάθηκε αξία σε δύο σχεδόν μέτρια, το “Sabotage” και το “Never Say Die”. Αυτή η ατυχής θέση το χαντάκωσε προκαλώντας στους οπαδούς τους, έως σήμερα, μια καχύποπτη στάση. Η επιστροφή στην Vertigo αφήνει στο σχήμα να πάρει τη παραγωγή του LP στα χέρια του, αποτέλεσμα αυτού μια από τις καλύτερες παραγωγές επί εποχής Ozzy, βγήκε στις 25 Σεπτεμβρίου του 1976. Ο Ozzy επιμένει σε όλες τις αλλαγές πλεύσεις που ο Iommi αναζητούσε, δεν κατάφεραν να πλήξουν το συνολικό βάρος του δίσκου. Οι συνθέσεις παρουσιάζουν μεγαλύτερη ευελιξία και πολυπλοκότητα, τα πνευστά κάνουν για πρώτη φορά δειλά-δειλά την εμφάνιση τους, τόσο, ώστε να μην βλάψουν το όγκο του group. Αμέσως μετά την κυκλοφορία του album, ο Ozzy φεύγει από το group, για να επανέλθει τον Ιανουάριο του 1978.
 

NEVER SAY DIE
(28-September-1978)
Κατά γενική ομολογία, το πιο αδύναμο LP αυτής της περιόδου του group με τον Ozzy στο μικρόφωνο. Ουσιαστικά το “Never Say Die” αντικατοπτρίζει τις εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των μελών, το κονταροχτύπημα δύο τελείως διαφορετικών νοοτροπιών, που εμφανίζεται σε όλα τα μεγάλα συγκροτήματα κάποια στιγμή. Αυτό το LP που κυκλοφορεί στις 28 Σεπτεμβρίου του 1978, πρόκειται για μια απόπειρα ανανεώσεις, πειραματισμού και αναζήτησης μιας νέας πορείας, που μεταλλάσσεται σταδιακά, κόντρα στην παραδοσιακή, που θέλει τη σφραγίδα του σχήματος αμετάβλητη στο χρόνο σαν σήμα κατατεθέν. Το ομώνυμο τραγούδι “Never Say Die” ξεχώρισε αισθητά, ο τίτλος του στάθηκε ατυχής, αφού ο… θάνατος του group με αυτή την μορφή ήρθε τρεις μήνες μετά την ηχογράφηση του.
 
 
BONUS
LIVE AT LAST
(June-1980)
Ηχογραφημένο ζωντανά στην περιοδεία του “Vol.4” (Manchester, London), βγαίνει το Καλοκαίρι του 1980 από τη NEMS, χωρίς την συγκατάθεση του Ozzy και των υπολοίπων Sabbath. Ένα πέπλο μυστήριου κρύβει τους λόγους αυτής της στάσης, φήμες μιλούν για αρνητική στάση των ίδιων των μουσικών, που απεχθάνονταν τις συγκεκριμένες εκτελέσεις.  Πάντως, η παραγωγή του ήχου είναι αξιοπρεπής, οι εκτελέσεις των “Sweat Leaf”, “Children Of The Grave”, “War Pigs” και “Paranoid” συλλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος της μοναδικής ατμόσφαιρας που δημιουργούσαν οι Sabbath επί σκηνής, ενώ δεν λείπουν φυσικά και τα χαρακτηριστικά φάλτσα του Ozzy, που φανερώνουν μια ατόφια ηχογράφηση, δίχως overdubs. Αυτό το δυσεύρετο σχετικά live LP διχάζει τους φίλους του σχήματος, που γνώριζαν ότι η πρώτη τους περίοδος δεν είχε δισκογραφικά ζωντανές ηχογραφήσεις. Πολλές εξειδικευμένες εγκυκλοπαίδειες του Heavy Metal χώρου, ούτε καν το αναφέρουν.
 
 
 
Κείμενο: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση:
Η παρουσίαση των δίσκων επιλέχτηκαν από την προσωπική μου δισκοθήκη, έγινε κατόπιν ακρόασης στο φυσικό τους προϊόν (LP) και όχι σε mp3, digital, download και λοιπές αηδίες, που μας (σας) γεμίζουν με αέρα κοπανιστό.

Black Sabbath - Η πρώτη εμφάνιση στην Ελλάδα

Η δεκαετία του 80 ήταν η πιο επεισοδιακή για τους Black Sabbath. Ενώ ξεκίνησε δυναμικά με την εποχή του Dio στα φωνητικά, μετά ακολούθησε ο Ian Gillan και μετά ήρθε το χάος και ένας Iommi να προσπαθεί να κρατήσει το συγκρότημα αλλάζοντας συνέχεια μέλη. To 1983 μετα το Born Again δίσκο με τον Gillan στα φωνητικά και μια πετυχημένη περιοδεία, όπου παίζανε το "Supernaut" αλλά και το "Smoke on the water " από τους Deep Purple, o Gillan αποχωρεί για να συμμετάσχει στην επανένωση των Deep Purple. Άρχισε μια διαδικασία αναζήτησης τραγουδιστή το 1984, τελικά πήραν τον Dave Donato , έκαναν μερικές πρόβες, έγραψαν κάποια τραγούδια σε demo μορφή (μόνο η πρώιμη έκδοση του Shining είναι διαθέσιμη μέχρι στιγμής, που αρχικά ονομαζόταν "No way out") και τέλος. Τότε στην ουσία ήρθε η πρώτη διάλυση των Black Sabbath.

