Πέμπτη, 25 Απριλίου 2024, 04:10:09

SOUTHERN ROCK ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

LYNYRD SKYNYRD 70's ALBUMS

ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΤΟΥ SOUTHERN ROCK

 
 
Το Αστέρι του Νότου… δεν είναι τυχαίος αυτός ο χαρακτηρισμός, θες ενσυνείδητα, θες από μια ξεροκέφαλη αντίδραση του «χωριάτικου» εγωισμού τους, θιγμένου από τον σε ακούσιο λήθαργο αλλά πάντα ζωντανό ρατσισμό του «αριστοκρατικού» βιομηχανικού Βορρά των ΗΠΑ, οι Lynyrd Skynyrd είχαν αναπτύξει έναν πατριωτικό σχεδόν επιθετικό στη σκηνή του εξωτερίκευση. Τα θέματα τους ήσαν λαϊκά, με την έννοια που αποκτά (ή μάλλον που είχε ευθύς εξαρχής, από την απώτερη της ρίζα και πηγή), η λαϊκή έκφραση όταν λειτουργεί απαλλαγμένη από πολιτικές αναφορές ή προοδευτικές τάσεις. Στη σκηνή, όλα αυτά έπαιρναν άλλη ζωή, καθώς το group φορτιζόταν με μια πυρετώδη ενεργητικότητα. Παράλληλα, διάφορα άλλα παράξενα συνέβαιναν, από αυτά που χαρακτηρίζουν τους καλλιτέχνες μ’ ένα κάποιο συναίσθημα ευθύνης απέναντι στο κοινό τους και τους ανθρώπους με συνείδηση της λαϊκής τους προέλευσης αλλά και με αρκετή ζωή μέσα τους, αρκετό αυθορμητισμό και απλότητα ώστε να μην την αφήσουν να τους γίνει βραχνάς.
Ο ήχος που έβγαινε από τα έξι όργανα ήταν πεντακάθαρος, μ’ έναν περφεξιονισμό που προϋποθέτει πολύχρονη εξάσκηση και εξαντλητικά test, καμιά όμως φθορά της έντασης, του εκρηκτικού δυναμισμού για χάρη της σχολαστικής λεπτομέρειας. Λειτουργούσαν σ’ ένα επίπεδο συνεννόησης και συντονισμού που επέτρεπε ακόμη και στις στιγμές της προσωπικής έξαρσης ενός από τους μουσικούς να μην ξεπέφτουν σε εγωιστικές επιδείξεις ισχύς και τεχνικής και επομένως, να μην αποσυνθέτουν την μελετημένη συνολική φόρμα. Ο Ronnie ουδέποτε αυτοπεριορίστηκε στην τραχιά, αισθαντική του ερμηνεία και κανένας από τους τρεις κιθαρίστες δεν δίστασε ποτέ να ξεφύγει από τον αρμονικό χώρο που του παρείχε η αυστηρά δομημένη εξέλιξη των συνθέσεων. Παρ’ όλες αυτές τις κινήσεις προς την ελεύθερη έκφραση, παρόλο το απόγειο έντασης που άξιζαν σαν μουσικό σύνολο και σαν μονάδες οι Lynyrd Skynyrd στη σκηνή, κρατούσαν πάντα σε απόλυτο έλεγχο τις ήχο-ρυθμικές τους αναλογίες, ακόμη και στο πιο βίαιο τους κρεσέντο.
Από την άλλη μεριά, χωρίς να προδίδουν την παραπάνω τακτική, έπαιζαν μ’ ανοιχτά χαρτιά που φανέρωναν την καθαρή λυρική τους ψυχοσύνθεση… Δύσκολο να πει κανείς με σίγουρα κατά πόσο η επαγγελματική ρουτίνα, τους είχε ωθήσει στον προγραμματισμό ακόμη και της «folk» σκηνικής συμπεριφοράς τους. Πάντως, αυτό που πρόβαλε μέσα από τη Southern/ Blues θεματική των στίχων και τα αιχμηρά ηλεκτρικά σχήματα, ήταν η πίστη στην παραδοσιακή φόρμα και το ενστικτωδώς δέσιμο με την αισθητική πραγματικότητα του σκληρού Rock N’ Roll. Ένα πάθος, μια ανάγκη για έκφραση και άμεση επικοινωνία με το κοινό σ’ ένα επίπεδο καθαρά συναισθηματικό που εναρμόνιζε ιδανικά τις ρίζες με τα σύγχρονα δεδομένα. Πάνω στη σκηνή, οι επτά ανθρώπινες φιγούρες που κινούνταν ατίθασα ανεμίζοντας ένα χείμαρρο από μακριά μαλλιά, δεν έμοιαζαν να εκπροσωπούν ή να ενσαρκώνουν καμιά κοινωνική κουλτούρα, καμιά ριζοσπαστική ιδεολογία ή έστω κάποια συγκεκριμένη θέση απέναντι σε κάποια συγκεκριμένη κατάσταση…
 
 
Το μόνον που πρόβαλαν, με όλη την ένταση της αυθεντικότητας, ήταν η εικόνα του λαϊκού μάγκα, του Rock άντρα που όπου κι αν βρεθεί θα πιεί, θα σοκάρει, αλλά και θα ροκάρει. Συχνά, εκεί μπροστά στις χιλιάδες των οπαδών τους, έρχονταν στα χέρια μεταξύ τους, θιγμένοι ποιος ξέρει από ποιαν ασήμαντη αφορμή και λεπτομέρεια στη σκηνή ή στο παίξιμο του διπλανού τους. Οι συμπλοκές είχαν πολλές φορές μια κατάληξη που τους ανάγκαζε ν’ ανέβουν την επομένη μέρα στη σκηνή κουτσαίνοντας, με πρησμένα μάτια, δεμένα χέρια ή ξεχαρβαλωμένα σαγόνια… και αδελφωμένοι όσο πότε.
Πίσω τους, στο βάθος τις σκηνής ο ορίζοντας του πάλκου καλυπτόταν από μια τεράστια σημαία της Ομοσπονδίας του Νότου, ξέρετε αυτή με τα δεκατρία αστέρια που είχαν σαν σύμβολο οι Νότιοι κατά τον Εμφύλιο πόλεμο των ΗΠΑ (1860-1865).
Ήταν κι αυτό ένα σημάδι που έλεγε ότι για τους Lynyrd Skynyrd, η βαριά πνιγμένη στις αναθυμιάσεις του αλκοόλ ατμόσφαιρα του μικρού, βρώμικου bar του Jacksonville πίσω στο πατρικό χώμα της Florida, μέτραγε πολύ περισσότερο απ’ οτιδήποτε ακριβό ξενοδοχείο, πολυτελές εστιατόριο ή κολοσσιαίο στάδιο του Βορρά των ΗΠΑ. Ο ερωτισμός τους ήταν πρωτογονικός, διχασμένος ανάμεσα στην τυπικά Νότια διάθεση επιβολής στο γυναικείο φύλο και σε μια (εξίσου τυπική), αγωνιά που κινούσε ο φόβος της μοναξιάς. Από την μεριά, η καταγωγή τους, από απλή πραγματικότητα, είχε γίνει γι’ αυτούς μόνιμο μεράκι και περηφάνια. Η συνειδητή θύμηση της ενεργούσε σαν πολλαπλασιαστής των δυνάμεων τους και συχνά, τους έσπρωχνε ασυναίσθητα σε μερικές από τις δημιουργίες τους, όπως τα… “Mississippi Kid”, “Poison Whiskey”, “Down South Junkin”, “Sweet Home Alabama”, “Railroad Song”, “I’m A Country Boy”, “Whiskey Rock-A-Roller” και “T. For Texas”, είναι γνωστές.
Όσοι νιώθουν αμήχανα ή στενάχωρα μπροστά σε μια τέτοια εικόνα, έχουν πρόβλημα συμβιβασμού με την πραγματικότητα και κατά πάσα πιθανότητα και με τον ίδιο τον εαυτό τους. Με το ένα πόδι στην Country και το άλλο στο Rock, έχουμε ένα μουσικό φαινόμενο που ονομάζετε Lynyrd Skynyrd με φήμη και δημοτικότητα ισχυρή ακόμα και στις μέρες μας. Η λέξη που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τη μουσική, το ίδιο το συγκρότημα, αλλά και τους οπαδούς αυτού του group, είναι απλά η λέξη rebel, δηλαδή η ζωή του δρόμου του πραγματικού biker και όχι του δήθεν που πήρε μια Harley για κοινωνικό status και μόνον.
Θα πω μονο τούτο… αλήθεια πόσοι από τους «τσοπεράδες» που πήγαν το 2012 να πάρουν τους Skynyrd από το αεροδρόμιο της Αθήνας για συνοδεία, ξέρουν ή έχουν ακούσει πραγματικά πάνω από 2-3 τραγούδια τους, ή ενστερνίζονται ας πούμε κάποιες από τις παραπάνω ιδέες των Skynyrd, νομίζω πως, ούτε μια στο εκατομμύριο.
Ας ρίξουμε όμως τώρα, μια ιστορική ματιά πίσω στο παρελθόν… ο πρώτος πυρήνας των Lynyrd Skynyrd σχηματίστηκε περίπου το 1964, με το όνομα My Backwards, στο Jacksonville (Florida) από τον τραγουδιστή Ronnie Van Zant και τους δύο κιθαρίστες τον Gary Rossington και τον Allen Collins. Μαζί τους τότε και οι Lary Junstrom και Bob Burns, είχαν το σχήμα των Noble Five, όλοι τους γεννημένοι και μεγαλωμένοι στο Jacksonville.
Οι αναμνήσεις από τις σχολικές τους ημέρες έφεραν στη θύμηση τους τον δάσκαλο της Γυμναστικής, κάποιον Leonard Skinner, ο οποίος δεν έκανε τίποτε άλλο από το να τιμωρεί τους μαθητές του για τα μακριά τους μαλλιά. Έτσι άλλαξαν το όνομα τους σε Lynyrd Skynyrd, κοροϊδευτικά προς τον καθηγητή φυσικής αγωγής του σχολείου τους. Το όνομα του τους έδωσε την ιδέα και για το όνομα του group που είχαν σχηματίσει… μόνον που η γραφική διαστρέβλωση των τεσσάρων φωνητικών συλλαβών ήταν σε τέτοιο βαθμό αινιγματική, ώστε χρειαζόταν ειδική γραπτή επεξήγηση (και δυνατόν, προφορική), για να μπορεί κανείς να το προφέρει σωστά.
Τα 60’s πέρασαν με συνεχείς εμφανίσεις σε bar και σε μικρά clubs του Νότου, όπου ναι μεν ήταν δημοφιλείς αλλά η φήμη τους δεν ξέφευγε από τα στενά τοπικά όρια της περιοχής τους. Στις αρχές των 70’s, ο Ed King (κιθάρα) τους μετέτρεψε σε εξαμελές σχήμα, με τρεις κιθαρίστες στην πρώτη γραμμή λοιπόν, αποκτούν σκηνικές δυνατότητες και ο ήχος τους συμπληρωνόταν ιδανικά.
 
