Σάββατο, 20 Απριλίου 2024, 17:40:49

ΑΛΛΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ JOURNEY

ΚΕΙΜΕΝΟ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΑΜΕΛΟΣ

JOURNEΥ

 

Δεν είναι κι εύκολη υπόθεση να γράψει κανείς για τους Journey. Για ένα συγκρότημα που έχει ταυτίσει το όνομα του με τον AOR ήχο, ενώ στην Αμερική, οι πωλήσεις δίσκων τους ξεπερνούν τα 40 εκατομμύρια αντίτυπα. Τι να πρώτο-γράψει κανείς, όταν ο τραγουδιστής τους Steve Perry έχει χαρακτηριστεί ο καλύτερος τραγουδιστής της Αμερικής; Όταν τραγούδια τους διασκευάζονται από την Maria Carey “Open Arms”, ενώ οι «κλώνοι» τους πληθαίνουν συνεχώς (Hugo, Two Fires, Jorn κλπ);

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και συγκεκριμένα από το 1971 όταν ο νεαρός κιθαρίστας Neal Schon από το San Francisco, εγκατέλειψε τους θρυλικούς Santana με τους οποίους ηχογράφησε το “Santana III” (Σεπτέμβριος 1971, No.1). Έχοντας ήδη απορρίψει την πρόταση του Eric Clapton πίσω στα 1970 να παίξει του στους Derek & The Dominos, ο Schon δημιούργησε μαζί με τον περκασιονίστα των Santana τον Coke Escovedo το Latin/ Jazz-Rock σχήμα των Azteca. Οι Azteca κράτησαν για δύο albums και διαλύθηκαν καθώς ο πειραματικός instrumental ήχος τους δεν απέφερε σημαντικές πωλήσεις στην εταιρεία τους Columbia. Τα δύο album τους “Azteca” (1972) και “Pyramid Of The Moon” (1973) φυσικά είναι δυσεύρετα. Στην συνέχεια ο Schon έπαιξε για λίγο στους Funky Graham Central Station, μαζί με τους Larry Graham (μπάσο, ex-Sly & The Family Stone) και Gregg Errico (drums).

Όταν έφυγε κι από αυτούς, τον πλησίασε ο road manager των Santana ο Walter “Herbie” Herbert, με σκοπό να δημιουργήσει ένα συγκρότημα αποτελούμενο από κορυφαίους session μουσικούς της περιοχής. Έφερε λοιπόν, τους Ross Valory (μπάσο) είχε συνεργαστεί με τον Jerry Garcia και Steve Miller και τον George Tickner (κιθάρα) πρώην Frumious Nandersnatch. Την θέση του drummer πήρε ο Prairie Prince (των Tubes, οι οποίοι είχαν επίσης manager τον Herbert). Το σχήμα συμπλήρωσε ένα ακόμα πρώην μέλος των Santana, ο Gregg Rolie (keyboards/ φωνητικά), ο οποίος μετά την αποχώρηση του από τους Santana, άνοιξε ένα αποτυχημένο εστιατόριο στο Seattle με τον πατέρα του. Το αρχικό όνομα του group ήταν Golden Gate Rhythm Section και σκόπευαν να συνοδευόσουν μουσικούς σε ηχογραφήσεις στην περιοχή του San Francisco, που τότε έβραζε από μουσικές δραστηριότητες. Αποφάσισαν όμως, να δημιουργήσουν δικό τους υλικό. Τα ορχηστρικά Jazz-Fusion demos τους παίχτηκαν στο τοπικό ραδιόφωνο, σ’ ένα διαγωνισμό με σκοπό την εύρεση ονόματος για το group. παρόλα αυτά το όνομα Journey, δόθηκε από τον συνεργάτη του Herbet, John Villaneuva. Μετά από πρόβες 6 μηνών, οι Journey έδωσαν την πρώτη τους συναυλία την πρωτοχρονιά του ’74 στο San Francisco μπροστά σε 10.000 άτομα. Την επομένη μέρα έπαιξαν στη Hawaii, στο Crater Festival μπροστά σε 100.000 άτομα. Παρ’ όλο το εντυπωσιακό τους ξεκίνημα, ο drummer Prairie Prince επέστρεψε στους Tubes που του ταίριαζαν μουσικά περισσότερο. Στην συνέχεια έγινε audition με 30 drummers και κατέληξαν στον Aynsley Dunbar ο οποίος είχε μια λαμπρή προϋπηρεσία (John Mayall, Jeff Beck, Frank Zappa, Lou Reed, David Bowie). Ακολούθησαν ασταμάτητες εμφανίσεις σαν support στους KISS, Uriah Heep, Weather Report και Bobby Womack, ώσπου το συμβόλαιο με την Columbia records ήρθε τελικά το Νοέμβριο του 1974.