To 1985 o Iommi αρχίζει να ετοιμάζει το πρώτο του solo δίσκο. Το αρχικό όνομα ήταν Star of India. Στα demos του δίσκου τραγούδησε αρχικά ο Jeff Fenholt. Μάλιστα στο ίδιο studio εκείνη την εποχή ηχογραφούσε και η Lita Ford, η οποία τότε είχε σχέση με τον Iommi, για αυτό και στα bootlegs από εκείνη την εποχή που περιλαμβάνουν τις αρχικές εκδόσεις με τον Fenholt, υπάρχουν jams του Iommi με την Ford, όπως και μέλη της μπάντας της Ford έπαιξαν στο δίσκο του Iommi.Τελικά αποχώρησε ο Fenholt και στη θέση του ήρθε ο Glen Hughes. Άλλαξαν το όνομα του δίσκου σε "Seventh Star" , τις αρχικές ονομασίες των τραγουδιών και τους στίχους. Όλα ΟΚ μέχρι εδώ. Όμως το management του Iommi, υπεύθυνος του οποίου ήταν ο πατέρας της Sharon Osborne, τον πιέζει να κυκλοφορήσει τον δίσκο σαν Black Sabbath feat. Tony Iommi. Τελικά έτσι έγινε. Ο δίσκος δίχασε για ήταν διαφορετικός από το ύφος των Black Sabbath, αν και υπήρχαν αρκετά στοιχεία λόγω του Iommi, αλλά υπήρχαν πολλά blues και hard rock στοιχεία. Μάλιστα γύρισαν και ένα βίντεο για το "No stranger to love", το οποίο είναι αρκετά εμπορικό τραγούδι και στο βίντεο η έκδοση είναι διαφορετική από τον δίσκο. Ωραία μέχρι εδώ. Ξεκινά η περιοδεία και έρχεται το χάος. Ο Hughes από τις καταχρήσεις δεν μπορεί να τραγουδήσει καλά στις συναυλίες, ξεχνάει στίχους και κάποιες φορές τον καλύπτει ο Geoff Nichols στα φωνητικά. Σε ένα καυγά που είχε με ένα μέλος από το crew των Sabbath, του σπάνε τη μύτη και εκεί τερμάτισε η υπόθεση. Τελικά αποχωρεί. Αντικαταστάτης του ο Ray Gillen. Με αυτόν συνεχίζουν την περιοδεία και ξεκινούν την ηχογράφηση demos για το νέο δίσκο. Ενώ  έχουν τελειώσει σχεδόν τις ηχογραφήσεις και όλα έτοιμα για να προχωρήσουν, αποχωρεί ο Gillen. Στη θέση του έρχεται ο Tony Martin που πρέπει να επαναηχογραφήσει όλα τα φωνητικά στα ήδη υπάρχοντα τραγούδια. Το μόνο που έμεινε από τον Gillen στον επίσημο δίσκο , ήταν το γέλιο του στο τραγούδι Nightmare. Όμως πρωτού τελειώσουν το θέμα με τον δίσκο, προέκυψαν δύο συναυλίες. Μία στην Ελλάδα και μία στη Νότια Αφρική. Από τη δεύτερη δεν υπάρχει υλικό και εξαιτίας της λογοκρίθηκαν γιατί έπαιξαν την περίοδο του Απαρχάιντ, κάτι για το οποίο το συγκρότημα είπε πως δε γνώριζε για τις συνθήκες που επικρατούσαν εκεί. Η συναυλία στη χώρα μας ήταν η πρώτη τους. Μέχρι πριν λίγα χρόνια αποτελούσε αστικό μύθο σχεδον και ότι πληροφορίες είχαμε ήταν από το Metal Hammer και όσους είχαν παρεβρεθεί εκεί.Support ήταν οι Vaal του Τσιμπινουδάκη. Πολλοί συλλέκτες έψαχναν να βρουν μια ηχογράφηση αλλά μάταια. Ξαφνικά πριν λίγο καιρό σκάει στο youtube, ολόκληρη η συναυλία και γίνεται χαμός. Μάλιστα έχει και καλό ήχο.Στο τέλος του άρθρου θα έχει και το link. To συγκρότημα ήρθε με ένα παράξενο και μοναδικό line up.Πέρα από τους Iommi,Martin,Nichols που ήταν βασικοί και έμειναν σταθεροί και μετά, στα τύμπανα ηταν ο Ben Bevans ο οποίος είχε ξαναπαίξει μαζί τους το 1983 στη περιοδεία του Born Again, όμως μετα τη συναυλία στη χώρα μας αποχώρησε γιατί δεν ήθελε να παίξει στη Νότιο Αφρική και αντικαταστάθηκε από τον Tery Chimes και ο Dan Spitz στο μπάσο. Το setlist παράξενο. Δεν υπήρχε κανένα τραγούδι από το Eternal Idol μιας και δεν είχε ακόμα δεν είχαν τελειώσει με το θέμα των ηχογραφήσεων και ένα μόνο τραγούδι από το Seventh Star το Heart Like A Wheel που ακούγεται πρώτη φορά ολόκληρο από τον Martin. Ακούστηκε άλλη μια φορά στο ένα και μοναδικό live που έκαναν το 1988 και τελευταία φορά, αλλα σε κομμένη έκδοση, στη περιοδεία του TYR. Τα υπόλοιπα τραγούδια ήταν από την εποχή του Ozzy και του Dio.

