- Λεπτομέρειες
-
Savvas Sinodinos -
12 Οκτώβριος 2016
ΚΕΙΜΕΝΟ: ΗΛΙΑΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΗΕ VINYL IS BACK
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Μερικές μέρες οικονομία, χρήματα στο πορτοφόλι και μια βόλτα στα δισκάδικα. Πίσω στο σπίτι για ακρόαση, η μυρωδιά του νέου βινυλίου, το ευλαβικό πιάσιμο, το καθάρισμα της βελόνας, το χάζεμα του εξωφύλλου και η απόλυτα αλφαβητικά και χρονολογικά κατανεμημένη δισκοθήκη. Ιεροτελεστία. Όσοι είναι συλλέκτες ή εραστές βινυλίου θα με καταλάβουν απόλυτα, όλοι οι άλλοι ίσως να μην καταλάβουν τίποτα ή και να γελάσουν. Δεν πειράζει, όσοι δεν μπορούν να σε φτάσουν… προσπαθούν με κάθε τρόπο να σε μειώσουν. Εγώ θυμάμαι τον πρώτο δίσκο βινυλίου που αγόρασα, εσύ φίλε μου που κατεβάζεις ασύστολα μουσική (που στην ουσία πραγματικά δεν την ακούς, κιόλας), εσύ θυμάσαι το πρώτο σου download; Ίσως η ερώτηση να ακούγεται κάπως κυνική, το νόημα της όμως δεν παύει να ανταποκρίνεται στην μουσική πραγματικότητα, που σήμερα κινείται κάπου ανάμεσα σε ψηφιακά MP3 αρχεία, CD και δίσκους βινυλίου.
Το κείμενο που ακολουθεί αγαπητοί αναγνώστες, απευθύνεται μόνο σε γνήσιους νοσταλγούς του βινυλίου, αυτοί θα το νιώσουν, οι άλλοι απλά θα το διαβάσουν και δεν θα το καταλάβουν. Η αναβίωση του βινυλίου ξανάγινε, το αλόγιστο «κατέβασμα» μουσικής από το internet είναι πια παρωχημένο, ο ρομαντισμός του χομπίστα συλλέκτη βινυλίου και τα ράφια που γεμίζουν ξανά βινύλια. Υπήρξα και συνεχίζω να είμαι οπαδός του βινυλίου. Σε αντίθεση με το CD, το βινύλιο δεν σταμάτησε ποτέ να χρησιμοποιείται γιατί πάντα υπερείχε ποιοτικά. Ο ήχος είναι αναλογικός, σου επιτρέπει να ακούς όλες τις ποιότητες, όλα τα στοιχεία.
Οι πιο δραστήριες δισκογραφικές εταιρείες κυκλοφορούν νέα album σε βινύλια, εκτός αυτού όμως επανακυκλοφορούν σε βινύλια και δίσκους περασμένων δεκαετιών, τι συμβαίνει; Είναι οι παλιοί που σπεύδουν να υλοποιήσουν τις αναμνήσεις τους; Είναι η φανατική νοσταλγία των νεοτέρων για μια εποχή που δεν έζησαν; Η αλήθεια είναι κάπου στη μέση, ίσως είναι μια επανεφεύρεση του παρελθόντος και μια συλλεκτική retromania από την άλλη. Η σημερινή γενιά του I-Pod και του I-Phone ανακαλύπτει ξανά τα βινύλια, αφήστε τα MP3 και πιάστε κανένα βινύλιο, για το καλό σας. Οι δίσκοι βινυλίου επέστρεψαν και πάλι δυναμικά, πάρτε το χαμπάρι. Οι δίσκοι βινυλίου μαζί με τα pick-up επιστρέφουν δυναμικά, έχοντας επιβιώσει από τον εξοντωτικό πόλεμο με τα CD. Πολλές εταιρείες παραγωγής, θέλοντας να ενισχύσουν τις πωλήσεις δίσκων, παρέχουν στους αγοραστές μαζί το βινύλιο και έναν κωδικό που τους επιτρέπει να κατεβάσουν σε ψηφιακό αρχείο το περιεχόμενο του. Πολλοί είναι που επενδύουν στη συγκεκριμένη μορφή, οι οπαδοί του βινυλίου ολοένα και αυξάνονται, έχουν λατρέψει ξανά τους δίσκους βινυλίου. Το ποσοστό πωλήσεων δίσκων. Μεγάλοι καλλιτέχνες, συνεχίζουν να προσφέρουν τη δουλειά τους και σε βινύλιο. Εραστές του βινυλίου φαίνονται, σύμφωνα με έρευνες, να είναι οι ηλικίες άνω των 30 ετών.
