Τρίτη, 23 Απριλίου 2024, 16:13:25

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

BUDGIE - "Bandolier" [1975] (review)

BUDGIE
BANDOLIER
September 1975
(MCA Records)

SIDE I: Breaking All The House Rules, Slipaway, Who Do You Want For Your Love.
SIDE II: I Can't See My Feelings, I Ain't No Mountain, Napoleon Bona-Part One, Napoleon Bona-Part Two.

BUDGIE: Burke Shelley – Vocals/ Bass, Tony Bourge – Guitars and Steve Williams – Drums.
Produced by Budgie.

 

Με την παρούσα αναδρομή (flash-back) θα ασχοληθώ με έναν ακόμη δίσκο ενός ακόμη Hard Rock συγκροτήματος των 70's, τ' όνομα των Budgie είναι στενά δεμένο κυρίως με το Hard Rock της δεκαετίας του '70.
Ένα συγκρότημα, το οποίο παρόλο που με τον ήχο και με το ύφος του άνοιξε το δρόμο για πολλά συγκροτήματα της Heavy Metal σκηνής των 80's (κυρίως της NWOBHM σχολής), εντούτοις όμως παραμένουν άγνωστοι σαν σχήμα στο ευρύ Metal κοινό, ιδίως στην Ελλάδα.
Οι Budgie δημιουργήθηκαν το 1967 στο Cardiff, Wales, (UK), ιθύνων νους του συγκροτήματος ήταν ο Bourke Sheley, όπου έπαιζε μπάσο με έναν ιδιαίτερο δυναμισμό και τραγουδούσε με τη χαρακτηριστική λεπτή, αλλά εμποτισμένη με πολλή βραχνάδα φωνή του.
Ξεκίνησαν δισκογραφικά με το ομώνυμο ντεμπούτο τους το 1971 στο οποίο ο ήχος είναι ακόμη πιο ωμός και πιο ακατέργαστος, στους επόμενους όμως 3 δίσκους τους ο ήχος τους είναι ο κλασικός και κλείνει περισσότερο προς τον Hard Rock ήχο των 70's, με επιρροές που θυμίζει άλλοτε Led Zeppelin και άλλοτε Black Sabbath. Τα πρώτα χρόνια το συγκρότημα κατάφερνε να σημειώνει μια συνεχή αξιόλογη πρόοδο με το αργό Heavy Rock που έπαιζαν, αφού τα βινύλια τους προκάλεσαν κάποιο ενδιαφέρον, στην χώρα τους κυρίως. Την πρώτη τους επιτυχία τη γνώρισαν με τον δίσκο "In For The Kill", ενώ με τον πέμπτο δίσκο τους "Bandolier" κυριολεκτικά απογειώθηκαν, έτσι η εκτίμηση του Hard Rock κόσμου απέναντι τους εδραιώνεται και η αποδοχή τους εξαπλώνεται αμέσως με το παρόν LP.
Οι Budgie είναι ιδιαιτέρα αγαπητοί στους γνήσιους 70's και 80's Hard Rock οπαδούς και είμαι σίγουρος πως θα αρέσουν σ' όλους όσους εκείνους που ζητούν να ακούσουν αυθεντικό, κανονικό, σκληρό Rock και θαυμάζουν το κλασικό, απέριττο στήσιμο του σχήματος.
Έτσι φθάνουμε στο 1975, όπου οι Budgie βγάζουν τον πιο ώριμο πλέον δίσκο τους το "Bandolier", η μπάντα έχει διαμορφώσει τον δικό της, προσωπικό ήχο και επιπλέον είναι έτοιμη να συνεισφέρει την πολύτιμη κληρονομιά της, για τα συγκροτήματα που θα έβγαιναν στο προσκήνιο τα αμέσως επόμενα χρόνια.
Η σύνθεση της μπάντας είναι μόνο τρία μέλη, ενώ ο ήχος τους είναι πληθωρικός και μεστός, όπως όλων των ανάλογων σχημάτων που αποτελούνται από τρία μέλη όπως π.χ. οι Motorhead, οι Dust, οι Talas, ή οι Rush ας πούμε.
Το εξώφυλλο του δίσκου είναι ομολογουμένως εντυπωσιακό, τρεις καβαλάρηδες πάνω στα άλογα τους σε ένα βραχώδες τοπίο και πίσω τους ένα δέντρο κι ένας τεράστιος ήλιος. Ο ένας από τους καβαλάρηδες υψώνει θριαμβευτικά το τουφέκι του, οι καβαλάρηδες όμως δεν έχουν ανθρώπινα πρόσωπα αλλά παραδόξως κεφάλια παπαγάλων (budgie). Τα βαριά και αργόσυρτα riffs του κιθαρίστα Tony Bourge το σαρωτικό παίξιμο και η ιδιαίτερα ψιλή φωνή του ηγέτη της μπάντας Βurke Shelley δημιουργούν ένα δίσκο ορόσημο στην ιστορία του Hard Rock.
Τρεις απ' τις καλύτερες συνθέσεις του σχήματος υπάρχουν σ' αυτόν το δίσκο "Breaking All the House Rules", "I Can't See My Feelings" και "I Ain't No Mountain".