Σύμφωνα με όσα είχαμε ακούσει, αλλά και ακούμε από το bootleg, η απόδοση του συγκροτήματος είναι πολύ καλή. Η συναυλία όμως τερματίζει απότομα και χωρίς να παίξουν το κλασσικό Paranoid. Δε φταίει σε αυτό όμως αυτός που το ηχογράφησε, αλλά όντως τελείωσε απότομα γιατί μέρος του κοινού ανέβηκε στη σκηνή και δημιουργήθηκαν φασαρίες. Αποτέλεσμα το συγκρότημα να αποχωρήσει πριν να ολοκληρώσει τη συναυλία. Επρεπε να περάσουν 18 χρόνια για να πάμε στο 2005 και να έρθουν για τελευταια φορά στη χώρα μας, με την κλασσική σύνθεση (ήρθαν άλλη μια φορά ακόμα αλλα ως Heaven and Hell, που στην ουσία ήταν οι Black Sabbath της Dio εποχής). Αυτή είναι πάνω κάτω η ιστορία του πρώτου live των Black Sabbath στη χώρα μας, του παρασκηνίου του και στην ουσία η αρχή της Martin περιόδου η οποία είναι αρκετά υποτιμημένη, γιατί ενώ κυκλοφόρησαν σπουδαίους δίσκους και κράτησε αρκετά χρόνια ( 1987-1991, 1993-1996), με πολλές και καλές συναυλίες, υποσκιάστηκε από την εποχή του Ozzy και του Dio και από την γενική αλλαγή στη μουσική στις αρχές προς μέσα του 1990. Όμως πριν λίγες μέρες πληροφορήθηκα ότι ο Martin και ο Iommi ξανασυντήθηκαν. Ελπίζω να βγεί κάτι καλό από αυτό.

Black Sabbath - Live in Panathinaikos Stadium 21 July 1987

Line Up :

Tony Iommi - Guitar
Tony Martin - Vocals
Bev Bevan - Drums
Dave Spitz - Bass
Geoff Nicholls - Keyboards

Set List :

Intro (Supertzar)
Neon Knights
Children of the Sea
War Pigs
Heart Like A Wheel
Drum Solo
Iron Man
Guitar Solo
The Mob Rules
Black Sabbath
Die Young
Heaven and Hell
Children Of The Grave (cut)

Αφιέρωμα με υλικό από το Metal Hammer , στο www.black-sabbath.com .   

https://www.black-sabbath.com/1987/07/black-sabbath-in-athens-on-july-21-1987/

To bootleg της συναυλίας.

 

                                                                                           

KISS GUITARISTS

KISS GUITARISTS

Είναι, δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι έχουμε φτάσει αισίως στα 50 χρόνια, από τότε που οι Paul Stanley και Gene Simmons ενώθηκαν για πρώτη φορά με τους Peter Criss και Ace Frehley, για να σχηματίσουν τους KISS.
Κατά τη διάρκεια όλων αυτών των ετών, με σπάνιες εξαιρέσεις, το συγκρότημα κράτησε σταθερό το καυτό και εκρηκτικό μείγμα του σκληρού Rock & Roll, με γνώμονα τα κιθαριστικά riffs και τραγούδια ύμνους, έτοιμα κυρίως για τις μεγάλες αρένες ανά τον κόσμο. Στην πορεία του συγκροτήματος, αρκετοί lead κιθαρίστες έχουν περάσει, παρέμβει και περπατήσει μαζί του, για να βάλουν κι αυτοί (ο καθένας με τον τρόπο του), το λιθαράκι τους και την χαρακτηριστική σφραγίδα τους, στο group αλλά και στον ήχο του.
Παρακάτω, παραθέτουμε το προφίλ του καθενός από αυτούς τους κιθαρίστες και παρακολουθούμε με λίγα και περιεκτικά λόγια την θητεία τους στο συγκρότημα. Αλλά και την studio και live δισκογραφία του καθενός με το συγκρότημα.

 

 

ACE FREHLEY
(27-April-1951)
Για πολλούς fans του συγκροτήματος, ο Ace Frehley θα είναι μια για πάντα ο οριστικός και καθοριστικός original κιθαρίστας των KISS. Ξεκινώντας από το ομότιτλο ντεμπούτο studio album το 1974 και μέχρι την αρχική του αποχώρηση, το 1982, ο Frehley ενέπνευσε αμέτρητους επίδοξους κιθαρίστες να πάρουν αυτό το μαγικό όργανο (που λέγετε κιθάρα), στα χέρια τους. Επιπλέον, ο αντίκτυπος του Ace στους εξάχορδους συνομήλικους κιθαριστές του κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 ήταν ανυπολόγιστος, καθώς τα συναρπαστικά riff και τα εμπρηστικά solo του, ταιριάζουν απόλυτα με την πρωτοποριακή θεατρικότητα των KISS. Δεκατέσσερα χρόνια μετά την αρχική αποχώρηση του από το συγκρότημα, το 1996, ο Frehley, μαζί με τον Peter Criss, εντάχθηκαν ξανά στο group ως μέρος μιας επανένωσης των αρχικών μελών. Δύο χρόνια αργότερα το 1998, η αρχική αυθεντική σύνθεση των KISS κυκλοφόρησε το studio album “Psycho Circus” και ο Frehley παρέμεινε ως μέλος της περιοδείας για τα επόμενα τριάμισι περίπου χρόνια. Η τελευταία του εμφάνιση με τους KISS πραγματοποιήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου του 2002, κατά τη διάρκεια των τελετών λήξης των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων εκείνης της χρονιάς.
ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ KISS
“Kiss” (1974)
“Hotter Than Ηell” (1974)
“Dressed To Κill” (1975)
“Alive I” (1975)
“Destroyer” (1976)
“Rock And Roll Over” (1976)
“Love Gun” (1977)
“Alive II” (1978)
“Double Platinum” (1978)
“Ace Frehley” (1978)
“Dynasty” (1979)
“Unmasked” (1980)
“(Music From) The Elder” (1981)
“Psycho Circus” (1998)
“You Wanted The Best, You Got The Best” (1996)
“Off The Soundboard: Live At Tokyo 2001” (2021)
“Off The Soundboard: Live At Donington 1996” (2022)
“Off The Soundboard: Live At Des Moines 1977” (2022)