Στο άρθρο που ακολουθεί φίλοι μου, θα προσπαθήσω να περιγράψω τις σκέψεις μου όσο πιο περιληπτικά γίνετε, γιατί έχει επανέλθει το βινύλιο τα τελευταία χρόνια, σαν αντίδραση στην τεράστια διάδοση του CD και στην εξέλιξη της τεχνολογίας. Έτσι λοιπόν, έχουν ξεφυτρώσει πολλά δισκάδικα μεταχειρισμένων δίσκων βινυλίου όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα και αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν και οι αντίστοιχοι καταναλωτές που συντηρούν κάπως αυτά τα καταστήματα. Ενώ τα τελευταία 10-15 χρόνια όλο και πιο πολλά παζάρια δίσκων βινυλίου γίνονται πια και στη χώρα μας. Ο κύριος λόγος που κάνει κάποιους να συλλέγουν δίσκους βινυλίου, είναι η αγάπη τους για τη μουσική, υπάρχει κι ένα μικρό (θέλω να πιστεύω) ποσοστό που μαζεύουν σπάνιους δίσκους μόνο και μόνο επειδή είναι σπάνιοι. Ενώ υπάρχουν και κάποιοι που μαζεύουν δίσκους που δεν τους ακούν ποτέ, μόνο και μόνο για να τους έχουν. Αυτή λοιπόν η αγάπη οδηγεί τους συλλέκτες βινυλίου να ξοδεύουν μια μικρή περιούσια για την απόκτηση σπάνιων δίσκων. Συλλέκτες υπήρχαν και υπάρχουν πολλών ειδών, όπως π.χ. συλλέκτες αυτοκινήτων, έργων τέχνης, νομισμάτων, γραμματοσήμων, τηλεκαρτών, σπιρτόκουτων, ότι θέλετε δηλαδή. Ανάμεσα τους όμως σημαντική θέση κατέχουν και οι συλλέκτες δίσκων βινυλίου, πιστεύεται ότι οι δίσκοι βινυλίου είναι πλέον δεύτεροι σε συλλεκτική άξια μετά τους πίνακες ζωγραφικής. Ο δίσκος βινυλίου είναι κάτι το ζωντανό και όχι κάτι άψυχο, μέσα στα αυλάκια του υπάρχει μια μικρή ή μια μεγάλη ιστορία, όνειρα, φιλοδοξίες, μια φιλοσοφία, είναι πολλά μωσαϊκά συναισθημάτων. Ένας τρόπος ζωής λοιπόν, για τον γνήσιο συλλέκτη βινυλίου είναι μια συνειδητή (όχι εφήμερη) αγορά που θα τον συνοδέψει σε ολόκληρη τη ζωή του.
Οι συλλέκτες βινυλίου χωρίζονται σε δυο κατηγορίες, στον επαγγελματία και τον γνήσιο (ερασιτέχνη). Οι επαγγελματίες συλλέκτες συνήθως ψωνίζουν, πωλούν ή ανταλλάσσουν δίσκους, πολλές φορές χωρίς να τους ακούν καν. Οι ερασιτέχνες, γνήσιοι (όπως εγώ) είναι αυτοί που αγοράζουν τους δίσκους για την προσωπική τους συλλογή και ακρόαση, είναι πρώτα απ’ όλα οι ερευνητές, είναι οι ιστορικοί που ξέρουν τα πάντα γύρω από τον κάθε δίσκο που έχουν. Έχω μετατραπεί από απλό λάτρη της μουσικής σε συλλέκτη δίσκων βινυλίου, όχι όμως με την έννοια «αγοράζω δίσκους γιατί είναι συλλεκτικοί και έχουν ή θα αποκτήσουν κάποια αξία», αλλά γιατί θέλω να έχω «μουσικές μνήμες» στις οποίες θα απευθύνομαι όποτε μπορώ ή όποτε θέλω, για προσωπική μου απόλαυση, ευχαρίστηση και μόνο. Άλλοι ίσως να το θεωρούν χάσιμο χρόνου και να προτιμούν να ποστάρουν στο facebook τραγούδια (που δεν τα έχουν αγοράσει, αλλά τα κατεβάζουν απλά τζάμπα). Φυσικά υπάρχουν και αυτοί που συλλέγουν κάτι συγκεκριμένο, που έχει να κάνει με το αγαπημένο τους συγκρότημα, η μια κατηγορία βεβαίως δεν μπορεί να αποκλείσει τις υπόλοιπες. Εγώ λόγου χάρη, εκτός από Hard Rock, Metal και Southern Rock βινύλια, συλλέγω και οτιδήποτε έχει σχέση με το αγαπημένο μου Heavy Metal συγκρότημα.