Το πρώτο album “Journey” ηχογραφήθηκε με παραγωγό τον Ray Halee (γνωστό από το “Bridge Over Troubled Water” των Simon & Garfunkel). Κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1975 και ήταν ένα μείγμα Rock και Jazz/ Fusion επιρροών. Τα φωνητικά μοιράζονται οι Rolie και Tickner, ενώ ξεχώριζαν τα instrumental “Kohoutek” και “Mystery Mountain”. Μετά την κυκλοφορία του δίσκου ο Tickner, άφησε το σχήμα και την μουσική για να σπουδάσει ιατρική. Οι υπόλοιποι τέσσερις προχώρησαν στην κυκλοφορία του “Look Into The Future” (Ιανουάριος 1976, US Νο.100), το οποίο μουσικά κινείται στο ιδιο Jazz – Rock στυλ, αλλά χωρίς instrumental υπερβολές. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το τραγούδι “I’m Gonna Leave You” οδήγησε τους Kansas στη δημιουργία του hit τους “Carry On Wayward Son”, κάτι που παραδέχτηκαν και οι ίδιοι οι Kansas. Οι ζωντανές εμφανίσεις συνεχίζονταν (σαν support στους Santana στην Αγγλία), αλλά η Columbia records απαιτεί μεγαλύτερες πωλήσεις και ραδιοφωνικές επιτυχίες, κάτι που δεν έρχεται ούτε με το “Next” (Φεβρουάριος 1977, US No.85). Το οποίο “Next” περιέχει τα θαυμάσια “Nickel & Dime” (instrumental που επηρέασε τους Rush στο “Tom Sawyer” λίγο αργότερα) και “Spaceman” (που βγήκε και σαν single). Έχοντας λοιπόν, την πίεση της Columbia να βρουν τραγουδιστή και να κάνουν επιτυχίες στο ραδιόφωνο ειδάλλως θα έχαναν το συμβόλαιο τους, προσλαμβάνουν τον Robert Fleischman από το Chicago και αρχίζουν μαζί πρόβες και συνθέσεις για ένα νέο album και μια περιοδεία με τους ELP, το καλοκαίρι του 1977. Με τον Fleischman επηρεασμένο από τον Robert Plant, οι Journey μεταμορφώνονται σε ένα mainstream AOR group εκείνο το καλοκαίρι. Παρόλη την ανανέωση του ήχου, το κλίμα δεν ενθουσίασε τους φανατικούς οπαδούς των Journey, οι οποίοι αποδοκίμαζαν τον νέο τραγουδιστή στις συναυλίες και έτσι ο Herbert τον απέλυσε τον Οκτώβριο του 1977, μόλις τελείωσε η περιοδεία. Η αιτία όμως, της απόλυσης ήταν μια ταινία-κασέτα που είχε στα ο Herbert στα χέρια του, από έναν νέο τραγουδιστή.

Πριν όμως, ας δούμε τι απέγινε ο κύριος Fleischman… το 1979 κυκλοφορεί ένα AOR album στην Arista records, με τίτλο το όνομα του. Στην συνέχεια κι αφού δεν κατάφερε να σχηματίσει ένα συγκρότημα, πηγαίνει στους Channel το 1982, οι οποίοι διαλύθηκαν μετά το ομώνυμο album τους (1984). Το 1986 γνωρίζει επιτυχία ως τραγουδιστής στο album “Vinnie Vincent Invasion” (του πρώην κιθαρίστα των KISS, Vinnie Vincent), τους οποίους εγκατάλειψε. Έχει ηχογραφήσει το album “Guitarmageddon” με τον Vinnie Vincent, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, το οποίο μέχρι σήμερα (2016) παραμένει ακυκλοφόρητο, ενώ έχει ηχογραφήσει αρκετά, μάλλον μέτρια solo albums.