VINNIE VINCENT
(6-August-1952)
Η μαθητεία του Vinnie, ως κιθαρίστας, ήταν μακράν η πιο ασυνήθιστη από κάθε άλλο κιθαρίστα των KISS. Συγκεκριμένα, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, υπηρέτησε ως μουσικός συνθέτης για τηλεοπτικές εκπομπές όπως οι “Happy Days” και “Joanie Loves Chachi”, γράφοντας συχνά τραγούδια και για τις δύο αυτές σειρές, στην ακουστική του κιθάρα. Συμμετέχοντας στους KISS ως αντικαταστάτης του Frehley, το 1982, ο Vincent ήταν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της επιτυχίας του studio album “Creatures Of The Night” εκείνης της χρονιάς και του “Lick It Up” του 1983. Και τα δύο αυτά albums σημάδεψαν κατά πολύ την επιστροφή στον σκληρό Rock ήχο, που είχε τροφοδοτήσει την καλύτερη δισκογραφική δουλειά των KISS στη δεκαετία του ’70. Η θητεία του Vincent με το group έληξε οριστικά και αμετάκλητα τον Μάρτιο του 1984. Μερικοί, λένε ότι η αποχώρησή του οφειλόταν σε συγκρούσεις που προέκυψαν, με τη συνήθεια που είχε, στο να παρατείνει τα κιθαριστικά solo του κατά τη διάρκεια των ζωντανών παραστάσεων των KISS.
ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ KISS
“Creatures Of The Night” (1982)
“Lick It Up” (1983)

MARK ST. JOHN (RIP)
(7-February-1965 ~ 5-April-2007)
Η θητεία του Mark St. John με τους KISS ήταν η μικρότερη από οποιονδήποτε άλλο, από τους κιθαρίστες του συγκροτήματος. Ωστόσο, οι συνεισφορά του στο album “Animalize” του 1984, ήταν εκθαμβωτική. Ο Mark ως πρώην δάσκαλος κιθάρας, έφερε ένα πιο φανταχτερό κιθαριστικό στυλ στους KISS, γεμάτο με πυροτεχνήματα και χτυπήματα, που αντικατόπτριζε κάπως τον ήχο του Eddie Van Halen, που αναδύονταν εκείνη την εποχή, στις ΗΠΑ. Κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων για το “Animalize”, ο Mark ανέπτυξε μια σπάνια μορφή αρθρίτιδας που παρενέβαινε στην ικανότητα του να παίζει αποτελεσματικά, τόσο στο studio όσο και live επάνω στη σκηνή. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας για το “Animalize”, αφού ερμήνευσε μόνον δύο ολόκληρα live show κι ένα μισό, η ασθένεια τον ανάγκασε να υποκύψει και ο Bruce Kulick, ανέλαβε τα καθήκοντα ως επικεφαλής κιθαρίστας τον Δεκέμβριο του 1984. Ο Mark τελικά, ανέκαμψε πλήρως από την αρθριτική του κατάσταση και συνέχισε να κάνει διάφορα μουσικά έργα που δεν είχαν σχέση με τους KISS. Αλλά δυστυχώς, τραγικά τις 5 Απριλίου του 2007, πέθανε μετά από εγκεφαλική αιμορραγία.
ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ KISS
“Animalize” (1984)
“Off The Soundboard: Live At Poughkeepsie 1984” (2022)

BRUCE KULICK
(12-December-1953)
Η μακρά θητεία του Bruce Kulick με τους KISS, επεκτάθηκε από τα τέλη του 1984 έως και τον Αύγουστο του 1996, όπου κάλυψε μαζί με το group, πέντε studio album συν τις live κυκλοφορίες “Alive III” και “MTV Unplugged”. Έχει τη μοναδική διάκριση, ότι ως μέλος του συγκροτήματος, δεν έχει φορέσει ποτέ make-up επί σκηνής, (όπως επίσης και ο Mark St. John). Παίζει υπέροχη κιθάρα, είναι γρήγορος, ελεγχόμενος και πραγματικά εκφραστικός. Ο μόνος τρόπος που θα μπορούσαμε να ξανά δούμε τον Bruce με τους KISS, θα ήταν μόνον εάν αποφάσιζαν να βγάλουν το make-up και να κάνουν μια περιοδεία σε στυλ “Revenge”, ας πούμε. Αν το έκαναν αυτό, όλοι οι οπαδοί τους θα ήταν και κολακευμένοι και περήφανοι.
ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ KISS
“Asylum” (1985)
“Crazy Nights” (1987)
“Smashes, Thrashes And Hits” (1988)
“Hot In The shade” (1990)
“Revenge” (1992)
“Alive III” (1993)
“Kiss My Ass” (1994)
“MTV Unplugged” (1996)
“Carnival Οf Souls” (1997)