 
Εκείνη την εποχή ήταν που ηχογράφησαν στα γνωστά studios “Muscle Soals, Sound Studios” στην Alabama, με παραγωγούς τους Jimi Johnson και Tim Smith τα πρώτα τους τραγούδια. Μερικά, γράφτηκαν το 1969, τα περισσότερα όμως ηχογραφήθηκαν το 1971 και ένα-δύο το 1972, όταν ο Billy Powell είχε προσχωρήσει στο group ως πιανίστας, αυξάνοντας έτσι την σύνθεση των Skynyrd σε επταμελή. Από τις τότε ηχογραφήσεις κρατήθηκαν δεκαέξι συνολικά τραγούδια, κατάλληλα για κυκλοφορία. Μια ακόμη πιο αυστηρή επιλογή ξεχώρισε τελικά εννέα, τα οποία συγκεντρώθηκαν σ’ ένα LP που κυκλοφόρησε πολύ αργότερα, τελικά στα 1978. Ήταν όμως μοιραίο όταν το “Skynyrd’s First And… Last” να δέει το φως της δημοσιότητας και να βγει στα δισκοπωλεία, να έχει γίνει ήδη το τραγικό αεροπορικό δυστύχημα, και το αρχικό τέλος του group.
Ας γυρίσουμε όμως πίσω στο 1972… Περιοδεύοντας αδιάκοπα στις Νότιες Πολιτείες των ΗΠΑ, απέκτησαν μια πείρα επαγγελματική χωρίς όμως να έχουν κυκλοφορήσει καμιά δουλειά τους σε δίσκο… Το υλικό τους ήταν καθαρά λαϊκό, η κύρια έμπνευση τους ήταν το Delta Blues (ή αλλιώς Νότιο Blues), ξέφυγε αρκετά από αυτό, αλλά ήταν κάτω από τη βαριά επίδραση του Rock, ακριβώς όπως και στην περίπτωση των Allman Brothers Band, του μόνου συγκροτήματος (μαζί ίσως με τους Marshall Tucker Band), που μπορεί να παραλληλιστεί με τους Skynyrd και να επιβιώσει από τη σύγκριση και να βγει κερδισμένο, στο Southern Rock.
Ένα βράδυ λοιπόν, σ’ ένα bar της Atlanta, συνάντησαν τον άνθρωπο ακριβώς που χρειάζονταν για να τους βγάλει από την ανωνυμία της τοπικής επιτυχίας. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Al Kooper, που στην αναζήτηση του για το ταλέντο που θα έδινε στην προσωπική του δισκογραφική εταιρεία την Sounds Of The South (με διανομή από την MCA), την αίγλη που της ταίριαζε, έπεσε πάνω ακριβώς στους κατάλληλους ανθρώπους. Τα βήματα του τον οδήγησαν στο bar όπου έπαιζαν οι Lynyrd Skynyrd και αυτος με την σειρά του τους οδήγησε στο προσωπικό του studio στο “Studio One” στην Atlanta, όπου και ηχογράφησαν από τον Μάρτιο μέχρι τον Μάιο του 1973 το πρώτο επίσημο LP τους, το “(Pronounced 'Lĕh-'nérd 'Skin-'nérd)”. Μπασίστας τον δίσκο ήταν ο κιθαρίστας Ed King (ex-Strawberry Alarm Clock), γιατί προσωρινά ο Leon Wilkeson είχε αποχωρήσει ακριβώς τις ημέρες που ηχογραφούταν το album, προσχώρησε όμως και πάλι αμέσως μετά την ολοκλήρωση του, στην παλιά του θέση. Το album κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1973 και σημείωσε αρκετή εμπορική επιτυχία, δεν έγινε όμως αμέσως χρυσό, παρά μόνον ένα χρόνο αργότερα όταν το group ήταν ήδη διάσημο.
Πριν φτάσει η μέρα της αναγνώρισης, μεσολάβησαν δύο σημαντικά γεγονότα. Το πρώτο το 1973, όταν οι Who περιόδεψαν στις ΗΠΑ και ζήτησαν τους Skynyrd ν’ ανοίγουν τις συναυλίες τους σε 11 live. Αυτή η tour ήταν η καλύτερη ευκαιρία να πολλαπλασιάσουν τον αριθμό των οπαδών τους και να κάνουν το όνομα τους πασίγνωστο στην χώρα τους και την εκμεταλλεύτηκαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Το δεύτερο αποφασιστικό γεγονός ήταν η κυκλοφορία του “Second Helping”. Ηχογραφημένο τον Ιανουάριο του 1974 στα “Record Plant Studios” του Los Angeles, ήταν και πάλι σε παραγωγή από τον Al Kooper, έγινε χρυσό ξεπερνώντας σε πωλήσεις τις 500.000 μέσα στη ίδια χρονιά. Πολλοί λένε, ότι οφείλει την επιτυχία του σε ένα και μόνον τραγούδι, στο “Sweet Home Alabama” που είχε ηχογραφηθεί το Ιούνιο του ’73 στα “Studio One” του Doraville. Ήταν πραγματικά μια από τις ωραιότερες στιγμές τους, γραμμένη σαν μια έντονη πατριωτική απάντηση στις πικρόχολες κατηγορίες, των επικριτικών αντί-Νότιων τραγουδιών του Neil Young “Southern Man” και “Αlabama”, για τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στον Αμερικανικό Νότο, όπου κυριαρχούσαν ο ρατσισμός και ο υπέρ συντηρητισμός. Έτσι με αυτό τον τρόπο το συγκρότημα απαντούσε στα όχι και τόσο κολακευτικά σχόλια του Neil, για τους κατοίκους του Νότου και την όλη νοοτροπία τους. Χαρακτηριστικά είχε δηλώσει ο Ronnie Van Zant για να ξεκαθαρίσει αυτό το θέμα, ότι όποιος ζει στον Αμερικάνικο Νότο δεν είναι αναγκαστικά ρατσιστής και θρησκόληπτος. Αξίζει να σημειωθεί ότι κανένα από τα μέλη των Lynyrd Skynard δεν κατάγεται από την Alabama, η λέξη χρησιμοποιήθηκε συμβολικά, επειδή η υπέρ-συντηρητική πολιτεία της Alabama, υπήρξε πεδίο αντιπαράθεσης των ρατσιστικών και των αντιρατσιστικών δυνάμεων. Οι Skynyrd ήταν (θα λέγαμε) τουλάχιστον προλετάριοι και σκληρά εργαζόμενοι μουσικοί, χωρίς κανένα θέμα φυλετικών ή ρατσιστικών διακρίσεων. Πέρα από αυτό, ο μουσικός είναι πάντοτε υπεράνω μικροαστικών ταμπού και κοινωνικών ή άλλων διακρίσεων, τη στιγμή τουλάχιστον του μουσικού του έργου. Σε καμία περίπτωση η μουσική δεν χώρισε ανθρώπους, αντίθετα (θα έλεγα) τους ένωσε. Τώρα, το τι πιστεύουν ή το τι έκαναν πολλοί Αμερικανοί πολίτες ή πολιτικοί λόγω του παροιμιώδους πουριτανισμού τους, είναι κάτι που δεν θα το αναλύσει ένας συντάκτης μουσικού περιοδικού.
Πάντως ολόκληρο το album “Second Helping”, στέκει σ’ ένα επίπεδο που του εξασφαλίζει τις δάφνες ίσως και του καλύτερου LP του group.
 