Η πρώτη πλευρά του δίσκου αρχίζει δυναμικά με το "Breaking All The House Rules" διάρκειας 7,5 λεπτών περίπου, μια απλή μελωδία εμποτισμένη με ένα σωρό εναλλασσόμενα riffs, το τραγούδι αυτό θα μπορούσε άνετα να βρίσκεται σε κάποιον δίσκο των AC/DC. Στο δεύτερο και στο τρίτο τραγούδι της πρώτης πλευράς οι τόνοι πέφτουν, αρχής γενομένης με το "Slipaway", το τραγούδι αρχίζει με πολύ όμορφη κιθάρα και ακολουθεί η φωνή του Bourke, που ακούγεται πολύ τρυφερή. Τρίτο τραγούδι στη σειρά είναι το "Who Do You Want For Your Lover", όπου τα ακόρντα της κιθάρας παραπέμπουν σε κιθαριστικές παραμορφώσεις και στη συνέχεια δυναμώνουν, ενώ η φωνή του Bourke ακούγεται κάπως οργισμένη.
Συνεχίζουμε με την δεύτερη πλευρά του δίσκου, η οποία αρχίζει με το "I Can't See My Feelings" όπου και πάλι, γύρω από μία απλή μελωδία χτίζεται ένας ολόκληρος κόσμος από εναλλασσόμενα riffs, όλα με πολύ όμορφο τρόπο συνταιριασμένα. Ακολουθεί το "I Ain't No Mountain", του οποίου το riff θυμίζει αρκετά Deep Purple, όσο κι αν η μελωδία του φαίνεται απλή μόνο τέτοια δεν είναι.
Στο τέλος του δίσκου έχουμε το έπος "Napoleon Bona-Part One & Two", όπου αρχίζει με μια μελωδία, συνοδευόμενη από ηλεκτρικές κιθάρες και πάλι την εκπληκτική φωνή του, ο Bourke την αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο. Η μελωδία γίνεται βαθμιαία όλο και πιο επική, βοηθούμενη και από τα drums, μετά η παραμόρφωση της κιθάρας γίνεται σκληρή και το τραγούδι γρήγορο, η δε φωνή του Bourke ακούγεται νευρώδης γεμάτη γρέζια. Κάποια στιγμή κάνει την εμφάνισή του κι ένα επικό solo κιθάρας το οποίο είναι ουσιώδες και λειτουργικό, πρόκειται μάλλον (κατά τη γνώμη μου) για το πρώτο επικό Hard Rock τραγούδι που ηχογραφήθηκε.
Η δομή των τραγουδιών στηρίζεται κυρίως στα riffs που εναλλάσσονται ενώ είναι σίγουρο ότι ακούγοντας κάποιος αυτόν το δίσκο σήμερα, θα θεωρήσει τα τραγούδια κάπως συνηθισμένα πράγμα πολύ φυσικό. Αφού όλα τα στοιχεία που είναι ενδεικτικά και χαρακτηριστικά για την εποχή εκείνη (1975), έχουν αντιγράφει και αφομοιωθεί απ' τα σημερινά συγκροτήματα.
Όπως έγραψα και στην εισαγωγή, οι Budgie ποτέ δεν έγιναν ευρέως γνωστοί, ποτέ δεν κατέκτησαν τα μεγάλα ακροατήρια, αυτό συνέβη γιατί οι ίδιοι ποτέ δεν επεδίωξαν να γίνουν "πρώτο όνομα".
Η προσφορά και η εικόνα που έδωσαν όμως, στην περίοδο της ακμής τους θα μείνει αναλλοίωτη για πάντα στο πάνθεον του Heavy Metal, ενώ όταν έγινε γνωστό το 1980 το νέο μουσικό είδος του NWOBHM, οι Budgie ήταν εκεί με το LP "Power Supply", έναν συντριπτικό Heavy Metal δίσκο όπου επηρέασε πολλά νέα σχήματα.
Οι Βudgie μετά το "Bandolier" συνέχισαν την δισκογραφική τους δραστηριότητα σχεδόν ως τις μέρες μας, αρχικά το group διαλύθηκε το 1988, επανήλθε με πολλές αλλαγές μελών (πλην Shelley) και μουσικών κατευθύνσεων το 1995-1996 και επανασυνδέθηκε οριστικά ξανά το 1999.
Τέλος, οι Budgie (και τόσοι άλλοι σαν αυτούς), για διαφόρους λόγους δεν κατάφεραν δυστυχώς, να έχουν την προβολή που θα ήθελαν να έχουν. Έτσι λοιπόν, μοιραία κρύφτηκαν πίσω από την ταμπέλα της underground μουσικής Hard Rock σκηνής, οι συγκύριες όμως δεν τους βοήθησαν να κερδίσουν τη φήμη που άξιζαν. Αλλά ακόμη στέκονται και ακούγονται περήφανα στο πέρασμα του χρόνου και στις μέρες μας, με την ίδια φρεσκάδα όπως τότε... πίσω στα 70's.