TOMMY THAYER
(7-Novenmber-1960)
Η ενασχόληση του Tommy Thayer με τους KISS χρονολογείται περίπου από το 1985, όταν το συγκρότημα του οι Black & Blue, περιόδευσε για δύο μήνες ως support group. Το 1989, ο Thayer συνέγραψε τραγούδια μαζί με τον Gene Simmons και έπαιξε session κιθάρα σε κάποια demo τραγουδιών για το studio album του group, το “Hot In The Shade”. Ο Thayer εντάχθηκε ως υπάλληλος στην οικογένεια των KISS, το 1996 κατά τη διάρκεια της επανένωσης των Criss και Frehley με το συγκρότημα, εκτελώντας εργασίες όπως η οργάνωση συνεδρίων και η επεξεργασία διαφόρων μουσικών DVD και σε άλλα παρόμοια καθήκοντα. Όταν η σύνθεση της Reunion κατέρρευσε οριστικά το 2002, ο Thayer φάνηκε να ήταν η τέλεια επιλογή από τους Gene και Paul, να είναι ο αντικαταστάτης του Frehley. Ενώ, βοήθησε στη δημιουργία των studio albums των KISS “Sonic Boom” το 2009 και “Monster” το 2012.
ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ ΜΕ KISS
“Kiss Symphony/ Alive IV” (2003)
“Kiss Instant Live” (2004)
“Alive, The Millennium Concert” (2006)
“Kiss Alive 35” (2008)
“Jigoku-Retsuden” (2008)
“Sonic Boom” (2009)
“Kiss Sonic Boom Over Europe” (2010)
“Monster” (2012)
“Kiss Rocks Vegas” (2016)
“Off The Soundboard: Live At Virginia Beach 2004” (2022)

 

Κείμενο: Ηλίας Κωστόπουλος.

H ιστορία πίσω απο το Ramble On των Led Zeppelin

Άλμπουμ: Led Zeppelin II
Καλλιτέχνης: Led Zeppelin
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 1969


Ένα από τα πιο ιδιαίτερα και ξεχωριστά τραγούδια των Led Zeppelin, είναι και το "Ramble On" ενα τραγούδι που δεν κατάφεραν ποτέ να το ερμηνεύσουν ζωντανά τα χρόνια που ήταν ενεργοί και ολοκληρωμένοι.
Η μόνη φορά που το έπαιξαν ζωντανά ήταν η μία φορά στην συναυλία επανασύνδεσης στο O2 Arena του Λονδίνου στις 10 Δεκεμβρίου 2007, όταν ο Jason Bonham πήρε τη θέση του πατέρα του στα τύμπανα .
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα για το Ramble On είναι το σόλο κιθάρας του Jimmy Page, που χρησιμοποίησε ενα εφε που έφτιαξε μόνο για αυτόν ο γνωστός κατασκευαστής εφέ, Roger Mayer.
Η τεχνική που χρησιμοποιεί ο Jimmy Page για το σόλο ήταν στο να το κάνει να ακούγεται σαν έγχορδο - κάτι σαν τη χρήση ενος βιολιού αλλά με την υπογραφή του που συχνά προσπαθούσε να κάνει ζωντανά.
Σε μια συνεντευξή του αναφέρει «Χρησιμοποίησα το λαιμό pickup στην Les Paul μου και έκανα πίσω το πόμολο των πρίμων στην κιθάρα και το πέρασα μέσα από το "στήριγμα" που είχε φτιάξει για μένα ο Roger Mayer χρόνια πριν.Όταν το ηχογραφούσα, σκεφτόμουν να κάνω έναν ήχο που να μοιάζει με διάταξη εγχόρδων».Οι στίχοι του τραγουδιού, από την άλλη, γράφτηκαν από τον Robert Plant και είναι εμπνευσμένοι από το έργο του J.R.R. Tolkien, συγγραφέας του The Lord of the Rings.

Οι στίχοι βασίζονται στις περιπέτειες του Χόμπιτ, του Φρόντο Μπάγκινς, καθώς πηγαίνει στα «πιο σκοτεινά βάθη του Μόρντορ» και συναντά το «Γκόλουμ », το οποίο παραδέχτηκε αργότερα ο Robert σε ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ.

 

 

Πώς γράφτηκε το «Midnight Rider» των The Allman Brothers

Πώς ο Gregg Allman και ένας roadie Kim Payne  έγραψαν το «Midnight Rider» των The Allman Brothers

Κάθε τόσο, ένας καλλιτέχνης χρειάζεται απλά μια μικρή βοήθεια για να βρει την τέλεια μελωδία ή τους κατάλληλους στίχους για να τελειώσει ένα συγκεκριμένο τραγούδι, και αυτό ακριβώς συνέβη όταν ο Gregg Allman ξεκίνησε να γράφει το "Midnight Rider" των Allman Brothers, το δεύτερο single από το άλμπουμ Idlewild South του 1970.

Το τραγούδι ιστορικά ξεκινάει σε μια περίοδο που το συγκρότημα πέρασε στο Idlewild South, μια φτηνή αγροικία που κάποτε νοίκιαζαν λίγο έξω από το Macon στην πολιτεία Georgia. Δεδομένης της απομακρυσμένης τοποθεσίας της αγροικίας, ο Gregg Allman ένιωθε ότι μπορούσε να καπνίζει όση ντόπα ήθελε χωρίς να τον πιάνει η αστυνομία. 

Φουλ μέσα στη μαστούρα, η δημιουργικότητα του Allman άνθισε και το "Midnight Rider" δημιουργήθηκε φαινομενικά από το πουθενά. Ένα πρόχειρο προσχέδιο του τραγουδιού ολοκληρώθηκε σε περίπου μία ώρα, αλλά κόλλησε στους στίχους για τον τρίτο στίχο, ο οποίος ήταν απαραίτητος για το τραγούδι. "Είναι κάτι σαν ο επίλογος του όλου πράγματος", θα έγραφε αργότερα.