 
 
Στα ίδια επίπεδα κινείτε και το τρίτο τους studio album “Nuthin’ Funcy”, ηχογραφημένο τον Ιανουάριο του 1975 με παραγωγό για μια ακόμη φορά (την τελευταία) τον Al Kooper. Με δύο διαφορές όμως… λίγο πριν την ηχογράφηση του, ο drummer Bob Burns αποχωρεί και αντικαθίσταται από τον Artimus Pyle, ο οποίος παραμένει οριστικά στις τάξεις του συγκροτήματος. Για την πραγματοποίηση της ηχογράφησης του δίσκου, παρατούν την Πόλη των Αγγέλων και κατεβαίνουν στην γενέτειρα τους, το Νότο. Εκεί λοιπόν, στα studios “Weeb IV” της Atlanta, μια από τις πατρίδες του Southern Blues, γράφουν όλα τα τραγούδια του βινυλίου εκτός από ένα. Αυτό το ένα ήταν το “Saturday Night Special”, το οποίο το είχαν γράψει τον Αύγουστο του 1974 σ’ ένα νυχτερινό session στα studio του Kooper τα “Studio One” στο Doraville. Ήταν όμως και το τραγούδι που ξέφυγε τελικά, από τα υπόλοιπα, έγινε hit και χάρισε στο LP χρυσό δίσκο μέσα στο 1975.
Ήταν η πιο ενεργητική χρονιά, ο χαρακτηρισμός (από τους ίδιους, άλλωστε), της παναμερικανικής tour του ’75 σαν «Περιοδεία του Μυστήριου» λέει πολλά. Δεν σταμάτησαν σχεδόν ούτε μια νύχτα. Η μια πόλη διαδεχόταν την άλλη και παντού, ο θρίαμβος τα ασφυκτικά γεμάτα θέατρα και στάδια, τα ρεκόρ σε πωλήσεις εισιτηρίων, οι μαζικές συναθροίσεις ακροατηρίων… Οι Lynyrd Skynyrd μεταμορφώθηκαν σ’ ένα από τα κορυφαία και ίσως ένα από τα καλύτερα ζωντανά μουσικά σύνολα των ΗΠΑ, μάλιστα στα τέλη του ’75, επισκέφτηκαν για μια σειρά συναυλιών την Αγγλία.
Η ένταση του συγκροτήματος δεν μειώνεται, ούτε καν στο ελάχιστο. Γράφουν και ηχογραφούν (χωρίς τον Ed King) και με παραγωγό τον Tom Down, που επίσης τους συνόδευε και σαν τεχνικός ήχου στις περιοδείες. Αποφασίζουν όμως να προσθέσουν σαν φωνητικό συμπλήρωμα τρεις γυναικείες φωνές σαν δεύτερα φωνητικά, τις Honkettes (Cassie Gaines, JoJo Billingsley και Leslie Hawkins), από το 1975 έως το 1977. Κυκλοφορούν το “Gimme Back My Bullets”, που ηχογραφήθηκε στα “Record Plant Studios” του LA τον Σεπτέμβριο του ’75 και τον Νοέμβριο στα “Capricorn Studios” στο Macon. Το album κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 1976, βγήκε στην αγορά αμέσως μόλις ολοκληρώθηκε η δεύτερη βρετανική τους περιοδεία. Μάρτιο με Ιούνιο ξεπουλούν και το τελευταίο εισιτήριο σε κάθε πόλη που σταθμεύουν και παίζουν κατά τι διάρκεια τις περιοδείας τους. Παράλληλα, μετατρέπουν και πάλι την σύνθεση τους σε επταμελές, με την προσθήκη του Steve Gaines (αδελφός της Cassie Gaines), στην θέση του Ed King ο οποίος είχε αποχωρήσει λίγο πριν την ηχογράφηση του “Gimme Back My Bullets”.
 
 
Με τον καινούργιο κιθαρίστα Steve Gaines, δίνουν στις 7 με 9 Ιουλίου (1976) το ιστορικό show στο “Fox Theater” της Atlanta, που πρόσφερε το ζωντανό υλικό για την ηχογράφηση του “One More From The Road”. Το διπλό αυτό live βινύλιο που κυκλοφόρησε λίγο αργότερα το Σεπτέμβριο του 1976, σε παραγωγή και αυτό του Tom Down, θεωρείται από πολλούς και όχι άδικα, σαν ένα από τα καλύτερα live στην ιστορία του Αμερικανικού Southern Rock και του Rock γενικότερα. Μέσα στο υπόλοιπο ’76 καθώς στις αρχές της επομένης χρονιάς, μεταμορφώνεται σε μια κινητή μηχανή που δεν σταματά να περιοδεύει, απ’ τη Βόρεια California μέχρι τα Νότια σύνορα και τον ποταμό Rio Grande.  
Την Άνοιξη του 1977, κάνουν μια παύση για να ηχογραφήσουν τον έβδομο (και τελευταίο) δίσκο τους στα studios “Criteria Studios” στο Miami, τον Απρίλιο στο “Studio One” στο Doraville και τέλος, Ιούλιο/ Αύγουστο στα “Muscle Shoals Sound Studios” στην Alabama. Τελικά τον Οκτώβριο του 1977 κυκλοφόρησε το “Street Survivors”, είναι πολλές οι τραγικές συμπτώσεις που δίνουν στο album αυτό μιαν απόχρωση διαφορετική από όλα τα υπόλοιπα, μιαν απόχρωση λίγο-πολύ μακάβρια. Για πρώτη φορά, αποφασίζουν να τυπώσουν στο εσώφυλλο του δίσκου τους το πλήρες πρόγραμμα της νέας περιοδείας τους που άρχιζε στις 15 Οκτωβρίου στο Miami και ολοκληρωνόταν την 1 Φεβρουαρίου του ’78 στη Honolulu, αφού προηγουμένως κάλυπτε 45 κονσέρτα σε διάφορες πόλεις, της Αμερικής και του Καναδά. Στα μέσα Οκτωβρίου, λίγο πριν το ξεκίνημα της περιοδείας, το album “Street Survivors” κυκλοφορούσε στην Αμερικανική αγορά. Στο εξώφυλλο του, τα επτά μέλη του group στέκονται στη μέση ενός δρόμου ενώ γύρω τους, τα πάντα φλέγονται… οι φλόγες, φτάνουν μέχρι σ’ αυτούς. Στη μέση ο Steve Gaines παραδίνεται με κλειστά τα μάτια του στις πύρινες γλώσσες… και από πάνω φαντάζει συμβολικά ο τίτλος “Street Survivors”.  Λίγες μέρες αργότερα, η πορεία έμελλε να διακοπεί απότομα, μόλις στον τρίτο σταθμό της περιοδείας τους, στις 20 Οκτωβρίου λόγο ελλείψεως καυσίμων έπεσε το αεροπλάνο που τους μετέφερε, απέτυχε και η αναγκαστική προσγείωση και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ο απολογισμός ήταν τραγικός. Ο Ronnie και ο Steve ανασύρονται νεκροί, την ίδια τύχη είχαν και η αδελφή του Cassie, καθώς και οι δύο πιλότοι και ο tour manager του group. Ο κιθαρίστας Allen Collins είχε τραυματιστεί βαριά και σχεδόν το ένα του χέρι είχε ακρωτηριαστεί. Ο κιθαρίστας Gary Rossington, έσπασε τα δύο του πόδια και τη λεκάνη καθώς και πολλά άλλα τραύματα. Ενώ του πιανίστα Billy Powell, η μύτη είχε σχεδόν αποκολληθεί από το πρόσωπο του.
Να πω εδώ για την ιστορία… ότι το ίδιο αεροπλάνο είχαν επιθεωρήσει λίγους μόλις μήνες πιο πριν και οι Aerosmith, που το απέρριψαν λέγοντας ότι δεν ήταν ασφαλές και ότι το πλήρωμα δεν ήταν σε θέση να το πιλοτάρει.
Μαζί με το μικρό αεροπλάνο που καταστράφηκε, καταστράφηκε όμως και το ίδιο το συγκρότημα. Τα υπόλοιπα μέλη των Lynyrd Skynyrd διασώθηκαν, αλλά παρά την απόφαση τους να συνεχίσουν την πορεία τους στο δρόμο που τους είχε τόσο καίρια τραυματίσει, το όνομα του παλιού, ιδιότροπου δασκάλου απ’ το Jacksonville, αφιερωνόταν οριστικά στην ιστορία. Αφού προηγουμένως παρέμεινε γι’ αρκετούς μήνες στην κορυφή του πίνακα των διεθνών πωλήσεων, για να θυμίζει στον κόσμο τις διαστάσεις που είχε αποκτήσει η αίγλη ενός από τα τελευταία και μεγαλύτερα μουσικά σύνολα που γνώρισε ο χώρος του Νότιου Αμερικανικού σκληρού Rock.
 