 

ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ BUDGIE
Budgie [1971]
Squawk [1972]
Never Turn Your Back On A Friend [1973]
In For The Kill [1974]
Bandolier [1975]
If I Were Brittania I'd Waive The Rules [1976]
Impeckable [1978]
Power Supply [1980]
Nightflight [1981]
Deliver Us From Evil [1982]
We Came, We Saw... [1998]
Heavier Than Air, Rarest Eggs [1998]
Life In San Antonio [2002]
The Last Stage [2004]
Radio Sessions 1974 & 1978 [2006]
The BBC Sessions [2006]
You're All Living In Cuckooland [2006]
Live In London 1974 [2014]

 

TRIVIA:
Οι Metallica και οι Iron Maiden έχουν δηλώσει επανειλημμένως την αγάπη τους και το σεβασμό τους απέναντι στο δισκογραφικό έργο των Budgie, ενώ επίσης έχουν διασκευάσει τραγούδια τους. Οι Metallica με το "Breadfan", σαν b-side στο single "Eye of the Beholder" το 1988, ενώ οι Iron Maiden με το "I Can't See My Feelings", σαν b-side στο single "From Here to Eternity" το 1992. Με αποτέλεσμα να μάθει τους Budgie αρκετός κόσμος που δεν τους ήξερε, κάλιο αργά παρά ποτέ, λοιπόν.

 

Κείμενο: Ηλίας Κωστόπουλος.

CRUSH - "Kingdom Of The Kings" 1993 (review)

CRUSH
KINGDOM OF THE KINGS
1993
(Private Pressing)

 

SIDE I: Beyond The Gates, March Of The Deads, The Gloriest Night, Kingdom Of The Kings, Run To The Highway.
SIDE II: Unborn, Flag Of Fate, Princess Of Hell, Ballad Of Sorrow.

CRUSH: Panagiotis Konstantinides – Vocals, Pantelis Rodostoglou – Guitars, Tasos Vrettakis - Bass and Kostas Voyatzoglou – Drums.
Producer by Jimmy Kiritsis.

 