Η μεγάλη καμπή της δισκογραφίας και η ψηφιακή πλέον διακίνηση της μουσικής, έχει φέρει τα πάνω κάτω. Τα καταστήματα δίσκων που κάποτε βρισκόταν σε κάθε συνοικία, αυτό που την προηγούμενη δεκαετία έγινε πολυκατάστημα στα κέντρα των πόλεων, ενώ τα τελευταία χρόνια κατέρρευσε, αφού αγόραζες μουσική σαν να ήσουν σε super market, χάθηκε εντελώς η μαγεία. Τουλάχιστον κάποια τοπικά δισκάδικα κάνουν φιλότιμες προσπάθειες αναβίωσης αυτής της vintage εποχής, που θα αγοράσεις το φυσικό προϊόν (LP) γιατί πραγματικά το θες και όχι γιατί είναι δώρο με κάποιο άλλο ευτελές προϊόν. Μόλις 10 χρόνια πριν, όλα έδειχναν πως το βινύλιο ήταν κλινικά νεκρό. Με εξαίρεση κάποιες μικρές ανεξάρτητες εταιρείες, οι περισσότερες δισκογραφικές εταιρείες κυκλοφορούσαν τα album μόνο σε CD ή download και οι μουσικόφιλοι αντικαθιστούσαν τις βινυλιακές δισκοθήκες τους με ψηφιακά ψεύτικα υποκατάστατα (εγώ πάντως δεν το έκανα ποτέ). Σήμερα, κόντρα σε κάθε πρόβλεψη, το βινύλιο επιστρέφει δυναμικά ως το μόνο απτό μέσο αναπαραγωγής της μουσικής που θα υπάρχει στο μέλλον. Μέσα σε μια θάλασσα από megabites, εξωτερικούς σκληρούς δίσκους, I-Pod και memory sticks που εμπεριέχουν χιλιάδες τραγούδια σε άυλη μορφή, τα βινύλια μπορούμε να τα αγγίζουμε, να τα συλλέγουμε, να τα δωρίζουμε και να τα κληροδοτούμε στις επόμενες γενιές ως πολιτιστικά τεκμήρια.
Το βινύλιο αντιστέκεται στον καταιγισμό των CD, των MP3 και στον σύγχρονο εξοντωτικό τρόπο ζωής. Τι είναι όμως, αυτό που κρατάει ζωντανούς τους δίσκους βινυλίου, παραπάνω από 100 χρόνια, κόντρα στον τεχνολογικό χείμαρρο των CD και των MP3; Ίσως είναι η γοητεία του αγγίγματος, ίσως η μυρωδιά, το εξώφυλλο, το «ταξίδι» της βελόνας και όλος ο ερωτισμός που αναδεικνύουν, σε μία εποχή που τρέχει μπροστά στα μάτια μας άυλη, χωρίς υπόσταση, χωρίς να περιμένει.
Σχέσεις προσωπικές... ψηφιακές μέσω facebook (κάτι ωραίο που άκουσα τελευταία, «δεν έχω φίλους, έχω όμως facebook»), συνομιλίες με chat και e-mail, εργασία με ιλιγγιώδεις ρυθμούς και συμπιεσμένη, όπως και η μουσική στα MP3. Και το βινύλιο εκεί, να στροβιλίζεται στον δικό του χορό και κόσμο, μόλις στις 33 στροφές του, να επιζητεί το «χάδι», τη συζήτηση, το μυστήριο, απορρίπτοντας το άγχος και επιβραδύνοντας τον χρόνο, που τόσο μας λείπει. Θα χωρέσει μόνο όσα τραγούδια πρέπει και θα σε αναγκάσει να αλλάξεις πλευρά γιατί και αυτή σηματοδοτεί ένα άλλο κεφάλαιο, έστω κι αν πρόκειται για το ίδιο album. Μιας άλλης εποχής το βινύλιο, αυτός ο μαγικός δίσκος, που όσο αντιεμπορικός δείχνει, τόσο καταφέρνει να προσελκύει μέχρι σήμερα τους φίλους της μουσικής. Δεν είναι να απορεί κανείς γιατί η ακρόαση της μουσικής που έχει μετατραπεί σε μία βαρετή διαδικασία, από ιεροτελεστία που ήταν παλιότερα. Όταν έπιανες στα χέρια σου το βινύλιο, πρόσεχες κάθε λεπτομέρεια του εξωφύλλου, το artwork, ακόμα και το σχήμα από τα αυλάκια και τα μηνύματα που ήταν γραμμένα στο περιθώριο δεν σε ένοιαζε και τόσο η ποιότητα του ήχου, ή αν άκουγες όλες τις «ψηλές» ή τις «χαμηλές» συχνότητες. Παλιότερα, στα 70’s και στα 80’s η ιεροτελεστία περιελάμβανε μαζική ακρόαση με φίλους, βραδιές συζητήσεων για τη μουσική, ανταλλαγές βινυλίων και τσακωμούς για την φθορά που προκαλούσε το απανωτό παίξιμο. Τώρα, το πολύ-πολύ να στείλεις ένα link με e-mail που πολύ πιθανόν να μην το κατεβάσει κανείς, επειδή δεν έχει ούτε τη διάθεση, ούτε το χρόνο, ή το πολύ-πολύ απλά να μείνουν σε ένα παθητικό και μίζερο ψηφιακό “like” στο facebook. Τότε που δεν υπήρχαν κινητά, USB και ψηφιακή τεχνολογία, τότε που όλα ήταν διαφορετικά, πιστέψτε με, η αγορά κάθε δίσκου ήταν ιερή στιγμή και ακόμα πιο ιερή η ακρόαση του.