LYNYRD SKYNYRD 70’s ALBUMS ONE-BY-ONE

Για πολλοστή φορά ακούω ξανά τα 70’s βινύλια που ηχογράφησε το θρυλικό αυτό group, όπου μέσα από μια μοναδική χημεία, αναδύθηκε ο θρύλος που ακούει στο όνομα Lynyrd Skynyrd. Έτσι, επανεκτιμάμε τη μουσική τους καριέρα, ακούγοντας ξανά και ξανά τους δίσκους σε βινύλιο (για την καλύτερη ηχητική απόδοση), του ιστορικού αυτού σχήματος. Ένα flash back λοιπόν, στα albums των Skynyrd δεν μοιάζει με μια απλή βουτιά στο μουσικό παρελθόν τους… Είναι κάτι περισσότερο, είναι κάτι πολύ-πολύ παραπάνω… είναι απλά η ανακάλυψη του γνήσιου, ανόθευτου, αντρικού αλλά και αυθεντικού Southern Rock σκληρού ήχου. Ας αρχίσουμε λοιπόν, την κριτική παρουσίαση των 70’s albums των Skynyrd...
 
                                                                                               
"Pronounced 'Lĕh-'nérd 'Skin-'nérd" (13-August-1973)
LINE-UP: Ronnie Van Zant – Vocals, Gary Rossington – Guitar, Allen Collins – Guitar, Ed King – Guitar, Leon Wilkeson – Bass, Bob Burns – Drums and Billy Powell – Keyboards.
SIDE I: “I Ain’t The One”, “Tuesday’s Gone”, “Gimme Three Steps”, “Simple Man”.
SIDE II: “Things Goin’ On”, “Mississippi Kid”, “Poison Whiskey”, “Free Bird”.
Ο παραγωγός Al Kooper αντλεί από το σχήμα ένα maximum ενεργητικότητας, καθαρά ηλεκτρικό, ρυθμικό και με τάση για καθαρόαιμο νευρικό Νότιο Rock. Όλα τα τραγούδια απλώνουν ένα συναρπαστικό ηχητικό ταπέτο κάτω από την ατμόσφαιρα που δημιουργεί η Southern Rock συναισθηματική ερμηνεία του Ronnie. Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα, αλλά και εντελώς φανταστικά album της Southern Rock ιστορίας. Απλά είναι ένα από τα μεγαλύτερα ντεμπούτο albums, για ένα από τα μεγαλύτερα σχήματα, ποτέ. Είναι ένα από τα 5 κορυφαία Νότια Rock albums που κυκλοφόρησαν ποτέ πέρα ​​από κάθε αμφισβήτηση, αλλά κι ένα από τα μεγαλύτερα Rock album της δεκαετίας του ’70. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι ένα μάτσο αγόρια από το Jacksonville, θα μπορούσε να έχει ένα τόσο πολύ μεγάλο δίσκο. Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους, δύο από τους μεγαλύτερους Southern Rock ύμνους όλων των εποχών είναι σε αυτό τον δίσκο… “Free Bird” και “Simple Man”. Υπάρχουν τραγούδια σε αυτό το album, που ούτε σε 500 χρόνια από τώρα, δεν θα ξανά γραφτούν όπως τα… “Gimme Three Steps”, “Tuesday’s Gone” και “Mississippi Kid”. Το πρώτο τους LP γίνετε κλασικό των κλασσικών, ο δίσκος διακρίνεται από τον συμπαγή ήχο, το διακριτικό στυλ και στο καταιγιστικό παίξιμο των τριών κιθαριστών. Ενώ η φωνή του Ronnie Van Zant, ακροβατεί μεταξύ τελειότητας και εκφραστικότητας, ένας μοναδικός ερμηνευτής με τσαγανό στην φωνή του όσο κανένας άλλος. Με αυτό το LP σπάνε τα όρια της ασημότητας χάρη σε πέντε τραγούδια τα… “Simple Man”, “Gimme Three Steps”, “Tuesday’s Gone”, “Poison Whiskey” και τον ύμνο “Free Bird” ένα κολοσσιαίο τραγούδι διάρκειας 9 λεπτών όπου οι κιθάρες στην κυριολεξία παίρνουν φωτιά. Να τονίσω εδώ, ότι το “Free Bird” αποτελεί φόρο τιμής στον Duane Allman των Allman Brothers Band, που σκοτώθηκε με την μηχανή του σε ηλικία 24 χρονών το 1971. Ακούγοντας τον Ronnie Van Zant, μπορώ εύκολα να καταλάβω το μεγαλείο του Southern Rock, μια μοναδική φωνή, ένα πραγματικό αηδόνι. Σε αυτόν τον πρώτο δίσκο τους, οι Lynyrd Skynyrd έχουν μια απίστευτη ενέργεια, ένα ακατάσβεστο πάθος που σε συνεπαίρνει μόλις τους ακούς. Νομίζεις ότι τα στενά όρια του studio ηχογραφήσεως, δεν τους χωράνε και θέλουν να πετάξουν έξω μαζί με την μουσική τους, πέρα μακριά ως “Free Bird”. Στο album αυτό διαφαίνεται καθαρά το λαϊκό η φιλελεύθερη δηλαδή ψυχολογία των Skynyrd, αυτή ακριβώς που τους ανόρθωσε με τον καιρό σε σύμβολα της πρωτόγνωρης, ατίθασης ομορφιάς του αγροτικού γνήσιου Νότιου Rock. 
 
"Second Helping" (15-April-1974)
LINE-UP: Ronnie Van Zant – Vocals, Gary Rossington – Guitar, Allen Collins – Guitar, Ed King – Guitar, Leon Wilkeson – Bass, Bob Burns – Drums and Billy Powell – Keyboards.
SIDE I: “Sweet Home Alabama”, “I Need You”, “Don’t Ask Me No Questions”, “Workin’ for MCA”.
SIDE II: “The Ballad Of Curtis Loew”, “Swamp Music”, “The Needle And The Spoon”, “Call Me The Breeze”.
Την εποχή που κυκλοφορεί το “Second Helping”, η επιβολή των Skynyrd σαν τα κορυφαία της σκηνής του Νότου ήταν απόλυτη. Όχι τόσο επειδή οι Allman Bros δεν υπήρχαν πια, όσο επειδή οι Skynyrd είχαν αξίζει ένα δημιουργικό απόγειο που έκανε τη σύγκριση με οποιοδήποτε άλλο μουσικό σύνολο δύσκολη και μάλλον επίμονη. Καθένα από τα οκτώ τραγούδια του album, μπορεί χωρίς δισταγμό να παρθεί σαν μια μικρή επιτομή του Southern Rock. Οι Skynyrd κατορθώνουν να ζυμώσουν σε μια χούφτα μικρές, λιτές ενότητες, ότι τάση και στοιχείο χαρακτήριζαν τη μουσική τους…  το ερωτικό πάθος του Blues, το νεύρο και την ένταση του Heavy Rock, το λυρισμό της Country μπαλάντας και τη φαντασία χωρίς όρια ζωντανού αυτοσχεδιασμού. Δεύτερο album για τους Skynyrd και είναι πολύ απλά το δεύτερο καλύτερο Southern Rock album που έγινε ποτέ. Τούτο είναι απλά ένα τέλειο album από το πρώτο τραγούδι έως και το τελευταίο, οι Skynyrd έχουν επίσης και την γνώστη αλλά και καλύτερη τριπλή κιθαριστική επίθεση που ακούστηκε ποτέ. Ο οικονομικός χαρακτήρας των συνθέσεων είναι υποδειγματικός, χωρίς ποτέ να δημιουργεί την εντύπωση ότι οι αναλογίες του προϊόν έξυπνα προγραμματισμένων συνδυασμών και όχι καθαρής έμπνευσης. Το συγκεκριμένο album καθιέρωσε το συγκρότημα στο ευρύ κοινό, αφού περιείχε την πολύ μεγάλη επιτυχία τους “Sweet Home Alabama”. Οι στίχοι του τραγουδιού υπήρξαν απάντηση στα “Alabama” και “Southern Man” του Neil Young με τα οποία υπαινίσσονταν ότι οι άνθρωποι στις νότιες Πολιτείες των ΗΠΑ ήταν ρατσιστές. Αυτός ο δίσκος διαθέτει και πιο ώριμο songwriting, δώστε προσοχή στα “Workin’ For MCA”, “The Ballad Of Curtis Loew”, “Swamp Music” και “Call Me The Breeze”. Θαυμάσια δείγματα συναισθηματισμού, δυναμισμού και συμμετρίας πανίσχυρου, αρχετύπου Νότιου Blues, Honky Tonk Rock, που ο στακάτος ρυθμός και τα σκληρά φωνητικά του Ronnie, δίνουν μια τελείως Νότια απόχρωση. Το album φαντάζει σαν το δεύτερο καλύτερο που είχε δημιουργήσει μέχρι τότε το group, επίσης διατηρεί μια δική του συναισθηματική προσωπικότητα, που ενισχύει μια αισθητική γοητευτική ηλεκτρική γοητευτικότατα. 
 