Μελωδικό, δυναμικό, κλασσικό Ελληνικό Heavy Metal συγκρότημα με μυστηριακή, αποκρυφιστική θεματολογία, οι Crush όμως κατηγορήθηκαν, παρεξηγήθηκαν από ανόητους συχνά ως «σατανικό» συγκρότημα, άδικα λόγο κυρίως της αποκρυφιστικής θεματολογίας που είχαν στους στίχους τους.
Παίζουν Epic/ Heavy Metal με καλή παραγωγή για την εποχή τους. Ο δίσκος γνώρισε μεγάλη αποδοχή σε συλλεκτικούς (δυστυχώς μόνο) κύκλους οπαδών, αφού κυκλοφόρησε μόνο σαν αυτοχρηματοδοτούμενη παράγωγη από το ίδιο το σχήμα, αφού δεν είχε την υποστήριξη καμιάς Ελληνικής δισκογραφικής εταιρείας, ντροπή.
Οι Crush είναι μια μπάντα που προσφέρει μια σειρά από τραγούδια ενός παραδοσιακού Heavy Metal, στους οπαδούς των κλασικών ήχων και του NWOBHM και σε όσους ακούν Epic Metal και μπάντες όπως οι Manilla Road, Omen, Manowar.
Η μπάντα υπάρχει από το 1983 (επίσημα από τον Δεκέμβριο του '83), δηλαδή είναι ένα από τα παλαιοτέρα Ελληνικά Heavy Metal συγκροτήματα, οι Crush ξεπήδησαν μέσα από τις στάχτες των Under Power ένα group που δραστηριοποιήθηκε την περίοδο 1981-1983, στις δυτικές συνοικίες της Αθήνας (Αιγάλεω).
Οι Crush έκτισαν το όνομα τους σιγά-σιγά και σταθερά μέσα από τα εκρηκτικά live που έδιναν και ανέκαθεν συγκέντρωναν πλήθος κόσμου που διψούσε για εγχώριο Heavy Metal, αν και έχουν κάνει λίγες ζωντανές εμφανίσεις σε αναλογία με τα χρόνια ύπαρξης τους σαν συγκρότημα.
Αρχικά, συμμετείχαν το 1988 με το τραγούδι "Kingdom Of The Kings" στην ιστορική πλέον διπλή συλλογή "Greece Attacks" (χαμένη πια σε βινύλιο), μετά έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά για την ηχογράφηση του πρώτου τους ολοκληρωμένου δίσκου, όπου στην ηχογράφηση βοήθησε ο διεθνούς φήμης παραγωγός Δημήτρης Μαλέγκας (Poll). Η σημαντικότερη στιγμή των Crush είναι η κυκλοφορία του ενός και μοναδικού τους δίσκου μέχρι σήμερα, του "Kingdom Of The Kings" το 1993, εκτός αυτού έχουν παίξει live μαζί με τα εξής συγκροτήματα... Holocaust, Omen, Gloven Hoof, Marauder, Spitfire μεταξύ άλλων.
Αρκεί να ρίξεις μια ματιά στο εκπληκτικό εξώφυλλο για να καταλάβεις τι σε περιμένει για τα επόμενα 35 περίπου λεπτά που διαρκεί αυτός ο δίσκος, η αποθέωση του κλασικού Heavy Metal είναι εδώ. Μουσικά είναι Epic Heavy Metal, στιχουργικά είναι μεταξύ μυστικιστικού και αποκρυφιστικού περιεχομένου, ενώ η υπέροχη, επιβλητική φωνή του Παναγιώτη Κωνσταντινίδη δένει εκπληκτικά με το υπόλοιπο στιβαρό rhythm section του συγκροτήματος. Ο τραγουδιστής αποδίδει με απαράμιλλο μίσος και ευγενές πάθος τους στίχους των Crush, παθιασμένες ερμηνείες, αιχμηρά κιθαριστικά riffs, σφιχτοδεμένες συνθέσεις είναι αυτά που συνθέτουν το έπος του Ελληνικού Metal που λέγετε "Kingdom Of The Kings". Η παραγωγή είναι αρκετά καλή για τα δεδομένα της εποχής και μάλιστα από Ελληνικό Metal συγκρότημα.
Μετά την ανατριχιαστική εισαγωγή του "Beyond The Gates", μπαίνει το "March Of The Deads" και χτίζει το τεράστιο, ατμοσφαιρικό ήχο τους ενώ το μπάσο σκάει κατά μήκος για να πετάξει στα ύψη τις μελωδίες. Το "Gloriest Night" ρίχνει μερικά οργισμένα riffs και με τα επιβλητικά φωνητικά είναι μια ορδή που θα λεηλατήσει το χωριό σου, με λίγο από το μείγμα των Omen και των Cirith Ungol.
Το "Princess Of Hell" έχει την ίδια επίδραση, ενώ το "Run To The Highway" είναι ένα ωραίο, up-lifting μελωδικό τραγούδι και το "Ballad Of Sorrow" προσφέρει ακριβώς αυτό που υπόσχεται, μυστήριο που οδηγεί στην Epic κορύφωση.
Ο δίσκος παρουσιάζει μια υπέροχη αθωότητα τυλιγμένος σε ισχυρό Heavy Metal, ένα album άγριας μεταλλικής ομορφιάς, από εκείνα που οι οπαδοί του Epic Metal έχουν σε μεγάλη εκτίμηση. Οι φίλοι των Manowar, Manilla Road, Omen, Cirith Ungol, Doomsword και άλλων παρόμοιων αντρικών συγκροτημάτων, θα το λατρέψουν.
Δυστυχώς το LP κυκλοφόρησε σε μια νεκρή περίοδο για το Ελληνικό Metal και χωρίς καμιά υποστήριξη, πήρε στη μπάντα περίπου μια δεκαετία από την συγκρότηση της για να εκδώσει αυτό τον δίσκο.
Το 2008 το κυκλοφόρησαν ξανά σε μορφή CD αυτή τη φορά, με την προσθήκη ενός bonus track, του "Morpheus World".
Αν και το "Kingdom Of The Kings" αποτελεί το μοναδικό ηχητικό πόνημα των Crush, θα στέκει παντοτινά ως μια από τις ωραιότερες και ποιοτικότερες κυκλοφορίες της πολύπαθης ιστορίας του Ελληνικού Heavy Metal.
Καλό θα είναι να θυμόμαστε ότι τους χρωστάμε πολλά, ακόμα και σήμερα το album τους ακούγετε ευχάριστα, αν ξεπεράσουμε το κόμπλεξ ότι ηχογραφήθηκε από Έλληνες Heavy Metal μουσικούς. Το συγκρότημα έχει βάλει και αυτό με τον τρόπο του ένα λιθαράκι στη γέννηση του λεγόμενου Ελληνικού Heavy Metal, παρά το σαθρό κατεστημένο της εποχής.
Είτε το πιστεύετε είτε όχι, εδώ και χρόνια ακούγεται ότι οι Crush θα βγάλουν νέο δίσκο πότε; Θέλουμε να ελπίζουμε πως αυτό θα γίνει σύντομα.

 

ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ CRUSH
Kingdom Of The Kings [1993]

Κείμενο: Ηλίας Κωστόπουλος

DARK NOVA - "The Dark Rhapsodies" [1993] (review)

DARK NOVA
THE DARK RHAPSODIES
1993
(Molon Lave Records)
 
SIDE I: The Way In, Deeply Versed, Twilight Star, Poltergheist.
SIDE II: Avenger Haunted Forest, Back Again, The Banguest.
 