Ο roadie του συγκροτήματος, Kim Payne, είχε επιτηρήσει την αποθήκη του συγκροτήματος που φιλοξενούσε τον εξοπλισμό τους και ο Allman πήγε σε αυτόν, απογοητευμένος με το τραγούδι, στη μέση της νύχτας. Ο Payne ήταν αυτός που βοήθησε τον Allman να τελειώσει το τραγούδι. Είπε: "Είχαμε φτιαχτεί, και, ειλικρινά, είχε αρχίσει να με εκνευρίζει - επειδή τραγουδούσε αυτό το τραγούδι ξανά και ξανά, και βαρέθηκα να ακούω το συγκρότημα να παίζει τα ίδια ξανά και ξανά μέχρι να τα καταφέρει. Οπότε απλά πέταξα τον στίχο: "Έχω ξεπεράσει το σημείο να νοιάζομαι / κάποιο παλιό κρεβάτι που σύντομα θα μοιραστώ".

Ο Allman ευχαρίστησε τον Payne και υποσχέθηκε ότι θα λάμβανε δικαιώματα σε περίπτωση που το τραγούδι έμπαινε στα charts. Ωστόσο, ο Payne δεν ήταν στην πραγματικότητα καταχωρημένος ως συνθέτης, οπότε έπρεπε να αναζητήσει τους δικηγόρους του συγκροτήματος για να αλλάξει το συμβόλαιο ώστε να λάβει τα δικαιώματα του 5%. Ο Allman ήταν τόσο ευχαριστημένος με το τραγούδι που ήθελε να το ηχογραφήσει αμέσως, αλλά δεν είχε κλειδιά για τις εγκαταστάσεις ηχογράφησης στην παρακείμενη αποθήκη.

Ο Payne και ο Allman τηλεφώνησαν στους παραγωγούς τους μέσα στη νύχτα, οι οποίοι τους είπαν δεόντως να "πάνε στο διάολο". Με το μήνυμα σαφώς κατανοητό, το ζευγάρι εισέβαλε στο στούντιο ηχογράφησης σπάζοντας ένα παράθυρο. Από εκεί, ο Allman κατάφερε να θέσει σε λειτουργία την κονσόλα ηχογράφησης και μερικά μικρόφωνα και ηχογράφησε ένα demo με την ακουστική του κιθάρα. Αργότερα αποκάλεσε το κομμάτι "το τραγούδι για το οποίο είμαι πιο περήφανος σε όλη μου την καριέρα".

Μετάφραση V.K 

 

Τα 10 καλύτερα τραγούδια του Southern Rock σύμφωνα με τον Johnny Van Zant

Ο frontman των Lynyrd Skynyrd, Johnny Van Zant, επιλέγει δέκα τραγούδια για τον αληθινό γνώστη του Southern Rock

1. Black Oak Arkansas – Jim Dandy (1973)

Αυτό ήταν ένα παλιό rhythm and blues τραγούδι του Lincoln Chase για έναν ήρωα που σώζει γυναίκες – «Ο Τζιμ Ντάντι στη διάσωση!» – αλλά οι Black Oak Arkansas το έκαναν ένα Southern rock τραγούδι.Αυτοί οι τύποι έπαιξαν βαριά, αλλά είχαν και αυτό το έντονο μπλουζ ύφος. Και φυσικά ο τραγουδιστής τους ονομαζόταν και Τζιμ Ντάντι.
ηταν πραγματικός χαρακτήρας και εγώ και ο David Lee Roth είμαστε θαυμαστές του 

2. Wet Willie – Keep On Smilin’ (1973)

Οι Wet Willie είχαν έναν ήχο που είναι κάπως δύσκολο να περιγραφεί. Είχαν μια Southern ροκ αίσθηση σε αυτό, αλλά υπήρχε επίσης και πολλή τζαζ και μπλουζ , και ο Τζίμι Χολ ήταν ένας πραγματικά υποτιμημένος τραγουδιστής.Το Keep On Smilin' ήταν μια από τις μεγάλες επιτυχίες τους, αν και στις μέρες,μας δεν το θυμούνται καν πολλοί.
Θα συνιστούσα τη ζωντανή έκδοση - έχει λίγο περισσότερη δυναμική .

3. Marshall Tucker Band – Fire On The Mountain (1975)

Την πρώτη φορά που είδα αυτούς τους τύπους να παίζουν ζωντανά, σκέφτηκα, «Ουάου, αυτό είναι πραγματικά μοναδικό.» Ήταν σαν ένα τρελό τζαζ μπλουζ country show.
Υπήρχε ακόμη και κάποιο φλάουτο σε εξέλιξη. Το "Fire On The Mountain" είναι ένα φοβερό τραγούδι και ο Doug Gray απλώς τραγουδάει .Οι Marshall Tucker Band ήταν πάντα πολύ καλοί – και εξακολουθούν να είναι.

4. The Amazing Rhythm Aces – Third Rate Romance (1975)

Δεν ξέρω πολλά για το συγκρότημα, αλλά πάντα μου άρεσε το ρεφρέν σε αυτό το τραγούδι: Είχε μια πολύ ωραία αίσθηση country. Πολλά από τα παλιά ροκ συγκροτήματα του Νότου, αν έβγαιναν σήμερα, θα θεωρούνταν country. Ομοίως, τώρα έχετε σταρ της κάντρι, όπως ο Jason Aldean, ο οποίος είναι βασικά ένας τύπος του Southern Rock.