Το βινύλιο μπορεί να μην είναι το κυρίαρχο μέσο στον τρόπο που κυκλοφορεί πια η μουσική, εξακολουθεί όμως να είναι το πιο ισχυρό φετίχ και με τους πιο φανατικούς φίλους. Παζάρια δίσκων εξακολουθούν να γίνονται, βινύλια αλλάζουν χέρια για χιλιάδες ευρώ, εξακολουθούν να φτιάχνονται εξώφυλλα έργα τέχνης και μια ολόκληρη γενιά που γεννήθηκε όταν είχε ήδη «εξαφανιστεί» είναι οι πιο πιστοί αγοραστές του. Κάποιοι είναι και αποκλειστικοί, είναι γεγονός ότι το βινύλιο πουλάει κυρίως σε νεαρές ηλικίες και μάλιστα αρκετοί δεν αγοράζουν μουσική με κανέναν άλλο τρόπο. Υπάρχουν πολλοί που αγοράζουν βινύλια χωρίς να έχουν pick-up, είναι και μόδα το βινύλιο, παίζει πολύ δήθεν οτιδήποτε είναι ακραίο ή σπάνιο. Επίσης, αν συγκρίνεις το τι πληρώνεις και τι παίρνεις με το βινύλιο και το CD, το CD είναι ένα τίποτα είναι μόνο για να διώχνει τα περιστέρια από τα μπαλκόνια. Η διαφορά στον ήχο του βινυλίου από του CD, για κάποιον που δεν ξέρει, το ελάττωμα τους γίνεται προτέρημα, κάποιες υψηλές συχνότητες μετά τα 10.000 Hz λείπουν στο βινύλιο, κόβονται, κι αυτός ο περιορισμός κάνει τον ήχο πιο γλυκό, να μην πονούν τα αυτιά σου όταν ακούς ένα δίσκο δυνατά. Το βινύλιο είναι από τα λίγα αντικείμενα που δεν χάθηκαν, παρόλο που η τεχνολογία προχωράει κι έχουν ανακαλυφθεί ένα σωρό νέα μέσα να αποθηκεύεις μουσική. Ακόμα και το CD εξαφανίζεται, μερικά από τα εργοστάσια που το παρασκεύαζαν σταμάτησαν την παραγωγή.
Υπάρχει μια μανία με τους δίσκους βινυλίου, τώρα που όλα είναι διαθέσιμα σε MP3, τα pick-up μπαίνουν ξανά στα σπίτια μας. Kρίνοντας από τον περίγυρο μου αλλά και από τον εαυτό μου πάντα έβαζα σε τάξη τους δίσκους βάση αλφαβητικής σειράς. Όσοι, μαζεύουν από παλιά, κάθε φορά που μπαίνει στη ζωή τους η λέξη «μετακόμιση», το πρώτο πράγμα που σκέφτονται είναι πως θα μεταφέρουν με ασφάλεια, τα βινύλια τους.