"Nuthin’ Fancy" (24-March-1975)
LINE-UP: Ronnie Van Zant – Vocals, Gary Rossington – Guitar, Allen Collins – Guitar, Ed King – Guitar, Leon Wilkeson – Bass, Artimus Pyle – Drums and Billy Powell – Keyboards.
SIDE I: “Saturday Night Special”, “Cheatin’ Woman”, “Railroad Song”, “I'm A Country Boy”.
SIDE II: “On The Hunt”, “Am I Losin'”, “Made In The Shade”, “Whiskey Rock-A-Roller”.
Αν και κανένα από τα LP των Skynyrd δεν ήταν ριζοσπαστικά διαφορετικό από τα προηγούμενα, για να μην πούμε ότι, σαν όλα τα έργα με βάση το Blues, ελάχιστα ήταν τα ουσιαστικά διαφοροποιά στοιχεία μεταξύ τους. Το τρίτο τους LP, ακολουθεί σε αρκετά σημεία το προηγούμενο album, το βασικό τους κοινό χαρακτηριστικό, είναι ο εξαιρετικός λεπτός, ραφινάτος ήχος που διακρίνετε σ’ όλη της την έκταση. Αλλά περιέχει τον σκληρό, κιθαριστικό ύμνο “Saturday Night Special”, όπου οδηγεί και τα οκτώ τραγούδια του δίσκου, αλλά και τα “On The Hunt”, “Whiskey Rock-Α-Roller” είναι αξιόλογα. Το “Nuthin’ Fancy” έχει υπέρ ατού και κατορθώνει να διατηρεί τον περφεξιονιστικό του χαρακτήρα παρά τις σκληρές, metallic γωνίες που προβάλουν, για πρώτη φορά, σε αρκετά από τραγούδια του. Συγκεκριμένα, το αργόσυρτο, επιβλητικό “On The Hunt” ανοίγει πάνω σ’ ένα τυπικά Metal riff και συνεχίζει στο ίδιο κλίμα, ενώ το “I’m A Country Boy” αποτελεί αρχέτυπο Heavy metal Blues και μάλιστα από τα καλύτερα που έχουν γραφτεί. Διόλου τυχαίο το ότι είναι και οι δύο αυτές συνθέσεις του Allen Collins, στο επόμενο album, η τάση αυτή παίρνει την πάνω βόλτα και προβάλλει σαν κυρίαρχη, σε μια σειρά από τραγούδια γραμμένα σχεδόν όλα από τον Collins. Τ’ αγόρια από το Jacksonville, άρχισαν μετά από αυτό το album να έχουν μια φανταχτερή περίοδο και με τα όπλα τους γεμάτα με σφαίρες, έγιναν οι αδιαφιλονίκητοι θρύλοι του Νότιου σκληρού Rock. O δίσκος έχει μια Νότια σκληρή πλευρά από Hard Rock ήχους, πίσω από τη σιδερένια γροθιά του Ronnie, ο σκληρός Skynyrd ήχος που καθόριζε και τα δύο σφιχτά πρώτα albums, υπάρχει και εδώ. Είναι ένα αξιοσέβαστο Νότιο Rock album, είναι ακριβώς στα υψηλά πρότυπα και στάνταρτ που είχαν βάλει στο παρελθόν οι ίδιοι οι Lynyrd Skynyrd. Επιστρέφοντας πάλι στο album, συνειδητοποιούμε ότι τα περισσότερα τραγούδια γεννηθήκαν (στιχουργικά), μέσα από την αγωνιά του Ronnie (και μέσω αυτού και του υπόλοιπου group), να διατηρήσει ανέπαφες τις λαϊκές καταβολές του χαρακτήρα του, που δοκιμαζόταν βασανιστικά από το διαβρωτικό φάσμα της επιτυχίας. Ο Ronnie, φέρνει το εαυτό του κατευθείαν αντιμέτωπο με τους παλιούς φίλους του, που αρνούνται να τον δεχτούν σαν δικό τους, επειδή βλέπουν να ορθώνεται ανάμεσα τους ο διαχωριστικός φραγμός του χρήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ronnie, αρνείται να δεχτεί τον εαυτό του σαν «νεόπλουτο» και επιμένει ότι η θέση του είναι πάντα εκεί, στο περιβάλλον του μικρού bar της Florida, κοντά σε πρόσωπα φιλικά που το νιώθει σαν ότι πιο πολύτιμο μπορεί να χαρίσει η ζωή στον άνθρωπο. Με δύο λόγια το “Nuthin’ Funcy” μας λέει ότι οι Skynyrd γύρισαν ολόκληρη την χώρα τους και πήγαν κι ακόμη πιο πέρα, μόνο και μόνο για να επιστρέψουν με ακόμη μεγαλύτερη αγάπη για το φτωχό αγροτικό χώρο που τους γέννησε και με πολύ περισσότερες ικανότητες σαν μουσικοί. 
 
"Gimme Back My Bullets" (2-February-1976)
LINE-UP: Ronnie Van Zant – Vocals, Gary Rossington – Guitar, Allen Collins – Guitar, Leon Wilkeson – Bass, Artimus Pyle – Drums and Billy Powell – Keyboards.
SIDE I: “Gimme Back My Bullets”, “Every Mother’s Son”, “Trust”, “Got The Same Old Blues”.
SIDE II: “Double Trouble”, “Roll Gypsy Roll”, “Searching”, “Cry For The Bad Man", “All I Can Do Is Write About It”.
Το group διακόπτει την συνεργασία του με τον Al Kooper, γιατί η εταιρεία του κηρύσσει πτώχευση, ενώ αποχωρεί και ο κιθαρίστας Ed King, λόγω κακής υγείας. Ίσως να φταίει και ο Ed King, που έφυγε στα καλά καθούμενα και παίρνοντας μαζί του ένα μέρος από τη φινετσάτη λεπτομέρεια που τόσο κολάκευε και συμπλήρωνε τον ήχο τους. Τ’ ότι ο Tom Dowd κάνει την παραγωγή στο δίσκο φαίνετε, ανεξοικείωτος ακόμη με το group, μπλοκάρισε κάπως το στακάτο νεύρο τους με μια θαμπή ηχοληψία και μια μουντή παραγωγή. Τέλος, ίσως να πρόκειται για μια απλή περίπτωση δημιουργικής εξάντλησης συνδυασμένης με το ότι όσο πιο πολύ μένεις κοντά σε ζωντανά ακροατήρια, τόσο προσαρμόζεσαι χωρίς να το καλοκαταλάβεις στο γούστο τους. Πάντως σε τούτο τον δίσκο έχουμε τα συνήθη τραγούδια που κλείνουν προς το σκληρό, δυναμικό ήχο, έχουμε μια απελευθέρωση από μια θορυβώδης πυριτιδαποθήκη με το καλημέρα, με το πρώτο κιόλας τραγούδι. Η εισαγωγή του album είναι σαν μια κλωτσιά στα πισινά από μακριά, που σου αφήνει σημάδι μια για πάντα. Οπλισμένοι με ένα αιχμηρό σαν τσεκούρι τραγούδι “Gimme Back My Bullets”, αποδείχθηκε το ήταν τελικά ένα ορμητικό αγαπημένο συναυλιακό τραγούδι για τους Skynyrd. Ο δίσκος τροφοδοτείται μόνο από δύο κιθάρες, αλλά είναι πολύ σκληρές και άγρια μουσκεμένες από αρκετό ιδρώτα. Ο τραγουδιστής αναδεικνύετε σε όλον το δίσκο με αρκετή αυτοπεποίθηση με την έγκυρη φωνή του. Οι Skynyrd πήραν τις σφαίρες και τις έχουν για πάντα στην τσέπη τους, με τραγούδια σαν τα “Double Trouble”, “Every Mother’s Son” και “Searching”. Όπως και να έχει το album είναι ένα αξιοσημείωτο LP των Skynyrd, υιοθετεί μια μεταλλική αισθητική, πέντε από τα τραγουδια κινούνται θα έλεγα στο χώρο του Heavy Rock/ Metal. Η πολυμορφία του σκληρού Blues δεν έχει χαθεί καθόλου, είναι παραπάνω βαριά απ’ ότι μας είχαν συνηθίσει, όλα έχουν έναν δυναμικό καταλύτη προς το Hard Rock, εδω υπάρχουν και τραγούδια που αγγίζουν την λυρική άποψη των Skynyrd, κάπως ταχύτερη από το συνηθισμένο. Αλλά οι τρεις μπαλάντες του δίσκου “Every Mother’s Son”, “Roll Gypsy Roll” και “All I Can Do I Write About You”, είναι καλοφτιαγμένες με αρκετή Country μελωδία, στέκονται στο ύψος τους και μας θυμίζουν τις ωραιότερες στιγμές που γνώρισε ο χώρος της ακουστικής σύνθεσης στα χέρια των Skynyrd. Μετά από τέσσερεις μήνες αβεβαιότητας και αλλεπαλλήλων εισόδων και εξόδων διαφόρων προσωρινών μουσικών, οι Skynyrd αποφάσισαν ότι έπρεπε οπωσδήποτε ν’ αντικαταστήσουν σε μόνιμη βάση τον Ed King και κάλεσαν τον Steve Gaines από το Miami, σαν έβδομο μελος. Όπου για πρώτη φορά τον ακούμε στο album που ακολουθεί.
 