DARK NOVA: Johnny K. – Vocals, Elias Koskoris – Guitars, Shrinel Montesquieu – Bass/ Keyboards and Nick Adams – Drums.
Produced by Dark Nova.
 
Ένα από τα ποιοτικότερα Ελληνικά Power Metal σχήματα οι Dark Nova, στον καλύτερο δίσκο τους της καριέρας τους. Έχουν φοβερά τραγούδια που σε παίρνουν μαζί τους και έναν εκπληκτικό, μοναδικό τραγουδιστή που σου κολλάει με το πρώτο άκουσμα.
Έναν Power Metal λοιπόν, κεραυνό μας εξαπέλυσαν εν έτι 1993 οι γνωστοί Αθηναίοι Metalers, το album αυτό συγκαταλέγεται ανάμεσα στις καλύτερες στιγμές του Ελληνικού Heavy Metal. Είναι ένας φοβερά δουλεμένος δίσκος στον οποίο διακρίνεται η έξοχη κιθαριστική δουλειά και τα αψεγάδιαστα φωνητικά. Τα κιθαριστικά riffs και τα solos πέφτουν ασταμάτητα το ένα μετά το άλλο, ενώ τα τραγούδια είναι σκέτοι Μεταλλικοί δυναμίτες. Ακούστε το τραγούδι "Avenger" και βρείτε μου μια US Power Metal μπάντα που να μην ήθελε να έχει ένα τέτοιο τραγούδι ύμνο σε κάποιο δίσκο της.
Η μπάντα σχηματίστηκε το 1987 σαν Dark Devils, κυκλοφόρησαν το πρώτο τους demo με τίτλο "Shrinel", που είναι ένας συνδυασμός Heavy Metal με πολλά στοιχεία κλασικής μουσικής. Το 1991 υπέγραψαν με τη δισκογραφική εταιρεία Molon Lave Records και κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο δίσκο τους με τίτλο "The Dark Rhapsodies". Το ντεμπούτο album κυκλοφόρησε το 1993 και έλαβε αμέσως θετική ανταπόκριση τόσο από τον τότε μουσικό Τύπο αλλά και από τους Έλληνες Metal οπαδούς, καταφέρνοντας έτσι να κάνουν μια σειρά από ζωντανές εμφανίσεις σε όλη την Ελλάδα.
Την πρώτη δισκογραφική προσπάθεια των Dark Nova, σίγουρα πρέπει να τη λάβουμε σοβαρά υπόψη μας, γιατί βγήκε δυστυχώς σε μια εποχή που το παραδοσιακό Heavy Metal είχε παραγκωνιστεί από το γελοίο Grunge, ή το επίσης γλοιώδες-βλακώδες Death Metal. Αυτοί οι τύποι μας παρέδωσαν κάποια πολύ καλά μεταλλικά τραγούδια με έντονο συναίσθημα και μελωδία, εκδόθηκε σε βινύλιο και τώρα έχει γίνει πια συλλεκτικό κομμάτι, αλλά αξίζει τον κόπο να το ψάξετε. Το album είναι concept και η ιστορία μιλάει για την πάλη ανάμεσα στο καλό και το κακό και τι πλευρά ο ήρωας της ιστορίας πρέπει να επιλέξει.
Από το εναρκτήριο τραγούδι του δίσκου το "The Way In" οι επιρροές από το US Power Metal όπως οι Crimson Glory και οι Fates Warning είναι προφανής. Πολύ καλά τα κιθαριστικά riffs και τα solos, τα ατμοσφαιρικά μέρη του "Twillight Star" και του "The Banguest", ενώ εκπληκτικό είναι και το "Avenger".
Τα φωνητικά του Johnny K. (γνωστός ως Γιάννης Κοντογιάννης) είναι κάτι το μοναδικό, σε αφήνουν άναυδο τουλάχιστον όσοι θα τα προσέξουν, ένταση, διάρκεια, καθαρότητα, όγκος και ένα τρέμολο στο οποίο δεν μας είχαν συνηθίσει οι Έλληνες τραγουδιστές, τουλάχιστον μέχρι τότε. Έχοντας ακούσματα από Rob Halford, Bruce Dickinson, Eric Adams, Geoff Tate, Mark Boals και πολλούς άλλους εκπληκτικούς τραγουδιστές, της άνω των τριών οκτάβων εύρους φωνής που τους δώρισε η φύση, μας δίνει μερικά εκπληκτικά δείγματα της φωνής του.