Το βινύλιο είναι ένα φετίχ, είναι παραπάνω από μια απλή σχέση μεταξύ ενός άψυχου αντικειμένου και του ιδιοκτήτη. Παίζει ρόλο το σχήμα του, η αίσθηση που σου αφήνει και η τελετουργία. Ο μουσικόφιλος έχει μια ιερή σχέση με την βελόνα του pick-up του, αυτή που ευλαβικά και με προσοχή βάζει πάνω στο βινύλιο περιμένοντας να περάσει το αρχικό «χρρρρ» των 4-5 δευτερολέπτων και να αρχίσει να παίζει το τραγούδι. Η σχέση είναι ιερή, τόσο ιερή που ακόμα και στην τυχαία απειλή που θα πέσει σε ένα χαζό καβγά, αυτή του «θα σου σπάσω τους δίσκους», την κάνει να φαντάζει σαν το χειρότερο πράγμα που θα ακούσουν τα αυτιά σου ποτέ. Τα πράγματα όμως δεν ήταν πάντα έτσι. Περάσαμε στις νέες γενιάς που στα τέλη των 90’s και (σχεδόν όλα) τα 00’s αγόραζαν CD’s, ίσως γιατί ήταν κάτι το καινούριο, ήταν πιο μικρά, πιο εύχρηστα αφού άνοιγες ένα κουτάκι, έβγαζες το CD, το έβαζες στο CD-player και πατούσες το play. Η αλήθεια είναι πως το πάσαραν περισσότερο και οι δισκογραφικές εταιρίες τότε. Από την άλλη πλευρά, αν ήθελες να ακούσεις κάποιο δίσκο με τον παραδοσιακό τρόπο, θα έπρεπε να σηκώνεσαι κάθε τρεις και λίγο και να αλλάζεις την πλευρά. Ο ήχος ναι μεν, ήταν καλύτερος στο pick-up αλλά στα 00’s ήταν όλα γρήγορα, σε όλους τους τομείς, ήθελες να κάνεις κάτι και να το κάνεις γρήγορα, αλλά δυστυχώς έχανες τη μαγεία της μουσικής.
Δίσκους αγοράζουν τώρα πια κυρίως μόνο οι μερακλήδες, αυτοί που πάντα αγόραζαν βινύλια και πάντα θα αγοράζουν, ο κόσμος να χαλάσει. Ο κόσμος έχει καταλάβει πως το CD σαν format μουσικής είναι παρωχημένο και έχει απομυθοποιηθεί. Δεν μπορεί κάποιος, ειδικά την εποχή της κρίσης να δώσει 15-20 ευρώ για ένα πλαστικό πράγμα. Στην αντίπερα όχθη το βινύλιο θεωρείται κλασικό και έχει μια σταθερή αξία. Όλα τα καλά album πλέον ή σχεδόν όλα, βγαίνουν και σε βινύλιο και ο κόσμος τα αγοράζει. Αυτό που έχει αλλάξει είναι το γεγονός πως οι εταιρείες βγάζουν όλο και πιο λίγα κομμάτια αφού το minimum του δίσκου έχει πέσει. Κάποτε έβγαινε μια limited edition 5.000 κομματιών, τώρα κάτι τέτοιο το βρίσκεις σε 300-500 κομμάτια. Είναι όμως λογικό, αφού το κοινό συνεχώς λιγοστεύει αν και πάντα θα υπάρχουν οι πιο παλιοί και οι πιο μεγάλοι σε ηλικία που έμαθαν στο βινύλιο και δεν θα το αλλάξουν, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Το 90% του κόσμου ζητά βινύλια, ίσως αυτό να γίνεται γιατί η επαφή με τη βελόνα είναι ισχυρότερη από τον απρόσωπο και ψυχρό ψηφιακό ήχο. Όντως κάπως έτσι πρέπει να είναι. Μιλώντας για εταιρείες, αυτές που το παλεύουν περισσότερο είναι οι ανεξάρτητες και αυτές που κινούνται στον underground κυρίως χώρο. Οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες, δεν δείχνουν να ενδιαφέρονται για πωλήσεις βινυλίου. Ειδικά την εποχή που οι εταιρείες σε συνεννόηση με τους καλλιτέχνες βγάζουν προς πώληση τα album τους στα περίπτερα για 8-10 ευρώ, θέλουν χρήματα και τα θέλουν τώρα.