Πίσω στους Journey όμως και τον Οκτώβριο του 1977, η «ανακάλυψη» του Herbert ήταν ο πορτορικανός τραγουδιστής Steve Perry. Επηρεασμένος από άσχετα μεταξύ τους ονόματα, όπως Ozzy Osbourne, Jackie Wilson και Sam Cooke, ο Perry ξεκίνησε αρχικά ως drummer, αλλά αφοσιώθηκε στα φωνητικά και σχημάτισε το συγκρότημα του, τους Alien Project. Ηχογράφησε επίσης αρκετά ραδιοφωνικά jingles, οι Alien Project έφτασαν μάλιστα κοντά σε συμβόλαιο με την Columbia records, όταν ο μπασίστας τους σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό. Ο Perry απογοητευμένος σκέφτηκε να τα παρατήσει, αλλά με προτροπή της μητέρας του, έστειλε το demo των Alien Project στον manager των Journey. Έτσι λοιπόν, με τον Perry να συνθέτει το περισσότερο νέο υλικό, οι Journey ετοιμάζουν το “Infinity” (Φεβρουάριος 1978, US Νο.21). Με παραγωγό τον Roy Thomas Baker (Queen) και κλασικά τραγούδια, όπως “Lights”, “Anytime” και “Wheel In The Sky”. Το “Infinity” ήταν το πρώτο κλασικό album των Journey, καθώς και το πρώτο που έγινε πλατινένιο στις ΗΠΑ, μένοντας στα charts για 123 εβδομάδες. Εκτός από τα hits του δίσκου, αξίζει κανείς ν’ ακούσει το “Winds Of March” για την εξαιρετική ερμηνεία του Perry. Η περιοδεία για το “Infinity” περιελάμβανε 172 συναυλίες, μαζί με τους Van Halen. Το πρώτο θύμα της αλλαγής του συγκροτήματος ήταν ο drummer Aynsley Dunbar, του οποίου το παίξιμο θεωρήθηκε πολύπλοκο για τη νέα μουσική πορεία των Journey. Έτσι ο Dunbar εκδιώχτηκε, για να συνεχίσει αρχικά με τους Jefferson Airplane και αργότερα να μηνύσει τους Journey για αθέτηση συμβολαίου. Τη θέση του πήρε ο Steve Smith, Jazz drummer από τη Βοστώνη, που τότε έπαιζε με τον Ronnie Montrose (είχαν περιόδευσει μαζί με τους Journey). Με αυτή τη σύνθεση, εμφανίστηκαν στην τότε θρυλική εκπομπή “King Biscuit Flower Hour”, διασκευάζοντας Blues επιτυχίες των Albert King και Robert Johnson (με καλεσμένο τον Tom Johnston των Doobie Brothers). Δυστυχώς, η εμφάνιση αυτή δεν έχει κυκλοφορήσει επίσημα έως σήμερα.