5. Ram Jam – Black Betty (1977)

Το Black Betty βασίστηκε σε ένα παλιό αμερικανικό λαϊκό τραγούδι. Το συγκρότημα δεν ήταν από το Νότο,αλλά για μένα ακουγόταν σαν Southern, και απλώς έψαξα τα πάντα σχετικά με αυτό το τραγούδι - το riff και το ρυθμό και όλη την ατμόσφαιρα του. Το είχα σε ένα single επτά ιντσών και το άκουγα ολη μέρα.

6. Atlanta Rhythm Section – Champagne Jam (1978)

Η μπάντα αυτή κατάγονταν από το Doraville της Τζόρτζια, ένα πραγματικά πολυ ωραίο μέρος, και στη δεκαετία του '70, ηταν πραγματικά πολύ καλοί. Το Champagne Jam είναι ένα από τα πιο cool τραγούδια εκείνης της εποχής. Ο τραγουδιστής τους, Ronnie Hammond, ήταν καλός Southern ;μουσικός και είχε μια τόσο μοναδική φωνή. Είναι πολύ κρίμα που έφυγε τώρα.

7. Henry Paul Band – Grey Ghost (1979)

Ο Henry Paul είναι ένας πραγματικά μοναδικός τραγουδιστής. Το Grey Ghost είναι ένα όμορφο τραγούδι και αφιερώθηκε στον αδερφό μου τον Ronnie. Όλοι πάντα έβλεπαν στον Ronnie σαν έναν στρατηγό της Συνομοσπονδίας – Grey Ghost. Νομίζω ηταν ένα υπέροχο αφιέρωμα και όταν το συγκρότημα μου ,περιόδευε με τους Henry's, το άκουσμα αυτού του τραγουδιού πάντα έφερνε αρκέτες καλές αναμνήσεις.

8. Gregg Allman – I’m No Angel (1986)

Ο Gregg Allman κυκλοφόρησε επίσης μερικά φοβερά σόλο άλμπουμ στην καριέρα του. Το I'm No Angel ήταν ένας υπέροχος δίσκος και το ομώνυμο κομμάτι είναι το καλύτερο τραγούδι σε αυτόν. Θυμάμαι ως νεαρός να πηγαίνω σε αυτό το μέρος στο Τζάκσονβιλ, ένα κλαμπ να φέρετε τα δικά σας μπουκάλια. Και η μπάντα των Allman θα έπαιζε εκεί. Ο Gregg Allman με ενθουσίασε με αυτή τη φωνή.

9. Georgia Satellites – Keep Your Hands To Yourself (1986)

Όταν είδα το βίντεο για αυτό το τραγούδι στο MTV, είπα, «Ουάου, αυτό είναι πολύ ωραίο – παίζουν Southern.» Οι Georgia Satellites απλώς είχαν αυτή τη στάση. Ο τραγουδιστής, Dan Baird, και ο κιθαρίστας, Rick Richards, ήταν τόσο καλός. Και όταν ακούω αυτό το τραγούδι, μου θυμίζει κάπως το Down South Jukin’ των Skynyrd.

10. Gov’t Mule – Bad Little Doggie (2000)

Οι Gov't Mule είναι σαν να συναντάς τους Allman Brothers… Θεέ μου, δεν ξέρω τι να πω! Αλλά το τραγούδι τους Bad Little Doggie έχει και μια πραγματικά δροσερή Southern Rock αίσθηση. Ο Warren Haynes είναι εξαιρετικός κιθαρίστας. Μπορεί να παίξει οτιδήποτε. Κάναμε μερικές συναυλίες με τους Allmans το 2012 και το να βλέπεις τον Warren να παίζει κάθε βράδυ ήταν ιδιαίτερα ευχάριστο.Αγαπω αυτό που κάνει.

 

Κείμενο/μετάφραση (Σ.Σ)

Τα 10 καλύτερα covers από την Joan Jett

 Η Joan Jett είναι ένα διάσημο όνομα στη σφαίρα της ροκ μουσικής, γνωστή για τη σκληρή και ταλαντούχα προσωπικότητά της. Με την επιβλητική φωνή της και την επιθετική της παρουσία, η Jett έχει αφήσει το στίγμα της στη μουσική βιομηχανία και έχει τη φήμη ότι έβαλε τη δική της σφραγίδα σε διασκευές τραγουδιών. Το ξεχωριστό στυλ και ο ήχος της της επιτρέπουν να εμπνέει νέα μορφή σε κάθε τραγούδι που διασκευάζει, καθιστώντας το μοναδικά δικό της.

Crimson and Clover
Η βασική τραγουδίστρια, συνοδευόμενη από το συγκρότημα της Blackhearts, μεταμορφώνει ένα τραγούδι των Tommy James & the Shondells σε έναν έντονο ροκ ύμνο, εμποτισμένο με στοιχεία punk rock. Παρά τη διατήρηση του ρυθμικού ρυθμού του πρωτότυπου, το συγκρότημα εντείνει το κομμάτι με επιθετικά riff κιθάρας και ένα δυνατό συμπέρασμα.

Fun, Fun, Fun
Η εκδοχή της Joan Jett του εμβληματικού κομματιού των The Beach Boys "I Can't Help Myself" αποκλίνει από την αυθεντική surf-rock αισθητική του συγκροτήματος, εισάγοντας μια μπλουζ ατμόσφαιρα barroom. Τα δυνατά φωνητικά της Jett φέρνουν ένα νέο επίπεδο έντασης στην original "απαλή" μελωδία.