"One More From The Road" (13-September-1976)
LINE-UP: Ronnie Van Zant – Vocals, Gary Rossington – Guitar, Allen Collins – Guitar, Steve Gaines – Guitar Leon Wilkeson – Bass, Artimus Pyle – Drums and Billy Powell – Keyboards.
SIDE I: “Workin’ For MCA”, “I Ain’t The One”, “Searching”, “Tuesday’s Gone”.
SIDE II: “Saturday Night Special”, “Travelin’ Man”, “Whiskey Rock-A-Roller”, “Sweet Home Alabama”.
SIDE III: “Gimme Three Steps”, “Call Me The Breeze”, “T For Texas”.
SIDE IV: “The Needle And The Spoon”, “Crossroads”, “Free Bird”.
Δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει μαρτυρία του γιατί, τα τελευταία τρία χρόνια της καριέρας τους οι Skynyrd, μεσουρανούσαν σαν το καλύτερο ζωντανό μουσικό σύνολο που είχε να επιδείξει η σχόλη του Νότιου Rock. Για τους μελετητές του group, το album αυτό σημαίνει δυο πράγματα. Καταρχήν, είναι μια συλλογή με τόσες κορυφαίες δημιουργίες του group που αποκτά τον χαρακτήρα «ανθολογίας μεγάλων επιτυχιών», ένα είδος ζωντανού best off. Κατά δεύτερο λόγο, αποτελεί test ικανότητας του σχήματος να μεταδώσει στις live versions των τραγουδιών όλα τα χαρίσματα των studio εκτελέσεων (ένα test κάτι παραπάνω από επιτυχημένο). Γιατί όλη η ένταση, όλο το ερμηνευτικό πάθος αλλά και όλη η μορφική τελειότητα των αυθεντικών ηχογραφήσεων, μεταφέρονται ποιοτικά και αναλογικά ακέραια πάνω στη σκηνή και από εκεί στα αυλάκια του live album. Επιπλέον, φορτίζονται από τον συμπαγή δυναμισμό και την αμεσότητα της ζωντανής επικοινωνίας με το κοινό, μια αίσθηση που κανενα studio και κανένας παραγωγός δεν μπορούν ν’ αναπαραστήσουν.     
Ένα από τα κλασικότερα live album όλων των εποχών στο Southern Rock και όχι μόνο, φυσικά και δεν θα πρέπει να λείπει από καμία σοβαρή Rock δισκοθήκη. Αυτό το album είναι με λίγα λόγια η επιτομή στο Southern Rock. Είναι το πρώτο live album του group και το μόνο live album από τη λεγόμενη «κλασσική» εποχή του συγκροτήματος (1970-1977). Ηχογραφημένο ζωντανά στο “Fox Theater”, στην Atlanta τον Ιούλιο του 1976. Η δεκαετία του ’70 ήταν η εποχή των live δίσκων, ήταν ακριβώς για κάθε συγκρότημα η μορφή που χρησιμοποιούσε για να ενισχύσει την καριέρα του. Αλλά οι Skynyrd είχαν ήδη καθιερωθεί ως το κορυφαίο Southern Rock σχήμα από τη στιγμή που ξεκίνησαν να ηχογραφούν το 1973, απλώς αυτό το διπλό live album, ήρθε για να εδραιώσει πιο πολύ τη θέση τους στον παγκόσμιο χάρτη του Southern Rock αλλά και του Rock. Για το μεγάλο όμως μουσικό κοινό του Rock, ένα κοινό που μπορεί να μην είχε πριν επαφή με την δισκογραφική δουλειά των Skynyrd, οι τέσσερεις αυτές ζωντανές πλευρές του βινυλίου σημαίνουν ίσως ακόμη πιο πολλά… ο ακροατής βρίσκεται μπροστά σε επτά επαγγελματίες μουσικούς που, στα χρόνια της σταδιακής ανόδου τους προς την κορυφή της δημοτικότητας, δεν θυσίασαν απολύτως καμιά από τις αιτίες που τους είχαν πρωτοξεκινήσει προς την κατεύθυνση της μουσικής έκφρασης. Αντίθετα, κάτεχαν τον τρόπο του πώς να διατηρούν τις αρχικές τους αρετές ανέπαφες, αποκτώντας συγχρόνως τα τεχνικά εφόδια που με το χρόνο, έγιναν πολύτιμοι συντελεστές της σωστής τους καλλιτεχνικής λειτουργιάς. Οι επτά μουσικοί που παρακολουθούμε εδώ, δεν έχουν το παραμικρό πρόβλημα ούτε σαν σύνολο, αλλά ούτε και σαν αυτόνομοι σολίστ. Αυτό το ζωντανό κειμήλιο δείχνει ότι το συγκρότημα έδωσε την καρδιά και την ψυχή του σε αυτό το live. Το "Thusday’s Gone" είναι ακόμα πιο εκρηκτικό και από την studio εκτέλεση του, το “Saturday Night Special" είναι εξίσου έντονο, το "Sweet Home Alabama" παίρνει μια γιορτινή ατμόσφαιρα, ενώ το 12-λεπτο "Free Bird" απλώνεται σε όλο και περισσότερο πιο επικές διαστάσεις από την studio έκδοση του. Ο αείμνηστος, μεγάλος Ronnie Van Zant προτίμησε να δώσει ξυπόλητος τη συναυλία αυτή, έτσι ώστε ο περήφανος τραγουδιστής να μπορέσει να αισθανθεί το κάψιμο της σκηνής και το έκανε.
Οι Lynyrd Skynyrd στη δεκαετία του '70 περιόδευαν ασταμάτητα και ήταν οι αδιαφιλονίκητοι ηγέτες του Αμερικανικού σκληρού Νότιου Rock. Με ένα οπλοστάσιο εκρηκτικών τραγουδιών, με μια καυτή τριπλή κιθαριστική επίθεση και με μια σφιχτή rhythm section, αφήνουν πίσω τους αποκαΐδια. Αυτό το διπλό live είναι μια απόδειξη για την ικανότητα του σχήματος να κάνει καυτό, εκρηκτικό σκληρό Νότιο Rock ‘N’ Roll. Ηχογραφημένο κατά τη διάρκεια τριών καυτών βραδιών στο ιστορικό και φιλόξενο Fox Theater, το live set των Skynyrd τροφοδοτείται με το "Workin’ For MCA", ακολουθούν τα "I Ain't The One" και "Searchin’". Το σχήμα επιβραδύνει λίγο τον ρυθμό με το μελωδικό "Tuesday’s Gone", πριν να χτυπήσουν ξανά με το δυναμικό “Saturday Night Special" και το "Whiskey Rock-A-Roller”. Πριν το κλείσιμο του δίσκου με το επικό "Free Βird», οι Skynyrd χτυπούν ξανά με τα "Sweet Home Alabama”, "Gimme Three Steps", “The Needle And The Spoon" και μια διασκευή των Cream στο "Crossroads". Το "Free Βird" είναι το tour-de force από αυτό το live, τα 12 λεπτά βασίζονται στις κιθαριστκές εκρήξεις των Gary Rossington, Allen Collins και Steve Gaines, είναι η απόλυτη επίθεση των έξι χορδών. Εμφανίστηκαν ζωντανά στο θρυλικό αυτό θέατρο, κατά τη διάρκεια της sold-out “Gimme Back My Bullets” περιοδείας τους, αρχικά το live ήταν προγραμματισμένο για στις 5-6-7 Μαΐου του ’76, όταν όμως ο κιθαρίστας Gary Rossington έσπασε ένα δάχτυλο, οι ημερομηνίες των συναυλιών μεταφέρθηκαν για τον Ιούλιο. Η δίμηνη αυτή καθυστέρηση επιτρέπει στο νεότερο μέλος του συγκροτήματος, τον κιθαρίστα Steve Gaines, να μάθει καλύτερα τα τραγούδια τους, ενώ είχε εμφανιστεί μόνο τρεις φορές επάνω στη σκηνή μαζί τους. Οι παραστάσεις αυτές ηχογραφήθηκαν από τον παραγωγό Tom Dowd, που είχε προηγουμένως εργαστεί και στο live των Allman Bros "At Fillmore East”, album που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τα μέλη των Skynyrd. Ταλαντούχοι μουσικοί που ήταν περήφανοι για τις ρίζες τους, αγαπούσαν τη μουσική,  δημιούργησαν ένα live album με εξαιρετικό ήχο, φανταστική ατμόσφαιρα, διασκέδαση και λαμπρή μουσική. Όλα τα όργανα ακούγονται καθαρά, κάθε κιθάρα είναι διακριτή το οποίο δεν συμβαίνει συχνά σε διάφορες άλλες studio ηχογραφήσεις. Αυτό είναι τόσο σημαντικό με συγκροτήματα όπως οι Skynyrd, όπου οι τρεις κιθαρίστες έχουν όλες τις ικανότητες και το ταλέντο για να πάει μπροστά ένα μουσικό σχήμα. Κατά τη διάρκεια του live οι επιδόσεις τους είναι φανταστικές με συχνά solo, είτε αυτοσχεδιάζοντας είτε ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, να αναφέρουμε επίσης, ότι και το πιάνο του Billy Powell στέκετε επίσης καλά μαζί με τις κιθάρες, προσθέτοντας ένα ακόμη υπέροχο στρώμα στα τραγούδια. Η αμοιβαία συνεννόηση τους συντελείται σ’ ένα επίπεδο αρτιότητας και αλληλοσυμπλήρωσης αδιανόητο για πολλούς συναδέλφους τους. Η προσωπική τους τεχνική, σταθεροποιημένη μέσα στη πείρα και τη θετική, εποικοδομητική αλληλεπίδραση, ηχούσε τόσο τελειοποιημένη, όσο και απλή. Ακόμη και ο νεοφερμένος κιθαρίστας Steve Gaines δείχνει ολοκληρωμένος σαν μουσικός, πιάνοντας στο “T. For Texas” ένα solo slide κιθάρας που θα το ζήλευαν πολλοί… Η ευαισθησία τους, μαζί με την αίσθηση της οικονομίας που κέρδιζε όλο και περισσότερο έδαφος όσο το γούστο τους εκλεπτυνόταν, τους έδειχνε το δρόμο προς την συναισθηματική ουσία των φράσεων τους και την υποταγή αυτής της τεχνικής ισχύς που, στα χέρια άλλων, θα είχε γίνει όργανο επιδείξεις και αυτομυθοποίησης. Οι Skynyrd, είχαν κάθε δυνατότητα να πραγματοποιήσουν κάτι τέτοιο, προτίμησαν όμως να παραμείνουν σεμνοί, πιστοί στις ταπεινές αλλά μεγαλόπνοες ρίζες του λαϊκού Νότιου υλικού τους.   
Εάν δεν είστε αρκετά εξοικειωμένοι με τους Skynyrd, τότε αυτό το live είναι το καλύτερο για να ξεκινήσετε. Όπως έχω πει, τα τραγούδια είναι ίσως καλύτερα και ισοδύναμα από τα studio, έτσι ακόμα κι αν έχετε ακούσει τους δίσκους τους αυτό το live εξακολουθεί να είναι κάτι που πρέπει να ελέγξετε. Η υψηλότερη θέση στα US charts ήταν η 9η, ενώ έχει γίνει 3 φορές πλατινένιο.
 