Η επανέκδοση βινυλίων γίνεται αφενός για να κυκλοφορήσουν σε βινύλιο δίσκοι που είχαν κυκλοφορήσει μόνο σε CD αλλά και για να υπάρξουν ξανά στην αγορά δυσεύρετοι, κυρίως private εκδόσεις δίσκων του παρελθόντος. Έτσι δίνεται η ευκαιρία στους μουσικόφιλους να τους αποκτήσουν σε φυσιολογική τιμή, ή να έρθουν στο φως άγνωστα ονόματα που έμειναν στα συρτάρια κάποιας δισκογραφικής εταιρείας ή σε κάποια studio ηχογράφησης. Το βινύλιο είναι το πιο όμορφο, πιστό και ολοκληρωμένο format μέσω του οποίου ο ακροατής μπορεί να απολαύσει τη μουσική που αγαπά. Γι’ αυτό άλλωστε οι πωλήσεις των δίσκων βινυλίου αυξάνονται σταθερά την ώρα που οι αντίστοιχες πωλήσεις σε CD πέφτουν. Όσο καλά και να πηγαίνουν οι ψηφιακές πωλήσεις, το παρόν και το μέλλον δηλαδή της μουσικής βιομηχανίας, οι άνθρωποι πάντα θα έχουν ανάγκη από ενθύμια και αναμνήσεις, κάτι που βρίσκουν στα βινύλια. Όσο και αν προχωρά η τεχνολογία στα pick-up, πλέον μπορείς να βρεις pick-up με υποδοχή για I-Phone, με θύρα USB ή και με CD-player πάνω του, το βινύλιο θα είναι πάντα το απτό αντικείμενο, που εντάσσεται στο πλαίσιο της ακατάσχετης vintage μανίας.
Εάν η αγαπημένη σας ταινία είναι το “High Fidelity”, ή εάν έχετε τη μυρωδιά των δισκάδικων ακόμα επάνω σας, εάν τα λεφτά που σας έδιναν οι γονείς σας για να αγοράσετε κανένα καινούργιο blue-jean, εσείς τα κάνατε βινύλια, τότε με καταλαβαίνετε πιστεύω, απόλυτα. Όλοι οι παλαιοί συλλέκτες βινυλίου αναπολούν για το πως μεγάλωσαν μέσα στα δισκάδικα και στο πως συνεχίζουν ακόμα να κάνουν βόλτες σ’ αυτά και να παίρνουν ακόμα δίσκους. Μια άλλη άποψη λέει πως αγγίζοντας το βινύλιο αγγίζεις την μουσική και όσοι έχουν αγγίξει τη μουσική με το βινύλιο καταλαβαίνουν τι εννοώ, για πολλούς συλλέκτες η αναζήτηση σε σκονισμένα μικρομάγαζα βινυλίων ή σε παζάρια δίσκων αποτελεί τέχνη.
Στην Ελλάδα παρουσιάζεται μια αύξηση στην αγορά δίσκων βινυλίου, αφού σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία ο αριθμός των αγορών από το 2010 σχεδόν διπλασιάστηκε η αγορά βινυλίου και αντιπροσωπεύει το 8%-10% των πωλήσεων, όταν το 2004 ήταν μόλις 1%-2%. Παγκοσμίως τώρα, ρεκόρ πωλήσεων για τα βινύλια τα τελευταία 20 χρόνια, φέτος είναι 17,7% περισσότερο σε πώληση από ότι το προηγούμενο έτος, ενώ το 1993 οι πωλήσεις έφταναν τα 0,3 εκατομμύρια, φέτος μετά από 25 χρόνια έφτασαν να πωλούνται 4,6 εκατομμύρια βινύλια σε όλον το κόσμο, σύμφωνα με στατιστικές πηγές. Ακόμη και οι νέοι, γύρω στα 17-18 που μεγάλωσαν με τα CD, αγοράζουν πια δίσκους, το βινύλιο έχει ανέβει πολύ έχει γίνει ξανά μόδα, αυτοί που αγοράζουν βινύλια είναι κυρίως 30-50 ετών, αλλά και μικρότεροι 18-25 ετών. Όταν το 1989 ανακοινώθηκε και επίσημα η οριστική διακοπή της παραγωγής βινυλίων κανείς δεν φανταζόταν ότι, η πάλαι ποτέ ανθηρή μουσική βιομηχανία, θα γυρνούσε και πάλι στο δίσκο των 33 στροφών. Τα τελευταία πέντε χρόνια (περίπου) οι δισκογραφικές εταιρίες επανέφεραν στην αγορά το γνωστό δίσκο βινυλίου, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να σταματήσουν τη σημαντική ζημία που τους προκάλεσε, κυρίως, η διαδικτυακή διακίνηση των τραγουδιών.
Τα παραδείγματα καλλιτεχνών που τώρα πια «τυπώνουν» και σε βινύλιο είναι αμέτρητα, έχουν διαθέσει ολόκληρη τη δισκογραφία τους σε βινύλιο και από ότι φαίνεται η τάση αυτή κερδίζει ολοένα και περισσότερους οπαδούς. Όμως, έφτασε η στιγμή που το βινύλιο επιστρέφει και μάλιστα δυναμικά. Ο αναλογικός ήχος έχει αρχίσει να κερδίζει και πάλι έδαφος και πλέον οι περισσότεροι καλλιτέχνες και τα μουσικά συγκροτήματα στο εξωτερικό, αλλά και στη χώρα μας, κυκλοφορούν τα νέα τους album και σε έκδοση βινυλίου.
