Τρίτη, 16 Απριλίου 2024, 18:46:35

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ ΑΞΙΖΕΙ

«Όταν συνάντησα το Διόνυσο»

untitled-1_decopyΞανάρθε στη χώρα τούτη ο Διόνυσος. Στη χώρα όπου δίδαξε το θέατρο και το λυρισμό της ανθρώπινης ψυχής. Τη μουσική του πάθους και της ξέφρενης χαράς. Του έρωτα και της ελευθερίας. Της αφοβίας και της λαχτάρας για ζωή.

 

 

 

Ήτανε σούρουπο όταν έφτασε. Η χώρα είχε αλλάξει και ο ήλιος ήταν πολύ βιαστικός. Έτσι είναι εδώ και πολλά χρόνια. Ο ήλιος ίσα που ανατέλλει και βιάζεται να φύγει μακριά. Σε τόπους  ζωντανών και χαρούμενων ανθρώπων. Εδώ είναι όλοι ζωντανοί νεκροί. Ίσα που περπατάνε. Ίσα που ψελλίζουν τ' όνομά τους όταν τους ρωτάς. 

Είπε να κάνει ένα μπάνιο ο Διόνυσος, έτσι για να χαλαρώσει και να ξαλαφρώσει τις σκέψεις του. Πάντα φρόντιζε να κάνει το μπάνιο του σε μια μικρή λιμνούλα που το Υπουργείο Τουρισμού είχε ξεχάσει να εντάξει στο πρόγραμμα της  «ήπιας  τουριστικής ανάπτυξης» και ως εκ τούτου, αυτή η μικρή απόμερη λιμνούλα, δεν είχε θερμοσίφωνο. Κακό πράμα αυτή η «ήπια τουριστική ανάπτυξη». Κακός δαίμονας. Οι σύγχρονοι κακοί δαίμονες είναι χειρότεροι απ' τους παλιούς. Έχουν και παράξενα ονόματα, άγνωστα, ακατανόητα και μπερδεψιάρικα. «Σινάφια», «περαίωση», «ΕΤΑΠ», «ΦΠΑ», «Φόροι», «πολλοί φόροι», «ατέλειωτοι φόροι», «μηδέν παροχές», «ανάλγητο κράτος» και «διαπλοκή». Όλα τούτα κάτω από το μαύρη σύννεφο κάποιων ανέραστων μισάνθρωπων που ζουν στην έρημο και τριγυρνούν τα στρατόπεδα και τα πεδία των μαχών για να γλείψουν αίμα και ακόρεστα να γευτούν το φόβο και την απελπισία που ξερνάνε τα σωθικά των ζωντανών νεκρών. Είναι αυτό που δηλώνουν. Παγκόσμιοι εξουσιαστές. Εσύ όμως Διόνυσε, δεν τους πιστεύεις. Τους φτύνεις στα μούτρα και τους προκαλείς. Σε αποφεύγουν και φεύγουν μακριά σου............. 

Χάλασε η όμορφη χώρα του Διόνυσου. Η άνοιξη δεν έρχεται ποτέ και οι άνθρωποι μυρίζουν πιο πολύ απ' τα σκατά τους. Το άρωμα των ελάχιστων λουλουδιών ενοχλεί τους κατοίκους αυτής της χώρας τόσο πολύ που διαρκώς ψεκάζουν τον αέρα με κονσερβαρισμένα αποσμητικά χώρου για να μην αφήσουν την ευωδιά απ' τα λιγοστά γιασεμιά να πλησιάσει τα κακομαθημένα ρουθούνια τους. 