Περισσότερα...

5 ενδιαφέροντα στοιχεία για το τραγούδι ‘Peaceful Easy Feeling’ των Eagles

Το “Peaceful Easy Feeling” το έγραψε ο Jack Tempchin και ήταν το 3ο σινγκλ από το πρώτο άλμπουμ των Eagles. Δεν κατάφερε να μπει στο τοπ 20 του Billboard Hot 100 των ΗΠΑ αλλά έγινε ένα από τα γνωστότερα και μακροβιότερα τραγούδια τους. Ας μοιραστούμε κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία για αυτό το τραγούδι:

1.Ο Tempchin το έγραψε όταν ακόμα τραγουδούσε σε καφέ και μικρά κλαμπ στο Σαν Ντιέγκο. Μετά από μία τέτοια εκδήλωση στο Ελ Σέντρο, κατέληξε να κοιμηθεί στο πάτωμα του κλαμπ και άρχισε να γράφει τους στίχους στο πίσω μέρος μίας αφίσας εκδήλωσης.

2. Στο Λος Άντζελες, έκανε παρέα με άλλους μουσικούς όπως ο Glenn Frey, Jackson Browne, J.D. Southe και πολλούς άλλους . Μία φορά, ο Frey πήγε στο σπίτι του Tempchin και τον άκουσε να παίζει το “Peaceful Easy Feeling”. Ο Tempchin έδωσε στον Frey μία ηχογράφηση του τραγουδιού και ο Frey την επόμενη μέρα επέστρεψε με το τραγούδι ενορχηστρωμένο.

3. Η αφίσα πάνω στην οποία ο Tempchin έγραψε τους στίχους βρίσκεται στο Μουσείο Grammy.

4. Για τον εορτασμό της επετείου των 40 ετών από την έκδοση του τραγουδιού, Ο Δήμαρχος του San Diego Jerry Sanders) ανακήρυξε την 1η Δεκεμβρίου, 2012 “Ημέρα ηρεμίας και ευδιαθεσίας” (Peaceful Easy Feeling Day).
Η τελετή έγινε στο εστιατόριο Der Wienerschnitzel (σημ. που σημαίνει Το Σνίτσελ), το εστιατόριο στο οποίο ο Tempchin ολοκλήρωσε τη συγγραφή τού τραγουδιού. Του απονεμήθηκε το βραβείο του χρυσού λουκάνικου. «Πολλοί καλλιτέχνες έχουν Grammy», είπε για το ειδικό αυτό βραβείο. «Αλλά δεν έχουν ατόφιο χρυσό λουκάνικο.»

5. Αυτό το τραγούδι είναι ένα από τα αγαπημένα τραγούδια των Eagles για τον Frey.

 

Μετάφραση V.K

Η ιστορία πίσω από το "New Kid In Town" από τους Eagles

Η ιστορία πίσω από το "New Kid In Town" από τους Eagles

Ένα απόλυτα κλασικό τραγούδι του γκρούπ

Ήταν ο φίλος των Eagles και τραγουδοποιός J.D. Souther που δημιούργησε το ρεφρέν.
Αν και το συγκρότημα συμφώνησε ότι σίγουρα ακουγόταν σαν επιτυχία, ο Souther είχε κολλήσει
και δεν ήξερε πώς να συνεχίσει με το τραγούδι. Ένα χρόνο αργότερα, έγινε μέλος του Don Henley και
του Glenn Frey για τις εγγραφή (session) του Hotel California και ο Souther έπαιξε το τραγούδι
για τους δύο. Τελικά κατάφεραν να το ολοκληρώσουν μαζί.

Ο Souther είπε ότι «απλώς έγραφαν για τους αντικαταστάτες μας».
Εξήγησε περαιτέρω στο SongFacts, «Το «New Kid» προέκυψε σκέφτοντα ς ότι κάποια στιγμή κάποιο παιδί θα ερχόταν καβάλα στην πόλη που ήταν πολύ πιο γρήγορα από εσένα και θα το έλεγε και μετά θα το απέδεικνυε. Αυτή είναι η ιστορία της ζωής. Αυτή είναι η ιστορία
του μεγαλώματος/γήρανσης, ειδικά όταν βγαίνεις από τα εφηβικά και νεαρά σου χρόνια και καθώς πλησιάζεις τα 30, αρχίζεις
να βλέπεις ότι τα πράγματα δεν μένουν ίδια για πάντα. Και ότι υπάρχουν πολλοί άλλοι τύποι σαν εσάς και κοπέλες σαν
εσάς που θέλουν το ίδιο πράγμα που έρχεται, και θέλουν επίσης τη στιγμή τους, και θα την πάρουν.
Και είναι μια χαρά. Είναι όπως πρέπει».

Στις σημειώσεις του The Very Best Of, ο Henley έγραψε για το νόημα του κομματιού:
«Πρόκειται για τη φευγαλέα, άστατη φύση της αγάπης και του ρομαντισμού. Αφορά επίσης τη φευγαλέα
φύση της φήμης, ειδικά στη μουσική βιομηχανία. Βασικά λέγαμε, «Κοιτάξτε, ξέρουμε ότι είμαστε δυναμικοί
αυτή τη στιγμή, αλλά ξέρουμε επίσης ότι κάποιος θα έρθει και θα μας αντικαταστήσει –
τόσο στη μουσική όσο και στην αγάπη».

Υπήρχαν φήμες ότι μπορεί να επρόκειτο για τον Bruce Springsteen αλλά ο Souther το διέψευσε.

 

Κείμενο (Σ.Σ )