Το Μάρτιο του 1979 κυκλοφορεί το “Evolution” (US No.20) και πάλι σε παραγωγή του Ray Thomas Baker ελαφρώς κατώτερο, κατά τη γνώμη μου, από το “Infinity”, το “Evolution” πουλάει γρήγορα ένα εκατομμύριο αντίτυπα στις ΗΠΑ, ενώ η τουρνέ περνά από ΗΠΑ, Ευρώπη και Ιαπωνία. Τον Ιούλιο έρχεται το πρώτο μεγάλο hit στην Αμερική “Lovin’, Touchin’, Squeezin’” (No.16), ενώ το ίδιο μήνα παίζουν στο festival “World Series Of Rock” στο Cleveland μαζί με τους Aerosmith, Ted Nugent και Thin Lizzy. “Departure” είναι ο τίτλος του επομένου LP τους, που κυκλοφόρησε το Μάρτιο του 1980 (US No.8), έγινε γρήγορα πλατινένιο και περιλαμβάνει τις επιτυχίες “Any Way You Want It” (No.23) και “Walks Like A Lady” (No.32). Ο ήχος του ακόμα πιο εμπορικός, πιο AOR. Οι Journey περιόδευαν στην Ιαπωνία την άνοιξη του 1980, όπου οι οπαδοί τους επιφύλαξαν μια θερμή υποδοχή. Εκεί ηχογράφησαν μέσα σε λίγες μέρες το κυρίως instrumental soundtrack μιας γιαπωνέζικης ταινίας με τίτλο “Dream, After Dream”, πρόκειται για ένα διαφορετικό δίσκο, μελαγχολικό ατμοσφαιρικό, με υπέροχα solo από τον Neal Schon. Στην Αμερική κυκλοφόρησε δύο χρόνια αργότερα, ενώ βγήκε και σε CD στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Αποτέλεσμα αυτής της μαραθώνιας περιοδείας ήταν το διπλό live LP “Captured” (Φεβρουάριος 1981, US No.9), ένα κεφάτο, ζωντανό live album, αντιπροσωπευτικό των ζωντανών εμφανίσεων του group. Στον δίσκο αυτό υπήρχε επίσης κι ένα studio τραγούδι το “The Party’s Over (Hopelessly In Love)” (US No.34). Ο Gregg Rolie, αποχώρησε κάπου εκεί, κουρασμένος από τις συνεχείς περιοδείες. Η solo καριέρα του περιλαμβάνει τα solo albums “Gregg Rolie” (CBS, 1985), “Gringo” (CBS, 1987), “Rough Tracks” (Point, 1998) και “Roots” (Sanctuary, 2001). Το 1991, μαζί με τους Smith και Valory των Journey, καθώς και με τον τραγουδιστή Kevin Chalfant (ex-707) και τον κιθαρίστα Josh Ramos (Le Μans), σχημάτισε τους The Storm. Έκαναν δύο albums το “The Storm” (1991, East West) και το “Eye Of The Storm” (1995, MFN), που σας συνιστώ ανεπιφύλακτα. Ακόμα, συνεργάστηκε ξανά με τους Santana το 1987 στο LP “Freedom”, ενώ άλλο ένα project του είναι το “Abraxas Pool” (1997, Miramar).

Αντικαταστάτης του Rolie, ήταν ο Jonathan Cain των Babys (που είχαν παίξει support στους Journey). Το συνθετικό ταλέντο του έδεσε με το υπόλοιπο group, φέρνοντας νέο αέρα, πράγμα που αποδείχτηκε με την επομένη Νο.1 κυκλοφορία τους “Escape” (Αύγουστος 1981). Το “Escape” ήταν το album σήμα κατατεθέν της καριέρας των Journey. Έχει χαρακτηριστεί, δικαίως, το καλύτερο AOR album όλων των εποχών. Οι πολύ-πλατινένιες πωλήσεις του εκτόξευσαν την καριέρα των Journey στα ύψη. Ποιός δεν ξέρει τα τραγούδια “Who’s Crying Now” (No.4), “Don’t Stop Believing” (No.9) και “Open Arms” (No.2); η περιοδεία ξεκινά στις 25 Σεπτεμβρίου του 1981 σαν support στους Rolling Stones, στο “JFK Stadium” της Philadelphia, σ’ ένα κοινό 90.000 οπαδών. Η δημοτικότητα τους στις ΗΠΑ είναι τόσο μεγάλη, ώστε διαφημίζουν τη σοκολάτα Nestle. Μετά έχουμε το ντουέτο του Steve Perry με τον Kenny Loggins στο “Don’t Fight It” (No.17, 1982), ενώ οι Journey κυκλοφορούν το “Frontiers” (Μάρτιος 1983, US No.2). Πιο σκληρό από το “Escape” και με επιτυχίες όπως το καταιγιστικό “Separate Ways” (No.8), τις μπαλάντες “Faithfully” (No.12) και “Send Her My Love” (No.23), αλλά και το άγνωστο, αλλά υπέροχα μελωδικό “Troubled Child”, το “Frontiers” είναι ένα album με ήχο 100% Journey. Φυσικά έγινε πλατινένιο, ενώ σημείωσε και μεγάλη επιτυχία στην Αγγλία (Νο.6). Λίγο αργότερα κυκλοφόρησε η βιντεοκασέτα “Frontiers And Beyond”, που δείχνει πως στήνεται μια μεγάλη Rock περιοδεία και όλα τα συναφή. Το 1985, το “Only The Young” (απ’ την ταινία “Vision Quest”) γίνεται top.10.