"Street Survivors" (17-October-1977)
LINE-UP: Ronnie Van Zant – Vocals, Gary Rossington – Guitar, Allen Collins – Guitar, Steve Gaines – Guitar Leon Wilkeson – Bass, Artimus Pyle – Drums and Billy Powell – Keyboards.
SIDE I: “What's Your Name”, “That Smell”, “One More Time”, “I Know A Little”. SIDE II: “You Got That Right”, “I Never Dreamed”, “Honky Tonk Night Time Man”, “Ain’t No Good Life”.
Τα αγόρια από το Jacksonville είναι πάλι εδώ, με τον τραχύ και σκληρό τραγουδιστή τους, αλλά και το trio από κιθάρες όπου χτυπούν ανελέητα το Southern Rock. Ο νέος μόνιμος κιθαρίστας είναι ο Steve Gaines, που μάλλον ούτε οι ίδιοι οι Skynyrd, δεν υποψιάζονταν ότι δεν θ’ αργούσε να παίξει το ρόλο του βασικού τους συνθέτη, πάντως ο χρόνος δεν πρόλαβε να δείξει πια θα έμελλε να είναι η εξέλιξη αυτής της τελευταίας μορφής του group. Δυστυχώς, οι Skynyrd δέχθηκαν ένα τραγικό χτύπημα μόλις τρεις ημέρες μετά την κυκλοφορία αυτού του LP, σ’ ένα αεροπορικό δυστύχημα που στοίχισε τη ζωή του Ronnie Van Zant, αλλά και του νέου τους κιθαρίστα Steve Gaines. Απ’ ότι όμως πρόλαβε να δει το φως της δημοσιότητας μπορούμε να πούμε ότι οι Skynyrd ήταν εμπνευσμένοι και είχαν από πριν κατασταλάξει σ’ έναν πολυδιάστατο, πληθωρικό ήχο και είχαν αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο πάνω στο υλικό τους που εμφανιζόταν πια, πιο ώριμο, πολύμορφο και πολύ-θεματικό από ποτέ. Το πέμπτο studio album τους, για μια ακόμη φορά φέρει σκληρά Νότια τραγούδια όπως τα “What’s Your Name”, “That Smell”, “I Know A Little”, “You Got That Right”, όπως και οι πρώτες ηχογραφήσεις των Skynyrd, είναι φορτωμένο με πολύ και καλή κιθάρα, καθώς και υπερήφανα σφιχτά-αντρικά φωνητικά. Οι τέσσερεις συνθέσεις του νεοφερμένου Gaines, αποτελούν έναν πυρήνα ανανεώσεις, έχουν τι δική τους φρέσκια γοητεία. Ο Steve αποδίδει και σαν Rock N’ Roller και σαν ερμηνευτής του Blues, η φωνή του έχει μια τραχιά, ακατέργαστη χροιά που δίνει ζωή σ’ ένα από τα τραγούδια του δίσκου το “You Got That Right” (από κοινού με τον Ronnie στην σύνθεση και την ερμηνεία). Μια όμορφη ώθηση ακόμη γίνετε με το “I Know A Little”, ένα παράξενο, ταχύτατο Rock τραγούδι. Οι καλύτερες στιγμές του Steve Gaines, έρχονται με τις δύο απόψεις του γύρω από το Southern Rock, η πρώτη είναι το “I Never Dreamed” παράξενα δομημένο τραγούδι, με βάση πότε την Country μπαλάντα και πότε το Metallic Rock. Στο “Ain’t No Good Life”, το πλάνο αλλάζει καθώς ο Steve αποδεικνύετε ιδιαίτερα προικισμένος για το Blues Rock, έχει μια αρκετά σκληρή απόχρωση, ενώ το πιάνο θαυματουργεί σε όλη του την έκταση. Είναι καιρός όμως, να σημειώσουμε την εξαιρετική τεχνική του Billy Powell στο πιάνο, μια τεχνική τόσο ελαστική ώστε να ενσωματώνει σε οποιοδήποτε ιδίωμα και να γίνετε ένα με το τοπίο χωρίς να δημιουργεί την παραμικρή ασυμμετρία, αλλά όχι και ν’ αφήνει τα σαφέστατα παραδοσιακά της ίχνη. Το “One More Time” ήταν γραμμένο, παιγμένο και ηχογραφημένο από το 1972 και αποτελεί προπομπός για το “Skynyrd’s First And… Last”, ενώ το “Honky Tonk Night Time Man” είναι θαυμάσιο και επιβεβαιώνει την ικανότητα του group να σκιαγραφεί με γούστο και φαντασία ένα ολοζώντανο παραδοσιακό τοπίο. Η μελωδική φωνή του Ronnie του πηγαίνει γάντι σε όλο το album και με την άνεση που έχουν οι σολίστ να ελίσσονται επιδέξια και ευρηματικά στο χώρο του αυτοσχεδιασμού, με αποκορύφωμα τα λιτά, αλλά θαυμάσια και έξυπνα πιάνο-solo του Billy Powell. Το “What’s Your Name” ανοίγει τον δίσκο με το σταθερό, στακάτο τέμπο του και με σπάνια οργανική πληρότητα. Αλλά το highlight όμως του LP είναι το “That’s Smell”, που αποτελεί κυριολεκτικά την υλοποίηση της μελωδικής αισθητικής των Lynyrd Skynyrd, το απόσταγμα της προσωπικής τους άποψης για το Blues, το Heavy Metal και την σύγχρονη μπαλάντα. Ένα τραγούδι που συγχωνεύει σε τέτοιο επίπεδο και σε τέτοιο βαθμό πληρότητας τα συναισθηματικά τους κίνητρα και τις περφεξινιστικές τους τάσεις. Συνήθως αυτές οι δύο θέσεις αντικρούονται στο χώρο της μουσικής, πάντως στον εκφραστικό κόσμο του συγκροτήματος, η συνύπαρξη τους έχει μεταμορφωθεί σε λειτουργική προϋπόθεση.
Αλήθεια τώρα, το ποιά θα ήταν η συνέχεια αυτού του group παραμένει μέχρι και σήμερα άγνωστο και παραμένει μέχρι και σήμερα θέμα συζητήσεων, καθώς μόλις κυκλοφόρησε το album ήρθε το χτύπημα της μοίρας. Το album αποσύρθηκε αμέσως από την αγορά, γιατί στο εσωτερικό αναγραφόταν το πλήρες πρόγραμμα της περιοδείας. Το αρχικό εξώφυλλο του δίσκου απεικόνιζε τα μέλη του συγκροτήματος σε φλόγες και μετά το ατύχημα υπήρξε ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο, με αποτέλεσμα η δισκογραφική τους εταιρεία τιμώντας την μνήμη των αποθανόντων, να αποσύρει την συγκεκριμένη κοπή του βινυλίου με το συγκεκριμένο εξώφυλλο, αντικαθιστώντας την με μία παρόμοια φωτογραφία του συγκροτήματος με ένα απλό φόντο χωρίς φλόγες. Το αρχικό εξώφυλλο επανήλθε σε κυκλοφορία τριάντα χρόνια αργότερα.
 