Απευθυνόμενο σε μια νέα γενιά ακροατών, που γνώρισε το βινύλιο μέσα από τις σκονισμένες κούτες του μπαμπά στο πατάρι ή στο υπόγειο, το «νέο» προϊόν φαίνεται να μπαίνει για τα καλά στη ζωή αυτών που ήταν μάλλον αγέννητοι όταν ο δίσκος έδινε πανηγυρικά τη θέση του στο CD. Καθόλου περίεργη δεν πρέπει να μας φαίνεται αυτή η επιτυχία, το βινύλιο είναι ότι μας έχει απομείνει από την εποχή της «αθωότητας». Κουβαλάει μέσα του εκείνη την ουσιαστική σχέση με τη μουσική που η πλήρης εμπορευματοποίηση φρόντισε να στερήσει από αυτούς που δεν έζησαν στα 60’s στα 70’s ή στα 80’s. Είναι η σχέση με τη μουσική που δεν βασίζεται μονάχα στην ακοή αλλά και σε όλες τις αισθήσεις. Το βινύλιο δεν προσφέρει απλώς μόνο τον πιο «σωστό» ήχο, αλλά αν θέλει κανείς να καταλάβει πώς θέλει ένας καλλιτέχνης να ακούγεται η δουλειά του, δεν έχει παρά να την ακούσει μόνο σε βινύλιο. Το να ακούς μουσική σε βινύλιο είναι σαν να είσαι στο ντους με το νερό να τρέχει πάνω σου, αλλά το να την ακούς ψηφιακά είναι σαν να σου ρίχνουν παγάκια.
Αγοράζοντας ένα album σε μορφή βινυλίου, αντί π.χ. σε μορφή CD ή MP3, έρχεσαι πρώτα σε επαφή με το ολοκληρωμένο εξώφυλλο του δίσκου. Οι παλιοί θα θυμούνται σίγουρα τις ατέλειωτες ώρες που ξόδευαν χαζεύοντας το εξώφυλλο, ψάχνοντας όλες τις λεπτομέρειες. Παρακολουθούν τον μαύρο δίσκο να περιστρέφεται δεξιόστροφα, καθώς η βελόνα του pick-up «διαβάζει» τα αυλάκια του και γεμίζουν από ικανοποίηση. Αγγίζουν με προσοχή το εξώφυλλο σαν να πρόκειται για έργο τέχνης, ρυθμίζουν κατάλληλα το pick-up και απολαμβάνουν την αγαπημένη τους μουσική. Κάποιοι αντιλαμβάνονται έτσι καλύτερα την ποιότητα του ήχου, ενώ σε άλλους αρέσει απλά η αισθητική του βινυλίου. Έπειτα, έρχεται και ο χαρακτηριστικός ήχος της βελόνας στο pick-up, πρόσεξε τη μουσική που ακούγεται όχι απ’ τα ηχεία αλλά από την ίδια την βελόνα. Πρόσεξε το δίσκο που γυρίζει, ίσως οι πιο νέοι να θυμούνται που στεκόντουσαν στις μύτες των ποδιών για να βλέπουν το δίσκο να γυρίζει σε κάποια γιορτή στο σπίτι τους. Γιατί βέβαια, δεν μπορείς να δεις το CD να γυρίζει, δε μπορείς να δεις το MP3 να γυρίζει. Με λίγα λόγια δεν μπορείς να αντιληφθείς τη μουσική με όλες σου τις αισθήσεις, με το βινύλιο μπορείς και μέσα από αυτή την εμπειρία καταλαβαίνεις γιατί η μουσική προσφέρει και στην καρδιά σου και την ψυχή σου. Οι καινούργιοι μπορούν να αφήσουν τη μυρωδιά από το παλιό κιτρινισμένο χαρτί που τυλίγει το δίσκο αν πρόκειται φυσικά για μεταχειρισμένο, να τους πάει για λίγο πίσω στα 70’s ή στα 80’s. Είναι ιεροτελεστία, είναι άλλο πράγμα ν’ αγγίξεις το εξώφυλλο του δίσκου, να τον βγάλεις, να τον φροντίσεις, είναι μια ολόκληρη ιεροτελεστία. Τα εξώφυλλα πάντα έπαιζαν και παίζουν σημαντικό ρόλο, αναδεικνύουν την ποιότητα του album, την αισθητική καλλιτέχνη και κοινού. Αυτό το χαρτονένιο τετράγωνο εξώφυλλο σημάδεψε μια εποχή, άλλες φορές άσχημο, άλλες όμορφο, άλλες αδιάφορο, άλλες περίεργο, έλκυε τον αγοραστή πριν ακόμη ακούσει το περιεχόμενο, τον διέγειρε κατά κύριο λόγο, πριν η βελόνα ακουμπήσει στο αυλάκι, ο αναλογικός ήχος πάντα ακούγεται καλύτερα.