Μέχρι το 1986, οι Journey κάνουν ένα διάλλειμα για ν’ ασχοληθούν με solo projects (βλ. παρακάτω), ενώ το “Raised On Radio” (Μάιος 1986, US No.4), βρίσκει το συγκρότημα με νέα σύνθεση (οι Smith και Valory έχουν απολυθεί), ενώ έχουν αντικατασταθεί από τους sessions μουσικούς Randy Jackson (bass) και Mike Baird (drums). Το “Raised On Radio” έμελε να ήταν το κύκνειο άσμα των Journey, μελωδικό όσο πότε άλλοτε, ήταν σίγουρα το πιο pop album τους, έβγαλε άνετα όμως 5 singles το “Be Good To Yourself” (No.9), το “Suzanne” (No.17), το “Girl Can’t Help It” (No.17), το “Why Can’t This Night Go On Forever” (No.60) και το “I’ll Be Alright Without You” (No.14). Το τέλος των Journey ήρθε πριν προλάβουν να παρακμάσουν. Στην επομένη δεκαετία έγιναν μεγάλες προσφορές στους Journey για να επανασυνδεθούν, αλλά αυτό έγινε τελικά το 1996, όταν ο δαιμόνιος John Kalodner (που επανέφερε την Cher και τους Whitesnake στις επιτυχίες τη δεκαετία του ’80), κατάφερε να μαζέψει την κλασική σύνθεση Perry/ Schon/ Valory/ Cain/ Smith. Το αποτέλεσμα ήταν ένα πολύ καλό album, το “Trial By Fire” (Οκτώβριος 1996, US Νο.3), πλατινένιο σε μια δύσκολη για AOR ήχους εποχή κι ένα Νο.1 single στο Rock ραδιόφωνο, το “When You Love A Woman”. Δυστυχώς, οι Perry και Smith αποχώρησαν το 1998 κι αφού το συγκρότημα δεν περιόδευε λόγω του ότι ο Perry προφασίστηκε πρόβλημα υγείας με το πόδι του.

Οι Journey αποφάσισαν να συνεχίσουν με τον πρώην τραγουδιστή των Tall Stories και των Tyketto, Steve Augeri (ο οποίος θυμίζει πολύ τον Steve Perry) και τον drummer των Wild Dogs, Bad English και Hardline, Dean Castronovo (φίλο του Schon απ’ τα παλιά). Απρίλιο του 2001 βγαίνει το “Arrival”, album με πολλά συστατικά που έκαναν γνωστούς τους Journey… μπαλάντες, AOR πλήκτρα, κλπ. Μετά από την κυκλοφορία άλλης μιας συλλογής (διπλής αυτή τη φορά), με τίτλο “Essential Journey”, το συγκρότημα φεύγει από την Sony και κυκλοφόρησαν ένα μέτριο EP το 2002 μόνοι τους το “Red 13”. Ακολουθεί το επίσης μέτριο album “Generations” (Αύγουστος 2005), ενώ η Sony το ίδιο διάστημα κυκλοφορεί το CD/ DVD “Escape Tour Live 1981”, καθώς και άλλη μια σειρά από remasters expanded εκδόσεων των κλασικών albums τους, αυτή τη φορά με την προσωπική φροντίδα του ιδίου του Steve Perry. Μετά την επιστροφή τους στην Ευρώπη για συναυλίες το 2006, ο Steve Augeri απολύεται λόγω φωνητικών προβλημάτων και τον αντικαθιστά ο Jeff Scott Soto για λίγους μήνες. Ο τελικός αντικαταστάτης είναι ο άγνωστος φιλιππινέζος τραγουδιστής Arnel Pineda, τον οποίο ανακάλυψε τυχαία στο youtube ο Neal Schon. Μαζί του κυκλοφορούν το πολύ επιτυχημένο και πλατινένιο album “Revelations” (Ιούνιος 2008, US No.10). ακολουθεί το σκληρότερο “Eclipse”, το οποίο κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2011 με μέτρια εμπορική απήχηση. Οι συναυλίες τους συνεχίζονται με μεγάλη επιτυχία έως σήμερα, ενώ το 2015 είχαμε άλλη μια αλλαγή στη σύνθεση τους, όταν ο drummer Dean Castronovo απολύθηκε λόγω προσωπικών προβλημάτων. Ακούγεται ότι ο μόνιμος αντικαταστατής του θα είναι ο Steve Smith, ο οποίος έφυγε πριν 18 χρόνια από το συγκρότημα.