B O N U S  (VOL. I)

 
"Skynyrd’s First And… Last" (5-September-1978)
LINE-UP: Ronnie Van Zant – Vocals, Allen Collins – Guitar, Gary Rossington – Guitar, Wayne Perkins – Guitar, Billy Powell – Keyboards, Greg T. Walker – Bass, Leon Wilkeson – Bass, Ed King – Bass, Rickey Medlocke – Vocals/ Drums and Bob Burns – Drums.
SIDE I: “Down South Jukin'”, “Preacher’s Daughter”, “White Dove”, “Was I Right Or Wrong”, “Lend A Helpin’ Hand”.
SIDE II: “Wino”, “Comin’ Home”, “The Seasons”, “Things Goin’ On”.
Η μόνη λογική αιτία που ανάγκασε αυτά τα θαυμάσια τραγούδια να μείνουν στο συρτάρι για έξι χρόνια και να μην δουν το φως της δημοσιότητας σε album, παρά μόνον το 1978 έναν χρόνο περίπου μετά το τέλος του group. Ήταν προφανώς η επιθυμία του Al Kooper να λανσάρει τους καινούργιους προστατευόμενους του μ’ έναν ήχο πιο δεμένο και πιο επαγγελματικό και με μια πιο κολακευτική ηχογράφηση. Λάθος του Al Kooper που άφησε ανεκμετάλλευτο το αυθεντικό υλικό που συγκεντρώθηκε αργότερα και απάρτισε το “Skynyrd’s First And… Last”, με την πείρα τους ως παραγωγός, θα μπορούσε να μας είχε δώσει ένα αληθινό αριστούργημα του Southern Rock. Λάθος του που προτίμησε ν’ αξιοποιήσει σχεδόν αποκλειστικά τη δυναμική πλευρά του group, επιδιώκοντας προφανώς να το επιβάλει στο μεγάλο Αμερικανικό κοινό, στον ίδιο χώρο που μεσουρανούσαν εκείνη την εποχή οι Allman Brothers Band.
Αυτά τα τραγούδια ήταν γραμμένα στα studio “Muscle Soals, Sound Studios” στην Alabama, ανάμεσα στο 1969 και το 1972. Είναι φανερό ότι οι εννέα αυτές συνθέσεις αποτελούν την αφρόκρεμα του stock που είχαν ηχογραφήσει εκείνη την εποχή οι Skynyrd, ενός stock τραγουδιών που με τη σειρά τους, περίμεναν αρκετά χρόνια μέχρι να βρουν το δρόμο τους σε κάποιο studio. Αλλά, μέχρι να φτάσουν στην τελική τους μορφή, πέρασαν από τροποποιήσεις που μόνον καλό μπορούσαν να τους κάνουν. Το group που παίρνει μέρος σ’ αυτές τις ηχογραφήσεις δεν είναι μόνιμα σταθερό. Η σύνθεση μεταβάλλεται, ανάλογα με την εποχή, αλλά δεν έχουμε ακριβείς πληροφορίες για το ποιοι προηγήθηκαν και ποιοι ακολούθησαν, πάντως οι μόνοι σταθεροί πυρήνες είναι οι Ronnie Van Zant, Allen Collins και Gary Rossington. Ενώ σε μικρότερο βαθμό οι Leon Wilkeson, Ed King και Bob Burns που αποτελούν την πρώτη σύνθεση, εκείνη που δίνει τα “Down South Jukin”, “Was I Right Or Wrong” και “Things Goin’ On”. Τα τρία αυτά τραγούδια είναι συνθέσεις γραμμένες από τους Van Zant/ Rossington είναι γερά, με το “Was I Right Or Wrong” να υπερτερεί με τη βαριά ατμόσφαιρα του και το λυρικό ακουστικό θέμα του. Το “Down South Jukin”, από την άλλη μεριά, ένα Boogie-Rock τυχαίνει ειδικής μεταχειρίσεις αφού στρατολογούνται για την ηχογράφηση του πέντε πρόσθετα μέλη, ο Wayne Perkins, ο Jimi Johnson, καθώς και τρεις γυναίκες για backing vocals. Το εν λόγο τραγούδι, όπως και να έχει το πράγμα είναι αρκετά καλό ώστε να αξίζει αυτών των διακρίσεων, γι’ αυτό άλλωστε διαλέχτηκε και σαν opening track του album. Όσο για το “Things Goin’ On”, κινείτε σ’ έναν διαφορετικό χώρο, που έχει να κάνει περισσότερο με το Honky-Tonk και με μια Blues απόχρωση, δεν είναι καθόλου παράξενο το πώς μπορεί να σε κερδίσει.  
Οι Greg T. Walker και Rickey Medlocke, συμπληρώνουν την δεύτερη σύνθεση, που μας δίνει τα εξής τραγούδια… “Preacher’s Daughter”, “White Dove”, “The Seasons”, “Lend A Helpin’ Hand”, “Wino” και “Comin’ Home”. Από αυτά το “Preacher’s Daughter” είναι ένα σκληρό Blues Rock τραγούδι, με μια ταχυτάτη εισαγωγή που θυμίζει αμυδρά Deep Purple (εποχής “Fireball”) και με μια εξαιρετική τραχιά ερμηνεία από τον Ronnie, το “Lend A Helpin’ Hand” είναι ένα καλοφτιαγμένο Southern Rock τραγούδι, το “Wino” τώρα έχει σκληρές και πολύ καλές ρυθμικές στιγμές, επίσης το “Comin’ Home” υιοθετεί me μια ιδιαίτερη έμπνευση την τακτική της «εξηλεκτρισμένης» μπαλάντας. Ενώ το “The Seasons” επαναλαμβάνει το πείραμα, αλλά με περισσότερη έμφαση στα ακουστικά όργανα και με πολύ περισσότερη επιτυχία, ο Medlocke που το έχει γράψει και το ερμηνεύει, δείχνει να έχει ένα ιδιαίτερο γούστο στην ακουστική μελωδία. Τέλος, αυτό που απομένει είναι το “White Dove”, είναι κι αυτό σύνθεση του Medlocke, με τον ίδιο στα φωνητικά, μπορεί κανείς να πει ότι αυτό το τραγούδι ξεχωρίζει από οτιδήποτε άλλο στο LP με τη ευαίσθητη και έντονα μελωδική δομή του. Κρίμα που ο Medlocke δεν ήταν παρά τότε περαστικός από τους Lynyrd Skynyrd, στο επόμενο κιόλας album (επίσημα το πρώτο του συγκροτήματος), η απουσία του γίνεται ήδη αισθητή.
Πάντως, παράξενη είναι η απόφαση του Al Kooper, ν’ αποφασίσει ότι όλα αυτά τα τραγούδια, έπρεπε να μείνουν εκτός από κάποιο album του group, αφού όλα προσθέτουν έναν ενεργητικό και τόσο πλούσιο ήχο. Συνθέσεις που είναι απόλυτα συναισθηματικές με πολύ καλά φωνητικά (τόσο από τον Ronnie, όσο και από τον Rickey), αλλά επίσης τέλειο είναι και το οργανικό δέσιμο του group.
 

B O N U S  (VOL.II)

ALIAS – “Contraband” (1979)
LINE-UP: Dorman Cogburn – Vocals/ Guitar, Jimmy Dougherty – Vocals, JoJo Billingsley – Vocals, Barry Harwood – Guitar, Ricky Powell & Leon Wilkeson – Bass, Billy Powell – Piano and Artimus Pyle – Drums.
SIDE I: “Streetfighter”, “Dagger In The Night”, “Holiday”, “True Love”, “Devil's Bride”.
SIDE II: “Can't Dry Up”, “Cafe Deluxe”, “Dead Giveaway”, “Child Of Fortune”.
Απ’ ότι βλέπετε, έχουμε τρία μέλη των Lynyrd Skynyrd τους Artimus Pyle, Leon Wilkeson και Billy Powell ξεκινούν μια νέα μουσική περιπέτεια. Μαζί τους βρίσκετε και η JoJo Billingsley από το γυναικείο φωνητικό trio που πλαισίωνε το group των Skynyrd τον τελευταίο καιρό. Για την ακρίβεια, ο βασικός δημιουργός (συνθετικός), πυρήνας περιορίζετε στους Dorman Cogburn, Jimmy Dougherty και JoJo Billingsley, ενώ οι υπόλοιποι πέντε αποτελούν απλώς το οργανικό (εκτελεστικό), όχημα. Φυσικά, ξέρετε περίπου τι πρέπει να περιμένετε, οι μουσικοί αυτοί ποτέ δεν έπαιξαν άσχημα, ούτε και υπάρχει περίπτωση να το κάνουν τώρα.   
Στο album βρίσκουμε κλασικό αλλά μαλακό Southern/ AOR Rock της δεκαετίας του ’70, όλα τα παίζουν σωστά, επειδή οι συνθέσεις όπως και οι κιθαρίστες, δεν στερούνται κάποιου συναισθήματος. Ένας ήχος από Νότιο AOR Hard Rock με αρκετή σταθερότητα. Οι Alias ήταν ένα συγκρότημα του AOR που επηρεάστηκε από τον Νότιο ήχο και ήταν το πρώτο album που καταγράφηκε μετά από το αεροπορικό δυστύχημα Skynyrd, με πρώην μέλη του group. Αυτό έγινε για να μπουν τα μέλη των Skynyrd πίσω στη μουσική. Το “Contraband είναι ένα album, που ωστόσο είναι αρκετά συνεπές με υψηλής ποιότητας Νότια μελωδικά Rock τραγούδια. Από την άλλη ξέρετε επίσης τι δεν πρέπει να περιμένετε, έχετε δει πολλές φορές κάποια σχήματα να ξεπερνούν σε αξία το αυθεντικό τους πρωτότυπο…
 
 
Κείμενο: Ηλίας Κωστόπουλος.
Επισήμανση: Η παρουσίαση των δίσκων που επιλέχτηκαν από την προσωπική μου δισκοθήκη και υπάρχουν σε αυτό το άρθρο, έγινε κατόπιν ακρόασης στο φυσικό τους προϊόν (LP) και όχι σε mp3, digital, download και λοιπές αηδίες, που μας (σας) γεμίζουν με αέρα κοπανιστό…