Το βινύλιο είναι το μοναδικό αυθεντικό μέσο για να ακούσει κάποιος μουσική, το βινύλιο είναι κλασικό και όσο περνάει ο καιρός εκτιμούν την αξία του, με τα CD έχει αυξηθεί η πειρατεία και το παραεμπόριο, ενώ αυτό δεν συνέβαινε με το βινύλιο. Οι δίσκοι βινυλίου μεσουρανούσαν κυρίως τη χρυσή δεκαετία του ’80, έδιναν ρυθμό στα πάρτι, συντροφεύουν τον ελεύθερο χρόνο, «γεμίζουν» τη ζωή. Στα τέλη της επόμενης δεκαετίας χάνουν την αίγλη τους και ξεχνιούνται μέσα σε χαρτόκουτα, πατάρια και αποθήκες, η ψηφιακή τεχνολογία φέρνει τα CD και οι δίσκοι βινυλίου μετατρέπονται σε... μουσειακό είδος. Έτσι, φορτωμένο με την αρετή της ουσιαστικής επαφής και τυλιγμένο με το μεθυστικό άρωμα του, μυθοποιημένο πια το βινύλιο βρήκε πάλι μια περίοπτη θέση στα δισκοπωλεία. Οι λόγοι μπορεί να είναι καθαρά οικονομικοί, ωστόσο αυτό δε μας εμποδίζει να επαναπροσδιορίσουμε τη σχέση μας με τη μουσική. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το βινύλιο αντεπιτίθεται συμβολίζοντας μία εποχή αρκετά πιο ρομαντική. Δεν είναι λίγοι αυτοί που το νοσταλγούν, το αγαπάνε και θα ήθελαν να το δουν να επιστρέφει στα σαλόνια των σπιτιών ξυπνώντας ευχάριστες αναμνήσεις.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ακούω Hard Rock και Heavy Metal από το 1983, ενώ από τότε μαζεύω δίσκους βινυλίου ανελλιπώς, θυμάμαι πως πρώτα πήρα 4-5 δίσκους βινυλίου και μετά πήρα το πρώτο μου pick-up. Μέχρι και σήμερα, ακόμα συνεχίζω να μαζεύω όσο μπορώ και όσο μου το επιτρέπουν τα οικονομικά μου. Όλα αυτά τα χρόνια που μαζεύω δίσκους βινυλίου, όλους τους αγόρασα μόνος μου, κανείς ποτέ δεν μου χάρισε ποτέ τίποτα, όλα τ’ απόκτησα με κόπους και θυσίες. Έχοντας λοιπόν στο μυαλό μου τους κόπους, τις θυσίες και τις δυσκολίες που πέρασα, αρνούμαι να δω το Heavy Metal ως το ανώδυνο παιχνιδάκι το οποίο διασκεδάζει διάφορους εκεί έξω, αρνούμαι να το αντιμετωπίσω με μερικά κλικ στο ποντίκι του υπολογιστή μου, που θα με γεμίσουν στην κυριολεξία με αέρα κοπανιστό. Το Heavy Metal κατακτείται όπως όλα τα όμορφα πράγματα στη ζωή που είναι πάντα δύσκολα, δεν χαρίζεται. Για κάποιους αυτά είναι γραφικότητες, για κάποιους άλλους στάσεις ζωής. Τελειώνω αυτό το άρθρο με μια σκέψη μοναχά, δεν μπορώ να φανταστώ πως θα χαθούν τα δισκοπωλεία. Δεν το διανοούμαι πως δεν θα μπορώ να πηγαίνω στο κατάστημα δίσκων για να διαλέγω εγώ μόνος μου τους δίσκους μου.
Υ.Γ.
Παραθέτω μια φωτογραφία του γνωστού σε όλους μας Lemmy (RIP) των Motörhead που νομίζω ότι τα λέει όλα, μια φωτογραφία αξίζει όσο 1000 λέξεις. Τέλος, σας ευχαριστώ που διαβάσατε, με την δέουσα προσοχή θέλω να πιστεύω, το άρθρο μου.
Κείμενο για το Southern-Rock.GR: (Ηλίας Κωστόπουλος).