Κίνησε για το σπίτι του ο Διόνυσος. Άνοιξε τα φώτα και άρχισε να ψάχνει για ένα παλιό πλαστικό κουτί. Το βρήκε και το άνοιξε. Έβγαλε από μέσα ένα παλιό κιτρινισμένο λάστιχο. Το κοίταξε και του ψιθύρισε με παράπονο: «Γλυκιά μου πατρίδα! Κάποτε τεντωνόσουν τόσο πολύ που αγκάλιαζες όλη την οικουμένη κάθε πρωί που ο ήλιος ξεπρόβαλλε. Φοβόμουν μη σπάσεις. Δεν έσπασες. Κιτρίνισες και πάλιωσες. Έπαψες πια να απλώνεσαι πλατιά στις ακτίνες του ήλιου.»

Έβαλε το παλιό το λάστιχο μέσα στο φθαρμένο κουτί να ξανακάνει παρέα με μια στραβωμένη σακοράφα, κάτι παλιές καρφίτσες, κάτι ξεφτισμένα μασούρια από κλωστές και ένα σκουριασμένο ψαλίδι που δούλευε στα νιάτα της η  γιαγιά του τα πλουμιστά της φορέματα μιας και ήταν από σόι ανώτερο και ξακουστό. 

Είχε ένα μεγάλο παράπονο στη ψυχή του ο Διόνυσος. Δεν ήξερε πια κουφάλα του ξέσκισε το δέρμα απ' τα όνειρά του και τo έριξε μέσα στα λαγούμια των φοβικών και ξεδοντιασμένων ανθρώπων.

Τίποτα πια δεν τον συγκινεί. Τίποτα δεν τον εκπλήσσει. Ούτε οι στρατιές των ζόμπι ανέργων, ούτε το σκάνδαλο του Βατοπεδίου ούτε και οι Τούρκοι που πετούν πάνω απ' τη Ραφήνα. Ίσως να παραξενευόταν αν έβλεπε τα Τούρκικα αεροπλάνα να πετούν σοκολάτες, Ταλιμπάν να προτάσσουν τα στήθια τους για να μη μπαζωθεί ο ναός της Αγροτέρας Αρτέμιδος και παιδιά να γουστάρουν να πάνε σχολείο. Όταν αυτές οι σκέψεις περνάνε απ' το μυαλό του αρχίζει και βρίζει την ελπίδα. Την καριόλα, του είχε πει πως θα πεθάνει τελευταία αλλά πέθανε πρώτη και μας άφησε όλους εμάς στημένους να την περιμένουμε. Πουτάνα ελπίδα, σκατά στο τάφο σου! 

Στη χώρα των ζωντανών νεκρών με υπουργική απόφαση καταργήθηκαν απ' το επίσημο λεξικό οι παρακάτω λέξεις: άνθρωπος, ανθρωπιά, αγάπη, πατρίδα, πρόγονοι και πολιτισμός. Σωστά έπραξε το υπουργείο. Κανείς δεν χρησιμοποιεί εδώ και αιώνες αυτές τις λέξεις. Άχρηστες είναι και έτσι καταργήθηκαν. Μαζί τους καταργήθηκε και η έννοια της πόλης, του πολίτη-οπλίτη, της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας. Περιττές ήταν κι' αυτές. Τα ζόμπι θέλουν λέξεις απλές, ξενόφερτες, εύκολες στην ανάγνωση και τη γραφή. 

Αυτό το κράτος ειλικρινά φροντίζει τους ζωντανούς νεκρούς πολίτες του. Βελτίωσε την εκπαίδευση προσθέτοντας ένα αναγκαίο μάθημα στις κοινωνικές επιστήμες που διδάσκονται τα ζόμπι στα πανεπιστήμια. Το μάθημα της «Λαμογιακής». Διδάσκοντες θα είναι όλοι οι πρώην και νυν υπουργοί και πρωθυπουργοί. Οι διευθυντές και οι γραμματείς των υπουργείων, οι μιζαδόροι βουλευτές και οι προνομιούχοι σφραγιδοκώληδες δημόσιοι υπάλληλοι, μετρ της ακαματοσύνης και της ραστώνης. Την ύλη συνέγραψαν οι συντηρητικοί σκοταδιστές και διαμορφωτές της σωφρονιστικής εκπαίδευσης των δούλων, των παθητικών υπηκόων, των ζωντανών νεκρών.  Αυτούς που οι ζωντανοί νεκροί μάθανε να ονομάζουν «πνευματικούς ανθρώπους». 