Ενώ, και τα άλλα μέλη του συγκροτήματος των Dark Nova, έχουν σταθεί και αυτά σε αρκετά υψηλό εκτελεστικό επίπεδο, γεγονός που αποδεικνύεται από το instrumental κομμάτι "Haunted Forest".
Το album διαθέτει οκτώ τραγούδια παραδοσιακού Heavy Metal με μια καλλιτεχνική προοδευτική (Prog) προσέγγιση, με καλή και σωστή χρήση πιάνου και πολλά ομολογουμένως καλά solo κιθάρας.
Η μπάντα έπαιξε, δυστυχώς, ένα στυλ Heavy Metal που δεν ήταν και πολύ ευπρόσδεκτο από τη διεθνή Metal κοινότητα εκείνη την εποχή, γιατί πολύ άπλα όλοι έψαχναν για την επόμενη ηλίθια grunge μπάντα από το Seattle. Το παραδοσιακό Heavy Metal, ενώ ήταν μεγάλο και αγαπημένο από πολλούς, συρρικνώθηκε σε μια underground κατάσταση, έτσι δεν ήταν εύκολο για πολλά συγκροτήματα να προχωρήσουν και πολλά διαλύθηκαν. Τα ίδια προβλήματα αντιμετώπισαν και οι Dark Nova, παρά την αρκετά καλή επιδεξιότητα τους σαν συγκρότημα και τα πολλά και καλά τραγούδια, riffs, solos, μελωδίες, κλπ. Τελικά δεν κατάφεραν να συνεχίσουν και να μας δώσουν έναν δεύτερο δίσκο αντάξιο του πρώτου.
Γενικά, είναι μια πολύ καλή δουλειά που αν είχε εκδοθεί από μια Αμερικανική ή μια Γερμανική μπάντα θα μπορούσε κανείς να πει ότι θα έκανε σίγουρα τη διαφορά στον παγκόσμιο Μεταλλικό χάρτη.
Δυστυχώς η κακή διανομή και η μικρή διαφημιστική στήριξη από την δισκογραφική τους εταιρεία, σύντομα οδήγησε σε διάλυση την μπάντα, όμως μετά από μια σύντομη εξαφάνιση, εξακολουθούν να υφίστανται με δισκογραφικές παρουσίες μέχρι σήμερα. Οι Dark Nova έβγαλαν άλλες δύο δισκογραφικές δουλειές (μέχρι στιγμής) οι όποιες ακούγονται αρκετά μοντέρνες για τα γούστα μου, φυσικά διαφέρουν και κατά πολύ σαν στυλ από το μνημειώδες ντεμπούτο τους. Αν μη τι άλλο άξιζαν κάτι καλύτερο, μας άφησαν όμως αυτό το μουσικό διαμάντι σαν παρακαταθήκη για να τους θυμόμαστε πάντα, που ακόμα και σήμερα ακούγετε πολύ ευχάριστα, αν ξεπεράσουμε το κόμπλεξ ότι ηχογραφήθηκε από Έλληνες Heavy Metal μουσικούς.
Εν ολίγης το "The Dark Rhapsodies" αποτελεί μία εκ των σημαντικότερων σε αξία κυκλοφορία των Αθηναίων. Ήταν η εποχή που το underground φούντωνε για τα καλά και μαζί του η δίψα ταλαντούχων μουσικών να εκφραστούν επιχειρώντας να διαφοροποιηθούν από τους extreme ήχους που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στο Metal στερέωμα. Αν και κινούνταν σε καθαρά Ηeavy Μetal υπόβαθρο, δεν δίστασαν να ενσωματώσουν και progressive στοιχεία που δένουν απόλυτα με τα σκληρά κιθαριστικά θέματα τους. Καλά κρυμμένες αναφορές στους πρώιμους Fates Warning, ακουστικά ιντερλούδια ανάμεσα σε καταιγιστικούς speed ρυθμούς, ιδιόμορφα αλλά εκφραστικά φωνητικά, λυρισμό, τραχύτητα και μελωδία, το "Twilight Star" να εξακολουθεί να στέκει ως η πιο αντιπροσωπευτική τους στιγμή αλλά και το "Avenger", να αποδίδονται μέσα από το πρίσμα της μπάντας σε καθαρά Ηeavy Μetal ήχο.
Οι Dark Nova έχουν παίξει κατά καιρούς live μαζί με τους Mystic Prophecy, Paul DiAnno, Testament, Fates Warning, Rage, Megadeth, Bruce Dickinson, Gamma Ray, Grip Inc., σαν special guest.
 
ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ DARK NOVA
The Dark Rhapsodies [1993]
1999 (A Step Beyond...?) [1999]
Sivilla [2005]
Dark Nova [2012]
 
TRIVIA:
Το "The Dark Rhapsodies" στην έκδοση του βινυλίου είχε διαφορετικό εξώφυλλο από αυτό του CD, ένα αρκετά πρωτοποριακό βήμα για την εποχή. Το τραγούδι "Avenger" είναι διασκευή και ανήκει στους Έλληνες Thrashers Flames από τον δίσκο τους "Summon The Dead" του 1988.
 
Κείμενο: Ηλίας Κωστόπουλος

DICKEY BETTS BAND - "Pattern Disruptive" [1988] (review)

DICKEY BETTS BAND
PATTERN DISRUPTIVE
1988
(Epic)
 
SIDE I: Rock Bottom, Stone Cold Heart, Time To Roll, The Blues Ain't Nothin', Heartbreak Line.
SIDE II: Duane's Tune, Under The Guns Of Love, C'est La Vie, Far Cry, Loverman.
 
DICKEY BETTS BAND: Dickey Betts – Vocals/ Guitar, Warren Haynes – Guitar, Marty Privette – Bass, Matt Abts – Drums and Johnny Neel – Piano.
Produced by Jon Mathias and Dickey Betts Band.
 
 
Ο Forrest Richard "Dickey" Betts (γεννημένος στις 12 Δεκεμβρίου του 1943, στο West Palm Beach της Florida) είναι ένας ήρωας της κιθάρας εν ζωή. Επίσης, τραγουδιστής, συνθέτης και πιο γνωστός ως ιδρυτικό μέλος των Allman Brothers Band. Αναγνωρισμένος ως "ένας από τους πιο σημαντικούς κιθαρίστες όλων των εποχών", είχε από νωρίς μία καριέρα και τις καλύτερες συνεργασίες στο Southern Rock. Με τον Duane Allman εισήγαγε το μελωδικό κιθαριστικό δίδυμο και την αρμονία στην κιθάρα, έγραψε τους κανόνες για το πώς δύο κιθαρίστες του Rock μπορούν να συνεργαστούν πλήρως. Εδώ λοιπόν, έχουμε ένα από τα καλύτερα album του Dickey Betts, αυτό είναι το τελευταίο πραγματικά Southern Rock album που κυκλοφόρησε ο εν λόγω κιθαρίστας στα 80's. Μόνο ο Dickey ήταν ικανός να βγάλει μόνος του το 1988 ένα πραγματικά καλό Southern Rock δίσκο, αν αναλογιστούμε ότι στα τέλη των 80's το Southern δεν ήταν και στα πολύ πάνω του. Γι' αυτό το λόγο προτίμησα αυτό τον δίσκο και όχι κάποιον άλλον του Dickey από τα ένδοξα 70's, αφού συν τις άλλοις το album αυτό έχει προ πολλού καταργηθεί ή χαθεί από τα ράφια των δισκοπωλείων.
Το όνομα αυτού του κιθαρίστα, αν και είναι δοξασμένο μέσα στους επαγγελματικούς μουσικούς κύκλους, (στη χώρα μας είναι σχετικά άγνωστο), πιστεύω ότι επί πολλά έτη, κρυβόταν στη σκιά των Allman Brothers Band, των οποίων ο Betts ήταν πάντοτε σταθερό μέλος. Σίγουρα το "Pattern Disruptive" δεν βγήκε για να αποδείξει την αξία του Betts κάθε άλλο μάλιστα, από τη στιγμή που ο ίδιος στους Allman Brothers Band έπαιξε ηγετικό ρόλο, ισάξιο του Duane ή του Gregg Allman. Όμως στον δισκο αυτό περιέχονται εξαιρετικές προσεγμένες συνθέσεις που σίγουρα υπήρχαν αρκετό καιρό πριν, σε κάποιο συρτάρι. Το υλικό του "Pattern Disruptive" έκτος από Southern Rock, είναι μια έκρηξη Rock αγανάκτησης, μέσα σε μια εποχή που το παλιό κάλο Rock έπνεε τα λοίσθια.
Στο άκουσμα λοιπόν συνθέσεων, όπως τα "Under The Guns Of Love", "Heartbreak Line", "Stone Cold Heart" ή του "Rock Bottom" αρκούν για να συγκινήσουν και να φανατίσουν τους παλιούς οπαδούς, καλούς νοσταλγούς του Southern Rock (πραγματικούς και όχι «τάχα μου»). Σπουδαίες συνθέσεις, είναι επίσης το αυθόρμητο "Time To Roll" και το κιθαριστικό instrumental "Duane's Tune" που είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Duane Allman αδελφικού φίλου και συνεργάτη του Dickey Betts, για μια ολόκληρη ζωή, ελάχιστος φόρος τιμής σε έναν μεγάλο αδικοχαμένο καλλιτέχνη. Για όσους επίσης αγαπούν τον ποιοτικό ήχο και αποφεύγουν το παλιό Southern Rock γιατί μυρίζει μούχλα (χαχαχαχα), τονίζω ότι η ηχογράφηση του "Pattern Disruptive", έχει γίνει με τις πιο σύγχρονες στουντιακές τεχνικές (για την εποχή του 1988) και επίσης, έχει μια παράξενη άψογη για το είδος του, εκπληκτική, μοναδική ηχητική. Τέλος, στη σύνθεση του σχήματος βρίσκουμε τον εκπληκτικό κιθαρίστα Warren Haynes και τον Johnny Neel, μετέπειτα μέλη των Allman Brothers Band. Επίσης σαν guest σε αυτό το LP βρίσκουμε τον drummer των Allman Brothers, Butch Trucks.
 
ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ DICKEY BETTS
SOLO
Highway Call [1974]
Dickey Betts & Great Southern [1977]
Atlanta's Burning Down [1978]
Pattern Disruptive [1988]
Let's Get Together [2001]
The Collectors #1 [2002]
Instant Live, Cleveland 2004 [2004]
The Official Bootleg, 2006 North American Tour [2007]
Rockpalast, 30 Years Of Southern Rock [2010]
ALLMAN BROTHERS BAND
Eat A Peach [1972]
Brothers And Sisters [1973]
Win, Lose Or Draw [1975]
Wipe The Windows, Check The Oil, Dollar Gas [1976]
Enlightened Rogues [1979]
Reach For The Sky [1980]
Brothers Of The Road [1981]
Seven Turns [1990]
Live At Ludlow Garage 1970 [1991]
Shades Of Two Worlds [1991]
An Evening With The Allman Brothers Band: First Set [1992]
IRSA Acoustic Set [1994]
Where It All Begins [1994]
An Evening With The Allman Brothers Band: 2nd Set [1995]
Jessica [1996]
Fillmore East, Live Feb '70 [1997]
Peakin' At The Beacon [2000]
American University Washington, DC, Live 13/12/70 [2002]
Hittin' The Note [2003]
SUNY At Stony Brook, Live 1971 [2003]
Live At The Atlanta International Pop Festival, Live '70 [2003]
One Way Out [2004]
Macon City, Live 1972 [2004]
Nassau Coliseum, Live 1973 [2005]
Boston Common, Live 1971 [2007]
Live At Beacon Theater, NYC, 2009 [2009]
2011 Tour [2001]
A&R Studios New York 26-August-1971 [2012]
 
TRIVIA:
Ο Dickey Betts μπήκε στο "Rock And Roll Hall Of Fame" το 1995, κέρδισε επίσης βραβείο Grammy το 1996, για το κιθαριστικό παίξιμο του στο τραγούδι των Allman Brothers Band, "Jessica". Επίσης από το 2003, ο Dickey Betts είναι #58 στους καταλόγους του περιοδικού Rolling Stone με τους 100 μεγαλύτερους κιθαρίστες όλων των εποχών.
 
 
Κείμενο: Ηλίας Κωστόπουλος.

BEATLES (διαλογισμός και ψυχεδέλεια)

 Τα τέσσερα παιδιά από το Λίβερπουλ οι Beatles, υπήρξαν το φαινόμενο της δεκαετίας του '60 που επηρέασε εκατομμύρια θαυμαστών σε ολόκληρο τον κόσμο. Βρισκόταν πάντα ένα βήμα μπροστά στη μόδα,το στυλ αλλά και τη μουσική.Ο ήχος τους ήταν καινοτόμος για την εποχή εκείνη και είχαν επηρεαστεί από αρκετά είδη μουσικής όπως η folk,η rock' n' roll,τα blues,η country αλλά κι ένα νέο μουσικό ιδίωμα (επηρεασμένο από τα παραισθησιογόνα) που ονομαζόταν ψυχεδέλεια.

Περισσότερα...

Οι 20 καλύτερες Heavy Metal διασκευές ενός ελαφρώς διαταραγμένου μυαλού

Κάθε site που σέβεται τον εαυτό του οφείλει από καιρού εις καιρόν να δημοσιεύει άρθρα τύπου «Τα χ καλύτερα 'κάτι'» με το χ να παίρνει τιμές από 10 ως 100 και το 'κάτι' ό,τι κουλό μπορεί να σκεφτεί κανείς.Θεωρώντας την αφεντομουτσουνάρα μου έγκριτο δημοσιογράφο, μέγα συγγραφέα και φωτεινό παντογνώστη(1) ανέλαβα τη σύνταξη της λίστας: 'Οι 20 καλύτερες metal διασκευές'.

Περισσότερα...

“Led Zepellin III”-Γεγονότα που δεν ξέρατε

Με αφορμή την deluxe-remastered version του "Led Zepellin III" που κυκλοφόρησε πριν λίγες ημέρες αποφασίσαμε να κάνουμε ένα μικρό αφιέρωμα στο θρυλικό αυτό δίσκο και σε γεγονότα γύρω από αυτόν.

Περισσότερα...

Τα συναυλιακά ραντεβού του καλοκαιριού

Αν προσέξει κανείς την καλοκαιρινή συναυλιακή ατζέντα θα παρατηρήσει πως πρόκειται αναμφίβολα για ένα «καυτό» και γεμάτο καλοκαίρι.Σίγουρα πλέον η Ελλάδα έχει μπει στο πρόγραμμα περιοδείας πολλών συγκροτημάτων και οι Έλληνες φίλοι του ροκ και του μέταλ μπορούν να απολαύσουν πληθώρα καλλιτεχνών,για όλα τα γούστα και όλα τα βαλάντια.

Περισσότερα...

SOUTHERN ROCK BEST OF…

KEIMENO: ΗΛΙΑΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

Περισσότερα...

PIG IRON - "Pig Iron" 1970 (review)

pig_iron

Περισσότερα...