 

JOURNEY

ΣΥΛΛΟΓΕΣ/ REMASTERS

Το “Greatest Hits” (1988, US No.10) περιέχει 15 hits τους, έχει βγει και σε remaster, όπως όλη η δισκογραφία των Journey. Το “In The Beginning” (1980) είναι μια συλλογή με τα καλύτερα τραγούδια των 3 πρώτων albums. Ένα περιποιημένο τριπλό box set κυκλοφόρησε το 1992, με τίτλο “Time 3”, περιέχει 3 CD’s με όλες τις επιτυχίες τους, συν κάποια demo, live και unreleased τραγούδια. Επίσης έχει και ένα βιβλίο με την ιστορία του group. Το “Greatest Hits Live” περιέχει ακυκλοφόρητες live ηχογραφήσεις της περιόδου 1981-83 και βγήκε το 1998, χωρίς overdubs. Το “Ballade” είναι μια συλλογή με μπαλάντες που βγήκε στην Ιαπωνία το 1991. Επίσης, υπάρχει και η συλλογή για την Ιαπωνία “The Journey Continues – The Best Of”, που περιέχει και το τραγούδι “Remember Me” από το soundtrack “Armageddon” του 1998.

 

ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΚΑΡΙΕΡΕΣ - PROJECTS

STEVE PERRY

Έχει δύο προσωπικά albums το “Street Talk” (1984, US No.12), το οποίο έβγαλε τα hits “Oh Sherrie”, “She’s Mine”, “Strung Out” και το “Foolish Heart”. Tο δεύτερο solo album είναι το “For The Love Of Strange Medicine” (1994, US No.15) με τα hits “Missing You” και “You Better Wait”. Το 1998 έβγαλε ένα best το “Greatest Hits + Five Unreleased”.

NEAL SCHON

Έχει δύο πειραματικά albums σε συνεργασία με τον Jan Hammer, τα “Untold Passion” (1981) και “Here To Stay” (1983), καθώς κι ένα CD συλλογή από τα δύο albums “No More Lies” (1998). Με τους Sammy Hagar/ Kenny Aaronson/ Michael Shrieve, σαν HSAS, έβγαλε το live album “Through The Fire” (1984, Geffen). Με τους Bad English, που σχημάτισε το 1989 μαζί με τους John Waite/ Ricky Philips/ Jonathan Cain, έβγαλε δύο albums το “Bad English” (1989 US No.21) που περιλαμβάνει τη Νο.1 επιτυχία “When I See You Smile”, το δεύτερο album είναι το “Backlash” (1991 US No.72). Επίσης, έχει καλά προσωπικά albums “Late Night” (1989, Columbia), “Beyond The Thunder (1995, Virgin), “Electric World” (1997, Virgin), “Piranha Blues” (1999, Shrapnel), “Voice” (2001), “I On U” (2005), “The Calling” (2012), “So U” (2014) και “Vortex” (2015). Τέλος, το 1992 σχημάτισε τους Hardline με τους οποίους κυκλοφόρησε το καλό “Double Eclipse” (MCA).

JONATHAN CAIN

Πριν τους Babys και τους Journey, το 1977 έβγαλε το “Windy City Breakdown”. Το 1992 έκανε παραγωγή στο album της γυναίκας του Tane Cain “Tane Cain” (με συμμετοχή μελών των Journey). Ενώ έχει τα εξής solo albums “Back To The Innocence” (1994), “Piano With A View” (1995), “Body Language” (1997), “For A Lifetime” (1998), “Namaste” (2001), “Anthology” (2001), “Animated Movie Love Songs” (2002), “Bare Bones” (2004) και “Where I Live” (2006).

STEVE SMITH

Ο Smith (ex-Focus) ανέπτυξε μια solo Jazz καριέρα και έχει πολλά solo albums, “Vital Information” (1983), “Orion” (1984), “Global Beat” (1987), “Fiafiaga” (1988), “Vitalive” (1991), “Easier Done Than Said” (1992), “Ready Of Hope” (1996), “Where We Come From” (1998) κ.α. Σαν session μουσικός έχει παίξει σχεδόν παντού (από Tina Turner και Mariah Carey έως Shaw/ Blades).

 

Κείμενο: Χρήστος Σταμέλος.

Μεταφορά από το χειρόγραφο κείμενο, Ηλίας Κωστόπουλος.

 

Για το Southern-Rock.GR: (Ηλίας Κωστόπουλος).