Άνοιξε με προσοχή το ξεχαρβαλωμένο παράθυρό του ο Διόνυσος. Μέτρησε τα καινούργια παραρτήματα τραπεζών που έσπειραν οι κακοί δαίμονες. Άκουσε πως φτιάχτηκε ένα καινούργιο μηχάνημα ΑΤΜ. Κάθεσαι λέει αναπαυτικά, ξεγυμνώνεις το μανίκι σου και μια τεράστια σύριγγα ξεκινά να σου ρουφά το αίμα. Τώρα πλέον οι τράπεζες πέρα από σπίτια και υπάρχοντα, κατάσχουν και αίμα. Το προτιμούν. Είναι ζεστό, κατακόκκινο και άκρως αναζωογονητικό γι' αυτές. 

Κατέβηκε για μια βόλτα σ' ένα πάρκο κοντά στο σπίτι του ο Διόνυσος. Έψαξε να βρει ένα παγκάκι κάπου να κάτσει και με τη κιθάρα του να τραγουδήσει ένα παλιό μεξικάνικο τραγούδι αγάπης. Δεν βρήκε τίποτα. Δεν υπήρχε χώρος. Τον είχε φάει ο Κρόνος μαζί με το χρόνο. 

Βρήκε ο Διόνυσος μια κοπέλα με walkman στ' αυτιά που μασώντας τσίχλα και στέλνοντας SMS, κατάφερνε να φιλιέται μ' ένα αγόρι που είχε καρφιά στο κεφάλι αντί για μαλλιά. Τους ρώτησε αν απαντήσανε πουθενά τον έρωτα. Όμως δεν ξέρανε τούτη τη λέξη. Κάπου την είχαν ακουστά αλλά δεν την γνώριζαν. Ούτε και ξέρανε πως ο έρωτας χωρίς το Διόνυσο δεν μπορεί να υπάρξει. 

Ποιος μπόλιασε με χολή όλα του τα παιδιά και τα κράτησε μακριά του; Έγιναν ανέραστα και αντικοινωνικά. Απότομα και αχάριστα. Ίσως μια μέρα και αυτά να τα καταφέρουν και να γίνουν άξιοι πολίτες αυτού του παγκόσμιου χωριού. Άξιοι υπήκοοι της χώρας των ζωντανών νεκρών. 

Τη σκέψη σου τη διαβάζω πατέρα Διόνυσε. Βλέπεις, εμένα το θνητό δεν με γέννησες με το σπέρμα σου αλλά με το πνεύμα, την ανάσα και το βλέμμα σου. Όλα τούτα τ' ανακάτεψες με το χώμα το θεϊκό και το νερό της άγιας θάλασσας. Γεννήθηκα μεγάλος και έτοιμος. Νευρικός και τρελαμένος. Σκληρός και ευαίσθητος μαζί. Ζω συμβιβασμένος μια ασυμβίβαστη ζωή. Σου μοιάζω και το ξέρεις. Μου μοιάζεις και το ξέρω. Είμαι ένα δικό σου παιδί που κάπου η πρέσα της λοβοτομής δεν το καλοπλάκωσε και το βάρεμα με το σφυρί χτύπησε αέρα αντί για το κεφάλι μου. 

Μη μου ζητάς και πολλά. Δεν ξέρω πια τι μπορώ και δεν μπορώ να κάνω. Το μόνο που σου υπόσχομαι είναι πως όταν θα ξανάρθεις ίσως να έχω καταφέρει να βρω τίποτα λιγοστά αμπελόφυλλα και κισσούς για στολίσω ξανά το κουρασμένο κεφάλι σου.....................

Δημήτρη Επικούρης